Αφιερώματα

26/01/2019 - 06:09

Αφιέρωμα: Θεόφιλος, ο λαϊκός ζωγράφος που στόλισε όλη τη Μυτιλήνη με τα έργα του

«Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία. Την ξέρω όπως την λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις» έλεγε ο Θεόφιλος.


Ο Θεόφιλος (Κεφαλάς – Χατζημιχαήλ) είναι ο πιο γνωστός Έλληνας λαϊκός ζωγράφος. Γεννήθηκε μεταξύ 1868 και 1871 στη Βαρειά Μυτιλήνης. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου. Ο παππούς του τον λάτρευε. Τον κάθιζε στα πόδια του, τον αγκάλιαζε και του έδειχνε τη ζωγραφική του, του έλεγε ιστορίες: για τους βίους των αγίων, τους ήρωες του 1821, τον Μ. Αλέξανδρο. Αυτοί οι ήρωες θα αποτυπωθούν στο έργο του Θεόφιλου.


Ο  Θεόφιλος ήταν μικρός, καχεκτικός και αποτραβηγμένος από όλους. Όμως, αυτός αγάπησε την λεβεντιά! Και σύμβολο της η φουστανέλα που σε όλη την ζωή του δεν την αποχωρίστηκε από πάνω του. Στην Μυτιλήνη, ο κόσμος τον κορόιδευε για την φουστανέλα, τον χλεύαζαν και έφθασαν ακόμα και να τον χτυπούν. Ο Θεόφιλος φεύγει. Το σκάει από το σπίτι του 16 χρονών. Πηγαίνει στη Σμύρνη. Εκεί έκανε θελήματα στο ελληνικό προξενείο όπου δούλευε σαν θυρωρός. Παράλληλα ζωγράφιζε και κέρδιζε και από εκεί κάποια χρήματα. Πάντα με θέματα από την ελληνική ιστορία.  Εκεί, στη Σμύρνη, κάποιοι τον κατηγόρησαν στους Τούρκους για αυτά και αναγκάζεται να φύγει.

 

Πηγαίνει στη Μακρινίτσα στο Πήλιο και στο Βόλο. Στη ζώνη της φουστανέλας του ζώνεται με πινέλα και χρώματα που τα έφτιαχνε ο ίδιος από τρίχες αλόγου και για τα χρώματα κοπανούσε λουλούδια και χορτάρια που έβρισκε άφθονα στην φύση μαζί με κρεμμύδια και φλούδες ροδιού. Μετά τα ανακάτευε με τις μπογιές των μπογιατζήδων. Για να δέσουν όλα, κάποιες φορές πρόσθετε γάλα συκιάς ή αυγό.
Για να επιβιώνει, έκανε τον χαμάλη, ασβέστωνε τοίχους, ξεχορτάριαζε, κουβαλούσε νερό, και ότι άλλη δουλειά του ποδαριού έβρισκε. Ζωγραφίζει τοίχους σε μικρά μαγαζιά, σε βαρέλια, στις ταβέρνες και όπου βρει. Στα θέματα του προστίθενται πουλιά, δέντρα και λουλούδια. Θέματα καθημερινής ζωής, θρησκευτικά, ιστορικά και της παράδοσης μας.
Ο Θεόφιλος έγραφε δικά του έργα με κυρίαρχο ήρωα τον Μ. Αλέξανδρο και οργάνωνε τα πιτσιρίκια να παίξουν θεατρικές παραστάσεις. Ο ίδιος έφτιαχνε τα σκηνικά (υποτυπώδη βέβαια) και τα κουστούμια (για πανοπλίες διαμόρφωνε χαρτόκουτα).

Το όνομα του Θεόφιλου αργά και σταθερά γινόταν γνωστό και τον καλούσαν από τόπο σε τόπο για να ζωγραφίσει τοίχους σπιτιών και μαγαζιών.
Το 1927, ανεβασμένος σε μια ξύλινη σκάλα, ζωγράφιζε την πρόσοψη ενός μαγαζιού. Κάποιος Βολιώτης για να διασκεδάσει με τους παραβρισκόμενους, τραβάει τη σκάλα και ο Θεόφιλος σωριάζεται στο χώμα. Ματώνει το κεφάλι του και το χέρι του. Σπαράζει στους πόνους ενώ οι άλλοι χαχάνιζαν από το θέαμα. Σηκώνεται και απομακρύνθηκε αργά – αργά. Έτσι, έφυγε. Μαζεύει τα πράγματα του, όλα και όλα μέσα σε 3 μπαουλάκια και φεύγει το 1927 για την πατρίδα του την Μυτιλήνη.
Ζωγράφιζε καθημερινά σπίτια και μαγαζιά για ένα πιάτο φαγητό. Όλο το νησί γέμισε με τις ζωγραφιές του. Στο τέλος της ζωής του, έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα. Ένα στρώμα κατάχαμα, ένα ντουλάπι, δυο κασέλες, μια μικρή αυλή που φύτευε τα μπαξεβανικά του και δυο αμυγδαλιές. Παρέα του είχε την Μαρουλιώ, την γάτα του που υπερλάτρευε.

Ο Θεόφιλος πεθαίνει στις 24 Μαρτίου του 1934. Πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση. Η αδελφή του στις αναμνήσεις της περιγράφει: «Ο μακαρίτης ήταν έξυπνος και γνωστικός και ας τον έλεγαν «παλαβό»και «αχμάκη». Οι κοιλαράδες που δεν τον ξέρανε και στερνά τον εμπορευτήκανε κιόλας».


Το 1928, ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος βρισκόταν στον Βόλο. Είδε τοιχογραφίες του Θεόφιλου σε ένα μανάβικο. Τις φωτογράφισε και στο Παρίσι πια όπου έμενε, τις έδειξε στον (εκ καταγωγής Μυτιληνιό) Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριέν) – άνθρωπο που εξελίχθηκε σε μέγα κριτικό τέχνης. Ο Ελευθεριάδης ένα χρόνο μετά πηγαίνει στην Μυτιλήνη και αγοράζει μερικά έργα του Θεόφιλου. Από εδώ και πέρα, αυτός αναλαμβάνει την προώθηση του Θεόφιλου αλλά ο Θεόφιλος δεν πρόλαβε να ζήσει για να δει την εξέλιξη. Ο Τεριέν οργανώνει έκθεση στο Παρίσι με έργα του Θεόφιλου.
Ο Κώστας Ουράνης (ποιητής, δημοσιογράφος, πεζογράφος) γράφει: «Αλλά ο Θεόφιλος δεν είναι πια σήμερα στη ζωή για να χαρεί την άξαφνη αυτή δόξα ή  για να εκπλαγεί από αυτήν».

Στις 3 Ιουνίου του 1961, το Λούβρο διοργανώνει μεγάλη αναδρομική έκθεση για τον Θεόφιλο. Και σήμερα, τα έργα του υπάρχουν σε πολλά Μουσεία και ιδιωτικές συλλογές.
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε για αυτόν: «Αληθινοί ελαιώνες επιτέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα. Γι αυτόν, ισότιμα με το σώμα του Χριστού, υπάρχουν τα λιβάδια με τις ανεμώνες και τα λιόδεντρα που αφήνουν ανάμεσα στα δάχτυλα τους  να περάσει η θάλασσα».

Ο Τσαρούχης γράφει σε ειδικό κεφάλαιο για τον Θεόφιλο στο βιβλίο του  «Αγαθόν το εξομολογείσθαι» σελ 165: «Γίνεται ζωγράφος από ενθουσιασμό για το θέμα. Δεν ζωγραφίζει τα πράγματα μα τον ενθουσιασμό που του έδωσαν. Τα σέβεται και τα λατρεύει γιατί αυτά του δίνουν τους ενθουσιασμούς του. Ότι κάνει δεν μοιάζει πάντα με το πράγμα – τι παράλογη απαίτηση να μοιάζει το παράφορο αγκάλιασμα μας με αυτό που αγκαλιάζουμε».
«Ο Θεόφιλος, γέννημα θρέμμα της ελληνικής φύσεως, και απόγονος της επαναστάσεως, όταν ζωγραφίζει ήρωες του 1821, οι φουστανέλες γίνονται λουλούδια στους αγρούς». Τεριέν


*Επιμέλεια Ελένη Πασχαλάκη

Μοιράσου το άρθρο!