Στο Σύγρι , το μικρό ψαράδικο χωριό στα δυτικά, στην άκρη της Λέσβου, θα πήγαινε την ερχόμενη άνοιξη. Εκεί θα τελείωνε ένα έργο του για το θέατρο. Το θέατρο, η μεγάλη του αδυναμία του. Ερχόταν, μας είπε, από το νησί. Είχε πάει με το πλεούμενο του φίλου του του Gallimard, μαζί του θαρρώ κι ο ζωγράφος Πράσινος. Στη Μυτιλήνη, σε κάποια αδιαθεσία του κι ένα μικροατύχημα του φίλου του, οι κάτοικοι, δίχως να ξέρουν ποιοι ήτανε, τους περιποιήθηκαν τόσο πολύ, τους πρόσφεραν τόση ανθρώπινη ζεστασιά, που άγγιξαν βαθιά την ευαίσθητη καρδιά του.«Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σύγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και το μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στο βυθό. Εδώ θέλω να ‘ρθω να ζήσω και να εργαστώ» είπα σε κάποια στιγμή. «Να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι».«Τι λέει ο ξένος» πετάχτηκε κάποιος από τους ανθρώπους που μας περιτριγύριζαν περίεργοι. Κι όταν ο φίλος μου του εξήγησε:«Πάρτο στο δίνω, είναι δικό σου. Έλα να κάτσεις όσο θες» μου το πρόσφερε καλόκαρδα ο νοικοκύρης του. «Καταλαβαίνετε» μας έλεγε με έξαψη ο Camus «είναι ο τόπος των θεών, ό,τι ζητήσεις στο δίνουνε». Κι όλα τούτα την ώρα που σπούσανε τα τηλέφωνα στο σπίτι μας με τους δημοσιογράφους απ’ όλες τις εφημερίδες να μας ρωτάνε συνέχεια να πούμε εμείς πού βρισκόταν οCamus. «Κάτι ακούστηκε, από κάπου πέρασε, κάποιος τον είδε ν’ αρμένιζε στο Αιγαίο ή να βρίσκεται στην Αθήνα; Εσείς είσαστε φίλοι του, δε γίνεται, κάτι θα ξέρετε». Εμείς βέβαια πολύ θα θέλαμε να ευχαριστήσομε τους δημοσιογράφους, αλλά έπρεπε να σεβαστούμε την επιθυμία του φίλου μας. Γι’ αυτό και τους είπαμε: «Δεν έχουμε ιδέα. Μόλις γυρίσαμε απ’ την Αμερική». Κι ήταν αλήθεια, μόνο που σα φτάσαμε στο σπίτι μας, λίγες ώρες πρωτύτερα, βρήκαμε το μήνυμα του Camus. Έτσι, κατεβάσαμε τα’ ακουστικά και συνεχίσαμε να πίνουμε ήσυχα το ποτό μας. Με ύφος συνωμοτικό, γιατί έπρεπε να μρατηθεί μυστικό, κάναμε σχέδια για την άνοιξη. Ίσως πηγαίναμε κι εμείς για λίγο στη Λέσβο να τον ανταμώσουμε.«Είναι πολύ ωραίο το νησί σου, Άγγελε, ωραίο και αρρενωπό», συνέχισε ο Camus.«Ωστόσο οι ελαιώνες , καταπράσινοι λόφοι, καμπύλες τρυφερές, ασημοντυμένες οδαλίσκες να λικνίζονται στον Αιγαιοπελαγίτικο αγέρα, παντρεύονται αρμονικά με τα ψηλά αρρενωπά βουνά, που τις καμαρώνουν ξαπλωμένες νωχελικά στα πόδια του. Βουνά που αγναντεύουν πέρα κατά την Ανατολή, κληρονόμοι περήφανοι της ιωνικής φιλοσοφίας…Κι όμως, φίλοι μου, η μεγάλη Ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τονDostoievski κι ύστερα αγνοεί το τοπίο, γυρίζει την πλάτη στην αθάνατη ομορφιά της φύσης και περιορίζεται στους μεγάλους δρόμους της πολιτείας.Αλλά πέρα από τη μεγάλη ιστορία φύση του νησιού, μ’ εντυπωσιάζουν και οι άνθρωποι που το κατοικούνε. Εκεί που θαρρείς πως είναι στεγνοί σαν τις αστυβιές και τις βαλανιδιές τους, ανακαλύπτεις μέσα τους ψυχικούς χυμούς, πολύτιμους, κρυμμένους θησαυρούς σαν τ’ ασήμια απ’ τις εληές τους.Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου. Όμως στα δυτικά, στο γυμνό βράχο του γραφικού ψαράδικου χωριού. Ποιος ξέρει… ίσως για πάντα…»Ο Camusσυνεπαρμένος από την ιδέα έλεγε, έλεγε όπως καμιά φορά το συνήθιζε, σα να μονολογούσε. Κι ο κύκλος έκλεισε. Δαχτυλίδι πολύτιμο, αρραβώνας του Camus με την τωρινή μας Ελλάδα.Κι εμείς, χωμένοι στις πολυθρόνες μας, η ψυχή μας να εφραίνεται, ακούγαμε το παραμιλητό του φίλου μας, το πρόσωπό του να ξεχωρίζει στο σούρουπο, χλωμό κι απόκοσμο.«Θα στέκω στην άκρη του γιαλού, ν’ αγναντεύω τη θάλασσα… τα κύματα του Αιγαίου να μου φέρνουν μηνύματα μακρινά, μηνύματα από την Tipassa, αρώματα της πατρίδας μου… Θα στέκω εκεί με τις ώρες, η αρμύρα να καίει τα μάτια μου, να μου στεγνώνει τα χείλη… Και θα αποχαιρετώ τον ήλιο στην κάθε δύση του, να συνηθίζω στο χωρισμό. Να μη φοβάμαι τον τελικό αποχωρισμό… το θάνατο… Να συλλογιέμαι… Τι όμορφος που είναι, τι μεγαλείο που έχει ο χωρισμός…Κι άλλες φορές, μονάχος μες στη βαρκούλα μου, κάργα το πανί στον άγριο αγέρα, θ’ αρμενίζω σαν παλαβός στο μανιασμένο πέλαγο, κυνηγημένη, έρημη, χαμένη ψυχή. Κι ίσως σε κάποια απανεμιά, αποσταμένος πια, σα γέρνω στην κουπαστή να θωρώ της θάλασσας τα βάθη, ίσως και μου φανερωθούν εκείνες οι ψυχές, που είναι στα σπλάχνα της θαμμένες, για πάντα στην αιώνια σιωπή. Δάσος απολιθωμένο, που όπως όλοι λένε βρίσκεται εκεί στο βυθό, μα που εγώ δε στάθηκα τυχερόα και δεν το είδα…»Δειλινό αξέχαστο, που δε θα σβήσει ποτέ από τη θύμησή μας. Τον Camus χαμένο στα οράματά του να ονειρεύεται τη ζωή του στο Σίγρι. Εκεί που ακούμπησε την καρδιά του. «Καρδιά μου, ποτέ πιστή…»Ήταν η τελευταία φορά που ήρθε στο σπίτι μας. Ποτέ πια δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα», συνεχίζει κατόπιν την αφήγησή της η Λητώ Κατακουζηνού. Δεν γύρισε ποτέ στην Ελλάδα, δεν ξανάρθε στο Σίγρι… Πριν έρθει η άνοιξη που τόσο περίμενε, τον Ιανουάριο του 1960, ο Αλμπέρ Καμί πεθαίνει ακαριαία σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Το αυτοκίνητό του οδηγούσε ο εκδότης και φίλος του Michel Gallimard, με το πλεούμενο του οποίου είχε έρθει στο Σίγρι….