Skip to main content
|

Αντίο καλέ μας άνθρωπε-Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών ο Θανάσης Βέγγος

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
12'
facebook σελιδαΠέθανε σήμερα το πρωί σε ηλικία 84 ετών ο πιο «καλός» άνθρωπος της Ελλάδας ο ηθοποιός Θανάσης Βέγγος. Ο σπουδαίος κωμικός του θεάτρου και του κινηματογράφου άφησε την τελευταία του πνοή στον Ερυθρό Σταυρό, όπου νοσηλευόταν τον τελευταίο περίπου ένα μήνα

Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927 από το Βασίλη και την Ευδοκία Βέγγου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού και ήταν ήρωας της αντίστασης. Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από την δουλειά του, εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Γεγονός που προκάλεσε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια του Θανάση και ο ίδιος αναγκάστηκε για πολλά χρόνια να ασχολείται με επεξεργασίες δερμάτων, ενώ παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά του. Κατά τα ταραγμένα χρόνια του εμφύλιου υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως εξόριστος στην Μακρόνησο και όταν απολύθηκε έκανε διάφορες δουλειές για τα προς τα ζην. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Παντελής Βούλγαρης βρήκαν στο πρόσωπο του τον αρχετυπικό άνθρωπο του λαού που σε μεγάλη ηλικία πια και έχοντας ταλαιπωρηθεί στο νεανικό του βίο γίνεται σοφός. Ο Θανάσης Βέγγος δεν σπούδασε υποκριτική, υπήρξε αυτοδίδακτος. Το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού όχι από Σχολή αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, την ίδια χρονιά. Στη συνέχια συνεργάστηκε κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη και ανέπτυξε τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου ανθρώπου, που τον καθιέρωσε, και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής. Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό με ταινίες όπως "Ψηλά τα χέρια", "Χίτλερ", "Μην είδατε τον Παναή", "Ζήτω η τρέλα", "Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης". Η στενή σχέση του με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη τον οδηγεί στον θρίαμβο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1971 με την ταινία "Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;". Κοινό και κριτική τον αποθεώνουν και αποσπά το βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου. Έναν χρόνο μετά, ο ρόλος του στην ταινία "Θανάση, πάρε το όπλο σου!" του χαρίζει ένα ακόμη βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου. Τη δεκαετία του '80 αποσύρεται από το σινεμά και κάνει λίγες βιντεοταινίες. Στο Μακρονήσι γνωρίστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο, που του χάρισε τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο στην "Μαγική Πόλη". Συμμετείχε σε ταινίες-σταθμούς για το ελληνικό σινεμά, όπως: "Δράκος", "Ποτέ την Κυριακή", "Κορίτσι με τα μαύρα", "Διακοπές στην Αίγινα", "Ηλίας του 16ου" "Μανταλένα". Λίγα χρόνια αργότερα ο "Πράκτωρ Θου βου" μετατρέπει τον Βέγγο σε λαϊκό ήρωα μέσα από πολλές ταινίες με μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, την εποχή που ο κινηματογράφος αποτελούσε την μόνη φθηνή ψυχαγωγία για τον ευρύ κοινό. Συνολικά είχε παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής και είχε σκηνοθετήσει (πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα) ακόμη επτά ταινίες. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε στις σειρές: "Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης" (ΑΝΤ1, 1990), "Έρωτας, όπως έρημος" (ΝΕΤ, 2003), "Περί ανέμων και υδάτων" (Mega, 2002), "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου" (ΑΝΤ1, 2006), "Βεγγαλικά" (ΕΡΤ) και "Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας" (ΕΤ3, 2009). Παντρεύτηκε την Ασημίνα Βέγγου με την οποία απέκτησε δυο γιούς και έζησε μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του. ----------------------------------------Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος εκφράζει την θλίψη του για το θάνατο του αγαπημένου ηθοποιού Θανάση Βέγγου.Θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του, για τον θάνατο του Θανάση Βέγγου εξέφρασε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος στο μηνυμα του αναφέρει ότι «Η είδηση του θανάτου του Θανάση Βέγγου προκαλεί πανελλήνια θλίψη και συγκίνηση. Ήταν σπουδαίος, χαρισματικός, γεμάτος σπάνια καλοσύνη για τους ανθρώπους. Οι ταινίες του θα συνεχίσουν να ψυχαγωγούν πολλές γενιές ακόμη, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Στην οικογένειά του εκφράζω τα πιο θερμά μου συλλυπητήρια». Αντίστοιχα, ο πρόεδρος της Βουλής, Φίλιππος Πετσάλνικος στο συλλυπητήριο μήνυμα αναφέρει ότι «ο Θανάσης Βέγγος υπηρέτησε με συνέπεια και αφοσίωση την τέχνη του, εκφράζοντας, γνήσια και αυθεντικά, λαϊκούς χαρακτήρες, αλλά και τα ήθη της ελληνικής κοινωνίας, στη δύσκολη μεταπολεμική πορεία της ανασυγκρότησης και ανάπτυξής της, ενώ η ακεραιότητα του χαρακτήρα του, η σεμνότητα και το επαγγελματικό ήθος του τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό σε όλους μας». Ο Πρωθυπουργός, Γιώργος Α. Παπανδρέου, έκανε την ακόλουθη δήλωση: "Σήμερα έφυγε από τη ζωή ένας δικός μας άνθρωπος, ένα μέλος της μεγάλης μας οικογένειας. Ο Θανάσης Βέγγος χάρισε σε όλους μας στιγμές μεγάλης χαράς, αλλά ακόμα και φιλοσοφικού προβληματισμού.Έβγαλε στην επιφάνεια, με τους ρόλους του, με την ίδια του την στάση, την ουσία της ανθρώπινης ζωής. Τον καθημερινό αγώνα που δίνουμε όλοι μας, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, αυτό που μας κάνει ανθρώπους - αυτό που τελικά μας ενώνει. Την ακατάπαυστη προσπάθεια και έμπνευση για την ζωή. Μας έκανε να γελάμε, αλλά και να δεχόμαστε τον αυτοσαρκασμό ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές μας. Μας μίλησε για τη ματαιότητα της κενοδοξίας, της ενασχόλησης με τα μικρά και τα ασήμαντα. Μας θύμιζε την ουσία της ζωής, στον αγώνα για την επιβίωση και την ολοκλήρωσή μας, την αγάπη για τους συνανθρώπους μας. Η πορεία του στην τέχνη αλλά και η στάση του στη ζωή, ταυτίστηκαν με την πορεία των κοινωνικών αγώνων και χαρακτηρίστηκαν από την ανθρωπιά, την καλοσύνη, την ειλικρίνεια, τον αυθορμητισμό και πάνω απ' όλα το ήθος του. Ο Θανάσης Βέγγος θα συνεχίζει να μας κρατά παρέα και να θυμίζει αξίες και παραδόσεις, οικίες, που μας ενώνουν όλους. Αντίο καλέ μας άνθρωπε". Στη δήλωση του για το θάνατο του Θανάση Βέγγου o πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπραςτονίζει: «Η Ελλάδα έχασε τον καλό της άνθρωπο.Ο Θανάσης Βέγγος ήταν το πρόσωπο που μπόρεσε στη ζωή, στο σανίδι και στο πανί να αποδώσει με τον πιο αληθινό τρόπο την ελληνική κοινωνία και την πολυτάραχη ιστορία των τελευταίων δεκαετιών.Βιοπαλαιστής και Μακρονησιώτης, αυτοδίδακτος και σπουδαίος ηθοποιός, σεμνός και ευγενής, ήταν η χαρακτηριστικότερη μορφή του λαϊκού πολιτισμού και της κουλτούρας.Δεν είναι τυχαίο που αγαπήθηκε τόσο πολύ από όλες τις γενιές που είχαν την τιμή να παρακολουθήσουν την πορεία και το έργο του.Όλοι και όλες μας είμαστε τυχεροί που υπήρξε και περπάτησε δίπλα μας.Καλό ταξίδι Θανάση μας.». Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού εκφράζει τη βαθειά θλίψη της για το θάνατο του Θανάση Βέγγου. "Πέρα από την καλλιτεχνική πορεία και σημαντική προσφορά του στον κινηματογράφο και το θέατρο, ο Θανάσης Βέγγος θα συμβολίζει πάντα κάτι μοναδικό και ιδιαίτερο για τον ελληνικό λαό, αφού έφερε βασικά χαρακτηριστικά ελληνικότητας: άνθρωπος του μέτρου, σεμνός και ταυτόχρονα δημιουργικός, με φιλοτιμία και διάθεση προσφοράς. Υπήρξε ιδιοφυής και πρωτοπόρος. Ως άνθρωπος αλλά και ως καλλιτέχνης. Προσέγγισε την ελληνική κωμωδία συνδυάζοντας την τρυφερότητα με τον απόλυτο ρεαλισμό, τον αυτοσαρκασμό με το σεβασμό σε όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο Θανάσης Βέγγος ό,τι δημιούργησε στη ζωή του, το προσέφερε στους άλλους, στήριξε όσους είχαν ανάγκη και κυρίως τους νέους".πηγές Ελευθεροτυπία/Ημερησία

Η καλύτερη συνέντευξη του Θανάση Βέγγου Δόθηκε στην Μαρία Κατσουνάκη της Καθημερινής

«Δεν θα σας στοιχίσω τίποτα!», απάντησε στην πρόταση για γεύμα. «Δυστυχώς, δεν βγαίνω σχεδόν καθόλου από το σπίτι». Η συνάντηση πρωινή, στο διαμέρισμα της Ηπείρου, στην Αγία Παρασκευή, στον 4ο όροφο. Την πόρτα ανοίγει ο ίδιος ο Θανάσης Βέγγος και με αργά, προσεκτικά βήματα μάς οδηγεί στο καθιστικό. Ενας καναπές, δυο πολυθρόνες, με περιποιημένο λευκό - κρεμ προσκεφάλι. Παλιά συνήθεια, που υπογράμμιζε την έγνοια της νοικοκυράς για το σπίτι και για τα έπιπλα. Αισθητικά και πρακτικά (να μη φθαρεί η στόφα) παραπέμπει σε άλλες εποχές. Ενα μανουάλι, εικόνες, ποικίλα έπιπλα, ένας μεγάλος πίνακας με προσωπογραφία του Θανάση Βέγγου δεσπόζει. Ευχάριστη θέα από τα παράθυρα. Σπίτι που έχει διασχίσει αλώβητο τις δεκαετίες, με ζωή πυκνή, οικογενειακή. «Καθίστε όπου θέλετε», η προτροπή. «Να μη σας ξεβολέψω», λέω, καταλαβαίνοντας ότι η θέση του είναι δεδομένη. «Αστειεύεστε;», αποκρούει με ένα ανυπόκριτο αίσθημα φιλοξενίας και μου υποδεικνύει την αναπαυτική μπερζέρα. «Φοβάμαι, ότι αυτόν τον καιρό, λόγω της ταινίας (σ. σ. εμφανίζεται στην “Ψυχή βαθιά” του Παντελή Βούλγαρη) έχετε εκτεθεί στον Τύπο περισσότερο από ό, τι αντέχετε», ξεκινώ διστακτικά, έτοιμη να κρατήσω σημειώσεις. Δύο πράγματα μπορούν (μπορούσαν) να προκαλέσουν πανικό στον Θανάση Βέγγο: η σκόνη, κατάλοιπο της Μακρονήσου, και τα δημοσιογραφικά μαγνητόφωνα. Στα 83 του, μοιάζει συμφιλιωμένος και με τα δύο.Εσωτερικά χιλιόμετραΟταν τον συναντήσαμε πριν από 10, περίπου, χρόνια, στα γυρίσματα της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Ολα είναι δρόμος», στο Δέλτα του Εβρου, αρνήθηκε το μαγνητόφωνο ευγενικά αλλά και αδιαπραγμάτευτα. Διηγιόταν, μιλούσε με ένταση, τόνιζε και «τράβαγε» τις συλλαβές, συνοδεύοντας με μικρές νευρώδεις κινήσεις, τινάγματα, στα χέρια και στο κεφάλι, κάθε επεισόδιο της ζωής του. «Ετρεχα σε όλη μου τη ζωή με 300… Αλλά δεν έκοψα ποτέ το νήμα γιατί συνεχώς μου το μετακινούνε. Ολο πλησίαζα και όλο μου το πήγαιναν λίγα μέτρα πιο κει…», έλεγε τότε. Τώρα, παίρνει θέση στον καναπέ, τα χιλιόμετρα που διανύει είναι εσωτερικά, ο χρόνος έχει αποκτήσει σχετικότητα, οι ημερομηνίες δηλώνονται κατά προσέγγιση. Δεν κρύβει τα προβλήματα υγείας, δέσμιος σε ένα σώμα που δεν ακολουθεί τις διαθέσεις του. Η συζήτηση δεν υπακούει σε τυπικές προδιαγραφές. Οι φράσεις μπορούν να μένουν μισοτελειωμένες, να περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο, να παρατηρούμε μαζί τις οικογενειακές φωτογραφίες, να γινόμαστε από δύο, τρεις όταν η σύζυγός του Ασημίνα εμφανίζεται για να σερβίρει, να διορθώσει διακριτικά μια ημερομηνία, να θυμηθεί την πρώτη τους συνάντηση. Πώς να βάλεις εξάλλου σε μια σειρά πάνω από 120 ταινίες, θεατρικούς ρόλους, τηλεοπτικές εμφανίσεις, μια ζωή και ένα πρόσωπο πάνω στο οποίο αποτυπώνονται η πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας, η οδύσσεια του Νεοέλληνα που ελπίζει και αποτυγχάνει, που ονειρεύεται και απογοητεύεται. Αλλά συνεχίζει να πορεύεται. «Ο Βούλγαρης, ο Κούνδουρος, ο Κατσουρίδης, έφεραν τη ζωή μου άνω κάτω. Ειδικά ο Κούνδουρος. Είμαστε μαζί στη Μακρόνησο. Μου είπε: “Θανάση, θα γυρίσω μια ταινία και θα σε βάλω να παίξεις”. Τι λέει ο άνθρωπος; Σκέφτηκα. Υστερα από χρόνια εμφανίζεται ο Κούνδουρος στην Καλλιθέα όπου δούλευα σε ένα πατάρι επισκευάζοντας τσάντες γυναικείες, πορτοφόλια και με έκανε ηθοποιό». 1954 και «Μαγική πόλη». Ο Θανάσης, όπως λέγεται ο ήρωας, είναι σπαρακτικά καλός. Τον πνίγει το δίκαιο του αδικημένου, δεν αντέχει τον θρίαμβο του άδικου. Ο χρόνος κράτησε ανέπαφη αυτήν την πτυχή του Θανάση Βέγγου. Εμφανίζεται διακριτικά η κυρία Ασημίνα Βέγγου. Με την άκρη του ματιού, έβλεπα τη φιγούρα της να πηγαινοέρχεται στα δωμάτια, ολοκληρώνοντας τις πρωινές δουλειές του σπιτιού. «Η γυναίκα μου», τη συστήνει υπερήφανα. «Θα πάρετε κάτι;» «Νερό, ευχαριστώ πολύ» «Και καφέ, φέρε και καφέ», παρεμβαίνει ο οικοδεσπότης. «Ο μόνος καφές που υπάρχει στο σπίτι είναι ελληνικός», συμπληρώνει εκείνη. «Που λέτε, μη δω σκόνη και στραβό πράγμα», συνεχίζει ο Θ. Βέγγος ισιώνοντας την άκρη ενός σεμέν. «Η σκόνη στη Μακρόνησο ήταν άλλο πράμα. Από τα μαγειρεία, για να πας στο αντίσκηνο, ο αέρας έπαιρνε τα φασόλια από την κατσαρόλα και έμενε μόνο η σκόνη». Πώς ήταν η καθημερινότητα στη Μακρόνησο; «Επρεπε να σας δείξω μια φωτογραφία κάτω από την οποία ο Κούνδουρος έγραψε: “Το παρόν ονομάζεται φαντάρος”». Τι έπρεπε να διαθέτετε για να βγάλετε πέρα τη ζωή σας εκεί; «Αντοχή και ψυχραιμία. Ηταν πέντε τάγματα. Ημουν στο δεύτερο. Πέρασαν πολλοί επώνυμοι άνθρωποι. Κάθε μέρα 11 με 12 πηγαίναμε στο βουνό της Μακρονήσου και μαζεύαμε αφάνες για τη φωτιά. Επρεπε να μαζεύουμε τέσσερις με πέντε».Η αλήθεια μιας εποχήςΟ θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Λαζαρίδης έχει αφηγηθεί το εξής περιστατικό: «Στις δοκιμές του “Τρελού του Λούνα Παρκ” (1970) ο Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες πάνω στη σκηνή για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. “Δάσκαλε, αδύνατο να φρενάρω. Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θάλασσας, κατάλαβέ το”, έλεγε στον Μιχαηλίδη, τον σκηνοθέτη του. “Κι όμως Θανάση μου, στη σκηνή του μονολόγου που λες για τη ζωή σου πρέπει να κάτσεις σ’ αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Αλλιώς, δεν βγαίνει συγκίνηση”. Πράγματι στην πρόβα τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Ορθιοι χειροκροτούσαν. Τρέχει συγκινημένος και ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια. “Είδες Θανάση μου που είχα δίκιο;”. “Δάσκαλε: Δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Σκεφτόμουν ότι αύριο έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά...”». Κάπως έτσι πορεύτηκε ο Θανάσης Βέγγος ώς σήμερα: «μακελεύοντας τη ζωή του». «Μακελεμένος λειτουργούσα. Βολεμένος ποτέ», έχει πει στο παρελθόν. Γι’ αυτό και δεν έκανε ποτέ περιουσία. Γι’ αυτό και αν και «πέρασαν πολλά χρήματα από τα χέρια του εξαφανίζονταν σε λίγους μήνες». Δούλεψε σκληρά για να επιβιώσει, βίωσε εξορίες και απώλειες. Ως «πολίτης β κατηγορίας» έκανε καριέρα. Δεν έχει καμία σχέση με τη δημοφιλία των σημερινών σταρ, με τις τηλεπερσόνες του περιφερόμενου ναρκισσισμού σε σημείο αυτισμού. Ο Θανάσης Βέγγος είναι φτιαγμένος από πραγματικά υλικά. Ζει αποτραβηγμένος, όχι από στυλ αλλά από ανάγκη. Οσο και να τον στριμώχνει η αδυναμία του να τρέξει, έχει ήδη διανύσει τόσα χιλιόμετρα που μπορεί να απολαμβάνει τη συντροφιά των οικείων του, χωρίς ενοχές. Δεκαετίες τώρα το έργο του παραμένει μοναδικό στην αυθεντικότητά του: χαρτογράφησε, σε αυτήν την ξέφρενη πορεία του, τη μεταπολεμική Ελλάδα, το μελόδραμα και τη φαρσοκωμωδία, την παράγκα και το σεράι της. Ο Αλέξης Δαμιανός είχε εύστοχα σχολιάσει ότι ο Θανάσης Βέγγος «έφερε με αξιοπρέπεια ακόμη και τον ευτελισμό του εμπορικού κινηματογράφου». Και η αλήθεια είναι ότι όταν έχεις γυρίσει πάνω από 120 ταινίες, δεν είναι δυνατόν να είναι όλες εφάμιλλες της «Μαγικής πόλης» και του «Δράκου». Ομως, μπορεί να εμφανίζεται στην «Ψυχή βαθιά» σε μια μόνο σκηνή, ως παππούς που αναζητάει τη σορό του εγγονού, να λέει «δεν είναι πόλεμος αυτός, ντροπή είναι» και στο βλέμμα του να κλείνει την αλήθεια μιας εποχής. Μας υποδέχτηκε στο διαμέρισμα της Ηπείρου με μια, απρόσμενη για τους καιρούς, καλοσυνάτη οικειότητα. Μας αποχαιρέτησε επιμένοντας να έρθει, μαζί με την κυρία Ασημίνα, ώς την εξώπορτα. Και να περιμένουν μαζί μου το ασανσέρ. «Μα δεν υπάρχει λόγος...», ψέλλισα. «Βεβαίως και υπάρχει», παρατήρησε.«Ηθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες»– Η πιο χαρακτηριστική φράση της καριέρας σας είναι η προσφώνηση «Καλέ μου άνθρωπε…». Την πιστεύετε; – Για όνομα του Θεού! Καθόλου… Τότε, θα μου πείτε, γιατί το έλεγα… Ερχεται ο καφές δίνοντας χρόνο για ανασύνταξη. «Στην υγειά σας. Και στην υγειά της Ιωάννας (Καρυστιάνη) και του Παντελή (Βούλγαρη). Τους αγαπάμε πάρα πολύ», εύχεται η κυρία Ασημίνα, τακτοποιώντας στο μικρό τραπέζι που βρίσκεται στη μέση το κέικ (που είχα υποσχεθεί πως θα φέρω συμβάλλοντας στον πρωινό καφέ), κουλούρια, ένα μπολ με σοκολοτάκια υγείας. «Ο Παντελής μού έστειλε ένα σημείωμα ότι γυρίζει την ταινία και θα ήθελε να εμφανιστώ. Είκοσι πλάνα όλα κι όλα. Αλλά με ήθελε κοντά του. Μου λέει ο μικρός μου γιος, ο Χάρης, πατέρα ούτε να το συζητάς. Πρέπει να πας. Και πήγα. Παρά το γεγονός ότι έχω στην πλάτη μου αρκετά εγκεφαλικά επεισόδια… Θυμάστε και το ατύχημα με το τρένο; Γυρίζαμε με τη γυναίκα μου από την Κόρινθο. Εκείνη κινδύνεψε πολύ. Εκ των υστέρων κατάλαβα πόσο πολύ. Οτι είναι σήμερα καλά οφείλεται κυρίως σε έναν γιατρό που το πήρε προσωπικά και δεν έφυγε από δίπλα της.» – Πόσα χρόνια είστε μαζί; – 45… – Πώς είπατε; Διορθώνει η κυρία Ασημίνα. Πενήντα δύο, παρακαλώ! Από τα 19 μου. – Πώς γνωριστήκατε; – Της πήγαινα πάγο στο σπίτι. Δούλευα σε γαλακτοπωλείο. Ανέβαινα το λόφο Σκουζέ με 100 χιλιόμετρα. Πιστέψτε με! Με τον πάγο στο χέρι. Η μία πόρτα άνοιγε, η άλλη έκλεινε. Είστε πολύ καλή, της έλεγα. Μακάρι να ήταν όλες οι πελάτισσες σαν κι εσάς. – Τι σας συγκίνησε πάνω του; Απευθύνομαι στη σύζυγο. – Τα ωραία πράσινα μάτια του. Η λάμψη από ευγένεια, καθαρότητα και καλοσύνη που εξέπεμπαν... – Ε, και τρέλα! Μια δόση τρέλας, υπήρχε, χαμογελάει ο Θ. Βέγγος. Μισό αιώνα στον χώρο του θεάματος. Οι συνάδελφοί του σχολιάζουν την τόση εντιμότητα και αφοσίωσή του στην οικογένεια σχεδόν ως παραδοξότητα. Γι’ αυτό και η ερώτηση «τι ρόλο έπαιξαν οι γυναίκες στη ζωή σας», απλώνει ένα ανεπαίσθητο κόκκινο στο πρόσωπό του. – Είμαστε 52 χρόνια μαζί. Μιλάμε για λατρεία. – Ναι, αλλά ασκείτε και ένα επάγγελμα που, ας πούμε ότι, δεν βοηθάει τις μακροχρόνιες σχέσεις, επιμένουμε. – Εχετε δίκιο. Αλλά για μένα ήταν αυτονόητο ότι θα περάσω με τη Μίνα. Δεν προλάβαινα κιόλας! – Χαλαρώνατε ποτέ; – Οχι! Τώρα μόνο, αναγκαστικά… – Τι σας ενοχλεί σε αυτό; – Οτι καταφθάνει η ώρα μηδέν… Η μέρα είναι φωτεινή. Κοιτάει έξω από το παράθυρο, στο βάθος του ορίζοντα. Τρώει με προσοχή λίγο κέικ. Η παύση, αναγκαία. Η κυρία Ασημίνα έχει αποσυρθεί στα ενδότερα. Η στιγμή δεν έχει ούτε αμηχανία, ούτε αγωνία, ούτε αιχμές. Μόνο ησυχία. – Ποιο ήταν καύσιμο για τη δική σας μηχανή; Το δικό σας «κάρβουνο» για να συνεχίσετε; Απαντά χωρίς να σκεφτεί: – Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ηθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες. Ηταν, άραγε, κάτι που ήθελε να αφήσει πίσω του ή κάτι που επιδίωκε να συναντήσει μπροστά του; Διατυπώνω περισσότερο μια σκέψη παρά ερώτηση. «Αφήνω σε εσάς την απάντηση», αποκρίνεται στον ίδιο τόνο. – Κάτι είχε η φάτσα μου που έφερνε τον άλλον κοντά μου. Ισως, όταν έπεφτε η ματιά τους επάνω μου, ήξεραν ότι είμαι ένας πολύ εντάξει άνθρωπος. Υπήρξαν και άνθρωποι που επέμεναν να με αποκαλούν «κύριε Βέγγο». Ε, εκεί γινόμουν έξω φρενών! Μα, Θανάση με λένε! Είναι δυνατόν να με φωνάζετε κύριε Βέγγο; Ενας λαϊκός άνθρωπος ήμουν. Είναι στιγμές που το βλέμμα του υγραίνεται. Γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, συναντήσεις. Δεν το δηλώνει ευθέως, αλλά κουράζεται. Θα καταρρεύσει προκειμένου να μη γίνει αφιλόξενος. Καταλαβαίνω γιατί σηκώνει το τηλέφωνο ο μικρότερος γιος, ο Χάρης, δημιουργώντας έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από τον πατέρα του. – Τι δεν αντέχετε περισσότερο; – Την υποκρισία και την ψυχική μιζέρια. Αυτό, το εσωτερικό στρίμωγμα στους ανθρώπους. – Ποιο είναι το μεγάλο δώρο που πήρατε από τη ζωή; – Πείνασα πολύ κι εγώ και η οικογένειά μου. Πολλά χρόνια. Μην κοιτάτε πού μένω τώρα. Γεννήθηκα στο Νέο Φάληρο, το ’27. Για μια 20ετία η φτώχεια ήταν πολύ μεγάλη. Στην αρχή, με τη γυναίκα μου, μέναμε σε ένα δωμάτιο. – Εχετε περάσει και καλά στη ζωή σας όμως; – Ναι, ασφαλώς, Απέκτησα δυο γιους, τον Βασίλη, πενήντα ετών, και τον Χάρη, 40. Από τον Βασίλη έχω δύο εγγόνια που λατρεύω. Την Αγγελική και τον Θανασάκο. Στις φωτογραφίες απέναντι, χαμογελούν αφοπλιστικά. Και από το διπλανό τραπέζι, από τον τοίχο, παντού, συντροφεύουν τον παππού όταν δεν είναι κοντά του. – Τι κρατάτε από τη ζωή σας; – Οτι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω.

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία