Πολιτισμός

12/03/2011 - 14:20

Ο Μarc chagall σε πανελλήνια έκθεση ζωγραφικής στο σπίτι µας

 

Εκείνο το πρωινό παίρνω ένα αναπάντεχο τηλεφώνηµααπ' τον Marc Chagall. «Λητώ, µόλιςφτάσαµε µε τη Βαβά. Ηρθαµε να δουλέψω τις ζωγραφιές "∆άφνις και Χλόη".Θα θέλαµε ναπάµε µαζί σας στη Μυτιλήνη ναδω από κοντά το τοπίο όπου γεννήθηκε ο µύθος. Τι λέει ο Αγγελος, που είναι τόσο απασχοληµένος, θα τα καταφέρει να 'ρθείτε;». «Θατα πούµε αργότερα, Μαρκ. Στοµεταξύ, έρχοµαι αµέσως να σας βρω». Κι από κείνη την ώρα ούτεβήµα χωρίς εµάς οι Chagall. Φυσικά, ο Βαλής µου µόνο τα µεσηµέρια και τα βράδια τούς έβλεπε. Ο Marc Chagall, ευχάριστος, χαριτωµένος, όλο νιάτα και κέφι, ας ήταν χρονών και χρονών, πρώτη φορά στην Ελλάδα, χαιρότανε τα πάντα σαν µικρό παιδί. Η Βαβά, η γυναίκα του, όµορφη, µελαχρινή Ρωσίδα, σιωπηλή και συγκρατηµένη, τα φλογερά µάτια της µονάχα φανέρωναν τη σιδερένια θέλησή της.  Στο µεταξύ µαθεύτηκε πως ο Marc Chagall βρισκόταν στην Ελλάδα κι αρχίνησαν από διάφορους ζωγράφους αλλεπάλληλα τηλεφωνήµατα.«Μα δεν θα τον δούµε κι εµείς; ∆εν θα τον φέρετεστο ατελιέ µαςνα του δείξουµε τα έργαµας; Πολύ εγωιστικό να τονκρατάτε αποµονωµένο µόνο για τον εαυτό σας». Μπήκε στη µέση κι ο αγαπητός φίλος µας Αλέκος Πατσιφάς. «Λητώ, θα τους κάνετε εχθρούς όλους αυτούς που αγαπάνε τόσο πολύ τον Αγγελο κι εσένα». «Μα τι θες να κάνουµε, Αλέκο, πρακτικά είναι αδύνατο. ∆εν µπορεί ο Chagall να τρέχει από ατελιέ σε ατελιέ. Εδώήρθε για να δουλέψει». Τέλος, τη λύση µας την έδωσε ο ίδιος ο Chagall. «Να µαζευτούν όσοι θέλουν σ' ένα χώρο, να φέρουν µερικά έργα τους, να πιούµε ένα ποτό, κι έτσι θα γνωρίσω και τους ίδιους τους ζωγράφους και τη δουλειά τους. Αυτό έγινε τώρα τελευταία στη Ρώµη και πέτυχε πολύ». «Θαυµάσια λύση, Μαρκ». Το είπα στον Αλέκο Πατσιφά κι ανέλαβε εκείνος πολύ ευγενικά τις συνεννοήσεις. «∆υστυχώς,ο Βαλής δεν µπορεί να φύγει από την Αθήνα», είπα στους Chagall εκείνο το πρωινό. «Λυπάται πάρα πολύ, αλλά ένας άρρωστός του στο νοσοκοµείο δεν πάεικαθόλου καλά και δεν µπορείνα τον αφήσει».

Η απογοήτευσή τους πολύ µεγάλη. «Τότε, έλα εσύ µαζί µας, Λητώ». «Συγχωρέστε µε, φίλοι µας, αλλά χωρίς τον Βαλή δεν πάω ποτέ πουθενά. Θα σας συνοδεύσω, όµως, ώς το καράβι και στη Μυτιλήνη θα φροντίσω να σας περιποιηθούν πάρα πολύ». Οι Chagall ανένδοτοι. Τότε ο Βαλής σκέφτηκε τον Πόρο. «Θα πάτε κει σ' ένα σπίτι γνωστό και θα πεταγόµαστε κι εµείς πότε πότε». Κι ο Βαλής τον έπεισε, όπως γινόταν πάντα µε τον Chagall. Εκείνο το µεσηµέρι θα τους πήγαινα να πάρουν το καράβι στις τρεις. Το πρωί τηλεφωνεί ο Πατσιφάς. «Εντάξει, Λητώ. Κανονίστηκε για σήµερα το βράδυ». «Αλέκο, δεν γίνεται τώρα πια, φεύγουν σήµερα το µεσηµέρι, σου το είχα πει, αργήσατε». Φωνές, κακό, ο Αλέκος. «Εξαιτίας σας θα µε κάνετε να µαλώσω µε όλους τους καλλιτέχνες. Τι ήθελα και µπλέχτηκα, Θεέ µου, τι ήθελα». Στο τέλος η καλή µου η καρδιά λειτούργησε. «Μη σεκλετίζεσαι. Θα πείσω τους Chagall να φύγουν αύριο. Και πού θα γίνειη συγκέντρωση, Αλέκο;»«Μα στο σπίτι σας, φυσικά».(…) Μπαίνοντας στο σπίτι µας, βλέπω την είσοδο γεµάτη κάδρα. Προχωρώ στο χολ, τι να δω; Φίσκα από ζωγραφιές. Παντού, χάµω, στις καρέκλες, σταντιβάνια. Παναγιά µου, λαχτάρησα, τι θα γίνει απόψε, τι θα γίνει; (…) Κι ήρθαν όλοι οι καλεσµένοι µας κι ακόµα κι άλλοι που δεν περίµενα. Κι οι καλλιτέχνες,που εκείνη την εποχή ήταν µαλλιά κουβάρια µεταξύ τους, µόνοιασαν για ένα βράδυ στο σπίτι µας. Κι ο Μαρίνος Καλλιγάς: «Καταφέρατε να συγκεντρώσετε όλους τους καλλιτέχνες που αλληλοαντιµάχονται. Την προσεχή πανελλήνια έκθεση, σας παρακαλώ, να την οργανώσετε εσείς». Στον γυρισµό απ' τον Πόρο, πρινφύγουν για το Παρίσι, ο Chagall µάς χάρισε ένανθαυµάσιο µικρό πίνακά του ζωγραφισµένο για µας. Τίτλος του: Το ξανθό κεφάλι της Λητώς µες στου Σαγκάλ το γαλάζιο.

    από  ΤΑ ΝΕΑ

Μοιράσου το άρθρο!