Αφιερώματα

03/02/2011 - 12:31

Το τσαμλίκι της Αγιάσου

Το τσαμλίκι της Αγιάσου

yle="text-align:justify;">Γράφει  ο  Παναγιώτης Μιχ. Κουτσκουδής

Η Αγιάσος δικαιούται να αισθάνεται τυχερή και να είναι περήφανη αφού έχει προικιστεί από τη φύση με ανεξάντλητες και σπάνιες ομορφιές, που τη συγκαταλέγουν στα ωραιότερα φυσικά θέρετρα της νησιωτικής (και όχι μόνο) Ελλάδας.

Ένα απ ' τα στολίδια της είναι και το εκπληκτικού φυσικού κάλλους τσαμλίκι της, ένα δάσος τραχείας πεύκης, εκτάσεως 32.000 στρεμμάτων, που εκτείνεται ΒΔ του Ολύμπου. Ο πευκώνας αυτός ανήκε στην τέως Χριστιανική Κοινότητα Αγιάσου, η ακίνητη περιουσία της οποίας διανεμήθηκε το 1929 μεταξύ της Κοινότητας, των Σχολείων, του Νοσοκομείου και της Εκκλησίας. Από τότε το πευκοδάσος περιήλθε στα Σχολεία. Τη διαχείριση της σχολικής περιουσίας ανέλαβε το συσταθέν Ταμείο Εκπαιδευτικής Προνοίας, που μετονομάστηκε σε Ταμείο Ανέγερσης Διδακτηρίων (ΤΑΔ). Με το ν. 513/1976 καταργήθηκαν τα ΤΑΔ και η σχολική περιουσία μεταβιβάστηκε στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ), από τον οποίο τελικά περιήλθε στην κυριότητα του Δήμου Αγιάσου, μετά τη μεταβίβαση της περιουσίας του ΟΣΚ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 1894/1990.

Το δάσος αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία και την οικονομική ζωή των κατοίκων της Αγιάσου από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα. Την εποχή της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι έπαιρναν από το δάσος τα δαδιά και το ρετσίνι, με τα οποία φωτίζονταν τη νύχτα και παρασκεύαζαν τη σκληρή πίσσα και το παχύρρευστο κατράμι. Την πίσσα την πουλούσαν στα ναυπηγεία για το καλαφάτισμα των πλοίων και τη χρησιμοποιούσαν ως επίχρισμα τοίχων υπόγειων χώρων του σπιτιού (για να μην τους διαπερνά η υγρασία) και εσωτερικών επιφανειών υδροδοχείων. Το κατράμι το χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικούς σκοπούς και κυρίως για την επάλειψη τραυμάτων!

Το 1823 οΜουσαφά αγάς Κουλαξίζ, μετά την καταστολή της επανάστασης του βόρειου τμήματος και τη φυγή των Ψαριανών, σφετερίστηκε τη Μεγάλη Λίμνη και αποξήρανε ορισμένα τμήματά της, για να τα σπείρει με σιτάρι, υποχρεώνοντας τους κατοίκους της Αγιάσου να εργάζονται καταναγκαστικά και εκ περιτροπής σΆ αυτήν και να μεταφέρουν με τα υποζύγιά τους τα παραγόμενα προϊόντα στη Μυτιλήνη. Η αγγαρεία των Αγιασωτών διήρκεσε μέχρι το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, οπότε η καλλιέργεια της «Μεγάλης Λίμνης» εγκαταλείφθηκε από το Μουσταφά αγά ως ασύμφορη και η περιοχή μετατράπηκε σε βοσκότοπο. Οι πρόγονοί τους την κράτησαν μέχρι και το 1874, οπότε την αγόρασε η Εκκλησία από το Τουρκικό Δημόσιο. Μέσα στον πευκώνα της Αγιάσου είχαν τον οικισμό τους οι νομάδες Γιουρούκοι, τμήμα του τουρκικού στοιχείου της Λέσβου, που παρέμειναν στο νησί μας μέχρι και το 1923, οπότε με τη Συνθήκη της Λοζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας, επέστρεψαν στη Μικρά Ασία. Οι Γιουρούκοι ζούσαν μέσα σε σκηνές και εκμεταλλεύονταν τα πεύκα. Πουλούσαν στα χωριά καυσόξυλα, δαδιά, πινακωτές για φούρνους, σκάφες και άλλα δασικά προϊόντα.

Το 1929 καρποφόρησαν οι αγώνες του Συνεταιρισμού Ακτημόνων Αγιάσου, πρόεδρος του οποίου ήταν ο δραστήριος έφεδρος ανθυπολοχαγός πεζικού Στρατής Καπάτος. Η διανομή των εκκλησιαστικών, μοναστηριακών, δημοτικών και σχολικών κτημάτων άρχισε από τα 8 μετόχια της Λίμνου, που ήταν ιδιοκτησία μοναστηριών του Αγίου Όρους και ιδίως της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Μοιράστηκαν όλες οι θαμνώδεις εκτάσεις γύρω απΆ την κωμόπολη και μέχρι τις υπώρειες του Ολύμπου (Καμπιά). Απαλλοτριώθηκε ταχύτατα η «Μεγάλη Λίμνη», αποξηράνθηκε έκταση 1200 στρεμμάτων και μετατράπηκε σε περιβόλια και ποτιστικές καλλιέργειες σιτηρών, επιλύοντας ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα της εποχής εκείνης. Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου λημέριαζαν στο τσαμλίκι της Αγιάσου οι αντάρτες, που είχαν φτιάξει στη θέση «Σωτήρα» τα αμπριά τους (υπόγεια κρησφύγετα – καταφύγια, κατασκευασμένα κάτω από σωρούς από ογκώδεις πέτρες), τα οποία σώζονται ακόμα και σήμερα. Το 2008 ο Δήμος Αγιάσου προέβη σε εργασίες ανάδειξης του χώρου και οργάνωσε σχετική εκδήλωση. Αργότερα και μέχρι το 1970 άκμασε μέσα στο πευκοδάσος ο οικισμός των ρετσινάδων, που εκμεταλλεύονταν το ρετσίνι των πεύκων. Υπολείμματά του σώζονται ακόμα και σήμερα στη θέση «Πατιλδέλια» (ίχνη σπιτιών και φούρνου, δεξαμενές ρετσινιού, ερειπωμένο καφενείο κ.ά.).

Σήμερα από τον πευκώνα αντλούν το βιοπορισμό τους αρκετές οικογένειες υλοτόμων του χωριού μας, αλλά και άλλων περιοχών. Η εκμετάλλευσή του γίνεται από το Δήμο με βάση διαχειριστικές μελέτες δεκαετούς διάρκειας και τα έσοδα προέρχονται κυρίως από την εκποίηση πευκοδένδρων αραιωτικής υλοτομίας. Μέσα στο δάσος αναβλύζουν πλούσιοι υδάτινοι πόροι.

Από τις πηγές Τσίγκου υδρεύεται η Αγιάσος, από τις πηγές Βουλέλη ο Πολιχνίτος και από τις Πέντε Βρύσες αρδεύεται η Μεγάλη Λίμνη. Σπουδαιότερες υδατοπηγές είναι αυτές του Τσίγκου, το νερό των οποίων χαρακτηρίστηκε «δισανθρακικό μαγνησιούχο φυσικό μεσομεταλλικό νερό», σύμφωνα με την από το 1990 υδρογεωλογική μελέτη του Τομέα Υδατοοικονομίας του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων Ιαματικών Πηγών Ελλάδας και έχει ιαματικές ιδιότητες (οι υψηλές ποσότητες μαγνησίου στο νερό έχουν καθαρτικά και διουρητικά αποτελέσματα ιδιαίτερα κατά τις πρώτες χρήσεις). Τέλος, υπογραμμίζεται ότι μεγάλο μέρος του πευκοδάσους έχει ενταχθεί το Δίκτυο “Natura 2000” και είναι προστατευόμενη περιοχή.

Μοιράσου το άρθρο!