Η παλιά Ερεσιώτικη αποκριά
Του Νικολάου Εμ. Καρύδη
Το αστείο, το κωμικό στοιχείο, μικραίνει χωρίς να καταργεί τις αποστάσεις, γεφυρώνοντας τα μεγάλα κενά και τα βαθιά ρήγματα ανάμεσα στους ανθρώπους και διευκολύνοντας την επικοινωνία. Είναι ένας κώδικας επικοινωνίας με μεγάλη επίδραση. Το χιούμορ και η σάτιρα αποτελούν μορφές της τοπικής κουλτούρας. Οι πράξεις και οι διάλογοι εξωθούν και τους πιο αφελείς και τους τολμηρούς να κάνουν αυτό που δεν μπορούν οι πολλοί, οδηγώντας σε δρώμενα και παραστάσεις που εκτονώνουν και ικανοποιούν το κοινό αίσθημα. Δεν είναι τυχαίο πόσο οι κάτοικοι της Ερεσού επιδιώκουν τα «μικρά» και «μεγάλα» καρναβάλια.
Οι παλιοί Ερεσιώτες, οι γνήσιοι άνθρωποι της παρέας, της ανεμελιάς, της κούρασης και της ανθρωπιάς, ήξεραν να γλεντούν τη ζωή. Ήταν εκείνοι που έκαναν τη λύπη γέλιο και τον πόνο κέφι. Αυτοί οι παλιοί Ερεσιώτες είχαν στο αίμα τους το κέφι, την αληθινή χαρά που γέμιζε την ψυχή και σκορπούσε την αγάπη και την ομοψυχία. Σε κάθε ευκαιρία είχαν τον τρόπο με μια απλή σπίθα να ανάβουν ολόκληρη φωτιά και να καίγονται μέσα στη χαρά και στο γέλιο. Η κάθε στιγμή ήταν αφορμή για καλαμπούρι, για μισελέ, για κέφι.
Οι απόκριες στην Ερεσό δεν μπορούσαν να μην έδιναν τέτοιες ευκαιρίες. Τα βράδια της αποκριάς σε όλο το χωριό γύριζαν οι «μτζούν’». Μικρές και μεγάλες παρέες από άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας που περιφέρονταν όλο το χωριό σκορπώντας το φόβο και τον τρόμο μαζί ασφαλώς με τη χαρά και το κέφι. Μασκαρεμένοι μικροί και μεγάλοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι προκαλώντας ζημιές, σπάζοντας πλάκες, οργανώνοντας καλαμπούρια και γιούνια. Κι αυτά συνέβαιναν καθ’ όλη την περίοδο αυτή με αποκορύφωμα τη νύχτα της αποκριάς.
Οι σπιτονοικοκύρηδες τους φύλαγαν με ανυπομονησία, αλλά με φόβο και αγωνία. Άλλοι μεν κλείδωναν τις πόρτες με μάνταλα και τσάγρες, άλλοι δε τους την είχαν στημένη από μέσα για να προλάβουν κάποιο αναμενόμενο πιθανό χατά. Το σίγουρο είναι ότι την περίοδο αυτή στο χωριό επικρατούσε ένας οργασμός, μια αδιάκοπη κινητικότητα και ένα τρελό κέφι, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σπίτι, μέσα και έξω απ’ αυτά. Μόλις έμπαιναν στα σπίτια, αυτός που άνοιγε την πόρτα από μέσα είναι φυσικό πως θα τρόμαζε. Μέσα στα σπίτια γινόταν το «έλα τσι να δεις», «φωνές ους τόπαθα». Ο ένας κυνηγούσε τον άλλο. Απ΄το γέριβι στην κάμαρη, απ’ το ένα ντιβάν’ στο άλλο κι απ’ τη μια γουνιά στην άλλη. Η σάτιρα και τα γιούνια δε σταματούσαν. Οι ζημιές δεν είχαν σταματημό. Τυχεροί θα ήταν όσοι γλίτωναν τα γυαλικά και τις πιατοπότηρα απ’ το τζαμ ντουλαπί ή γλίτωναν τις γλάστρες. Το σπίτι γινόταν άνω κάτω αφού άλλοι έμπαιναν «μάξος» με λάσπες και καβαλίνες μέσα στο σπίτι κι άλλοι ήταν πασαλιμένοι με αχλιά (=στάχτη) έτοιμοι να χώσουν τον κόσμο. Στο τέλος πια, αφού γινόταν ο χαμός κι η ψυχή του καθενός έβγαινε στα μσόρανα, αποκάλυπταν τα πρόσωπά τους κι ο σπιτονοικοκύρης τους τράταρε γλυκά, γκισλεμέδες, κολοκυθόπιτα, σοκολατάκια, ποτά, σύκα, πιοτό και χίλια δυο καλούδια.
Διηγείται ένα παλιός συγχωριανός μας: «Παλιά τις απόκριες ο Περόνης έκανε τη μαμή κι ένας άλλος χωριανός την γκαστρωμένη. Γύρναγαν όλο το μαχαλά κι από πίσω τσούρμο τα παιδιά. Ούλου του χουριό ήταν όξω. Γέλια να δεις να γελάσεις, να ποδαρίξεις απ’ τα γέλια, να πέσεις κάτω να φας το χώμα. Μιαν άλλη έκανε τον τυφλό. Ακολουθούσε ένα ζητιάνο, τον κρατούσε απ’ τον ώμο, μ’ ένα καλάθι στο χέρι... Ίδιο τον έκανε! Ούλου του χουριό έτρεχε πίσω τους. Γέλιααα... Ο Περόνης με τ’ αστεία του ένωσε το χωριό, δεξιούς, αριστερούς μετά το ’50. Τις απόκριες κάνανε και την αρκούδα με τον αρκουδιάρη, τα σνοπαρτά, το γάμο.»
Άλλος διηγείται: «Θυμάμαι τον Πανανή τον Περόνη που ντυνόταν αρκουδιάρης κι είχε αρκούδα ντυμένο το σχωρεμένο το Λαγούδη ή όταν τραβούσε την τράτα κάτω από τον Πλάτανο. Τι πανηγύρι ήταν αυτό, ζωής και γέλιου!»
Είναι γνωστό ότι το γειτονικό χωριό, Μεσότοπος, φημίζεται για τους αποκριάτικους κουδουνάτους. Αυτοί έρχονταν από τον τόπο τους & γύριζαν και το χωριό της Ερεσού. Κάθε κουδουνάτος είχε το πρόσωπό του βαμμένο μαύρο με αχλιά και από το σώμα του κρέμονταν κουδούνια που ζύγιζαν έως και πενήντα κιλά. Καθώς αυτοί χοροπηδούσαν ακουγόταν ένας δυνατός ήχος από τα κουδούνια, όμοιος με τον ήχο του τρεχούμενου νερού, που έδιωχνε το κακό από κάθε γωνιά του χωριού. Είχαν μαζί τους και τον περίφημο Αράπη, έναν άντρα ντυμένο με προβιές προβάτων και μια μεγάλη κουδούνα. Οι κουδουνάτοι παρακινούσαν τον Αράπη να χορέψει, αν και αυτός προέβαλλε αντίσταση, με το παρακάτω τραγούδι, γνωστό με το όνομα Αράπ΄κος:
-Χόρεψι αράπη !
-Δεν έχω κέφι !
-Για να κάνεις όρεξη, σου παίζω με το ντέφι.
-Έλ’ να φας Αράπη !
-Δεν έχω δόντια. [...]
Οι κουδουνάτοι τα πιο παλιά χρόνια επισκέπτονταν και την Ερεσό όλη τη νύχτα έως το πρωί εμποδίζοντας τον κόσμο να κοιμηθεί. Έφερναν την αναστάτωση στο χωριό, πράγμα που επιβάλλεται αυτές τις μέρες. Οι κουδουνάτοι όταν ολοκλήρωναν την ψυχαγωγία τους αυτή, επέστρεφαν στο Μεσότοπο για να λάβουν δράση και στα δικά τους τα μέρη.
Όταν, λοιπόν, οι μτζουν’ τέλειωναν τις βόλτες τους και τις καταστροφικές επισκέψεις τους συγκεντρώνονταν όλοι σε ένα σπίτι για να κάνουν γειτουνιό, να μοιραστούν τα κεράσματα και να παίξουν παιχνίδια, τα λεγόμενα «γιούνια». Τα νέα παιδιά ανυπομονούσαν να έρθει ο καιρός για να μαζευτούν όλοι μαζί και να παίξουν. Αυτός ήταν ο τρόπος διασκέδασής τους για τις ημέρες της αποκριάς. Τα γιούνια είναι μια ομάδα παιχνιδιών που περιλάμβανε τα καμπακάκια, την τράτα, το δαχτυλίδι και άλλα. Σε αυτά τα παιχνίδια τα γέλια κι οι χαρές ήταν το βασικό γνώρισμα και τα μουτζουρώματα του ενός στον άλλον είχαν την τιμητική τους.
Σύμφωνα με διηγήσεις στα «καμπακάκια» ένας παίχτης έπρεπε να κάνει τη μάνα. Όλα τα παιδιά είχαν ένα αριθμό. Η μάνα έλεγε : «Η καμπακιά μας γέννησε και έκανε πέντε καμπακάκια.» Όποιος είχε τον αριθμό 5 έλεγε : «Γιατί να κάνει 5; Να κάνει 2 !» Όποιος έχανε γιατί δεν υπήρχε ο αριθμός που είπε έχανε και τότε τον μουτζούρωναν. Ύστερα το παιχνίδι συνεχιζόταν για πολλή ώρα.
Όσον αφορά, το δαχτυλίδι θα λέγαμε ότι είναι το γνωστό παιχνίδι που όλοι ξέρουμε, κάπως παραλλαγμένο. Όλοι οι παίχτες μαζεύονταν και έκαναν έναν κύκλο. Δένανε σε μια κλωστή ένα δαχτυλίδι το οποίο το έκρυβαν στο χέρι κάποιου. Αυτός που ξεκινούσε έπρεπε να βρει σε ποιο χέρι είναι το δαχτυλίδι χτυπώντας τα χέρια με ένα δεμένο μαντήλι, γνωστό ως «κουλμπάτς», και ρωτώντας «πούν’ του’ δαχλτύδ΄;»
Η τράτα ήταν ένα παιχνίδι διαφορετικού χαρακτήρα, που το έπαιζαν στα σοκάκια και στις αλάνες του χωριού. Οι μπικιαροί κρατούσαν ένα μεγάλο σκοινί και το κουνούσαν σαν να είναι μια τράτα. Όταν έβλεπαν να περνάν οι λεύτερες, τις έκλειναν μέσα στο σκοινί, όπως οι ψαράδες τα ψάρια. Αυτές έβαζαν φωνές και γίνονταν ρεζίλι και γι αυτό τα αγόρια τις πείραζαν περισσότερο. Τα γέλια έβγαιναν στα μ’σόρανα. Και με τα τρία αυτά παιχνίδια διασκέδαζαν τα παιδιά και γελούσαν μέχρι δακρύων. Είναι πολύ απλά αυτά τα παιχνίδια που τώρα μπορεί να μην φαίνονται ενδιαφέροντα, αλλά τότε τα χρόνια και οι καταστάσεις ήταν αλλιώς.
Στο παρελθόν στην Ερεσό έγιναν αρκετές προσπάθειες για διοργάνωση καρναβαλιού. Αυτό περιλάμβανε χορούς, σάτιρα, παιχνίδια, θεατρικά, εδέσματα και άλλα. Διοργανωνόταν από το Δήμο Ερεσού σε συνεργασία με το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Σ’ αυτό συμμετείχαν παιδιά του Δημοτικού και του Γυμνασίου, μικροί και μεγάλοι εθελοντές, μέλη των τοπικών συλλόγων, μαθητές του σχολείου μας. Υπήρχε συμμετοχή αρμάτων τα οποία ξεκινούσαν από τη Γεωργική Σχολή για να φτάσουν στην πλατεία, όπου κορυφώνονταν οι καρναβαλικές εκδηλώσεις. Παρουσιαζόταν ο βασιλιάς καρνάβαλος πάνω στο άρμα του, ένα δρώμενο με βαθιές ρίζες από την αρχαιότητα, που υποδηλώνει την άνθιση και την καρποφορία της γης, ένα δρώμενο αφιερωμένο στους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι αποτελούν την παραγωγική δύναμη του χωριού. Η εκδήλωση ξεκινούσε με τα χορευτικά τμήματα που χόρευαν τοπικούς παραδοσιακούς χορούς. Στη συνέχεια ακολουθούσε η σάτιρα για θέματα της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας που αφορούσαν όλους, αλλά και για θέματα που αφορούσαν την τοπική κοινωνία, όπως τα σνουπαρτά και τον παραδοσιακό γάμο. Κατόπιν, ακολουθούσαν καρναβαλικοί χοροί σαν το γαϊτανάκι και τον αράπ’κο, ενώ υπήρχε μπουφές με νηστίσιμα εδέσματα που τα έφτιαχναν οι νοικοκυρές, όπως γκισλιμέδες και κολοκυθόπιτες, για να τις μοιράσουν στον κόσμο. Έτσι, διεξάγονταν οι καρναβαλικές εκδηλώσεις της Ερεσού.
Οι Ερεσιώτες λαχταρούσαν τούτες τις μέρες, όπως και κάθε αφορμή και ευκαιρία που έδινε και σκορπούσε τη χαρά της ζωή. Το έθος της κάθε εποχής αποτελούσε τρόπο ζωής που έβγαινε αυτόματα απ’ τα κατάβαθα της ψυχής τους. Όλοι χαρακτηρίζονταν για την αγάπη στην παράδοσή τους και την επιθυμία τους να συνδράμουν αυτόματα και ομοθυμαδόν για να διοργανωθεί κάτι με σκοπό διασκεδάσουν οι συγχωριανοί και να γλεντήσουν οι ίδιοι. Στις μέρες μας όλα έχουν εκμηδενιστεί και έχουν χαθεί. Έγιναν κάποιες προσπάθειες αναβίωσης αυτών των εθίμων κατά καιρούς από μεμονωμένες πρωτοβουλίες, αλλά όπως λέει κι ο λαός μας "ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη". Στο βωμό της παγκοσμιοποίησης και του ατομικού συμφέροντος αδιαφορούμε για κάθε τι προβάλλει και προωθεί την ομοθυμία και δυστυχώς κρυβόμαστε πίσω από ένα καβούκι και πλέον πίσω από μια μάσκα, είτε είναι ιατρική, είτε είναι υφασμάτινη, είτε είναι η μάσκα υποκρισίας.
Και του χρόνου!