Αφιερώματα

27/04/2017 - 13:10

Πρωτομαγιά του ’44: το Λεσβιακό αίμα που χύθηκε στο θυσιαστήριο της λευτεριάς

yle="text-align: justify;">Στις 27 Απριλίου 1944 τμήματα του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου χτύπησαν στους Μολάους Σπάρτης γερμανική φάλαγγα με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο γερμανός στρατηγός Κρεζ και άλλοι τρεις αξιωματικοί. Σε αντίποινα ο στρατιωτικός διοικητής της νότιας Ελλάδας, γερμανός στρατηγός Σπάιντελ (που το 1962 ήταν διοικητής των χερσαίων δυνάμεων του ΝΑΤΟ!), διέταξε – μεταξύ άλλων – και την εκτέλεση 200 κομμουνιστών. Την Πρωτομαγιά του 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής (που από τότε ονομάστηκε «το θυσιαστήριο της λευτεριάς») 200 παλικάρια, ατρόμητα μπροστά στη φασιστική βαρβαρότητα, αντίκρισαν το θάνατο υμνώντας την Ελλάδα και τη λευτεριά. Οι περισσότεροι από τους 200 εκτελεσθέντες πάρθηκαν από το Χαϊδάρι και κάποιοι από τις φυλακές Χατζηκώστα. Ανάμεσα στους 200 ήταν 120 Ακροναυπλιώτες και 30 Αναφιώτες (Ακροναυπλία και Ανάφη χώροι εξορίας),  μέλη και στελέχη του ΚΚΕ που κρατούνταν στις φυλακές και τις εξορίες πριν από τον πόλεμο. Οι υπόλοιποι ήταν στελέχη της ΕΠΟΝ και αιχμάλωτοι ελασίτες.

Η Λέσβος είχε τη δική της συμμετοχή στη μεγάλη αυτή θυσία. Η σημερινή μας αναφορά αποτελεί ταπεινό μνημόσυνο στους ηρωικούς μας νεκρούς.

 

Ανουσάς Γιάννης. Γεννήθηκε στο Μανταμάδο το 1920. Φεύγει από το χωριό του και εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα. Γίνεται μέλος (και αργότερα στέλεχος) του ΚΚΕ. Συλλαμβάνεται από τη μεταξική δικτατορία και κλείνεται στην Ακροναυπλία. Την περίοδο της Κατοχής αναπτύσσει πλούσια αντιστασιακή δράση και αναδείχνεται σε στέλεχος της ΕΠΟΝ. Για το λόγο αυτό πιάνεται και εκτελείται από τους καταχτητές στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του ’44.

 

Αντωνέλης Ιγνάτης. Γεννήθηκε στο Μανταμάδο το 1903. Εργάζεται  σαν ηλεκτρολόγος στο εργοστάσιο Ραπίτη στη Μυτιλήνη. Το 1932 γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Πιάνεται το 1936 από τη μεταξική δικτατορία και εξορίζεται στην Ανάφη. Μετά την πτώση του Μουσολίνι και την ανακωχή του Μπαντόλιο (25-7-1943) οι εξόριστοι Αναφιώτες αφήνονται ελεύθεροι. Ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες φτάνει στην Τζια κι ύστερα από δυο μέρες στη Σύρο, όπου ξαναπιάνεται και κλείνεται στις φυλακές της Σύρας (Λαζαρέτα). Από εκεί οι Γερμανοί τον μεταφέρουν στις φυλακές Αβέρωφ και στη συνέχεια στο Χαϊδάρι. Την Πρωτομαγιά του ’44 εκτελείται απ’ τους Γερμανούς στην Καισαριανή.

 

Βασάλος Τηλέμαχος. Γεννήθηκε το 1915 στην Τένεδο. Ήδη από το Γυμνάσιο αναπτύσσει πολιτική δραστηριότητα. Το 1934 μπαίνει στις γραμμές της ΟΚΝΕ και αργότερα γίνεται Γραμματέας της ΟΚΝΕ Λέσβου και μέλος του ΚΚΕ. Την περίοδο της «κοσμογονίας» του Κονδύλη εξορίζεται στην Ανάφη. Στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας δουλεύει παράνομα, οπότε πιάνεται και εκτοπίζεται ξανά στην Ανάφη. Υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία και ξαναστέλνεται στο ξερονήσι. Ύστερα από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (8-9-1943) δραπετεύει, αλλά συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς στη Σύρο και κλείνεται στις φυλακές Αβέρωφ. Από κει μεταφέρεται στο Χαϊδάρι και την Πρωτομαγιά του ’44 εκτελείται στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.

 

Κακαλιός Ηλίας. Γεννήθηκε το 1913 στην Αγιάσο. Ήταν Γραμματέας της ΟΚΝΕ Αγιάσου, που εξέδιδε τότε δική της τοπική εφημερίδα.  Ράφτης στο επάγγελμα, πρωτοστατεί για τη συγκρότηση της Συνεργατικής Ραφτάδων Αγιάσου. Το 1934 γίνεται μέλος του ΚΚΕ και την επόμενη χρονιά εξορίζεται για τέσσερις μήνες στη Σίκινο. Γυρίζει και με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο δουλεύει για το Κόμμα και το Λαό, ενώ στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία. Το Δεκέμβρη του 1938, παραμονή της απόλυσής του από το Στρατό, τον συλλαμβάνουν και τον εκτοπίζουν στη Σίφνο κι από κει στην Ανάφη, για να εκτίσει παλιότερη ποινή που του είχε επιβληθεί. Μένει στην Ανάφη μέχρι το 1943 και από κει μεταφέρεται στις φυλακές Αβέρωφ και παραδίδεται από την εθνοπροδοτική κυβέρνηση της Αθήνας στις γερμανικές αρχές κατοχής. Από τις φυλακές Αβέρωφ μεταφέρεται  στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και την Πρωτομαγιά του ’44 εκτελείται στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τους Γερμανούς ναζιστές.

 

Πατέστος Αναστάσης. Γεννήθηκε το 1902 στα Μοσχονήσια και ήρθε στη Μυτιλήνη πριν τη μικρασιατική καταστροφή. Απ’ το 1919 ως το 1927 υπηρετεί στη Χωροφυλακή, από την οποία θα απολυθεί λόγω ανάμειξής του με το κομμουνιστικό κίνημα. Εντάσσεται στην Κομμουνιστική Νεολαία και παράλληλα δουλεύει σαν τυπογράφος. Μέσα από τη δράση του στο εργατικό κίνημα αναδεικνύεται σε στέλεχος του ΚΚΕ και το 1932 συλλαμβάνεται και εξορίζεται. Το 1935 δουλεύει στην Κ.Ο. Αθήνας ως οργανωτικός υπεύθυνος στην περιοχή Πατησίων. Αρχές του 1936 αναλαμβάνει Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ. Συλλαμβάνεται επί δικτατορίας Μεταξά και εξορίζεται στην Ανάφη. Από κει φυλακίζεται στην Ακροναυπλία από το 1937 ως το Γενάρη του 1943, οπότε μεταφέρεται στο στρατόπεδο της Λάρισας. Στη συνέχεια κλείνεται στις φυλακές Αβέρωφ και μετά στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Εκτελείται από τους ναζί στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944.

 

Φουντής Στέφανος. Γεννήθηκε στο Μανταμάδο το 1908. Το 1928 οργανώνεται στην ΟΚΝΕ. Το 1932 αποφοιτά με άριστα από το Λύκειο Μυτιλήνης και στέλνεται στη Γάνδη του Βελγίου για να σπουδάσει μηχανολόγος–ηλεκτρολόγος με υποτροφία του Καραντώνειου Κληροδοτήματος Μυτιλήνης. Γίνεται μέλος του ΚΚΕ και το 1935 γυρίζει στη Λέσβο και δουλεύει μέσα από την Κ.Ο. Μυτιλήνης. Διατέλεσε μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής της Κ.Ο. Μυτιλήνης. Το 1936 πιάνεται στον Ωρωπό Αττικής και εξορίζεται στην Ανάφη. Από εκεί στέλνεται διαδοχικά στην Ακροναυπλία, στις φυλακές Μυτιλήνης, στις φυλακές Σύρου (μέλος της ομάδας πολιτικών κρατουμένων Λαζαρέτας Σύρου το 1938) και πάλι στην Ακροναυπλία. Το 1943 μεταφέρεται με άλλους Ακροναυπλιώτες στις φυλακές Λάρισας και μετά στο Χαϊδάρι, απ’ όπου τον παίρνουν και τον εκτελούν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του ’44.

 

  • Τα αγωνιστικά βιογραφικά έξι συμπατριωτών μας που εκτελέστηκαν ανάμεσα στους 200 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής (τα στοιχεία προέρχονται από παλαιότερο δημοσίευμα του Π. Κουτσκουδή στο Νέο Εμπρός και από τα αρχεία του Γιώργου Γαλέτσα).

ΦΙΛΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

 

ΑΘΑΝΑΤΟΙ !!!

 

Στην κορυφή της αρετής φτασμένοι

το θάνατο νικήσανε. Και τώρα

με λουλούδια του Μάη στεφανωμένοι

πάνω από χρόνο και φυλή και Χώρα

με την Ελλάδα μας μέσα τους ακέρια

χορό Ζαλόγγου σέρνουνε στην πλάση

κι απλώνουνε στον άνθρωπο τα χέρια

στην κορυφή της αρετής να φτάσει.

(της Σοφίας Μαυροειδή–Παπαδάκη)

 


Απόσπασμα από τη μαρτυρία του Παναγιώτη Σαμάρα

Από το έργο "Το Μπλοκ 15 - Χρονικόν Κατοχής”       (Μυτιλήνη 1950)

ΧΑΙΔΑΡΙ ΜΠΛΟΚ 15

Κ' οι μέρες κυλούσαν αργά κ' οί ώρες μας φαίνονταν χρόνια. Πόσο αργεί, αλήθεια, η ώρα στη φυλακή! Μια μέρα στη φυλακή ήταν για μας ένας αιώνας, μια ζωή. Κάθε πρωί γενιούμασταν, κάθε βράδι πεθαίναμε. Το πρωί το κορμί ξυπνούσε φρέσκο και λαφρύ. Θαρρείς πώς ξανάνιωνε. Το βράδι γίνονταν πτώμα.

Αλήθεια γιατί στη φυλακή, το βράδι σκεβρώνει και βαραίνει τόσο το κορμί; Η ψυ­χή λεύτερη και δυνατή αντέχει πιότερο, αντιδρά και του δίνει κουράγιο μ' αυτό τίπο­τα, ούτε θέλει ούτε μπορεί ν' ακούσει. Βαριέται και να κινηθή. Σαν γερασμένο ψωριάρικο και πληγιασμένο άλογο περιμένει μοιρολατρικά το θάνατο σαν λυτρωτή.

Έξω ο κόσμος μια φορά ζει και μια φορά πεθαίνει στη ζωή του. Εκεί μέσα τα πιο πολλά μερόνυχτα οι μελλοθάνατοι χίλιες φορές ζούσαν και χίλιες φορές πέθαιναν. Τό­σο πολλές ήταν οι διαδοχικές μεταπτώσεις τους, απ' τη χαρά στη λύπη, απ' την ελπίδα στην απογοήτευση. Εκεί μέσα ένιωθε καθένας κάθε ώρα, κάθε στιγμή τα βάσανα της μαύρης, της πικρής σκλαβιάς και την αξία και τη γλύκα της έξω της ελεύθερης ζωής. Και το μαρτύριο συνεχιζόταν ως πού κάποιο βράδι έσβηναν όλα για πάντα.

Πόσο αλήθεια μικρό πράγμα είνε η ζωή και πόσο ασήμαντος ο θάνατος...Και πόσο εύκολα εξοικειώνεται κανένας και με τα δυο...

Τα βράδια μας ήταν πάντα βαρειά, σιωπηλά και θλιμμένα. Μόλις έπεφτε ο ήλιος ένας αέρας ανήσυχος και βαρύς, σκορπίζονταν στη μουχλιασμένη μας ατμόσφαιρα, και μια βαθειά σιωπή βασίλευε μέσα στο κελί. Όλοι σωπαίνανε. Μήτε αναπνοή δεν ακουγόταν. Ένα αλλόκοτο βάρος, μια βαρειά πλάκα αγωνίας πλάκωνε τα στήθια μας.

Σκοτείνιαζε, κ' η ώρα της κλούβας πλησίαζε. Τέτια ώρα συνήθιζαν τις τελευταίες μέρες να παίρνουν τους κατάδικους για την εκτέλεση. Το τι αισθανόμαστε αυτές τις ώρες είνε αδύνατο να περιγράφει. Νιώθαμε τέτια ώρα κάθε βράδι, το φόβο του θανά­του, πού φτερούγιζε άγριος κι απειλητικός πάνω απ' τα κεφάλια μας, ανάκατο μένα ακαθόριστο ηδονικό μούδιασμα του κορμιού κι αισθανόμαστε ένα άγνωστο ως τώρα και παράξενο ηδονισμό να πλημμυρά το πονεμένο είναι μας. Και μια απαίσια σκέψη, ένα εφιαλτικό ρώτημα, στριφογύριζε διαρκώς στο μυαλό μας. Άρα γε θα πάρουν από­ψε; Θεέ μου, βάλε το χέρι σου, να μην έλθουν. Και το χτυποκάρδι μεγάλωνε. Ως πού κάποια στιγμή ακούγονταν απ' το σιδερόφραχτο ψηλό παράθυρο η φωνή του κράχτη "έρχεται" !

Ήταν η κλούβα πού θάπαιρνε τους μελλοθάνατους. Ακουγόταν τώρα και το απαί­σιο μούγκρισμα της μηχανής της. Σε λίγο σταματούσε στη πόρτα του Μπλοκ μας. Κα­νείς δε μιλούσε. Μόνο πού τα χτυποκάρδια ήταν πιο έντονα. Τις πιότερες φορές η κλούβα μας εύρισκε πλαγιασμένους. Με το "έρχεται" του κράχτη οι πλαγιασμένοι κατάδικοι σαν από σύνθημα βρισκόταν στο πόδι κι άρχιζαν να ετοιμάζονται. Δεν ήξεραν που θάπεφτε ο κλήρος απόψε κι ετοιμάζονταν όλοι. Στο διάδρομο ακουγόταν οι μπό­τες των Γερμανών πού πλησίαζαν. Θόρυβος στα σίδερα κι ή πόρτα άνοιγε με πάταγο.

Ήταν οι φρουροί με τ' αυτόματα κι ο διοικητής με το μαυροπίνακα της βραδιάς στο χέρι. Στεκόταν στη πόρτα του κελλιού μας και φώναζε τα ονόματα των τυχερών της βραδιάς. Αυτών πού δε θα ζούσαν πια αύριο. Πού δε θα ξανάβλεπαν το φως της μέρας. Πού έφευγαν χωρίς ν' αποχαιρετήσουν τους δικούς τους. Ο καθένας πού άκουγε το όνομά του έπρεπε, φωνάζοντας παρών, να προφθάσει να βγει έξω, προτού ο διοικητής φωνάξει άλλο όνομα. Αν αργούσε πήγαινε στον άλλον κόσμο δαρμένος και σακατεμέ­νος.

Απ' τους μελλοθάνατους άλλοι, οι πιότεροι, έφευγαν ψύχραιμοι και θαρρετοί απο­χαιρετώντας μας μένα ολόψυχο και φωναχτό γειά σας παιδιά, κι άλλοι βουβοί και θλιμ­μένοι. Μα όλοι χωρίς παράπονο, χωρίς δάκρυ. Άλλως τε ο θάνατος δεν μας εύρισκε ολότελα ανέτοιμους. Χωρίς αμφιβολία ήταν φοβερός κι ανεπιθύμητος. Το λέγαμε κά­θε μέρα. Και με τα τόσα βάσανα πάλι η ζωή γλυκεία ναι. Μα όχι και ξαφνικός. Αφού μας θυμόταν τόσα συχνά. Κι αφού πεθαίναμε σχεδόν κάθε βράδι. Ο κατάλογος των θυ­μάτων τέλειωνε γι' απόψε κι η πόρτα έκλεινε πίσω τους βαρειά.

Και μεις μέναμε ακόμα κατάπληκτοι, άφωνοι και πιότερο θλιμμένοι για τους άδικα χαμένους συντρόφους μας. Ήταν στιγμές πού το τρομαγμένο μυαλό σταματούσε. Δεν έκανε καμμιά σκέψη. Δεν είχε καμμιά επιθυμία ούτε κι' άρνηση. Μα ήταν στιγμές. Μόνον στιγμές. Κι όταν οι μελλοθάνατοι σύντροφοι μας, ταυτόχρονα με το ξεκίνημα της κλούβας άρχιζαν να τραγουδούν το Σουλιώτικο "Έχε γειά καϋμένε κόσμε...". Τότε πια έπεφτε από πάνω μας ο βραχνάς πού μας πλάκωνε. Και συνερχόμαστε. Κι ανασαίναμε.

Και νιώθαμε μια κρυφή ζήλεια και περηφάνεια και καμαρώναμε σαν Έλληνες τους Έλληνες ήρωες, πού περιφρονούσαν το θάνατο, κ' η πίστη μας στο υπεράνθρωπο με­γαλείο της μικρής αυτής χώρας, στο θαύμα αυτό πού λέγεται Ελλάδα, χαλυβδωνόταν. Κ' η θυσία μας έπαιρνε νόημα.

Και το περήφανο εθνικό αίσθημα θέριευε μέσα μας κι έπνιγε το προηγούμενο και ταπεινό του φιλοτομαρισμού και της αλόγιστης φιλαυτίας, πού για μια στιγμή ανθρώ­πινης αδυναμίας μας είχε άθελα κυριέψει και μας είχε θολώσει το νου.

Κι έτσι σε λίγες στιγμές το μικρό ατομικό εγώ έσβυνε και χανόταν στο κοινό με­γάλο εγώ του Έλληνα αγωνιστή, πού θυσιάζεται για τη λευτεριά και την τιμή της πα­τρίδας του.

Κι ώρες-ώρες πια τα καρδιοχτύπια μας άλλαζαν ρυθμό. Άλλαζαν περιεχόμενο. Κι ενώ πρώτα καρδιοχτυπούσαμε τις τραγικές αυτές στιγμές, από μια έντονη λαχτάρα κι' αγάπη προς τη ζωή, τώρα πια, ύστερα από μερικές εκτελέσεις, συνηθίζαμε και δίνο­ντας νόημα στη θυσία μας το παίρναμε απόφαση. Κι έρχονταν μια μέρα, κι έφθανε ένα βράδι, που εμείς οι ίδιοι, ακούγοντας τη μοιραία, την τραγική στιγμή, απ' το φαρμα­κερό στόμα του Γερμανού διοικητή, τα ονόματα των μελλοθανάτων συντρόφων μας, δεν τρομάζαμε πια, μα ζηλεύαμε και παραπονιόμαστε γιατί ο θάνατος δεν έκρινε κι εμάς άξιους για τη μεγάλη αυτή θυσία.

Πήραν κι απόψε. Ως αύριο βράδι ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει. Κάθε πρωί ελπίζα­με. Και κάθε βράδι, πέφταμε σε μια λιγόστιγμη απαισιοδοξία. Όλη τη μέρα ως πού βράδιαζε η ελπίδα μας δυνάμωνε και μας κρατούσε. Και τι ελπίζαμε; Τι περιμέναμε; Το θαύμα. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να μας γλυτώσει απ' τον καθημερινό θάνατο. Κι ελπίζαμε στο θαύμα.

Τελευταία μάλιστα κάτι ευχάριστα ψιθυριζόταν από στόμα σε στόμα. Η γοργόφτερη φήμη πού πέταξε χαρούμενη σε όλα τα κελιά του Χαϊδαρίου τέτια λόγια σκορπού­σε. Έλληνες πατριώτες πού σαπίζετε στις σκοτεινές φυλακές των Ούννων. Κάντε κου­ράγιο. Ο τρικέφαλος φασισμός ξεψυχά. Οι ελευθερωτές πλησιάζουν. Οι Γερμανοί ετοιμάζονται. Φεύγουν...

Μοιράσου το άρθρο!