Skip to main content
|

Το τελευταίο γράμμα του Κώστα Πλωμαρίτη... λίγο πριν από την εκτέλεση

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
7'

 

Ποιός ήταν ο Κ. Πλωμαρίτης

Ο Κώστας Πλωμαρίτης είχε καταγωγή από το Πλωμάρι της Μυτιλήνης και την Πέργαμο της Μ.Ασίας.Οι γονείς του ήταν ο Διαμαντής και η Όλγα Πλωμαρίτη. Είχε ακόμη τέσσερα αδέρφια, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Τα δύο αγόρια, σκοτώθηκαν το 1921 σε μάχη με τους Τούρκους. Γενικά, οι Πλωμαρίτηδες ήταν μία πλούσια οικογένεια που καλλιεργούσε 10.000 στρέμματα αμπελώνες, είχε δικό της οινοποιείο και κυλινδρόμυλο, κάνοντας ταυτόχρονα και εξαγωγές στην Ευρώπη.

Όταν στην εκστρατεία του ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση της Ηπείρου, κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απηύθυνε κάλεσμα στους απανταχού Έλληνες να ενισχύσουν τον αγώνα των ενόπλων μας δυνάμεων, ο 22χρονος τότε Κώστας Πλωμαρίτης, που ήταν φοιτητής της ιατρικής, ήρθε αμέσως στην Ελλάδα, κατατάχθηκε εθελοντής και πολέμησε στην ιστορική μάχη του Μπιζανίου, μετά τη νικηφόρα έκβαση της οποίας ελευθερώθηκαν τα Γιάννινα. Μετά δε το τέλος εκείνης της εκστρατείας, επέστρεψε στην Πέργαμο.

 

Το 1922 ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή και τον διωγμό των Ελλήνων από τους Τούρκους που επακολούθησε, η οικογένεια Πλωμαρίτη πήγε πρώτα στην Μυτιλήνη και μετά στην Πτολεμαίδα, όπου άνοιξε παντοπωλείο. Ο πατέρας του Κώστα, Διαμαντής, αν και λόγω του διωγμού έχασε όλα του τα υπάρχοντα στην Πέργαμο, ήταν αισιόδοξος ότι με τα χρόνια, η οικογένεια θα γνώριζε πάλι στιγμές ανάκαμψης, όπως και έγινε.

Έως το 1932, ο Κώστας στην Πτολεμαίδα ήταν υπάλληλος της καπνεμπορικής εταιρίας "Αμέρικαν Ταμπάκ". Είχε παντρευτεί τη Δόμνα Χαλκιά, κόρη εμπόρων από την Κοζάνη. Το 1929 είχαν κάνει τον πρώτο τους γιό Γιάννη. Το 1933, η οικογένεια του Κώστα Πλωμαρίτη πηγαίνει στο Εργοχώρι Ημαθίας, για να αναλάβει το εστιατόριο που γευμάτιζαν 100 Άγγλοι μηχανικοί, οι οποίοι δούλευαν στα έργα της αποξήρανσης της λίμνης των Γιαννιτσών. Στο Εργοχώρι, γεννιέται το 2ο αγόρι της οικογένειας, ο Διαμαντής.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1937, μετακόμισε στο Μακροχώρι για να καλλιεργήσει 30 στρέμματα χωράφια στο Βάλτο. Στην αρχή μένει σε διάφορα σπίτια, γεννιέται και το τρίτο αγόρι της οικογένειας, το 1939, ο Γιώργος. Ο Κώστας ασχολείται παράλληλα και με το εμπόριο δημητριακών. Εκεί το 1940 η οικογένεια κτίζει σε δικό της οικόπεδο με πλίνθους που έφτιαξαν μόνοι τους, με χώμα και χόρτα, δύο δωμάτια 6Χ10 για να στεγαστούν.

23

 

Η ένταξη στην Εθνική Αντίσταση

Λίγο καιρό μετά την είσοδο των χιτλερικών στη χώρα και την έναρξη της σκληρής κατοχής, ο Κώστας Πλωμαρίτης οργανώνεται στο ΕΑΜ, υπηρετώντας “ψυχή τε και σώματι” την Εθνική Αντίσταση.

Ο Δημήτρης Κλήμης, που μικρό παιδί είχε γνωρίσει τον εκτελεσμένο από τους χιτλερικούς πατριώτη, έγραψε για την αντιστασιακή δραστηριότητα του Κ. Πλωμαρίτη σε ένα εμπνευσμένο άρθρο του στην τοπική εφημερίδα Βέροια:

“Έτρεχε, στύλωνε τον κόσμο, τους χωρικούς του κάμπου με λόγια γεμάτα ανθρώπινο ενδιαφέρον, με πίστη για το μέλλον, για τον άνθρωπο. Καμπάνιζε ότι η αληθινή λευτεριά είναι κοντά. Ο σκοπός μας, η ουσία του αγώνα μας δεν έχει όρια τέλους. Πίστευε ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο Πατρίδα-Ιδέα. Είναι σκέψη, ελπίδα και τιμή μαζί, μια φλόγα. Είναι κογχύλια στην άμμο και λιθοβράχια στα χώματα”.

Το 1943, με τη συνεργασία ενός γείτονα του, που είχε επιστρέψει από την Αμερική μετά από 10 χρόνια, βοήθησαν δύο Άγγλους αξιωματικούς που κρύβονταν στην περιοχή, να φύγουν για την Αίγυπτο. Τον γείτονα αυτόν, από τη Νικομήδεια Ημαθίας, ταγματασφαλίτες τον σκότωσαν λίγο αργότερα και μαζί και την οικογένεια του, τη γυναίκα του και δύο παιδιά του που ήταν φοιτητές, ενώ σώθηκε μόνο ο ένας του γιός.

Όταν οι Γερμανοί και οι δωσίλογοι συνεργάτες τους της ΠΑΟ, άρχισαν τις εκτελέσεις όσων έκαναν αντίσταση στους κατακτητές, ο Κώστας που πληροφορήθηκε ότι καταζητείται, κρύφτηκε προσωρινά σε ένα σπίτι, στη Βέροια και στη συνέχεια έφυγε για λίγο στα Πιέρια, στο Μετόχι και από εκεί στη ελεύθερη Ελλάδα. Στο διάστημα αυτό η οικογένειά του, έστελνε τρόφιμα επάνω σε ένα γαϊδουράκι, κυρίως τραχανά, χυλοπίτες, κους-κους κ.α., τα οποία κατέληγαν στους αντάρτες του ΕΛΑΣ.

Σύμφωνα με την εκδοχή της οικογένειάς του για το πως συνελήφθη από τους κατακτητές, μια ημέρα, στην περιοχή του Βάλτου, όταν ορισμένοι Γερμανοί κυνηγούσαν πουλιά, μιά ομάδα ανταρτών που έπεσε τυχαία επάνω τους, τους αφόπλισε, τους άφησε όμως να φύγουν επειδή θα τέλειωνε ο πόλεμος γρήγορα, ώστε να γυρίσουν και αυτοί στις οικογένειες τους. Όμως όταν λίγες ημέρες αργότερα, ο Γερμανός που ήταν επικεφαλής του τμήματος που είχαν αφοπλίσει οι αντάρτες, περνώντας τυχαία με το αυτοκίνητό του από την Αλέξάνδρεια, είδε τον υπεύθυνο της οργάνωσης που έλεγχε την περιοχή του Ρουμλουκιού και τον αναγνώρισε, διέταξε και τον συνέλαβαν. Μετά δε και από τα φριχτά και μεσαιωνικά βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλαν, αυτός μαρτύρησε ονόματα μελών της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και του Κ. Πλωμαρίτη.

Όταν συνέλαβαν οι Γερμανοί τον Κώστα, στην αρχή τον έκλεισαν στις προσωρινές φυλακές πίσω από τα δικαστήρια της Βέροιας, και μετά τον οδήγησαν στη Θεσσαλονίκη, στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς”. Κάθε Σάββατο ο μεγάλος του γιος, ο Γιάννης, του πήγαινε καθαρά ρούχα και φαγώσιμα. Τα άφηνε στους φρουρούς και χαιρετούσε από μακριά τον πατέρα του. Την τελευταία φορά που πήγε, του έδωσαν τα πράγματα του. Τους είχαν εκτελέσει στις 6-6-1944. Μέσα σε μια τσέπη είχε αφήσει ένα τελευταίο γράμμα προς την οικογένειά του.

 

Ο “μποχτσάς” από στρατσόχαρτο

Ο Βεροιώτης Δημήτρης Κλήμης, στο σπίτι του οποίου κρύβονταν, στο ειδικά διαμορφωμένο σε κρυψώνα πατάρι, για αρκετό διάστημα ο Κώστας Πλωμαρίτης από τον πατέρα του, έφεδρο αξιωματικό του στρατού, οργανωμένο κι αυτόν στο ΕΑΜ, περιέγραφε στο κείμενο που προαναφέραμε το πως έφτασε το τελευταίο πριν την εκτέλεση γράμμα στους συγγενείς του:

“Πακέτο περιποιημένο, φροντισμένο, τυλιγμένο σ' ένα μεγάλο κομμάτι στρατσόχαρτο, δεμένο με νήμα σπάγκου, ανθεκτικό χαρτί της εποχής εκείνης, έφθασε ο "μποχτσάς", δέμα ρούχων, στο σπίτι του εκτελεσθέντος από τα στρατεύματα Κατοχής των Γερμανών.

Μερικά εσώρουχα, δύο πουκάμισα πολυφορεμένα, τριμμένα, ένα επιπλέον σακάκι, διπλωμένο προσεκτικά και δύο παντελόνια με χοντρή τσάκιση. Ακόμη, τρία μαντήλια και δύο προσόψια, κι ένα ζευγάρι ξεπατωμένες αρβύλες. Ότι χρειώδη για μία προσωρινή, όπως του είπαν, όταν τον συνέλαβαν, κράτηση στο στρατόπεδο "Παύλος Μελάς στη Θεσσαλονίκη, την άνοιξη του 1944.

Στην εσωτερική τσέπη του σακακιού, μια παραμάνα ασφάλιζε επιπλέον το κούμπωμά της κι ένα γράμμα δισέλιδο σε φύλλο καρτ-ριγέ γραμμένο με μελάνης ξυλομόλυβο, απευθυνότανε στον μεγάλο του γιό Γιάννη”.

 

φρανα

 

Το τελευταίο γράμμα

 

Έγραφε στην επιστολή εκείνη ο μελλοθάνατος:

Εν στρατοπέδω Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης

Δευτέρα 5-6-1944

Αγαπημένο μου παιδί Γιάννη,

Τώρα που παύω να σε κηδεμονεύω, σαν φυσικός πατέρας, και του λοιπού θα σε κηδεμονεύει η καλή σου μαμά, έχω να σου προτείνω τα κάτωθι, που θα είναι τρόπον τινά και η διαθήκη μου.

Το αύριο θα είναι αξημέρωτο για μένα.

Ότι βλέπεις από μακριά να λάμπει σαν χρυσός, πλησίασέ το, ψηλάφισέ το, μήπως είναι στιλβωμένος μπρούτζος ή χαλκός.

Ελπίζω στην αιώνια νύχτα μου, οι μορφές σας να φωσφορίζουν στα μάτια της ψυχής μου...

Γιάννη, έχω εμπιστοσύνη σε σένα. Θα τα πας πολύ καλά. Θέλω όμως αυτά που θα δημιουργείς να τα μοιράζεσαι με τα αδέλφια σου. Θέλω να αγαπάς πραγματικά σαν πατέρας και αδελφός τα αδέλφια σου Διαμαντή και Γιώργο και να φροντίζεις να μην τα πειράζει κανείς, να μην τα κάνει κανείς να κλαίνε και να μην φεύγεις ποτέ από κοντά τους.

Κάθε ημέρα να μελετάς και να γράφεις ένα οιονδήποτε κείμενο. Και όπως δεν είναι δυνατόν να ζήσεις δίχως τροφή, έτσι να φροντίζεις καθημερινώς να μελετάς και να γράφεις ανελλιπώς και αν ακόμη έχεις πολύ δουλειά την ώρα της αναπαύσεώς σου, κάτι να έχεις προς μελέτη, είτε βιβλίο, είτε εφημερίδα.

Θέλω να διατηρήσεις τη διακεκριμένη θέση και εκτίμηση την οποία δημιούργησα στη μικρή κοινωνία του χωριού και με τους τρόπους σου, τη συμπεριφορά σου, να εξαναγκάζεις τον καθένα να σε εκτιμά και να λέει ότι είσαι παιδί του Κώστα Πλωμαρίτη.

Να είσαι τολμηρός μεν αλλά να μην ενθουσιάζεσαι γρήγορα, να σε διακρίνει ψυχραιμία σε κάθε περίπτωση χωρίς να απογοητεύεσαι αμέσως.

Όλα τα ανωτέρω έχω την πεποίθηση ότι θα τα φυλάξεις βαθιά χαραγμένα στην ψυχή σου.

Σας φιλώ

ο πατέρας σας

Κώστας Πλωμαρίτης

 

 

Η εκτέλεση

Επιστρέφουμε και πάλι στην εξιστόρηση του Δημήτρη Κλήμη:

“Όταν τελείωσε την επιστολή του, ήταν απόγευμα Δευτέρας 5 Ιουνίου 1944. Είχε μια δωδεκάδα ώρες στη διάθεσή του για να προλάβει να σκεφθεί τα όσα ήθελε να αναπολήσει. Η αυγή της 6-6-1944 θα τον εύρισκε τουφεκισμένο, νεκρό, ένα παραμορφωμένο ακόμη πτώμα δίπλα στους άλλους εκατό. Μαζί του θα γράφανε τον αριθμό εκατόν ένα. Εύκολος αριθμός, σχηματίζεται και μένει ακόπιαστα στο νου [...]

Ήταν ακίνητος σε βασιλεμένα μάτια, όταν ο ήλιος πρόβαλε κατακόκκινος, αρχίζοντας τον καθημερινό του δρόμο. Γι΄ αυτό τον νεκρό είχαν σηκώσει άλλοι το μάνταλο της ζωής για να φύγει. Το αίμα του άδειασε μέχρι στάλα, όπως και των άλλων εκατό μαζί του. Πότισε χορταστικά τη γη, πότισε την Ελλάδα. Και οι ψυχές τους, σύννεφο βαρύ, σκέτο αστροπελέκι, με καυτούς ανέμους, σέρνουν αρσενικό λόγο από τότε, περήφανοι και απροσκήνυτοι μέχρι σήμερα”.

 

 

“Εκδικηθείτε μας, κάτω οι φασίστες

Συγκλονίζει ακόμη και σήμερα, εβδομήντα πέντε χρόνια από τότε, η υπέροχη πατριωτική στάση των 101 μελλοθάνατων, λίγο πριν οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπως την κατέγραψε στο προσωπικό ημερολόγιο που κρατούσε κρυφά στου “Παύλου Μελά” ο συγκρατούμενός τους Λεωνίδας Γιασημακόπουλος:

“Στους συγκεντρωμένους περνούν ανά δύο τας χειροπέδας. Εν τω μεταξύ οι λοιποί, όσον βλέπουν την τόσον προφυλακτικήν μεταφοράν των, ενόησαν πλέον τι τους περιμένει και γιαυτό ξέσπασαν. Παραδίδουν τα πράγματά των σε γνωστούς. Αφήνουν σημειώματα και παραγγελίες δια τους δικούς των. Και μέσα στην μικρή αυλή το στρώνουν στο χορό τραγουδώντας: «Έχε γεια καϋμένε κόσμε… και οι Έλληνες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά». Όλοι νέοι, λεβεντόκορμοι, παλληκάρια με τα όλα των. Ο μικρότερος όλων, Αλέξανδρος Αθ. Βαλαβάνης, ετών 17, φωνάζει στους απομένοντες: «Έχετε θάρρος! Εκδικηθείτε μας! Κάτω οι φασίστες». Ο φοιτητής της δασολογίας Δημήτριος Μάργαρης εις τον προτείνοντα το πιστόλι του Γερμανόν δια να παύση το τραγούδι του, με περιφρόνηση του είπε: «Τι περιμένεις, τράβα. Τι σημαίνει μισή ώρα μπροστά ή πίσω. Άνανδροι, ψεύτες, δολοφόνοι. Νάστε βέβαιοι πως και η σειρά σας θα έλθη. Η Ελλάς είναι Λερναία Ύδρα και θα σας φάγη. Εμείς είμαστε 101, αλλά πίσω μας αφήνουμε εκατομμύρια και όλοι τους είναι Έλληνες εκδικητές”.

Έτσι με θάρρος και αξιοπρέπεια, με ψηλά το κεφάλι, βάδισαν προς τον τόπο μαρτυρίου οι 101 κρατούμενοι κομμουνιστές και αριστεροί πατριώτες. Με συναίσθηση ότι η θυσία τους γίνεται για την Ελευθερία και την τιμή της χώρας, για την τιμή της Ελλάδας, κάνοντας τους συγγενείς τους να μιλούν ακόμη και σήμερα για την ανδριοσύνη που έδειξαν. Και όπως λέει η εγγονή του Κώστα Πλωμαρίτη, η Καίτη Πλωμαρίτου-Αραμπατζή:

“Είμαστε περήφανοι για τον παππού μας! Ήταν ένας ευγενικός, καλλιεργημένος, δοτικός, μεγαλόψυχος άνθρωπος που αγωνίστηκε ενάντια στους κατακτητές και το πλήρωσε με την ζωή του. Θα τον θυμόμαστε με αγάπη και σεβασμό”!

 

Πηγη 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία