Χωρίς υπεραξία τα ΠΟΠ προϊόντα της Μυτιλήνης ελλείψει εθνικής πολιτικής προώθησης στις αγορές
Μύθος αποδεικνύεται τουλάχιστον στην περίπτωση της Μυτιλήνης ότι τα προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) έχουν καλύτερη τύχη στις ελληνικές και τις διεθνείς αγορές. Μπορεί τα προϊόντα αυτής της κατηγορίας να ξεχωρίζουν όντως για την ανώτερη ποιότητά τους και τα ιδιαίτερα γευστικά και θρεπτικά χαρακτηριστικά τους όμως όπως αποδεικνύεται χωρίς την απαραίτητη προβολή δεν μπορούν να απολαύσουν την υπεραξία που τους αρμόζει. Για την πορεία των προϊόντων ΠΟΠ της Μυτιλήνης ο ΑγροΤύπος επικοινώνησε με τον πρόεδρο της ΕΑΣ Λέσβου, κ. Αλέκο Γιαζιτζόγλου, ο οποίος μεταξύ άλλων μας ανέφερε ότι «αυτό που κατά τη γνώμη μου φταίει είναι ότι τα προϊόντα δεν διαφημίστηκαν στο εξωτερικό. Για παράδειγμα στο λάδι δεν υπάρχει εθνική πολιτική ενώ στην Ισπανία μπαίνει η πολιτεία μπροστά και γι’ αυτό επικρατεί στις αγορές». Υπενθυμίζουμε ότι στα ΠΟΠ προϊόντα του νησιού συμπεριλαμβάνονται το «Λαδοτύρι Μυτιλήνης», η «Φέτα Μυτιλήνης» και το «Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο Λέσβου».
«Εμείς έχουμε ΠΟΠ το λαδοτύρι Μυτιλήνης, την φέτα και το λάδι. Η όλη ιστορία είναι ότι όταν έχεις ΠΟΠ και ΠΓΕ καταφέρνεις να μπαίνεις σε κάποια προγράμματα. Ως προς την κίνηση με το λάδι μας κάτι γίνεται στο εξωτερικό αφού έχουμε καταφέρει και εξάγουμε σε 17 χώρες μεταξύ των οποίων την Κίνα και τη Νότια Αφρική. Στη Μυτιλήνη τα τελευταία χρόνια όμως έχει μειωθεί κατά πολύ η παραγωγή ελαιολάδου. Κανονικά η παραγωγή του νησιού θα έπρεπε να είναι στις 15.000 με 20.000 τόνους αλλά πλέον δεν περνάμε τις 8.000 - 10.000 τόνους. Από αυτούς στο εξωτερικό πουλάμε περίπου 400 τόνους», αναφέρει τον ΑγροΤύπο, ο κ. Αλέκος Γιαζιτζόγλου, πρόεδρος της ΕΑΣ Λέσβου.
Τιμές
Και προσθέτει: «Ωστόσο και οι τιμές που δίνουμε στο εξωτερικό είναι σχεδόν οι ίδιες με την εγχώρια αγορά αφού μας “χτυπάει” σχεδόν παντού η Ισπανία (2,10 ευρώ/κιλό). Επίσης, πλέον ακόμα και στις εξαγωγές προσέχουμε τι δίνουμε και που το δίνουμε λόγω των οικονομικών συνθηκών. Συγκεκριμένα πλέον ζητάμε μπροστά τα μισά λεφτά τουλάχιστον ώστε να αποφύγουμε όσο το δυνατόν περισσότερο το ενδεχόμενο να χάσουμε τα χρήματά μας σε περίπτωση που κάποιος έμπορος δεν μας πληρώσει».
Έλλειψη διαφήμισης
Όσον αφορά το λαδοτύρι και την φέτα τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης. «Αυτό που κατά την γνώμη μου φταίει είναι ότι τα προϊόντα δεν διαφημίστηκαν στο εξωτερικό. Για παράδειγμα στο λάδι δεν υπάρχει εθνική πολιτική ενώ στην Ισπανία μπαίνει η πολιτεία μπροστά και γι’ αυτό επικρατεί στις αγορές. Επίσης, θα πρέπει να δοθεί τιμή σε αυτά τα προϊόντα αλλιώς δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Ειδικότερα για το λαδοτύρι η κατάσταση είναι πολύ άσχημη διότι λόγω των οικονομικών συνθηκών ο κόσμος ζητάει φθηνά προϊόντα. Αυτό φαίνεται όμως και στο ελαιόλαδο που πουλάμε στην Ένωση. Παλιότερα πουλούσαμε 5λιτρες συσκευασίες ενώ τώρα μεγαλύτερη ζήτηση έχει το μπουκάλι που είναι φθηνότερο. Τα προηγούμενα χρόνια πουλούσαμε 400.000 5λιτρα και τώρα δεν ξεπερνάμε τα 100.000», καταλήγει ο κ. Γιαζιτζόγλου.
Τα ΠΟΠ της Μυτιλήνης:
Λαδοτύρι Μυτιλήνης
Παράγεται από γάλα πρόβειο, ή μίγματα του με γίδινο γάλα. Σε περίπτωση χρησιμοποίησης γίδινου γάλακτος, αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει το 30%. Είναι γνωστό και με το όνομα "κεφαλάκι".
Το βασικό χαρακτηριστικό του παραδοσιακού λαδοτυριού είναι ότι διατηρείται σε ελαιόλαδο. Για το λόγο αυτό ονομάζεται "λαδοτύρι".
Έχει δριμεία, αλμυρή γεύση και ευχάριστο άρωμα, και καταναλώνεται ως επιτραπέζιο. Παρουσιάζει μέγιστη υγρασία 38% κατά βάρος και ελάχιστη λιποπεριεκτικότητα επί ξηρού 40%. Κατατάσσεται στην κατηγορία των σκληρών τυριών με επιδερμίδα σκληρή και ξηρή. Έχει υφή σκληρή με μικρές οπές και χρώμα λευκό έως λευκοκίτρινο. Εμφανίζεται στην αγορά με κυλινδρικό σχήμα και συνήθη διάμετρο βάσης 10cm, ύψος 10cm και βάρος 1,5 kgr περίπου.
Φέτα Μυτιλήνης
Παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα ή μίγματά του με κατσικίσιο. Έχει ελαφρά αλμυρή και υπόξινη γεύση και φυσικά λευκό χρώμα. Μπορεί να χαρακτηριστεί βιολογικό προϊόν επειδή παράγεται από γάλα ζώων που διατρέφονται με ελεύθερη βόσκηση όπου δεν χρησιμοποιούνται εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα ή άλλοι ρυπαντές.
Καταναλώνεται σαν τυρί επιτραπέζιο και σαγανάκι, ενώ χρησιμοποιείται στη χωριάτικη σαλάτα και σε τυρόπιτες. Η μέση σύστασή της είναι: υγρασία 52,9%, λίπος 26,2%, πρωτεΐνες 16,7%, αλάτι 2,9% και pH 4,4.
Η Φέτα είναι το πιο γνωστό τυρί και παράγεται από την εποχή του Ομήρου. Είναι μαλακό, λευκό, τυρί που ωριμάζει και διατηρείται σε άλμη για διάστημα δύο μηνών.
Αποτελεί σημαντικό τμήμα του διαιτολογίου των Ελλήνων και σχετίζεται με την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Η μέση κατανάλωση Φέτας στην Ελλάδα είναι η υψηλότερη στον κόσμο, φτάνοντας περίπου τα 12 κιλά/άτομο.
Για την παρασκευή του τυριού αυτού, αρχικά γίνεται τυποποίηση του αιγοπρόβειου γάλακτος ως προς το λίπος και την πρωτεΐνη, έτσι ώστε η σχέση καζεΐνης προς λίπος να είναι 0,75-0,8.
Ελαιόλαδο
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελαιολάδου της Λέσβου έχουν και επίσημα αναγνωρισθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία το έχει κατοχυρώσει ως «Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης». Επίσης για τα «εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα» της Λέσβου, έχουν εγκριθεί ως ΠΟΠ «Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης» οι τοπωνυμικοί χαρακτηρισμοί Μυτιλήνη, Καλλονή Λέσβου και Πλωμάρι Λέσβου.
Έτσι, περιφρουρημένο το Λεσβιακό ελαιόλαδο από πλευράς αγνότητας και ποιότητας, προσφέρεται στην κατανάλωση με τα παρακάτω μακροσκοπικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά:
- Τη χαρακτηριστική λεπτόρευστη υφή του (χαμηλό ιξώδες - απαλή γεύση) η οποία οφείλεται στο σχετικά αυξημένο βαθμό ακορεστότητας των λιπαρών του οξέων, σε σχέση με άλλα παχύρευστα ελαιόλαδα, γεγονός που του δίνει πρόσθετη βιολογική αξία, αφού τούτο συνάδει ευθέως με τις σύγχρονες ιατρικές αντιλήψεις.
- Το ελαφρύ χρυσοκίτρινο χρώμα του, που οφείλεται στη μικρή περιεκτικότητά του σε χλωροφύλλη που ίσως είναι και η καλύτερη άμυνα στο χρόνο για το εμφιαλωμένο προϊόν.
- Το άρωμα και η γεύση του χυμού της αιγαιοπελαγίτικης ελιάς, που το καθιέρωσαν σαν το ονομαστό προϊόν της υπαίθρου της Λέσβου.
Όσον αφορά στις συγκεκριμένες ποικιλίες, η Κολοβή, γνωστή και ως Μυτιληνιά, έχει περιεκτικότητα σε λάδι εξαιρετικής ποιότητας, με έντονο άρωμα, απαλή, γλυκιά γεύση και είναι από τις καλύτερες ελαιοποιήσιμες ποικιλίες, τόσο από πλευράς ελαιοπεριεκτικότητας, όσο και από πλευράς ποιότητας, ενώ η Αδραμυτινή δίνει λάδι λεπτόρευστο, με εξαιρετικό άρωμα.
Χρήστος Διαμαντόπουλος/agrotypos.gr
--------------------------------------
κάντε like στην επίσημη σελίδας του Lesvosnews στο Facebook
--