Skip to main content
|

Μεγάλη Παρασκευή - Το μοιρολόγι της Παναγιάς στην Αγιάσο

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
8'

Η εβδομάδα των παθών του Χριστού έχει να προσφέρει πλούσιο λαογραφικό υλικό. Μέσα σ’ αυτό περιλαμβάνεται το μοιρολόι της Παναγιάς που τραγουδιέται από γυναίκες το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης (μετά τα 12 Ευαγγέλια) ή το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, την ώρα που στολίζεται ο επιτάφιος.

Το μοιρολόγι της Παναγιάς παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με ορισμένα βυζαντινά κείμενα όσο και με κείμενα της νεότερης λαϊκής παράδοσης. Το ύφος του εμφανίζει συγγένεια με τον Επιτάφιο θρήνο ή “Εγκώμια” που ψέλνονται το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής στην ακολουθία του Επιταφίου, ενώ οι λεπτομέρειες της αφήγησης παραπέμπουν σε νεότερα δημοτικά τραγούδια.

Εκτός από τη δημώδη ποίηση, στη λόγια Βυζαντινή απαντάται η χριστιανική τραγωδία “Χριστός Πάσχων”, κείμενο το οποίο έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στο έργο αυτό, που αποτελείται από 2.600 στίχους οι 1.304 προέρχονται από γνωστές τραγωδίες (του Ευριπίδη, του Αισχύλου, του Λυκόφρονα). Ο συγγραφέας παραβάλλει την Παναγία με την Εκάβη, ενώ η Παναγία όταν θρηνεί χρησιμοποιεί τα λόγια της Μήδειας που θρηνεί για τα παιδιά της. Εκτός από τις επιδράσεις των κλασικών, το κείμενο αυτό έχει δεχτεί την επίδραση από το Κοντάκιο του Ρωμανού και τα Σταυροθεοτόκια. Στο Χριστό Πάσχοντα εμφανίζεται η έκκληση της Παναγίας στο Χριστό να φανερώσει τη θεϊκή του φύση, το θέμα της απόγνωσής της και της επιθυμίας της να αυτοκτονήσει, καθώς και το παράπονό της πως θα απομείνει ολομόναχη αν την εγκαταλείψει ο γιος της. Η απελπισία αυτή της Παναγίας παρουσιάζεται ως βασικό μοτίβο σε νεότερα δημοτικά τραγούδια, καθώς επίσης και το ζήτημα της κατάρας της Παναγίας, βασικό μοτίβο στο μοιρολόι της.

Ακολουθεί η παραλλαγή του μοιρολογιού της Παναγιάς, όπως τραγουδιόταν παλιά στην Αγιάσο και όπως τη διέσωσε από μνήμης ο παππούς μου Παναγιώτης Προκοπίου Κουτσκουδής (1885-1978), πηγή ακένωτη της λαογραφίας του τόπου μας.

Καλό ’νι το Άγιος ο Θεός, καλό ’νι να το λέμι

όποιος το λέγει σώζεται κι όποιος τ’ ακού’ αγιάζει

και κείνος που τ’ αφουγκραστεί Παράδεισου θα λάβει.

Παράδεισου και λειτουργιά μες στ’ άγιου μουναστήρι.

Κάτω στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο

η Παναγιά η Δέσποινα κάθητο μοναχή της.

την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.

Ακού’ βροντές, βλέπ’ αστραπές, γροικά σεισμούς μεγάλους

βγαίνει να δει στην πόρτα της, να δει στη γειτονιά της,

βλέπει τον ουρανό θολό και τ’ άστρα θολωμένα

και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο.

Βλέπει το Γιάννη κι έρχεται κλιαμένος και δαρμένος,

κλιαμένος και βρεχάμενος και καταλυπημένος.

Κρατούσε και στο χέρι του μαντήλι ματωμένο,

Κρατούσε και στο άλλο του μαλλιά της κεφαλής του.

-Γιάννη μου, τ’ έχεις κι έρχεσαι κλιαμένος και δαρμένος

κλιαμένος και βρεχάμενος και παραπονεμένος;
Ο δάσκαλός σου σ’ έδειρε για το χαρτί σου χάσις;

-Στόμα δεν έχω να το πω, μιλιά να το μιλήσω

μηδέ καρδιά μου δε βαστά να σου το μολογήσω.

-Για κάν’ αχείλι πες μου το, γλώσσα και λάλησέ το,

σφίξε και την καρδούλα σου και ομολόγησέ το.

-Το δάσκαλό μου πήρανε γοι άνομοι γ’ Εβραίοι

οι άνομοι, οι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.

Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα ληστή τον σύρναν

δα να ’κανε και φονικό και τον ετυραγνήσαν.

Σαν πεύκο τον εκόβανε, σαν δρυ τον πελεκούσαν

και τ’ αποπελεκούδια του στην κάμινο τα ρίχναν.

Και βγάζαν κόκκινο καπνό και πράσινες φωτίτσες.

Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά έπεσε και λιγώθη,

σταμνί νερό τη βρέξανε, τρία κανάτια μόσχου,

τέσσερα με ροδόσταμο ώστε να συνεφέρει.

Σαν ήρτε και συνέφερε, τούτο το λόγο λέγει:

-Ας έρτει Μάρθα και Μαρία, τ’ Αγιού Γιαννιού η μάνα

και του Λαζάρου γ’ αδερφή, να φύγουνε αντάμα.

Όσ’ είσθε φίλοι, τρέξετε, όσ’ είστ’ εχθροί, χαρείτε,

όσ’ αγαπάτε το Χριστό, ελάτε να τον δείτε.

Τρέξανε από πίσω της χιλιάδες μιλιγιούνια

βγήκανε και μικρά παιδιά ’πό μέσα απ’ την κούνια

και πήραν στράτα το στρατί, δίπλα το μονοπάτι

και το στρατί τους έβγαλε μπρος στου Χαρτζά την πόρτα.

-Ώρα καλή σου, μάστορα, εσέ και την υγειά σου,

εσέ και τη γυναίκα σου κι όλη τη φαμελιά σου (ή το χαρέμι σου)

για πες μου, σε παρακαλώ, τι ’ν’ η δουλειά που φτιάχνεις;
-Τρία καρφιά παράγγειλαν γοι φίλοι μου γ’ Εβραίοι

μα γω για το χατίρι τους θε να τα κάνω πέντε.

Να μπουν τα δυο στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυο στα χέρια

και τ’ άλλο το φαρμακερό να μπει μες στα τζιγέρια.

-Παρακαλώ σι, μάστορα, μην τύχει και τα κάνεις

κι αν θέλεις δίνω σ’ τα, φλουριά δεν τα λυπούμι

αν θέλεις και χρυσαφικά και κείνα θα τα βρούμι.

-Ό,τι κι αν τάξεις, Παναγιά, εγώ θε να τα κάνω

γιατί τα περιμένουνι στο Γολγοθά επάνω.

-Ατζίγκανι, κολόπανι, σκυλί, καταραμένε,

να λιέσι ’πί χουριό εις χουριό, κατάσταση μην κάνεις

μηδέ στην τραχηλίτσα σου πουκάμισο να βάνεις,

τ’ αμόνι σου να καίγεται και το σφυρί σ’ να λειώνει,

να σου γαβγίζουν τα σκυλιά κι εσύ να κοτσιγρώνεις.

Ποτές πα στο καμίνι σου αχλιά μην αποτάξεις,

ποτές μες στη σακούλα σου παράς να μη στεριώσει

κι εκεί πο ’χεις τη μόνια σου χόρτου να μη φυτρώσει.

Και πήραν στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι

το μονοπάτι τς έβγαλι στου Βόσκοντα την πόρτα.

-Ώρα καλή σου, Βόσκοντα, εσέ και την υγειά σου

Μαζί και τη γυναίκα σου κι όλη τη φαμελιά σου.

Μην έτυχε να δεις εσύ του γιο μ’ του χαϊδεμένου

όπου τουν έχου μουναχό τσι μοσχαναθριμμένου;

-Βλέπεις εκείνο το βουνό, το μαυραχνιασμένου;

Εκεί απάνω έχουνε το γιο σου κρεμασμένο.

-Το ’να σου χίλια να γινεί, τα δυο χίλις χιλιάδις

ν’ αυξάνουν να πληθαίνονται σαν άμμος της θαλάσσης.

Σαν πέτρες να ’νι τα τυριά, σαν ποταμός το γάλα,

σα μυρμηγκιά να βγαίνουνε τα πρόβατα απ’ τη μάντρα.

-Αγείτι να παγαίνουμι προτού να τον σταυρώσουν

Πριν τον καρφώσουν με καρφιά και τόνε θανατώσουν.

Στο δρόμο που βαδίζανε είδαν ένα ζευγάρι.

-Καλώς τα κάνεις, μάστορα, και διάφορο να έχεις.

Μην είδες συ το γιόκα μου τον πολυαγαπημένου,

όπου τον έχω μοναχό και μοσχανιθριμμένου;

-Πάνω σ’ εκείνο το βουνό το μαυραχνιασμένου

εκεί απάνω έχουνε το γιο σου κρεμασμένο.

-Ζυγός σ’ να γίνει μάλαμα, τ’ αλέτρι σου ασήμι

και το σιτάρι που έσπειρες αδρύ μαργαριτάρι.

Και πήραν στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι

και τώρα πλια εφθάσανε στου Γολγοθά την πόρτα.

Βρήκαν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,

βλέπουν και τα παράθυρα κι αυτά παραντωμένα.

Γονάτισε η Δέσποινα κι αυτά τα λόγια λέγει:

-Θε μου, κι αν είμαι χριστιανή και είμαι βαφτισμένη,

Θέλω η πόρτα του ληστού ν’ ανοίξει στηλωμένη.

Άνοιξ’ η πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου

η πόρτα απ’ το φόβο της γύρισε άνω κάτω.

Βλέπει μια χάβρα από Βραιγιούς, βλέπει και ατσιγγάνους

Θωρεί δεξιά, θωρεί ζερβά, βλέπει τον Άϊ Γιάννη.

-Γιάννη μου, πού ‘ν’ ο γιόκας μου και σένα δάσκαλός σου;

-Το απορώ, ω Δέσποινα, να μη βλέπεις το γιο σου,

το γιο όπου εγέννησες, το πλάσμα το δικό σου.

Βλέπεις εκείνο το γυμνό, το νεκροσταυρωμένο;
Αυτό ’νι το παιδάκι σου το πολυαγαπημένο.

-Για δε, τον έχουνε γυμνό και αξελημανάρη

του βάλαν και στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι.

Πήραν τ’ αργυροστέφανο και του ’βαλαν αγκάθι

πήραν τ’ αργυζώναρο και του ’βαλαν βατάρι.

-Δεν είν’ κρημνός να κρημνισθώ, γιαλός να πέσου μέσα,

δεν έχου κουρουψάλιδου να κόψου τα μαλλιά μου;

Σταυρέ μου, για χαμήλωνε και κλίνε προς τα κάτω

Να κλαίγω και να σε φιλώ ώστα να σε χορτάσω.

-Πάψε, μητέρα μου, μην κλαίς και διάφορο δεν έχεις

για το Μεγάλο Σάββατο, τότε να μ’ απαντέχεις.

Όταν σημαίνουν γ’ ακκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες,

τότε θα με δεχθείς κι εσύ με τις χρυσές λαμπάδες.

Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι

και κάνε μια παρηγοριά για τους νεκρούς στον Άδη.

Βάλε κρασί στο μαστραπά και πίτα στο πανέρι

και κάνε μια παρηγοριά ο κόσμος να την εύρει,

να κάμουν μάνες για παιδιά, παιδιά για τες μανάδες,

να κάμουν οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άνδρες.

Πέρασι γη Αγιά Καλή κι αυτά τα λόγια λέγει:

-Ποιος είδε γιο πα στο Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;

-Άιντε κι εσύ, Αγιά Καλή, σκύλα καταραμένη

καθημερνώς της θάλασσας το κύμα να σε δέρνει.

Παπάς να μη σε λειτουργά, ψάλτης να μη σε ψέλνει

ποτέ λιβάνι και κεριά κανείς να μη σου φέρνει.

Ποτέ να μη δοξάζεσαι, μηδέ να λειτουργιέσαι.

Σύρε να πας να κατοικείς σ’ ένα ερημονήσι,

χριστιανός να μην ερθεί για να σε προσκυνήσει.

Ως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι

κι ως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτες.

 

 

Παραθέτουμε και μια άλλη εκδοχή του μοιρολογιού της Παναγιάς, όπως καταγράφηκε στην εργασία των μαθητών της περιβαλλοντικής ομάδας του Γενικού Λυκείου Αγιάσου με θέμα «Ήθη, έθιμα και παραδόσεις στο φυσικό περιβάλλον της Αγιάσου» (Αγιάσος 2006. Συντονίστρια η καθηγήτρια κ. Δώρα Τσαλουχά).  

 

Τώρα είν’ Αγία Σαρακοστή, τώρα είνι άγις μέρις,

Που λειτουργούν γοι ακκλησές τσι ψάλλιν γοι παπάδις.

Ικί που κάν’ντου γη Μαριάμ μόνη τσι μοναχή της

Την προσιφχή της έκανι για του μουνουγινή της.

Ακού βρουντές τσι αστραπές, ακού μιγάλους κρότους

Βγαίνει στο παναθύρι της να δει τη γειτονιά της,

Βλέπει τον ουρανό θαμπό, τα άστρα βουρκωμένα

Το φιγγαράκι του λαμπρού στο αίμα βουτηγμένου.

Βαστά τα απί του του χέρι του μαντήλι ματουμένου,

Βαστά τσι απι του άλλου ντου μαλλιά απ’ την κεφαλή του.

«Τι έχεις ω Γιάννη μου τσι κλαις τσι βαριαναστενάζεις,

γιου δάσκαλους σου σ’έδειρι γη του χαρτι σου χάσις;».

«Δεν έχου στόμα να στου πω, μιλιά να στου μιλήσου

ούτ’ η καρδούλα μου βαστά να σου το μουλουγήσου »

«Για κανι στούμα πες του μου, μιλιά και μίλησέ μου

βάσταξι τη καρδούλα σου κι ομολόγησε του»

«Βλέπεις εκείνου του βουνό του μαυραραχνιασμένου;

Εκεί έχουνι το γιόκα σου αξάγκουνα διμένου».

Γη Παναγιά σαν τ’ άκουσι έπισι τσι λιγώθι.

Σταμνιά νιρο τη πιριχούν, για να τιν συνιφέρουν.

Κι άμα την συνεφέρανι αυτού του λόγου είπι:

«Πούνι γη Μάρθα του Κλουπά τσι τ’ Άη Γιάννη η μάννα

τσι του Λαζάρου γι αδιλφές γοι τέσσερις αντάμα,

να πάμι να τον εύρουμι πριν μας τουν εσταυρώσιν

πριν μας τουν βάλουν στου σταυρό τσι μας τον θανατώσιν ».

Παίρνουν την στράτα του στρατί, στρατί του μουνουπάτι,

Του μουνουπάτι τα έβγαλι μπρος σ’ ένα τσουμπανάκι

«Ώρα καλή σου ν ω κιαγιά», «Καλό στην Άγια Μάννα».

Μπάτσ’ είδιτι του γιόκα μουτσι του μουνουγινί μου;

«Εχθές τουν κυνηγούσανι γοι άνομοι Εβραίοι

γοι άνομοι τσι τα σκυλιά τα οι τσισκαταραμένοι

μεσ’ τα κατσίκια μ πήδηξε τσι κείνα τον εδείξαν»

«Που να χουν τη κατάρα μου τσι μι τσι του πιδιού μου

νάνι του γάλα τους νιρό τσι του τυρί ασβέστης

νάνι Θεού κατάρατις Θεού καταραμένις».

Παίρνιν τη στράτα του στρατί στρατί του μουνουπάτι,

Του μοονουπάτι τα’ έβγαλι μπρος σ’ ένα τσιγγανάκι.

«Ώρα καλή σου μάστουρα εσύ τσι τα πιδιά σου,

εσύ τσι γη γυναίκα σου τα όλη η φαμελιά σου».

«Μπατσ’ είδατι του γιόκα μου τσι του μουνουγενή μου;»

«Εχθές τουν τσινιγούσανι τ’ αντρειουπαλικάρια.

Καρφιά μου παραγγείλανε για να τουνε σταυρώσιν.

Μου παραγγείλαν τέσσιρα μα γω τα ποίκα πέντι,

Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια

Του τρίτου του φαρματσιρού μες τα καρατζιγιέρια,

Να τρέξει αίμα τσι νιρού να λιγουθεί η ψυχή του».

«Άντι τσι συ βρε ατσίγγανι πουτές αχλιά μην κάψις

πουτέ στου ψουμουσάνιδο σ’ ψωμί μην αποστάξεις

ούτι γιρό πουκάμισου στη ράχη σου μην βάλεις».

Παίρνουν τη στράτα του στρατή στρατη του μουνουπάτι

Του μουνουπάτι τσι έβγαλι μπρος των ληστών την πόρτα

Βλέπιν την πόρτα σφαλιστή τσι τα κλειδιά παρμένα

Τις τα ψηλά παράθυρα καλά μαντουλουμένα.

«Άνοιξι πόρτα τουν ληστών τσι πόρτα του Πιλάτου

τσι σεις παραθυράκια μου γυρίστι άνου κάντου».

Γη πόρτα απίτου φόβου της ανοίγει μουναχή της

Απί τη χάβρα την πουλλή τα απί τους αλμανάρους

Κανέναν δεν εγνώρισεν μόνου τουν Άη Γιάννη.

«Άγι μου Γιάννη Προύδρουμι τσι πού νι δάσκαλούς σου;

Εμένα είνι γιόκας μου τσι σένα δάσκαλούς σου»

«Δεν έχου στόμα να στου πω μιλιά νασου μιλήσω

δεν έχου χειρουδάκτυλου να σου τουν δείξου».

«Για κάνι στόμα πές μου το, μιλιά τσι μίλησέ μου

κάνι τσι χειρουδάκτυλου τσι πάνι δείξι μου τον»

«Βλέπεις εκείνουν του γυμνού τσ’ αυτόν του σταυρουμένου;

Φουρεί τσι στου τσιφάλι του στιφάνι αγκαθένιου»

«Σταυρέ μ για κλίνι απί μπρουστά για κλίνι απόυ πίσου

να βγάλου τη χρυσή πουδιά του αίμα να σκουπίσου.

Που νι γκριμνός να γκριμνιστώ πηγάδι για να πέσου

Φέρτι μ αργυρουψάλιδου να κόψου τα μαλλιά μου»

«Μάννα μ σαν κριμνιστείς εσύ κριμνιέτι ου κοσμους ούλους.

Κριμνιόνται μάννες για πιδιά τσι τα πίδια για μάννις

Κριμνιόνται τα’ οι καλόπαντρις για τους καλούς τους άνδρες.

‘Αγντι μαννούλα μ στου καλού τσι στην καλή την ώρα

πάρι τουν Γιάννη γιόκα σου του Πέτρου για πιδί σου

Άγντι μάννα μ στου σπίτι μας τσι στρώσι του τραπέζι

Βάλι κρασί στου μουστραπά κι αφράτου παξιμάδι

Τσι σύρι του στα χείλη σου για τους καλούς τους άνδρες.

Άγντι μαννούλα μ’ στου καλού τσι διαφορου δεν έχεις

Τσι του Μιγάλου Σάββατου τότι να μ απαντέχεις.

Σα κράξουνι γοι πετεινοί τσι ψάλιν γοι πάπάδις

Τότι τσι σι μανούλα μου ναχεις χαρές μιγάλες».

Ποιος είδι γυιό πας του Σταυρού τσι Μάννα στου τραπέζι;

Αντί τσι συ Αγιά Καλή στου έρμου σ του ξουκκλήσι.

Πουτές παπάς να μη βριθεί για να σι λειτουργήσει

Όποιος του λέει σώνιτι τα όποιους τ’ ακού αγιάζεο

τσ’ όποιος του καλουστουχαστεί Παράδεισου θε να βρει.

 

Το μεσημέρι και το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής οι συγγενείς των νεκρών επισκέπτονται τα νεκροταφείο και αφήνουν πάνω στους τάφους τους γλάστρες με λουλούδια και διάφορες προσφορές ή μοιράζουν στη μνήμη τους τροφές. Κι αυτό, γιατί πιστεύεται ότι τη Μεγάλη Πέμπτη ο Σωτήρας κατεβαίνει στον Άδη και οι ψυχές των νεκρών λυτρώνονται και ξανασαίνουν.

 

 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία