Αφιερώματα

24/04/2021 - 15:40

Κιόσκι Μυτιλήνης, με αφορμή μια παλιά φωτογραφία

Γράφει ο Βάσος Ι. Βόμβας

Μια παλιά φωτογραφία του Κιοσκιού. Παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον γιατί διαφυλάσσει στοιχεία, που σήμερα δεν υπάρχουν.

Κατ' αρχήν, αποτυπώνει την πλατεία, σ' όλο της το εύρος, πριν πάρει τη σημερινή μορφή του parking, με τα εξής τότε χαρακτηριστικά της.

Το Ηρώον βρίσκεται ακόμη στο κέντρον της πλατείας, πριν μεταφερθεί βορειότερα, στη σημερινή του θέση.Για τους Κιοσκιανούς που χρησιμοποιούσαν την πλατεία για ποδόσφαιρο, ήταν ένας "μπλούκος", που δυσκόλευε τους ποδοσφαιριστές. Ήταν το μέγα μειονέκτημα της πλατείας.Κατά τι λιγότερο, - εμπόδιο όμως κι αυτός- ο παρακάτω στύλος με το τσιμπλοφώς του, εκεί που τέλειωνε το γήπεδο. Λίγο πιο κάτω, η μεγάλη χαβούζα, που υπάρχει και σήμερα. Δεξιά της φωτογραφίας αχνοφαίνεται ένα γκρεμισμένο σπιτάκι, κάτι μεταξύ παράγκας και χαμόσπιτου, περιφραγμένο με κλαδιά, δίκην ορίων, που στέγαζε την πολυμελή οικογένεια του κτίστη κυρ Δημητρού, που είχε το προσωνύμιο, γατοφάγος. Όπως τότε λέγονταν, στα χρόνια της μεγάλης πείνας, στην κατοχή, δεν είχε αφήσει γάτα για γάτα. Ένας συμπαθέστατος, κοντούλης και καλοσυνάτος ανθρωπάκος με κίτρινη όψη, ξερακιανός, φοβισμένος, με την μελαγχολία ζωγραφισμένη μόνιμα, στο πρόσωπο του. Πολύ καλός μάστορας Ειδικότητα του οι κεραμοσκεπείς στέγες των σπιτιών..Απέναντι ακριβώς από τον στύλο βρίσκονταν το ξύλινο καφεναδάκι του Παπαδόπουλου, μικρασιάτη πρόσφυγα του πρώτου διωγμού. Σημείο αναφοράς των συμπολιτών μας, που περνούσαν τις ώρες τους, παίζοντας τάβλι και χαρτιά, αλλά και πολιτικολογούντες. Γκρεμίστηκε μετά την κατοχή.Το πρόλαβα.

.Μετά την εγκατάλειψή του, αμέσως μετά την κατοχή, υπήρξε άντρο των χασικλήδων της πόλης. Το Κατόλ, ο Νταρντάγος, ο Πατέστος, κ.ά desperados της περιοχής το απολάμβαναν μακρυά από τα βέβηλα μάτια των αστυνομικών αρχών. Οι περισσότεροι τους πέθαναν από φυματίωση.

Και μια λεπτομέρεια. Μπροστά απο τον καφενέ, από σπασμένη μάλλον σωλήνα, ανάβλυζε νεράκι. Στο μικρό βαθούλωμα, που είχε σχηματισθεί, μαζεύονταν καθαρό νερό από το οποίο μετά το παιχνίδι μας, ιδρωμένοι άφοβα πίναμε, χώνοντας μέσα στη μικρή λακούβα τη μούρη μας.

Η τέλεια απόλαυση.

Το γήπεδο ορίζονταν απο ασβεστωμένες γραμμές. Το μόνο που δεν είχε γίνει ποτέ, ήταν η τοποθέτηση γκολπόστ. Μεγάλες πέτρες όριζαν το τέρμα, στις οποίες βάζαμε τα ρούχα μας, για να γίνεται περισσότερο ευδιάκριτο.

Περιττό να πώ ότι η ανυπαρξία γκολπόστ, ήταν η μόνιμη πηγή καυγάδων μας, αφού ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί το νοητό τους ύψος και βέβαια αν ήταν γκολ. Σε γενικές γραμμές το ύψος το όριζε και το μπόι του τερματοφύλακα.

Εδώ θα πρέπει να αναφερθώ στα χρόνια της κατοχής, αλλά και λίγο μετά, γιατί η αλάνα του Κιοσκιού, υπήρξε το μεγαλύτερο μετά τον Ταρλά ποδοσφαιρικό γήπεδο της πόλης.

Απο δω πέρασαν μεγάλοι ποδοσφαιριστές του Άρη και του Παλλεσβιακού, ινδάλματα της εποχής τους.

Οι Κώστας Κλούρας ( έφυγε νωρίς), ο Σάββας Φάππας, μέγας δεξιοτέχνης και γκολτζής, ο Γιάννης Αλεξάνδρου, ο αδελφοί Χιωτέλλη, Γιάννης και Αριστείδης, μεγάλοι τεχνίτες κι αυτοί, ο στυλάτος Πετσής, που μου τον θύμιζε αργότερα , ο " δασκαλος" Παπαντωνίου του Παναθηναικού, με μουστακάκι και μπριγιανταρισμένο μαλλί, ο Τακτικός, με το παρατσούκλι ( μπαμπά το γάλα έβρασε) κ.ά.

Κάθε Κυριακή γινόταν το έλα και να δεις, αφού μαζεύονταν θεατές απ' όλη την πόλη. Θυμάμαι ότι εμείς τα παιδιά, είμσταν ακροβολισμένοι στα όρια του παρακείμενου δάσους και η αποστολή μας ήταν να κουβαλήσουμε τη μπάλα, όταν έπεφτε στην κατηφόρα εκτός γηπέδου. Μετά το πέρας του αγώνα πηγαίναμε στον κααφενέ του Κουφού ( Κ'φού) να.φέρουμε στους ποδοσφαιριστές γκαζόζες για να ξεδιψάσουν. Ανταμοιβή μας να μας δώσουν πίσω το μπουκάλι με κάποιο υπόλειμμα από το περιεχόμενο του.

Άλλα χρόνια τότε.

Τις μέρες των Απόκρεω, λίγο πιο πάνω από το Ηρώο, όταν είχε λιακάδα και φυσούσε απαλό αεράκι, αμολούσαμε τους πολύχρωμους αητούς μας, καμωμένους απο λαδόκολλες, με φανταχτερά χρώματα, σκελετό από καλάμια και κόλλα από αλεύρι. Μαστοριά ήταν να πετύχεις τα ζύγια και τη μεγάλη λαφριά ουρά. Το ζύγι καθόριζε και τη βιωσιμότητα του αητού, γιατί αν πέταγε, πάνω από τα πεύκα, και λόγω ακατάστατου ανέμου, άρχιζε τα τρελλά του, πέρα δώθε , ήταν βέβαιη η κατάληξη του. Μια μεγάλη βουτιά στο παρακείμενο δάσος κι όλα πήγαιναν στράφι.

Καταστροφή. γιατί έχανες κι ένα μεγάλο μέρος, του μάλλον δυσεύρετου σπάγκου.Το ίδιο συνέβαινε κι όταν ξαφνικά λιγόστευε το αεράκι κι έπρεπε γρήγορα να μαζέψεις το σπάγκο και να κατεβάσεις τον αητό. Γενικά το πέταγμα του αητού, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Όπως είπα ήθελε πολύ μαστοριά και τεχνική. Στο ομαδικό πέταγμα που κάναμε, νικητής έβγαινε αυτός, που ο αητός του πετούσε ψηλότερα.Και κατουρούσε τους άλλους. Τότε με γέλια και ουρλιαχτά καμαρώναμε, πειράζοντας τους νικημένους.

Αχ! Αυτό το Κιόσκι και ποιος δεν το θυμάται, πλανταγμένος ακόμα, από, λογιώ - λογιώ, θύμησες κι ανεκπλήρωτες λαχτάρες !!!

 

Βάσος Ι. Βόμβας

Μοιράσου το άρθρο!