Έφυγα όταν κατάλαβα... Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σε μικραίνει
Γράφει η Φωτεινή Τζουβελέκη
Τον Ιανουάριο αποφάσισα να βγω ένα ραντεβού με ένα άτομο από το ίντερνετ. Ηταν η χειρότερη απόφαση στη ζωή μου. Ήταν ειρωνικός, κακός και αγενής. Από την πρώτη στιγμή που κάθισε απέναντί μου, κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν χαμογέλασε καν — απλώς πέταξε ένα ξερό "επιτέλους", λες και τον είχα ήδη απογοητεύσει με την καθυστέρησή μου, που ήταν μόλις δύο λεπτά. Ψυχρός, απότομος και εξωφρενικά βαρετος. Σχολίασε το ντύσιμό μου με έναν τρόπο που υποτίθεται πως ήταν «χιουμοριστικός», αλλά περισσότερο έμοιαζε με προσβολή. Μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά, είχε ήδη μιλήσει άσχημα για την πρώην του, τον σερβιτόρο και τη μουσική του μαγαζιού. Κι εγώ απλώς καθόμουν εκεί, προσπαθώντας να καταλάβω πώς γίνεται να είναι κάποιος τόσο αρνητικός, τόσο γρήγορα.
Σε κάθε έξοδο μας επέμενε να πληρώνω εγώ. Μου φάνηκε περίεργο. Όχι γιατί έχω πρόβλημα να πληρώσω — αλλά γιατί το παρουσίαζε πάντα σαν αυτονόητο, σχεδόν απαιτούμενο. Μάλιστα, όταν μια φορά πρότεινε να κεράσει εκείνος, το έκανε με τόσο θεατρικό τρόπο, που ένιωσα άβολα, λες και του χρωστούσα χάρη. Δεν ήταν θέμα χρημάτων, ήταν η στάση του. Έβγαζε μια αλαζονεία, μια αίσθηση ότι του άξιζε η φροντίδα χωρίς να την ανταποδίδει. Κι εγώ, ανόητα, συνέχιζα να του δίνω ευκαιρίες, ελπίζοντας πως ίσως ήταν απλώς αδέξιος — μα στην πορεία κατάλαβα πως δεν ήταν αυτό. Ήταν απλώς κακομαθημένος.
Έκανε συνεχώς προσβλητικά σχόλια στο σημείο που σχεδόν σε κάθε έξοδο, γυρνούσα με κλάματα. Πότε για τα κιλά μου, πότε για το γέλιο μου, πότε για το πώς μιλούσα ή για τις επιλογές μου στη ζωή. Δεν υπήρχε φορά που να μη βρήκε κάτι να με μειώσει. Κι όμως, κάθε φορά προσπαθούσα να δικαιολογήσω τη συμπεριφορά του — «ίσως πέρασε δύσκολη μέρα», «ίσως δεν κατάλαβε πόσο με πείραξε». Ήθελα να πιστεύω πως υπήρχε κάτι καλό από πίσω, κάτι που απλώς δεν είχα δει ακόμα. Αλλά αυτό που δεν είχα δει ήταν ότι είχα ήδη αρχίσει να μικραίνω τον εαυτό μου, για να χωρέσω στα μέτρα του.
Τη μια στιγμή με έπιανε στα χέρια του, την άλλη με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε να χωρίσουμε. Ζούσα σ’ έναν φαύλο κύκλο απρόβλεπτων εκρήξεων και ψεύτικων συγγνώμων· σαν να ήμουν μαριονέτα που την κουνούσε ένα αόρατο νήμα, πότε για να γελά, πότε για να σπάσει. Όσο πιο πολύ υποχωρούσα για να κρατήσω την ηρεμία, τόσο εκείνος μεγάλωνε τα όριά του, δοκιμάζοντας μέχρι πού μπορούσε να φτάσει χωρίς να με χάσει. Κι εγώ, πιασμένη ανάμεσα σε φόβο και ελπίδα, μετρούσα τα λεπτά της κάθε “καλής” φάσης, αναρωτιόμουν πόσο θα κρατήσει πριν έρθει πάλι ο επόμενος χωρισμός-αστραπή. Μέχρι που ένα βράδυ, ακούγοντας το ίδιο κασσετοφωνάκι να παίζει ξανά το «δεν είσαι αρκετή», κατάλαβα πως η μόνη σχέση που όντως έπρεπε να τελειώσω ήταν η σχέση μου με την αυταπάτη ότι ο τρόπος του ήταν αγάπη.
Ακόμη, κατάκρινε τη σχολή μου και τη σύγκρινε με τη δική του. Τη χαρακτήριζε «εύκολη», «χωρίς προοπτικές» και «για ανθρώπους που δεν ξέρουν τι θέλουν». Κάθε φορά που μιλούσα με ενθουσιασμό για ένα μάθημα, ένα βιβλίο ή έναν καθηγητή, με διέκοπτε με ένα ειρωνικό σχόλιο: «Καλά, αυτά είναι για θεωρητικούς που ζουν σε φούσκα». Έφτασα στο σημείο να μην του λέω τίποτα για τα όνειρα και τις επιτυχίες μου, γιατί ήξερα πως είτε θα τα μειώσει είτε θα τα αγνοήσει εντελώς. Ήθελε να αισθάνομαι λίγη, ασήμαντη μπροστά του — λες και η αξία μου εξαρτιόταν απ’ το πτυχίο που κρατούσα, κι όχι απ’ το ποια είμαι. Και το πιο ειρωνικό; Ήταν εκείνος που έμοιαζε να μην ξέρει τι θέλει, πέρα απ’ το να με κάνει να αμφιβάλλω για τον εαυτό μου.
Ένα άλλο πράγμα ήταν που σχολίαζε και κορόιδευε την οικογένεια μου. Στην αρχή το έκανε με δήθεν χιουμοριστικό τρόπο — πετούσε πικράδες τυλιγμένες με χαμόγελο, όπως «εντάξει, δεν φταίς εσύ, απ’ το σπίτι σου τα πήρες αυτά». Σιγά σιγά, τα σχόλια έγιναν πιο άμεσα, πιο σκληρά: αποκαλούσε τους γονείς μου «μίζερους», έλεγε πως ο τρόπος που με μεγάλωσαν ήταν «γελοίος», και πως τους φαινόταν περίεργος μόνο επειδή «είχαν μείνει πίσω». Το χειρότερο ήταν ότι ένιωθα ενοχές που θύμωνα — λες και έπρεπε να τον καταλάβω, να δικαιολογήσω την περιφρόνησή του προς τους ανθρώπους που με αγαπούν ανιδιοτελώς. Μα κάθε φορά που υποτιμούσε εκείνους, ήταν σαν να υποτιμούσε και μένα. Και το ήξερε.
Μου δημιουργούσε συνεχώς τύψεις για το παραμικρό. Ένιωθα τόσο παγιδευμένη. Ένιωθα τόσο παγιδευμένη, λες και ό,τι κι αν έκανα ήταν λάθος: αν δεν απαντούσα αμέσως στο μήνυμά του, ήμουν αδιάφορη· αν ήθελα λίγο χρόνο μόνη μου, ήμουν εγωίστρια· αν γελούσα με κάποιον άλλον, ήμουν «ανάρμοστη». Έστηνε μέσα μου μια ενοχική μηχανή που δούλευε ασταμάτητα — κι εγώ την τάιζα με φόβο, με αμφιβολίες, με την ανάγκη να μην τον θυμώσω. Κάθε μου βήμα περνούσε από το φίλτρο του “μήπως τον πληγώσω;” ενώ εκείνος δεν σκεφτόταν ούτε στιγμή αν πληγώνει εμένα. Μέχρι που μια μέρα, κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη, δεν αναγνώρισα το κορίτσι που κάποτε πίστευε πως άξιζε. Και τότε κατάλαβα: ή θα μείνω και θα χαθώ ή θα φύγω για να σωθώ.
Αν διαβάζοντας αυτό το άρθρο, βλέπετε κάτι οικείο, σας παρακαλώ σηκωθείτε και φύγετε. Μην περιμένετε να γίνει χειρότερο για να πείσετε τον εαυτό σας ότι έχετε το δικαίωμα να φύγετε. Δεν χρειάζεται να φτάσει στο “ακραίο” για να είναι κακοποιητικό. Η συναισθηματική φθορά, η συνεχής αμφισβήτηση της αξίας σας, το βάρος της ενοχής που δεν σας ανήκει — όλα αυτά είναι αρκετά. Δεν είστε υπερβολικές, ούτε αδύναμες. Είστε άνθρωποι που αξίζουν σεβασμό, ασφάλεια και αγάπη χωρίς φόβο. Μην μείνετε από συνήθεια, από οίκτο ή από την ελπίδα ότι θα αλλάξει. Οι άνθρωποι αλλάζουν μόνο όταν το θελήσουν οι ίδιοι — όχι όταν τους το παρακαλάμε. Κι εσείς αξίζετε πολύ περισσότερα από το να ζείτε παρακαλώντας.