80 χρόνια από το θάνατο του Θεόφιλου
80 χρόνια από το θάνατο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ....
Στην εποχή του ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ υπήρξε στόχος αποδοκιμασιών και χλευασμού. Μετά τον θάνατό του ήρθε η αναγνώριση. Φορούσε πάντα φουστανέλα κι ας μην ήταν η φορεσιά της ιδιαίτερης πατρίδας του, μια κάπα χειμώνα- καλοκαίρι και στα πόδια τσαρούχια, που από τις πολλές σόλες ήταν ασήκωτα. Στο χέρι βαστούσε μπαστούνι και σε έναν τορβά που κρεμόταν στον ώμο του έμπηγε ένα ξύλο με μια σημαία βυζαντινή, με τον αετό. Την παράξενη εμφάνιση συμπλήρωναν μακριά μαλλιά δεμένα κότσο με ένα κορδόνι, όπως κάνουν οι παπάδες, μεγάλα νύχια αλλά και μια ήρεμη, απόκοσμη έκφραση. Ετσι περιγράφουν τον Θεόφιλο όσοι τον γνώρισαν. Εναν πράο άνθρωπο που δεν έπινε, δεν κάπνιζε, απέφευγε τον κόσμο και δεν πήγαινε ποτέ σε καφενείο ή σε διασκεδάσεις αλλά ούτε και στην εκκλησία, παρ΄ ότι ζωγράφιζε εικόνες αγίων. Στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα όλα αυτά συγκεντρωμένα σε ένα πρόσωπο δεν μπορούσε παρά να συνθέτουν σκάνδαλο. Αλλά ειδικά στην περίπτωση του Θεόφιλου δημιουργούσαν εύκολο στόχο αποδοκιμασιών, χλευασμού, σκληρότητας. Εκείνος δεν γνώριζε ότι τα σύνεργα της ζωγραφικής, που έκρυβε στο σελάχι της φουστανέλας του, ήταν το μεγαλύτερο όπλο. Θα έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια και μόνο προς το τέλος της ζωής του κάποιοι θα τον αναγνώριζαν. Και αρκετά χρόνια ακόμη για να δημιουργηθεί ο μύθος γύρω από το όνομά του.
Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο θεωρείται πως γεννήθηκε κατά το διάστημα 1867–1870 στην Βαρειά της Μυτιλήνης. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς (ή Κεφάλας), ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, ήταν κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις, αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ζωγραφική, πάνω στην οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον παππού του.
Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας («Καβάσης») στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Εκεί έμεινε για μερικά χρόνια, πριν εγκατασταθεί στην πόλη του Βόλου, περίπου το 1897, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές και ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής ενώ σήμερα σώζονται τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο. Προστάτης του εκείνη την περίοδο, στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα το Μουσείο Θεόφιλου. Εκτός από την ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στην διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, με τους μαθητές σε παράταξη μακεδονικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος.
Το 1927 επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορμή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος — για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους — έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Στην Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους. Στην Μυτιλήνη, τον συνάντησε ο καταξιωμένος τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης (Tériade), ο οποίος διέμενε στο Παρίσι. Στον Ελευθεριάδη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση της αξίας του έργου του Θεόφιλου αλλά και η διεθνής προβολή του, που ωστόσο σημειώθηκε μετά το θάνατό του. Με έξοδα του Ελευθεριάδη ανεγέρθηκε επίσης το 1964 το Μουσείο Θεοφίλου στην Βαρειά. Τα έργα του υπέγραφε συνήθως χρησιμοποιώντας το επώνυμο της μητέρας του, ενώ το μοναδικό έργο που φέρει το κατά κόσμον όνομά του, έχει υπογραφή «Έργο Θεόφιλου Γαβριήλ Κεφαλά» και είναι μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο σκευοφυλάκιο του Ιερού Ναού Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου
Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, ξημέρωμα του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση. Ένα χρόνο αργότερα, έργα του εκτέθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου ως δείγματα της δουλειάς ενός γνησίου λαϊκού (ναΐφ) ζωγράφου της Ελλάδας.
Εξαιρετικό το σχόλιο του δημοσιογράφου Στρατή Μπαλάσκα στην προσωπική του σελίδα στο facebook
Σαν σήμερα πριν 80 χρόνια δηλαδή έφυγε από τη ζωή ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Τον πήραν από το φτωχικό δωμάτιο όπου τον είχε εγκαταστήσει ο Τεριάντ, μέσα σε μια κουβέρτα και τον θάψαν στο τμήμα των απόρων του γειτονικού νεκροταφείου του Αγίου Παντελεήμονος. Εκεί όπου σήμερα θάβονται οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες που πνίγονται στην προσπάθεια να περάσουν στη γη της επαγγελίας. Μόλις χθες θάψανε άλλον έναν... Γεια χαρά Θεόφιλε τσολιά, χαιρετίσματα στο φίλο του τον Κολοκοτρώνη
Επίλογος το τραγούδι των Κατσιμίχα για το Θεόφιλο Χατζημιχαήλ