Ιωάννης Βουγιούκας: ο τελευταίος πεταλωτής της Λέσβου
Γράφει η Ανδρονίκη Κουτσαβλή
Aκόμη και τώρα έρχομαι στο εργαστήριο, βάζω μπρος το φυσερό για να με χτυπήσει η μυρωδιά από το πετροκάρβουνο» λέει ο 75χρονος Ιωάννης Βουγιούκας, αναπολώντας τις εποχές εκείνες που τα μέταλλα έπαιρναν σχήμα πάνω στο αμόνι. Ο κ. Βουγιούκας ήταν ένας από τους ελάχιστους, αν όχι τελευταίους, πεταλωτές στο νησί μας, που σε όλη του ζωή δούλευε με το σίδερο και τη φωτιά για να ζήσει την οικογένειά του. Ο ίδιος μιλώντας για την τέχνη του, είπε ότι σήμερα δεν υπάρχουν νέοι που να θέλουν να τη μάθουν για να ασχοληθούν αποκλειστικά με αυτή.
Από τα οκτώ του χρόνια, άρχισε να μαθαίνει την τέχνη δίπλα στον Ιγνάτιο Ντάκο, στο χωριό του, την Αγία Παρασκευή.
«Ήμουν τόσο μικρός που δεν έφτανα να πιάσω τα εργαλεία και ανέβαινα σε σκαμπό» είπε , αφήνοντας να ξεγλιστρήσει από τα χείλη του, ένα χαμόγελο γλυκιάς μελαγχολίας για τα νιάτα που έφυγαν. Ακόμη και στον στρατό έκανε τον πεταλωτή, ενώ όταν ξεμπέρδεψε από αυτόν, γύρισε στο χωριό του και το 1965 άνοιξε το δικό του εργαστήριο.
Σήμερα τα περισσότερα εργαλεία αλλά και όλες όσες από τις κατασκευές του δεν πρόλαβε να τελειώσει και να πουλήσει, φέρουν πάνω τους, εκτός από σκόνη και σκουριά, τη βαριά ιστορία μιας ξεχασμένης τέχνης που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στα ροζιασμένα χέρια του κ. Βουγιούκα, στις ρυτίδες του μετώπου του, αλλά και στα σημάδια τόσο του προσώπου του όσο και του κορμιού του από άλογα ατίθασα. Μάλιστα μέσα στο πράσινο ντουλαπάκι με την κλειδαριά και το κλειδί που είναι φτιαγμένα από τα δικά του χέρια, έχει ακόμη το τεφτέρι με τα βερεσέδια, καθώς και τα λεφτά που είχε βγάλει με τον ιδρώτα του. Δεν έλειπαν και τα χρήματα που είχε βάλει στην άκρη για ενθύμιο, από τούρκικα και αμερικάνικα χαρτονομίσματα και οι ξεχασμένες πια ελληνικές δραχμές.
Η τέχνη...
Όταν το εργαστήρι του κ. Βουγιούκα, έκανε την εμφάνισή του, υπήρχαν άλλα 13 στην Αγία Παρασκευή Λέσβου, καθώς τότε η κάθε οικογένεια είχε τουλάχιστον τέσσερα άλογα ή γαϊδούρια, που χρησιμοποιούσε στις αγροτικές δουλειές, χώρια τα βόδια που όργωναν κι αυτά τα χωράφια. Τα ζώα αυτά εκτός από την τροφή και την περιποίηση, ήθελαν και το «πεντικιούρ» τους, όπως είπε γελώντας ο κ. Βουγιούκας. Γι’ αυτό το λόγο η λίμα ή αλλιώς ράσπα, το σφυρί, η τανάλια, το σαμτράκι ή το μαχαίρι κο πής νυχιών, χρησιμοποιούνταν σε καθημερινή βάση.
Τα πόδια του βοδιού δένονταν σταυρωτά, το ζώο τοποθετούνταν κάτω κι η δουλειά άρχιζε. Πρώτα έπρεπε να καθαρίσουν το νύχι, στη συνέχεια να το λιμάρουν και να το κόψουν αν χρειαζόταν και στο τέλος να βάλουν προσεκτικά το πέταλο και τις πρό- κες που κρατούσαν το τελευταίο πάνω στο νύχι του ζώου.
Στα άλογα, στα μουλάρια και στα γαϊδούρια η διαδικασία ήταν περίπου η ίδια. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ιδιοκτήτης του εκάστοτε ζώου έπρεπε να κρατάει το πόδι του και αφού γινόταν ο καθαρισμός, έμπαινε το πέταλο, το νούμερο του οποίου διέφερε από ζώο σε ζώο. Μάλιστα για να γίνεται η όλη διαδικασία πιο εύκολη, ο κ. Βουγιούκας είχε κατασκευάσει ξύλινη παγίδα, όπου έμπαινε το πόδι του αλόγου, αφού προηγουμένως είχε τοποθετηθεί πέδιλο στο σημείο που ερχόταν σε επαφή το πόδι με το ξύλο προκειμένου το ζώο να μην τραυματιστεί. Εξηγεί ότι προτιμούνταν η ξύλινη κατασκευή από τη σιδερένια, διότι σε περίπτωση που το άλογο ήταν ατίθασο, θα μπορούσε να τη σπάσει και να φύγει χωρίς να πάθει κάποια ζημιά. «Το επάγγελμα είχε πολλά μυστικά…» τόνισε.
Πρόσθεσε ακόμη ότι ανάλογα με τη δουλειά που έκαναν τα άλογα, φορούσαν και διαφορετικό πέταλο. Οι κατηγορίες ήταν δύο, οι πλάκες και οι χαλκάδες. Οι τελευταίοι ήταν για άλογα που έσερναν κάρα, ή με αυτά οι ιδιοκτήτες τους έκαναν μόνο ιππασία, μάλιστα στην περίπτωση αυτή μπορούσε να γίνει και θερμή πετάλωση, όπου ο χαλκάς, αφού είχε προηγουμένως ζεσταθεί, έμπαινε στο νύχι του αλόγου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και αφού το νύχι έπαιρνε το σχήμα του πετάλου, γίνονταν οι απαραίτητες εργασίες.
Οι πλάκες προορίζονταν για ζώα που περνούσαν τις περισσότερες ώρες της μέρας μέσα στα χωράφια. Οι πλάκες όταν εμφανίστηκε η άσφαλτος, απέκτησαν και τακουνάκι, που δεν ήταν κάτι άλλο από γύρισμα προς τα πάνω του πετάλου στο τελείωμά του για να μη γλιστρά το ζώο.
Τα πέταλα ήταν, κατά κύριο λόγο, χειροποίητα, τα έφτιαχνε ο κ. Βουγιούκας, αλλά και οι άλλοι πεταλάδες του χωριού, από λαμαρίνες που έφερναν οι παλιατζίδες στο χωριό.
Επειδή οι σοδιές όμως δεν πήγαιναν πάντα καλά, ώστε να έχουν οι αγρότες λεφτά να πληρώνουν τους πεταλωτές και επειδή ο ανταγωνισμός των τελευταίων μεταξύ τους, λόγω των 13 εργαστηρίων, ήταν μεγάλος, ο κ. Βουγιούκας άρχισε να καταπιάνεται και να δημιουργεί και άλλα «παιδιά» της φωτιάς και του σιδήρου, αφού στόχος του ήταν να μην λείψει τίποτα στην οικο- γένειά του. Μέσα από αυτό το μικρό εργαστήρι βγήκαν τσάπες, αξίνες, κλειδωνιές, τεράστιες καρφίτσες που έκαναν τα δύο ξύλα ένα, μεγάλοι μεταλλικοί αποθηκευτικοί χώροι, μαγκάλια και άλλα τόσα αντικείμενα, που συνδέονται με την ιστορία μιας ολόκληρης ζωής.
Το επάγγελμα αυτό έφτασε στη δύση του, μετά την εμφάνιση των αυτοκινήτων και μηχανημάτων που αντικατέστησαν τα άλο- γα και τα βόδια, καθώς και τη μαζική παραγωγή, που παραμέρι- σε την αξία των χειροποίητων σιδερένιων αντικειμένων.
από το περιοδικό View της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ