Αγροτικά - Αλιεία

27/02/2024 - 08:18

Δέκα χρόνια χωρίς XYLELLA - Η περίπτωση του έργου XyLeVA στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου

Γράφουν οι: Δ.ΓΚΟΥΜΑΣ Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας-Βακτηριολογίας Γ. ΛΑΓΟΥΤΑΡΗΣ Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, ΔΑΟΚ Λέσβου Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ , ΕΜ. ΜΑΡΚΑΚΗΣ , Ι.ΚΟΥΦΑΚΗΣ , Α. ΚΑΛΑΪΤΖΑΚΗ , Ν. ΚΑΒΡΟΥΛΑΚΗΣ ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ, Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου

Συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την πρώτη αναφορά παρουσίας του φυτοπαθογόνου βακτηρίου Xylella fastidiosa στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Το βακτήριο αυτό από το έτος 1981 θεωρείται οργανισμός καραντίνας, στον κατάλογο A του EPPO, επειδή επηρεάζει οικονομικά σημαντικές γεωργικές καλλιέργειες καθώς και καλλωπιστικά φυτά. Ο στόχος αυτής της κατηγοριοποίησής του από τον EPPO είναι να αποτρέψει την εισαγωγή του σε χώρες όπου ακόμα δεν έχει εμφανιστεί αλλά και την περαιτέρω εξάπλωση και διασπορά νέων υποειδών σε χώρες όπου έχει ήδη διαπιστωθεί.

 

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ XYLELLA,  Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ  ΧΩΡΙΣ ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΟ   
Η περίπτωση του έργου XyLeVA στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου   

 

Το X. fastidiosa είναι ένα παθογόνο που μολύνει αποκλειστικά φυτικά είδη

Πρόκειται για ένα κατά Gram-αρνητικό βακτήριο που έχει την ικανότητα να αποικίζει δύο διαφορετικά ενδιαιτήματα, τα αγγεία του ξύλου των φυτών και τον εντερικό σωλήνα των εντόμων φορέων του. Οι ασθένειες που προκαλούνται στα φυτά από το X. fastidiosa ήταν ήδη γνωστές στην αμερικανική ήπειρο από το έτος 1888, και ιδιαίτερα εκείνη που προκαλείται στο αμπέλι (ασθένεια του Pierce). Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, για περισσότερα από 120 έτη το βακτήριο αδυνατούσε να εγκατασταθεί αν και κατά περιόδους εντοπίζονταν σε διάφορες χώρες της, σε φυτά που δεσμεύτηκαν και καταστράφηκαν κατά την διάρκεια ελέγχων που διενεργούνται κατά την εισαγωγή τους. Δυστυχώς όμως από το έτος 2013, όταν πρωτοανιχνεύτηκε σε ελαιώνες της Ιταλίας, αποτελεί μια σημαντική διασυνοριακή απειλή της φυτοϋγείας για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες έχοντας επιφέρει ή απειλώντας μελλοντικά να επιφέρει ση- μαντικές οικονομικές απώλειες στη γεωργία, τη δασοπονία, το αστικό πράσινο και την πολιτιστική κληρονομιά των παραμεσόγειων χωρών. Μελέτη από το 2019 θεωρεί το X. fastidiosa ως το παθογόνο καραντίνας με τις μεγαλύτερες πιθανές επι- πτώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), σε όλους τους οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλο- ντικούς τομείς. Υπολογίζεται ότι το X. fastidiosa θα μπορούσε τελικά να κοστίζει στην ΕΕ πάνω από 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, λόγω απωλειών παραγωγής, καθώς το βακτήριο θα μπορούσε να επηρεάσει, σε περίπτωση πλήρους εξάπλωσής του σε ολόκληρη την ΕΕ, το 70% της συνολικής αξίας παραγωγής των παραγωγικών ελαιόδεντρων (>30 ετών), το 13% των αμυγδαλιών, το 11% των εσπεριδοειδών και κατά 1-2% 

 

Η εξάπλωση της ασθένειας στην Ευρώπη και στη μεσογειακή λεκάνη

Οι ευρωπαϊκές περιοχές που απειλούνται περισσότερο από το X. fastidiosa είναι οι μεσογειακές παράκτιες περιοχές σε Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία και Γαλλία, οι παράκτιες στον Ατλαντικό ωκεανό περιοχές Γαλλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας, καθώς και οι ηπειρωτικές περιοχές της νοτιοδυτικής Ισπανίας και της νότιας Ιταλίας. Οι κλιματικές συνθήκες που συνήθως επικρατούν σε όλες τις παράκτιες περιοχές των παραμεσόγειων χωρών τις καθιστούν θέσεις δυνητικής εγκατάστασης του βακτηρίου. Η κατανομή των διαφόρων υποειδών / στελεχών του βακτηρίου στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές παρουσιάζει εν- διαφέρον, αλλά έτσι και αλλιώς προβλέπεται η σημαντική εξάπλωσή τους μέχρι το 2050, γεγονός που θα μπορούσε να απειλήσει πολλές από τις πλέον οικονομικά σημαντικές περιοχές παραγωγής οίνου, ελιάς και οπωρών της Ευρώπης, δικαιολογώντας την έντονη ανησυχία στις χώρες της EE, τη χρηματοδότηση της έρευνας και τον σχεδιασμό στρατηγικών ελέγχου του X. fastidiosa. Έως σήμερα (Δεκέμβριος 2023), από τις χώρες της ΕΕ, οι Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία, όπως και οι παραμεσόγειες χώρες, Ισραήλ και Λίβανος θεω- ρούνται ως μολυσμένες, με τις προσβεβλημένες εκτάσεις να έχουν αυξηθεί δραματικά. Στο μεσοδιάστημα των δέκα τελευταίων ετών το παθογόνο επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει περίπου το 40% της έκτασης των 19.541.000 στρ. της Απουλίας, μιας περιοχής με πληθυσμό μεγαλύτερο των 4 εκατ. κατοίκων, αφού οι προσβεβλημένες ή υπό περιορισμούς εκτάσεις σταδιακά αυξήθηκαν από 80.000 στρ. σε 8.000.000 στρ. Η μολυσμένη έκταση αντιστοιχεί περίπου στη συνολική έκταση της Κρή- της και σε 5, 10, 18 και 31 φορές την έκταση των νησιών του Βορείου Αιγαίου Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας αντίστοιχα. Στο αρχιπέλαγος των Βαλεαρίδων Νήσων, τον Δεκέμβριο του 2020, βρέθηκαν μολυσμένα περισσότερα από 600 ελαιόδεντρα. Ένα χρόνο μετά, το 2021, η συνολική πληγείσα έκταση είχε επεκταθεί σε 22.920 στρ, με αποτέλε- σμα την καταστροφή περισσότερων από 100.000 δένδρων αμυγδαλιάς. Το 2016, σε φυτώριο καλλωπιστικών φυτών στην Αλμερία (Ανδαλουσία) εντοπίστηκαν τρία προσβεβλημένα φυτά Polygala myrtifolia L., και για να εξαλειφθεί το βακτήριο από την περιοχή χρειάστηκε να καταστραφούν χιλιάδες φυτά. Επιπρόσθετα, η ασθένεια, εκτός από άμεσες οικονομικές απώλειες που σχετίζονται με την απώλεια της γεωργικής παραγωγής μπορεί να επιφέρει σοβαρές έμμεσες επιπτώσεις στην πολιτιστική κληρονομιά των πληγεισών περιοχών, όπως συνέβη στην περιοχή της Απουλίας με την καταστροφή υπεραιωνόβιων ελαιώνων, που εκτός των άλλων αποτελούσαν σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο και τοπόσημο της περιοχής.

 

Η ασθένεια και οι ξενιστές του παθογόνου

Στην ελιά, η ασθένεια είναι γνωστή ως «το σύνδρομο της ταχείας παρακμής των ελαιόδεντρων». Το X. fastidiosa μεταδίδεται με (α) το μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό και κυρίως από (β) μυζητικά έντομα που τρέφονται από το ξύλωμα των φυτών. Τα έντομα φορείς προσλαμβάνουν το βακτήριο όταν τρέφονται από μολυσμένα φυτά και στη συνέχεια το μεταδίδουν σε υγιή φυτά. Στην Ευρώπη, το τζιτζικάκι Philaenus spumarius είναι ο πιο αποτελεσματικός φορέας εξάπλωσης του παθογόνου. Το βακτήριο αποικίζει τα αγγεία ξυλώματος των φυτών ξενιστών, εμποδίζοντας τη μεταφορά του νερού και διαταράσσοντας τη ροή των θρεπτικών ουσιών, με αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφόρων τύπων συμπτωμάτων, όπως χλωρώσεις, μαράνσεις, περίκαυμα, «καψάλισμα», και νέκρωση φύλλων, ξήρανση κλαδίσκων και κλάδων, καχεξία με μείωση της παραγωγικότητας που τελικά οδηγούν στην κατάρρευση και τη νέκρωση – καταστροφή των μολυσμένων φυτών. Η ένταση των συμπτωμάτων και η εμφάνιση της ασθένειας με μορφή επιδημίας επηρεάζεται από τον ξενιστή, την ποικιλία, τα έντομα-φορείς, την ηλικία του δέντρου και τις συνθήκες περιβάλλοντος. Άλλοι παράγοντες όπως ή αντοχή/ ανοχή μεμονωμένων φυτών, οι συγκε-ντρώσεις βακτηρίων, ο ρυθμός διαπνοής και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ υποειδών του παθογόνου μπορεί να εμπλέκονται στην ανάπτυξη των συμπτωμάτων. Η πλήρης κατανόηση του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται αυτή η ασθένεια, ειδικά η ικανότητά της να εξαπλώνεται από την αρχική εστία και να εγκαθιστά μια δια- συστηματική προσβολή, είναι επιτακτική. Σήμερα, το παθογόνο με την παρουσία του με τα υποείδη fastidiosa, pauca και multiplex συνεχίζει να διευρύνει το εύρος των φυτών που προσβάλει (ξενιστές) και να εμφανίζεται σε νέες περιοχές ευρωπαϊκών χωρών, θέτοντας σε συναγερμό τις αρμόδιες φυτοϋγειονομικές υπηρεσίες τους για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων. Στο μεσοδιάστημα των τελευταίων πέντε ετών οι ξενιστές αυξήθηκαν από 359 φυτικά είδη που κατανέμονται σε 75 βοτανικές οικογένειες το 2018, σε 690 φυτικά είδη που ανήκουν σε 88 βοτανικές οικογένειες το 2023.

δδδ
Εικ. 2, 3, 4: Τεχνητές μολύνσεις με το βακτήριο X. fastidiosa σε δενδρύλλια το- πικών της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, ποικιλιών ελιάς Αδραμυτινή, Κολοβή και Θρουμπολιά (ή Λαδολιά ).

Νεότερα δεδομένα με την ασθένεια στην ευρωπαϊκη ήπειρο

Σήμερα οι γνώσεις για το βακτήριο και την συμπεριφορά του στο ευρωπαϊκό οικοσύστημα είναι περισσότερες και πληρέστερες και οι τρόποι αντιμετώπισης έχουν πλέον συγκεκριμενοποιηθεί. Οι νέες εστίες παρουσίας του παθογόνου, εντοπίζονται πιο έγκαιρα και έγκυρα ως απόρροια της εξέλιξης των μεθοδολογιών ανίχνευσης, ταυτοποίησης και διάκρισης των υποομάδων του βακτηρίου, αλλά και της εφαρμογής των γνώσεων και των εμπειριών που αποκτήθηκαν, για ένα ελάχιστα μελετημένο στην Ευρώπη, μέχρι την εμφάνισή του, όμως σημαντικό ήδη σε άλλες ηπείρους, παθογόνο. Παρά τη διαπιστούμενη τα τελευταία χρόνια μείωση του ρυθμού επέκτασης της ασθένειας στις ήδη προσβεβλημένες περιοχές της Ιταλίας και Ισπανίας ή και ακόμα και την εκρίζωσή του από άλλες, νέες εστίες προσβολών εντοπίζονται σε Γαλλία και Πορτογαλία με την ανησυχητική παρουσία του παθογόνου σε φυτά εξίσου σημαντικών με την ελιά καλλιεργειών όπως τα εσπεριδοειδή και το αμπέλι, αλλά και την ανίχνευσή του σε πληθώρα ενδημικών φυτών. Τα ενδημικά φυτικά είδη και τα ζιζάνια, συχνά χωρίς συμπτώματα, αποτελούν τις αποθήκες αλλά και τις πηγές - δεξαμενές άντλησης, διασποράς και μόλυνσης του παθογόνου, από τους φορείς του, στα καλλιεργούμενα φυτά. Στην Ιταλία, τα τελευταία δύο χρόνια έχει διαπιστωθεί, η επιβράδυνση της προέλασης του βακτηρίου στις βορειότερες περιοχές της επαρχίας της Απουλίας. Η επιβράδυνση πιστεύεται ότι οφείλεται στη μειωμένη ικανότητά του να εξαπλώνεται σε νέες περιοχές αλλά και στη βραδύτερη εξέλιξη της προσβολής στα ήδη μολυσμένα φυτά. Το γεγονός αυτό αποδίδεται αφενός στη μειωμένη ικανότητά του να μολύνει αλλά και στη δραστική μείωση του μολύσματος στο οικοσύστημα κυρίως λόγω της μείωσης των πληθυσμών των εντόμων φορέων του. Στη μείωση του ρυθμού εξάπλωσης φαίνεται να συνεισφέρει σημαντικά τα τελευταία χρόνια, η φύτευση και ο εμβολιασμός ανεκτικών/ανθεκτικών ποικιλιών ελιάς όπως η Leccino και η Favolosa-Fs-17. Περισσότερα από τρία εκατομμύρια ανεκτικά ελαιόδεντρα έχουν φυτευτεί στη θέση των κατεστραμμένων από την ασθένεια μειώνοντας δραστικά την παρουσία μολύσματος. Επίσης, η γενικότερη αποδοχή της ανάγκης για λήψη όλων των φυτοϋγειονομικών μέτρων, όσο επώδυνα και αν εί- ναι αυτά (πχ εκριζώσεις και καταστροφή δένδρων), συνεισφέρει σημαντικά στον περιορισμό εξάπλωσης της ασθένειας. Παραδείγματα τέτοιων μέτρων αποτελεί η εφαρμογή καλλιεργητικών πρακτικών όπως η ορθή θρέψη-λίπανση των ελαιόδεντρων και η καλλιέργεια του εδάφους για την καταστροφή των ζιζανίων ξενιστών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των πληθυσμών των εντόμων φορέων του βακτηρίου, τη μείωση δηλαδή των δυνητικών δεξαμενών δια- τήρησης και επιβίωσής του. Πράγματι, αναφέρεται ότι τα πρώτα χρόνια της επιδημίας, περίπου στο 95% των ατόμων από τα έντομα-φορείς που ελέγχθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες ήταν μολυσμένα με το ποσοστό αυτό να μειώνεται σήμερα στο 25 με 30%. Εικάζεται ότι στο παραπάνω γεγονός μπορεί να συνέβαλαν και οι φωτιές που εκδηλώθηκαν τα τελευταία χρόνια στις πληγείσες περιοχές όπου η καλλιέργεια της ελιάς έχει μειωθεί δραστικά.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Τα νέα παραμένουν καλά ως προς το ότι ευτυχώς το βακτήριο δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα. Το πλήθος των εργαστηριακών αναλύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στη χώρα μας από τα δύο επίσημα εργαστήρια αναφοράς, του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥπΑΑΤ), τα εργαστήρια Βακτηριολογίας στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο (ΜΦΙ) και στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο (ΕΛΜΕΠΑ, στο πλαίσιο των ετήσιων εθνικών επισκοπήσεων είναι πολύ μεγάλο. Το ίδιο ισχύει και για την ανίχνευση του παθογόνου από τα δυνητικά έντομα φορείς του από το επίσημο εργαστήριο αναφοράς της Εντομολογίας του ΥπΑΑΤ στο ΜΦΙ. Αξιοσημείωτη είναι η συνδρομή των συναδέλφων φυτοϋγειονομικών ελεγκτών με τις δειγματοληψίες και τη συλλογή των δειγμάτων σε όλη την επικράτεια. Η ανάπτυξη προληπτικών στρατηγικών και μεθόδων επιτήρησης και έγκαιρης ανίχνευσης, παρακολούθησης και ακριβούς διάγνωσης του X. fastidiosa και των φορέων του, αποτελούν τα κλειδιά για την πρόληψη των επιπτώσεων αυτού του φυτοπαθογόνου και βοηθούν στην έγκαιρη εκρίζωση ή βελτιστοποίηση των μέτρων περιορισμού. Αναμφίβολα, το Xylella είναι ένα αναδυόμενο παθογόνο και ένα από τα πιο επικίνδυνα παράσιτα, χωρίς διαθέσιμη θεραπεία. Η εξάλειψη της επιδημίας σε πρώιμο στάδιο μπορεί να επιτευχθεί μέσω της απομάκρυνσης των μολυσμένων φυτών, όταν ακόμη οι προσβολές είναι εντοπισμένες και σποραδικές. Επί του παρόντος, υπάρχουν αρκετές προσπάθειες για τον έλεγχο της ασθένειας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής κατασταλτικών μέτρων ελέγχου σε μολυσμένα φυτά και της χρήσης πιο εξελιγμένων μοριακών μεθόδων ανίχνευσης. Αυτές οι προσπάθειες ελέγχου μπορούν να ομαδοποιηθούν σε κατηγορίες, ανάλογα με τον στόχο όπως έλεγχος - επισκόπηση των προσβεβλημένων φυτών, φύτευση ανεκτικών ποικιλιών, χρήση προϊόντων που επηρεάζουν την ανάπτυξη βακτηρίων, καταπολέμηση των εντόμων φορέων, εφαρμογή ορθών καλλιεργητικών πρακτικών στις καλλιέργειες. Οι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι διαχείρισης του προβλήματος φαίνεται να προκύπτουν από το συνδυασμό των παραπάνω ενεργειών και προς αυτό θα πρέπει να συγκλίνει ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση του παθογόνου αν και εφόσον αυτό εισαχθεί στην Ελλάδα.

δδ

Το έργο XyLeVA στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου

Η προγραμματική σύμβαση «Ερευνητικές και ενημερωτικές δράσεις για ενίσχυση της ετοιμότητας της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου αναφορικά με την άμεση εκρίζωση του παθογόνου Xylella fastidiosa σε περίπτωση εντοπισμού του» - XyLeVA, που υπογράφηκε μεταξύ της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ (Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου) έχει ως σκοπό την αύξηση του βαθμού ετοιμότητας αυτής της νησιωτικής περιοχής της Ελλάδας έναντι του παθογόνου. Στα πλαίσια αυτά προβλέπονται δράσεις που έχουν να κάνουν με την αύξηση του αριθμού των ελεγχόμενων δειγμάτων (συμπληρωματικά αυτών των επίσημων θεσμοθετημένων ετήσιων επισκοπήσεων που διενεργούνται από το ΜΦΙ), μελέτη της σύνθεσης της δυνητικών εντόμων φορέων που υπάρχουν στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, μελέτη της συμπεριφοράς των τοπικών ποικιλιών ελιάς στο παθογόνο X. fastidiosa, καθώς και δράσεις ενημέρωσης των εμπλεκόμενων στην αλυσίδα παραγωγής του ελαιολάδου αλλά και γενικότερα των τοπικών κοινωνιών σχετικά με το παθογόνο. Παράλληλα προβλέπεται και η συνολική αποτίμηση της φυτοϋγειονομικής κατάστασης του ελαιώνα του Βορείου Αιγαίου και η ανάπτυξη εξειδικευμένων διαγνωστικών εργαλείων. Στο έργο σημαντικό ρόλο έχουν το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα το εργαστήριο Φυτοπαθολογίας – Βακτηριολογίας, το Ινστιτούτο Αειφορικής Φυτοπροστασίας του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας της Ιταλίας (IPSP-CNR) καθώς και οι Διευθύνσεις Αγροτικής Ανάπτυξης και Οικονομίας της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.

Στα πλαίσια αυτά, στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο μέχρι σήμερα έχουν αναλυθεί 145 δείγματα από ελαιώνες των νησιών του Β. Αιγαίου εκ των οποίων 90 προέρχονται από τη Λέσβο, 25 από Χίο, 20 από Σάμο, 10 από Ικαρία και 5 από καλλιέργειες μαστιχόδεντρου στη Χίο. Τα δείγματα συλλέχθηκαν από τους κατά τόπους γεωπόνους φυτοϋγειονομικούς ελεγκτές σύμφωνα με το πρωτόκολλο των εθνικών επισκοπήσε- ων. Η μεθοδολογία ανίχνευσης είναι σύμφωνη με το επικαιροποιημένο από την Ε.Ε πρωτόκολλο ανίχνευσης PM 7/24 (5) Xylella fastidiosa – 2023. Το ίδιο πρωτόκολλο ακολουθείται κατά τις ετήσιες εθνικές επισκοπήσεις στις οποίες συμμετέχει το εργαστήριο Φυτοπαθολογίας – Βακτηριολογίας του Τμήματος Γεωπονίας του ΕΛΜΕΠΑ. Τα νέα λοιπόν συνεχίζουν να είναι καλά, αφού με την ολοκλήρωση των εργαστηριακών αναλύσεων διαπιστώνεται και επιβεβαιώνεται η μέχρι σήμερα απουσία του βακτηρίου στα εξετασθέντα δείγματα και κατά προέκταση από τα νησιά του Β. Αιγαίου. Η έρευνα θα σνεχιστεί και το επόμενο έτος.

 

Επιπλέον, στα πλαίσια του έργου XyLeVA εκτός από τις δράσεις ενημέρωσης που πραγματοποιούνται (ημερίδες, εκτύπωση φυλλαδίων, ανάρτηση ενημερωτικών αφισών σε επιλεγμένα σημεία, άρθρα στο τοπικό τύπο κ.α.) είναι σε εξέλιξη μια προσπάθεια αποτύπωσης της γε- νικότερης φυτοπαθολογικής κατάστασης του ελαιώνα της περιοχής

Επιπλέον, στα πλαίσια του έργου, το Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου (ΙΕΛΥΑ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ σε συνεργασία με το Ινστιτούτο CNR IPSP στο Μπάρι της Ιταλίας υλοποιούν μελέτη αξιολόγησης της ανθεκτικότητας - ανεκτικότητας ποικιλιών ελιάς στο βακτήριο X. fastidiosa. Στα πλαίσια της δράσης αυτής μελετήθηκαν οι τρεις οικονομικά και εμπορικά σημαντικότερες τοπικές ποικιλίες της Περιφέρειας Β. Αιγαίου, η Αδραμυτινή, η Κολοβή και η Θρουμπολιά (ή Λαδολιά). Τα πειράματα μόλυνσης ελαιόδεντρων πραγματοποιήθηκαν στην Ιταλία και ξεκίνησαν το 2022 σε δύο χρονικές περιόδους. Τα έως τώρα αποτελέσματα (10 μήνες μετά τις μολύνσεις) έχουν δείξει μια εύκολη και διασυστηματική μόλυνση των δύο τοπικών ποικιλιών, ενώ στην Αδραμυτινή εμφανίζεται χαμηλός βαθμός αποικισμού των αγγείων του ξύλου από το βακτήριο. Σε καμιά ως τώρα ποικιλία δεν έχουν εκδηλωθεί συμπτώματα της ασθένειας, σε αντίθεση με τον μάρτυρα που χρησιμοποιήθηκε την ευαίσθητη ποικιλία Ogliarola. Η παρακολούθηση της εξέλιξης της προσβολής θα συνεχιστεί και το επόμενο έτος με επιπρόσθετα πειράματα επανάληψης των μολύνσεων για την ενδιαφέρουσα περίπτωση της ποικιλίας Αδραμυτινή, είτε με τεχνητό μόλυσμα βακτηρίου, είτε μέσω εντόμων - φορέων σε φυσικές συνθήκες. Η απόκτηση γνώσης σχετικά με την ευαισθησία ποικιλιών ελιάς στο βακτήριο X. fastidiosa είναι αρκετά σημαντική καθώς καθορίζει τη μελλοντική στρατηγική καλλιέργειας της ελιάς, ενώ η εμφάνιση ποικιλιών ελιάς με ανεκτικότητα - ανθεκτικότητα αποτελεί ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για την αντιμετώπιση της ασθένειας και τον περιορισμό της εξάπλωσής της.

Όσον αφορά τη μελέτη των εντόμων δυνητικών φορέων του φυτοπαθογόνου βακτηρίου X. fastidiosa στα νησιά του Β. Αιγαίου, από το 2019 γίνεται συστηματική καταγραφή των ειδών των δυνητικών φορέων του βακτηρίου και μελέτη της βιοοικολογίας τους σε επιλεγμένους ελαιώνες της Λέσβου, Σάμου, Χίου και Λήμνου σε συνεργασία με τις ΔΑΟΚ των περιοχών αυτών. Ο νησιωτικός χαρακτήρας της περιοχής του Β. Αιγαίου αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα σε περίπτωση εισαγωγής του παθογόνου καθώς η γεωγραφική απομόνωση των νησιών καθιστά ευκολότερο τον περιορισμό της εξάπλωσης της ασθένειας μέσω των εντόμων φορέων. Από τις μέχρι σήμερα δειγματοληψίες έχει συλλεχθεί ικανός αριθμός ατόμων Αυχενόρρυγχων (κοινώς τζιτζικάκια) και στις 4 περιοχές. Ωστόσο, από αυτά μόνο το 4% ανήκει στους επιβεβαιωμένους δυνητικούς φορείς του παθογόνου (είδη της οικογένειας Aphrophoridae).

 

Συγκεκριμένα έχουν βρεθεί 3 είδη, τα P.spumarius, Neophilaenus campestris και Lepironia coleoptrata, με πολυπληθέστερο το πρώτο, το οποίο και βρέθηκε σε υψηλότερους πληθυσμούς στη Σάμο σε σχέση με τις υπόλοιπες 3 περιοχές. Γενικά οι πληθυσμοί των εντόμων φορέων στις περιοχές δειγματοληψίας κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, δε διαπιστώθηκε η παρουσία του βακτηρίου στα έντομα φορείς που ελέγχθηκαν μέχρι σήμερα. Η μελέτη θα συνεχιστεί για 2 χρόνια ακόμα δεδομένου ότι η αναγνώριση και η καταγραφή της σύνθεσης των ειδών των δυνητικών φορέων του βακτηρίου που τρέφονται από το ελαιόδεντρο και τη χαμηλή βλάστηση των ελαιώνων σε περιοχές του Β. Αιγαίου είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχή εκρίζωση του παθογόνου σε περίπτωση εντοπισμού του.

 

Επιπλέον, στα πλαίσια του έργου XyLeVA εκτός από τις δράσεις ενημέρωσης που πραγματοποιούνται (ημερίδες, εκτύπωση φυλλαδίων, ανάρτηση ενημερωτικών αφισών σε επιλεγμένα σημεία, άρθρα στο τοπικό τύπο κ.α.) είναι σε εξέλιξη μια προσπάθεια αποτύπωσης της γενικότερης φυτοπαθολογικής κατάστασης του ελαιώνα της περιοχής του Βορείου Αιγαίου, δίνοντας έμφαση σε μυκητολογικά παθογόνα του ξυλώδους ιστού που προκαλούν παρόμοια συμπτώματα με εκείνα που προκαλεί το βακτήριο X. fastidiosa. Συνοπτικά, τα μέχρι τώρα αποτελέσματα έδειξαν ότι στα δύο πρώτα νησιά της Περιφέρειας Β. Αιγαίου που μελετήθηκαν (Λέσβο και Χίο), οι φυτοπαθογόνοι μύκητες που κυριαρχούν και σχετίζονται με ασθένειες του ξύλου ανήκουν κυρίως στα γένη Pseudophaeomoniella, Pleurostoma και Comoclathris. Τα δύο πρώτα έχουν προσφάτως καταγραφεί ως παθογόνα του ξύλου της ελιάς σε Ιταλία και Ελλάδα, και τα επιδημιολογικά και βιολογικά τους χαρακτηριστικά χρήζουν περαιτέ- ρω διερεύνησης, καθώς αποτελούν νέα παθογόνα για την ελιά παγκοσμίως. Το τελευταίο αποτελεί ένα γνωστό για την Περιφέρεια Β. Αιγαίου παθογόνο του ξύλου (παλαιότερη ονομασία Phoma incompta) που συμβάλλει στην γενικότερη καχεξία και παρακμή των ελαιοδένδρων της συγκεκριμένης Περιφέρειας.

Επιπροσθέτως, ασθένειες όπως η ίσκα και το κυκλοκόνιο διαπιστώθηκαν στους ελαιώνες της Περιφέρειας Β. Αιγαίου σε μεγάλη συχνότητα. Τέλος, διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλήθους άλλων μυκήτων (όπως Cladosporium sp κ.α.) οι οποίοι δεν αποτελούν πρωτογενή παθογόνα αίτια σήψεων και μεταχρωματισμών στον ξυλώδη ιστό αλλά συνδέονται κυρίως με τις προσβολές από ξυλοφάγα έντομα.

Καταλήγοντας να σημειώσουμε ότι σε πρόσφατη μελέτη προσομοίωσης, όπου λαμβάνεται υπόψη το ανάγλυφο της χώρας μας, η διασπορά της ελαιοκαλλιέργειας αλλά και η αβεβαιότητα του σημείου πιθανής εισόδου του παθογόνου, εκτιμάται ότι η εμφάνιση της ασθένειας σε Κρήτη, Αττική και Δυτική ή Κεντρική Ελλάδα θα επέφερε προσβολές μεγάλης έκτασης, ενώ σε νησιά του Βόρειου ή Νότιου Αιγαίου ή στην Κεντρική Μακεδονία οι προσβολές θα παρέμεναν απο- μονωμένες από τις κύριες περιοχές καλλιέργειας της χώρας. Όμως δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι σε περίπτωση εισαγωγής του βακτηρίου σε περιοχές γεωγραφικά απομονωμένες, όπως είναι τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, είναι πολύ πιθανός ο ολοκληρωτικός αποκλεισμός του νησιού, στο πλαίσιο των μέτρων που θα πρέπει να εφαρμοστούν με όποιες συνέπειες θα έχει αυτό στην τοπική οικονομία. Συνεπώς η προσπάθεια όλων πρέπει να συνεχιστεί χωρίς εφησυχασμό ιδιαίτερα για την απο- φυγή εισαγωγής του παθογόνου από όμορες χώρες.

Μοιράσου το άρθρο!