Αφιερώματα

14/02/2019 - 19:44

Από τον 18ο αιώνα ο μεγάλος ερώτας της Λέσβου

trong>Η Λέσβος αγάπησε την ελιά και η ελιά τη Λέσβο.  Καλλιέργεια που ξεκινά από την αρχαιότητα  και τον  18ο αιώνα  εξελίχθηκε σε μονοκαλλιέργεια.  Ας γνωρίσουμε καλύτερα αυτή τη σχέση του νησιού μας με την ελιά μέσα από ένα μοναδικό ταξίδι στο χθες.... Τότε που όλα ήταν πιο δύσκολα αλλά είχαν και μια δόση γοητείας, αυθεντικότητας. 
Τότε που υπήρχαν οι ελαιόμυλοι ,  τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτρίβεια, οι τουρβάδες και τα ελαιόπανα,  οι  ραβδιστές, οι  μαζώχτρες και οι κλαδευτές.  Μαρτυρίες και στοιχεία μιας άλλης εποχής...  μαρτυρίες για το διαχρονικό έρωτα της Λέσβου με την ευλογημένη ελιά.

Εργάτες Ελαιόμυλων και Ελαιοτριβείων - Ελαιομυλωνάδες

Η καλλιέργεια της ελιάς στη Λέσβο εξελίχτηκε σε μονοκαλλιέργεια στο ανατολικό και κεντρικό τμήμα του νησιού από το 18ο αιώνα. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, η επεξεργασία του ελαιοκάρπου για την παραγωγή λαδιού γινόταν στους ελαιόμυλους, που λειτουργούσαν χειροκίνητα ή με υποζύγια. Ελαιόμυλοι υπήρχαν πολλοί σε όλους τους οικισμούς των ελαιοπαραγωγικών περιοχών, αλλά η ποσότητα που μπορούσαν να επεξεργαστούν ήταν σχετικά μικρή. Αυτό είχε σαν συνέπεια την αποθήκευση του καρπού πριν από την επεξεργασία του και τη σχετική μείωση της ποιότητας του.

Οι ελαιόμυλοι ανήκαν σε έναν ή περισσότερους ιδιοκτήτες που συνεταιρίζονταν μεταξύ τους και απασχολούσαν αρκετό εργατικό δυναμικό. Το άλογο γύριζε με μάγκανο τα "βόλια" για την άλεση της ελιάς και την υπόλοιπη εργασία διεκπεραίωναν τα εργατικά χέρια, ενώ τα χειροκίνητα πιεστήρια δούλευαν με τη βοήθεια ενός αδραχτιού (κοχλία). Οι ελαιομυλωνάδες είχαν ισχυρές και πολυμελείς συντεχνίες στα χωριά και τις κωμοπόλεις της Λέσβου. Μέχρι το 1912 οι Τούρκοι φορολογούσαν τους ελαιοπαραγωγούς σε είδος με το σύστημα της δεκάτης (δηλαδή έπαιρναν ως φόρο το 10% ή 12,5%) και ο έλεγχος της παραγωγής γινόταν στους ελαιόμυλους από τον φοροελεγκτή (μαμούρη). Πολλοί ελαιόμυλοι συνέχισαν να λειτουργούν παράλληλα με τα πρώτα βιομηχανικά ελαιοτριβεία και εγκαταλείφτηκαν οριστικά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία ("μηχανές") χτίστηκαν τη δεκαετία του 1870 στη Λέσβο, ενώ ο αριθμός τους αυξανόταν συνεχώς μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Η βιομηχανία του Υδραυλική πρέσα ("μπασκί") από το παλιό Ελαιοτριβείο της Κοινότητας ("Μηχανή του Κοινού") στην Αγία Παρασκευή, κατασκευασμένο στο Εργοστάσιο του Δ. Ισηγόνη στη Σμύρνη. Η "Μηχανή του Κοινού" λειτούργησε από το 1911 μέχρι το 1967, ενώ σήμερα έχει αναστηλωθεί και έχει διαμορφωθεί σε Κέντρο Πολλαπλών Χρήσεων (Πνευματικό Κέντρο Αγίας Παρασκευής).ατμού στον τομέα αυτό επέτρεπε την άλεση μεγάλης ποσότητας ελαιοκάρπου και την ταχύρρυθμη παραγωγή ελαιόλαδου πολύ καλής ποιότητας. Τα ελαιοτριβεία χτίστηκαν με κεφάλαια λέσβιων εμποροκτηματιών και γαιοκτημόνων και αποτελούσαν ιδιαίτερα προσοδοφόρες επιχειρήσεις. Από τη δεκαετία του 1920 άρχισαν να χτίζονται και πολλά συνεταιριστικά ελαιοτριβεία. Οι περισσότερες λεσβιακές βιομηχανίες προμηθεύονταν τα μηχανήματα των ελαιοτριβείων από την Αγγλία, ή, μέχρι το 1922, από το εργοστάσιο του Έλληνα Ισηγόνη, στη Σμύρνη.

Στα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία απασχολούνταν αρκετοί ειδικευμένοι εργάτες (μηχανικοί, μπασκιτζήδες, θερμαστές, ζυγιστές, πετράδες για το σύστημα των ελαιόμυλων, δέτες για τους σάκους, αχθοφόροι), ενώ άμεσα συνυφασμένη με τη βιομηχανία αυτή ήταν και η κατασκευή των ελαιοπάνων, που Ο Πάνος Πράτσος μαζί με εργάτες μπροστά στο ατμοκάζανο ελαιοτριβείου στην Αγιάσο το 1963. Αρχείο Π. Πράτσου. αναλάμβαναν οι "τσουρχανάδες" ή "κλωσταριά". Τα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία περιορίστηκαν πολύ τα μεταπολεμικά χρόνια, εξαιτίας της παρακμής της αγροτικής οικονομίας, ενώ από τη δεκαετία του 1970, τα εναπομείναντα ελαιοτριβεία - τα περισσότερα εκ των οποίων είναι συνεταιριστικά - άρχισαν να μετατρέπονται σε σύγχρονα ηλεκτροκίνητα και φυγοκεντρικά, που απασχολούν ελάχιστο εργατικό δυναμικό.

 

 

Εργάτες και Εργάτριες στους "Τσουρχνάδες" ή "Κλωσταριά"

Τα ελαιόπανα, που επονομάζονταν και "τουρβάδες", τα κατασκεύαζαν μικρές βιοτεχνίες, οι "τσουρχανάδες" ή "κλωσταριά", με πρώτη ύλη την κατσικίσια τρίχα. Στους "τσουρχανάδες" δούλευαν κυρίως εργάτριες, που έφτιαχαν με την τρίχα του κατσικιού - το "καζίλι" - τα ελαιόπανα στους αργαλειούς (κρεβατές). Οι "τσουρχανάδες" προμήθευαν με ελαιόπανα τόσο τους παλιούς ελαιόμυλους όσο και τα υδραυλικά πιεστήρια των ατμοκίνητων ελαιοτριβείων. Η βιοτεχνία των ελαιοπάνων άκμασε ιδιαίτερα στην Αγιάσο. Στη συνοικία Σταυρί υπήρχαν πολυάριθμοι "τσουρχανάδες", που απασχολούσαν σημαντικό εργατικό δυναμικό μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οπότε η βιοτεχνία αυτή άρχισε να παρακμάζει λόγω της αντικατάστασης των ατμοκίνητων ελαιοτριβείων από σύγχρονα ηλεκτροκίνητα εργοστάσια.

Ο τέως Πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Αγιάσου, Πάνος Πράτσος, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο των ελαιοπάνων, για το οποίο αναφέρει: «Στην Αγιάσο υπήρχε παλιά η βιοτεχνία των ελαιοπάνων, η οποία τροφοδοτούσε όλη την Ελλάδα. Τουρβάδες τα ονομάζαμε. Τα έδενε ο μάστορας με το σκοινί και τα στοίβαζε στο υδραυλικό πιεστήριο. Συνήθως 55-60 ελαιόπανα, ανάλογα με το μέγεθος του πιεστηρίου. Τα ελαιόπανα είναι από αιγότριχα Χαλκιδικής. Την έκανα κι εγώ ως επιχείρηση μια φορά, ο πατέρας μου ασχολείτο με το ελιοεμπόριο κι έκανε κι αυτή τη δουλειά [...] Υπήρχε μεγάλη βιοτεχνία, αλλά δεν ήξερε ο ένας τους πελάτες του άλλου που τα έστελνε. Εδώ εμείς κάναμε μια χρονιά, ως εμπόριο τα κάναμε αυτά, κάναμε ένα στοκ, π.χ. διαθέσαμε ορισμένα κεφάλαια και κάναμε ελαιόπανα. Αυτά ήταν όπως είχες χρυσό τότε. Το 1948 κάναμε ένα στοκ μεγάλο και δεν μπορούσαμε, πού να τα πουλήσουμε; Αναγκαστήκαμε και βάλαμε ένα συνέταιρο από τους παλιούς με 35 % χωρίς κεφάλαια, να μας τα πουλήσει. Αυτός μπήκε στην εταιρεία για να πουλήσει το στοκ που είχαμε. Μπήκε μονάχα με τον όρο ότι δε θα δούμε εμείς τους πελάτες του. [...] Παίρνω το βαλιτσάκι μου και τραβάω στο κεντρικό που πουλούσαμε τις πυρήνες. Από εκεί μου δίνει τις συστάσεις της Θεσσαλίας, της Κρήτης. Ό,τι κάναν σε 40-50 χρόνια, το έκανα εγώ σε 15 μέρες. Τα πούλησα όλα και αυτός πήρε το μερίδιό του [...] Εγώ σταμάτησα το 1967 τα ελαιόπανα. Μόλις βγήκαν τα φυγοκεντρικά τα ελαιοτριβεία σταματήσαν. Κατεστράφη μια μεγάλη βιοτεχνία»

Μαρτυρία του Μενέλαου Καμάτσου από την Αγιάσο.

Μενέλαος Καμάτσος - Κατασκευαστής ελαιοπάνων από την Αγιάσο Λέσβου

Ο Μενέλαος Καμάτσος γεννήθηκε το 1912 στην Αγιάσο της Λέσβου. Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής συμμετείχε ενεργά στην απελευθερωτική δράση του Ε.Α.Μ. Το 1949 μετανάστευσε στην Αργεντινή όπου διέμεινε 2 χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αγιάσο. Για ένα χρονικό διάστημα απασχολήθηκε στη βιοτεχνία ελαιοπάνων, για την οποία αναφέρει:

"Είχα βιοτεχνία, βγάζαμε πανιά. Καμιά εικοσάδα βιοτεχνίες ήταν στην Αγιάσο, κάπου 400 άτομα δουλεύαν. Τώρα δεν υπάρχει κανένας, βγάλαν τα αυτόματα τα εργοστάσια τώρα. Είχε δυο τρία κλωσταριά εδώ στο Σταυρί, άμα τραγουδούσαν οι γυναίκες ήταν!...

Επί ανταρτοπολέμου πήγαινα μέχρι τα σύνορα, αγόραζα κατσικότριχες. Στη Δράμα, στα βουλγαρικά σύνορα. Με τα καΐκια. Φόρτωνα λάδια από δω, τα πουλούσα εκει. Είχαμε μια παρέα, 4-5 νομάτοι ήμασταν, δεν ήμουν μοναχός μου κι επειδής ήμουν εγώ ο πιο νέος, είχα αναλάβει εγώ αυτή την υπηρεσία. Από τσελιγκάδες έπαιρνα την τρίχα, είχε και μαγαζιά που την κάναν, Εβραίοι, στη Δράμα, στην Καβάλα, στην Ξάνθη, Κομοτηνή το '30. Ναυλώναμε καράβια. Ένα φίλο Πλωμαρίτη είχα καλόν, καπετάνιο. Μ' αυτόν πήγαμε στο Πλωμάρι, είχαμε λάδια, σαπούνια φορτωμένα, πολλά πράγματα, τα πήγαμε στις Κυκλάδες. Λάδια πηγαίναμε παντού, όπου δεν είχε, Κυκλάδες, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη.

Μετά τον πόλεμο αρχίσαμε πάλι τα ταξίδια, από το '43-'44. Δίναμε πανιά στα εργοστάσια με το λάδι, και το λάδι έπρεπε να το κάνουμε παράδες μετά για να το ανταλλάξουμε με άλλα πράγματα, κι ανάλαβα εγώ αυτή τη δουλειά. Τίποτα δεν είχε τότε εδώ, αφού ήταν κατοχή, μόλις φύγαν οι Γερμανοί. Τίποτα δεν είχε. Οι παράδες μέχρι το '49, ήταν αμφιταλαντευόμενοι, δεν τους παίρναν γιατί ήταν μια αστάθεια. Μέχρι το '50 κάναμε ανταλλαγή σε είδος. Αυτή ήταν η κατάσταση.

Πανιά δίναμε σε όλους, αλλά (κάναμε ανταλλαγή) με λάδια, παντού όπου είχε ελαιώνα: Παράκοιλα, Ερεσός, Σκαλοχώρι, Φίλια, Ανεμώτια, Πλωμάρια, παντού, όπου είχε ελιές δίναμε πανί με το λάδι, και το φορτώναμε πάλι το λάδι και το πηγαίναμε απάνω και παίρναμε πάλι τρίχες. Στέλναμε ελαιόπανα και σ' όλη την Ελλάδα, μέχρι την Κέρκυρα, Κρήτη, Πελοπόννησο, Κύθηρα, Αιγαίο, παντού, όπου είχε ελιές".

(Η μαρτυρία του Μενέλαου Καμάτσου βασίστηκε σε συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" τον Μάιο του 1996 στην Αγιάσο).

 

Εργάτες και Εργάτριες που απασχολούνται στην Ελαιοκαλλιέργεια
     (Ραβδιστές, Μαζώχτρες, Κλαδευτές)

 

Για τη συλλογή του ελαιοκάρπου (ελαιομάζωμα) οι γαιοκτήμονες απασχολούσαν έμμισθη εργατική δύναμη, άνδρες (ραβδιστές) και γυναίκες (μαζώχτρες). Το «μάζωμα» του καρπού της ελιάς απασχολούσε το μεγαλύτερο τμήμα του "Ελαιομάζωμα" στη Λέσβο. Γυναίκες "μαζώχτρες" συλλέγουν τον ελαιόκαρπο. Φωτογραφία  Β. Σουτζιδέλη. πληθυσμού  της Λέσβου, ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα, όπου η ελιά αποτελούσε μονοκαλλιέργεια. Οι περισσότεροι εργάτες ήταν ακτήμονες ή είχαν πολύ μικρά ελαιοκτήματα που επαρκούσαν μόλις για την παραγωγή λαδιού για οικιακή χρήση. Επιπλέον, τα μεροκάματα ήταν πολύ μικρά και σήμαιναν ολοήμερη απασχόληση. Οι αμοιβές πληρώνονταν συνήθως σε λάδι, ιδιαίτερα μέχρι το 1950, δηλαδή σ' όλη την περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας και της κυριαρχίας της μεγάλης γαιοκτησίας, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να ζει στο επίπεδο της ένδειας.

Το σύνολο των εργατών που που απασχολούσε ένας γαιοκτήμονας «στις ελιές», ονομαζόταν "ταϊφάς". Η συμφωνία και οι προσλήψεις «έκλειναν» με τον ιδιοκτήτη στις 26 Οκτωβρίου, στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου. Το ελαιομάζωμα διαρκούσε μέχρι το Μάρτιο και την μέρα που ολοκληρωνόταν οι γαιοκτήμονες οργάνωναν μια μικρή γιορτή στα κτήματα προς τιμήν των εργατών, με λουκουμάδες, μουσική και χορό, που ονομαζόταν "γλιτώματα" (επειδή "γλίτωναν" από τις ελιές).

Το κλάδεμα της ελιάς απαιτούσε εξιδικευμένη γνώση και το έκαναν οι κλαδευτές, που ήταν συνήθως αγρότες ή είχαν παράλληλα και κάποια άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αφού ήταν εποχιακή εργασία. Σήμερα το κλάδεμα των ελαιόδεντρων αναλαμβάνουν οργανωμένα συνεργεία με μηχανικά μέσα.

Μαρτυρία του Χρήστου Μουτζούρη από το Κάτω Χωριό Πλωμαρίου

Ο Χρήστος Μουτζούρης (Μαρούλα) γεννήθηκε το 1934 στο Κάτω Χωριό της περιφέρειας Πλωμαρίου. Είναι κουρέας και έχει δικό του κουρείο στο Πλωμάρι, όπου κατοικεί μέχρι σήμερα. Οι γονείς του ήταν ακτήμονες αγρότες που δούλευαν στα ελαιοκτήματα εύπορων γαιοκτημόνων της περιοχής. Ο Χρήστος Μουτζούρης εργάστηκε μαζί με τους γονείς του στα ελαιοκτήματα, ενώ έζησε τα παιδικά του χρόνια και τη δύσκολη περίοδο της Γερμανικής κατοχής. Για την εποχή αυτή αναφέρει:

«Κατάγομαι από ένα χωριουδάκι εδώ πέρα, συνοικισμός είναι του Πλωμαρίου. Λέγεται Κάτω Χωριό. Τα παλαιά χρόνια είχε κάπου 50 οικογένειες. Τώρα όμως, άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι φύγαν στο εξωτερικό, άλλοι πεθάνανε. Είναι τώρα μόνο δύο οικογένειες. Εγώ εκεί μεγάλωσα. Εγεννήθηκα το 1934. Ε, όταν έγινα 6 χρονών ήταν η πείνα τότες, η κατοχή, οι Γερμανοί, φτώχεια. Σχολείο δεν είχαμε κει στο χωριό. Μας έκανε ο παπάς απάνω στο "ξάτο", στην εκκλησία, στο νάρθηκα που λέμε, έξω απάνω. Μας έκανε εκεί πέρα μάθημα. Είχαμε συσσίτιο, μας έκανε και το συσσίτιο. Μετά από κει μας κατεβάσαν εδώ στο Πλωμάρι. Ανεβοκατεβαίναμε. Είναι περίπου μισή ώρα, τρία τέταρτα με τα πόδια, δεν είχε συγκοινωνία βέβαια. Εν τω μεταξύ, πότε έβρεχε, πότε κρύωνε, σχολειό δεν πηγαίναμε. Πηγαίναμε στις ελιές. Μας παίρναν οι γονοί μας στις ελιές, μικρά παιδιά, κάτι βοηθούσαμε εκεί πέρα. Φτώχεια μεγάλη. Ήταν τότες τα αφεντικά τα λεγόμενα, που για να πας στη δουλειά, έπρεπε κάποιος να πει ότι είσαι καλός εργάτης, ότι δε θα σαμποτάρεις εκεί πέρα  Ομάδα εργατών συλλογής ελαιοκάρπου ("ταϊφάς") σε ελαιόκτημα στη Γέρα το 1953. Αρχείο Β. Βέτσου.τον νταϊφά - νταϊφάς λεγόταν τα άτομα που μαζεύαν - για να σε πάρουν στη δουλειά. Αν κάποιος έλεγε κακό, πέθαινες απ' την πείνα. Ντόπιοι ήταν, όλοι αυτοί ήταν ντόπιοι που 'χαν τα κτήματα. Εμείς, διότι ήταν το χωριό μεγάλο και είχε το χωριό 2-3 πλούσιοι, εμείς μαζεύαμε, φτάναν οι εργάτες. Αλλά άλλοι, παίρναν απ' εδώ, παίρναν από άλλα μέρη, απ' την Πλαγιά. Ερχόνταν κι απ' την Άγρα και από διάφορα μέρη.

Εν τω μεταξύ πηγαίναμε στις ελιές, μαζεύαμε μέχρι τις 10-11 η ώρα. Έπιανε βροχή. Φεύγαμε. Τρυπώναμε μέσα στα ντάμια εκεί πέρα. Λόγω βροχής δεν εδουλεύαμε όλη τη μέρα. Αλλά είμασταν 10 άτομα, από ένα καλάθι - δέκα, από δύο - είκοσι, σχολούσαμε. Τ' αφεντικό είχε κέρδος. Δεν επιανόταν το μεροκάματο. Έλεγε, 'Τελευταία, να δουμε πόσα μισά τέτοια θα κάνουμε, να τα συμπληρώσουμε να πληρωθείτε'. Εν τω μεταξύ ποτές δεν μας ξεπληρώνανε. Πάντοτες λέγαν 'προς απόκο'. Δηλαδή δίναν έναντι, δεν μας ξεπληρώναν. Κι έτσι λοιπόν μας κρατούσε πάντα, μας κρατούσε και δεν μας ξεπλέρωνε.

Λοιπόν το μεροκάματο ήταν 10 δραχμές του πατέρα μου που ράβδιζε, 5 της μητέρας μου, που μάζευε τις ελιές και 5 δραχμές έπαιρνε ο πατέρας μου, δηλαδή 15 το όλον, που το βράδυ κατέβαινε μια στράτα στο εργοστάσιο απ' τα κτήματα έξω, το κατέβαζε εδώ στο εργοστάσιο και του δίναν ακόμα 5 δραχμές για τη στράτα αυτή. Δεν εφτάναν τα χρήματα. Δεν μας αφήναν να πάρουμε ούτε ένα ζώο, ούτε γαϊδούρι, ούτε κατσίκα, ούτε πρόβατο. Και που είχε κάποιος χρήματα να πάρει, δεν αφήνανε να πάρουμε την κατσίκα στο κτήμα τους. Εμείς κτήματα δεν είχαμε. Και που 'χε ένα κομμάτι ένας, ήταν σ' άλλη περιφέρεια, αλλού μαζεύαμε, ήταν δύσκολο να πάμε το ζώο. Δεν αφήναν ούτ' ένα πουρνάρι να κόψεις. Ήταν τόσο αυστηρά. [...] Δηλαδή χρόνια, μεγάλωσα μέσα σε τέτοια χρόνια που ήτανε άσ' τα να πούμε. Δράμα. Διότι ήμασταν υποχρεωμένοι να σηκωθούμε από τις 3 η ώρα το πρωί και να περάσουμε απ' το σπίτι απ' έξω του αφεντικού και να κάνουμε πως ξεροβήχουμε για ν' ακούσει ότι όντως πηγαίνουμε. Και να πάμε στο κτήμα, ν' ανάψουμε φωτιές μέχρι να ξημερώσει, να βλέπουμε, να πιάσουμε δουλειά. Το βράδυ πάλι με τα φανάρια γυρίζαμε. Τέτοια ζωή κάναμε. Δύσκολη.

Εν τω μεταξύ λάδι δεν είχαμε. Παίρναμε ένα δοχείο λάδι, χρεωνόμαστε απ' το ίδιο τ' αφεντικό ένα δοχείο και το πληρώναμε για 2-3 άμα τέλειωνε η σοδειά. Λογαριαζόμαστε, ποτές δεν εξέραμε τί θα μας δώσουν. Λέγαν τη μια έτσι παραπάνω, την άλλη παρακάτω. Το μεροκάματο ήταν έτσι. Κανονικά κάθε βδομάδα δίναν έναντι, αλλά πολλές φορές το Σαββάτο που πληρώναν, φεύγαν τ' αφεντικά και δε δίναν χρήματα. Και δεν είχαμε να ψωνίσουμε. Υποφέραμε τα χωριά, αυτά τα χρόνια ήτανε δράμα.

Ε μετά να πούμε μεγάλωσα κι εγώ, κατέβηκα στη δουλειά. Τα χρόνια πιάσαν κι αλλάζαν σιγά σιγά. Ο πατέρας μου ήταν πολύ εργατικός, πήγε σ' άλλο αφεντικό. Κι έτσι λοιπόν καλυτερέψαμε. Τέλος πάντων ήρθε η ώρα να κατεβώ, να μάθω μια τέχνη: κουρέας. Δεν είχα και γνώσεις για άλλη δουλειά να μάθω, ο πατέρας μου φτωχός. Πήγα έμαθα κουρέας. Τέλος πάντων κατόρθωσα, έμαθα κουρέας, όπου κι εργάζομαι μέχρι αυτή τη στιγμή και σ' ένα χρόνο βγαίνω συνταξιούχος».

(Η μαρτυρία του Χρήστου Μουτζούρη βασίστηκε στη συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου" τον Φεβρουάριο του 1996 στο Πλωμάρι).

 

Μαρτυρία του Απόστολου Καρανικόλα από τον Μανταμάδο

Ο Απόστολος Καρανικόλας (Σαμαράς) γεννήθηκε το 1927 στον Μανταμάδο. Ο πατέρας του ήταν σαμαροποιός, επάγγελμα στο οποίο τον διαδέχτηκαν και οι 4 γιοί του. Ο Απόστολος Καρανικόλας άσκησε το επάγγελμα του σαμαροποιού μέχρι το 1966, οπότε άνοιξε μαγαζί με ψιλικά στον Μανταμάδο. Από το 1948 μέχρι σήμερα είναι ψάλτης και ζει στο Μανταμάδο.

Την περίοδο 1947-1953 ο Απόστολος Καρανικόλας εργάστηκε επανειλημμένα ως ραβδιστής και ως ειδικευμένος κλαδευτής σε ελαιοκτήματα της περιφέρειας του Μανταμάδου. Για την εποχή αυτή ο ίδιος αναφέρει:

«Πριν φύγω στρατιώτης εγώ, επειδή πήγαινα μεροκάματο στις ελιές, μας πλήρωνε με λάδι κι έπαιρνε η γυναίκα, η μαζώχτρα μία-εκατό (δηλαδή μία οκά και εκατό δράμια) και 2 οκάδες έπαιρνε ο ραβδιστής, που έριχνε τις ελιές. Το 1947. Τέλος πάντων και το θυμάμαι αυτό, που μας πλήρωναν με λάδι... Και το μεροκάματο ήταν απεριόριστο. Δεν είχε ρολόγια τότες, σηκωνόνταν στα κουτουρού, να το πούμε χωριάτικα, και πήγαινε στο κτήμα και δεν έφεγγε κι άναβε φωτιές μέχρι να ξημερώσει, να πιάσει δουλειά. Και αν πήγαιναν και έπιανε κι έβρεχε πάει το μεροκάματο, δεν ήταν να πάρεις δραχμή. Και να μάζευες και δυό καλάθια, άκυρο ήτανε, η μέρα σου πάει στα χαμένα... Και να κάνεις να πληρωθείς κι ένα χρόνο πολλές φορές, "περιμένετε λίγο ν' ακριβύνει το λάδι" και συ λοιπόν να χρεώνεσαι στον μπακάλη, να μη σ' εμπιστεύεται να σου δώσει και να περιμένεις...

Το κλάδεμα, αυτή τη δουλειά την έκανα εγώ. Γινόταν μετά το μάζωμα (την συλλογή του ελαιοκάρπου). Το κλάδεμα που γινόταν τότε δε γίνεται τώρα. Γιατί τότες μπορούσες να κλαδέψεις, δηλαδή δέντρα σ' ένα μέγεθος μέτριο, να κλαδέψεις 6-7 δέντρα και 8 τη μέρα. Τότες γινόταν κέντημα, το κλάδεμα εγώ το λέω κέντημα, γιατί πρώτα-πρώτα ανέβαινες πάνω στην ελιά, πρώτα-πρώτα κοίταζες πώς θα βγάλεις το χοντρό το ξύλο, τη 'μάνα' που λέμε. Και μετά έπρεπε ν' ανεβείς στην κορυφή και να 'ταν βολετό και το κεφάλι σου να βγαίνει έξω, να δεις την ελιά από πάνω, να δεις ποιά προεξέχουν, τα χοντρά, και με το πριόνι να βγάλεις τα χοντρά και ν' αρχίσεις μετά με το ψαλίδι να τη χτενίζεις εκεί πέρα, γενικώς, να φέγγει η ελιά, να κατέβεις κάτω να μαζέψεις όλα τα κλαδιά τα κομμένα και να μη φαίνονται - η τέχνη ήταν αυτή - να μη φαίνονται από που ήβγαν τα κλαδιά αυτά. Να φύγουν, να καθαρίσει η ελιά, να γίνει ένα στρογγυλό πράμα. Τώρα πάνε με το αλυσσοπρίονο (συνεργεία κλαδευτών), να ένα χοντρό, να και καμπόσα κλαδιά, αλλά δεν τους συμφέρει, αυτοί θέλουν να βγάλουν δουλειά... Το κλάδεμα ήταν με το ημερομίσθιο. Και θυμάμαι, το '53 τον Φεβρουάριο πήγαμε σε μιανού κτήμα - μετά βγήκαμε και σύγαμβροι, συγγενιάσαμε - ένα μεγάλο κτήμα και πέφταμε εκεί στο καλύβι και μέχρι που νύχτιαζε στη δουλειά, δουλειά! Εμείς οι κλαδευτές παίρναμε 25 δραχμές, είχε εργάτες που έσκαβαν, παίρναν 20 δραχμές κι ο γεωργός, ο γεωργός έπαιρνε 75 δραχμές, γιατί ο γεωργός έπαιρνε εις 3, έπαιρνε το αλέτρι που όργωνε, έπαιρνε τα βόδια, έπαιρνε κι ο γεωργός. Η συρμαγιά ήταν, έβαζες τη συρμαγιά, τα μηχανήματα, ήταν το αλέτρι κι ο μηχανικός που όργωνε. Λοιπόν παίρναμε 25 δραχμές εμείς οι κλαδευτές σαν μαστόροι, 20 ο εργάτης και το κρέας το μοσχάρι είχε 30 δραχμές. Δουλεύαμε δέκα ώρες, να μην πω παραπάνω και δεν μπορούσαμε να πάρουμε ένα κιλό κρέας...».

(Η μαρτυρία του Απόστολου Καρανικόλα βασίστηκε στις συνεντεύξεις του ερευνητικού προγράμματος "Κιβωτός του Αιγαίου", τον Απρίλιο και Μάϊο του 1997 στον Μανταμάδο).

 

Πανεπιστήμιο Αιγαίου / Εργαστήριο Κοινωνικής και Πολιτισμικής Επικοινωνίας / Τεκμηρίωσης

Μοιράσου το άρθρο!