Skip to main content
|

Δύο Νόμπελ, πολλές παρεξηγήσεις

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
4'
Οταν πριν από λίγο καιρό, χάρη σε ρεπορτάζ , αποκαλύφθηκαν οι φθορές στο Μουσείο Θεόφιλου στη Λέσβο και οι απαράδεκτες συνθήκες μέσα στις οποίες εκτίθενται δεκάδες πίνακες του «μεγάλου λαϊκού ζωγράφου», προκλήθηκε σάλος.

Το 1947, ωστόσο, όταν ο Σεφέρης εγκαινίαζε με ομιλία του την έκθεση Θεόφιλου στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας, ο σάλος που είχε προκληθεί ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Αν στα μάτια του ποιητή ο αυτοδίδακτος αυτός καλλιτέχνης ήταν η απόδειξη «της πολύ καλλιεργημένης ομαδικής ψυχής του ελληνικού λαού», στα μάτια άλλων δεν ήταν παρά ένας αγαθός μπογιατζής, μια «μπλόφα». Για τους αριστερούς της εποχής, η ανακάλυψη του λαϊκού από αστούς διανοουμένους είχε κάτι το επίπλαστο, το αριστοκρατικό. Και ο Σεφέρης κι η γενιά του, η περίφημη γενιά του '30, βρίσκονταν γι' άλλη μια φορά στο στόχαστρο ως «κουβαρντάδες των σαλονιών»...

Από επιθέσεις σαν τις παραπάνω σφυρηλατήθηκε «Ο μύθος της γενιάς του τριάντα» υποστηρίζει ο Δημήτρης Τζιόβας στο ομώνυμο, ογκώδες δοκίμιό του (εκδ. Πόλις) -επιθέσεις που την κατήγγειλαν ως «φερέφωνο των δυτικών αξιών και του ξενόφερτου κοσμοπολιτισμού», στηλιτεύοντας κατά καιρούς την «έλλειψη επαφής» της με την ντόπια πραγματικότητα και τις απόπειρές της να «χειραγωγήσει την πνευματική ζωή». Σήμερα μπορεί να φαίνεται παράδοξο γιατί η αίγλη της θεωρείται δεδομένη- από τους κόλπους της άλλωστε αναδείχθηκαν τα δυο μοναδικά μας Νόμπελ. Ωστόσο, «καμιά δεν αποθεώθηκε και δεν πολεμήθηκε ταυτόχρονα με τόση σφοδρότητα», μας θυμίζει ο Τζιόβας, όσο η γενιά που αναδείχθηκε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο χώρο της λογοτεχνίας και των ιδεών, που ήρθε σε βίαιη ρήξη με το παρελθόν, αναζήτησε μ' επιμονή τις ελληνικές της ρίζες, βρήκε νέους τρόπους να συνομιλήσει με την παράδοση και συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση αυτού που αποκαλούμε «νεοελληνικό πολιτισμό».

Το βιβλίο, ωστόσο, του καθηγητή νεοελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, με τον ειδοποιό υπότιτλο «Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία», δεν εμφορείται από κατεδαφιστικές διαθέσεις. Το αντίθετο. Από τις πρώτες του σελίδες άλλωστε γίνεται σαφές πως η κληρονομιά του Σεφέρη, του Ελύτη, του Γκάτσου, του Εγγονόπουλου, του Μυριβήλη, του Καραγάτση καθώς και των επιγόνων τους στη μουσική, τη ζωγραφική και το σινεμά -από τον Μόραλη και τον Τσαρούχη ώς τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο- προσεγγίζεται σαν το βαρόμετρο των πνευματικών μεταλλάξεων που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα κι εξακολουθούν, με μεγαλύτερη ίσως ένταση, να μας απασχολούν. Γιατί δεν είναι τυχαίο ότι η γενιά του '30 προσέφερε τις τελευταίες δεκαετίες το «εθνικό αντίβαρο» στις απειλές της παγκοσμιοποίησης, του ατομικισμού, του ευδαιμονισμού.

Οπως επισημαίνει ο Τζιόβας, έχει πια εμπεδωθεί η αίσθηση πως η γενιά του '30 δεν μπορεί ν' αντιμετωπιστεί ως ένα ομοιογενές και συμπαγές σύνολο. Στους κόλπους της συνυπάρχουν ρεαλιστές και μοντερνιστές, άθεοι και θρησκευόμενοι, συντηρητικοί όπως ο Μυριβήλης αλλά και ρηξικεύλευθοι όπως ο Ν. Κάλας, πρόεδροι Δημοκρατίας όπως ο Κ. Τσάτσος αλλά και κομμουνιστές όπως ο Κοσμάς Πολίτης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Εγγονόπουλος, εν έτει 1974, τόνιζε πως δεν είχε καμμιά απολύτως σχέση μαζί της, ενώ κι ο Ελύτης σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, στους Νιάρχο και Φωστιέρη της «Λέξης» τη δεκαετία του '80, δήλωνε «ορφανός»: «Δεν έχω, δυστυχώς, αν εξαιρέσω κάπως τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τίποτε το κοινό με τους συναδέλφους μου. Και λέω "δυστυχώς" επειδή, κακά τα ψέματα, τη μοναξιά είναι δύσκολο να την αντέξεις»...

Μήπως λοιπόν πρόκειται για «κατασκευή»; Αυτό ακριβώς ισχυρίζεται «υπερβάλλοντας και κυριολεκτώντας» ο Τζιόβας, έχοντας προηγουμένως ξεδιπλώσει το πώς διαμορφώθηκε και το τι αντιπροσώπευε από την περίοδο του Μεσοπολέμου ως τις μέρες μας ο όρος «γενιά του '30», αρχής γενομένης από το ιδρυτικό γι' αυτήν δοκίμιο «Ελεύθερο πνεύμα» του Γιώργου Θεοτοκά. Η γενιά που πέρασε στη συλλογική μας συνείδηση ως αυτή που πάντρεψε τον Μακρυγιαννη με τον Ελιοτ, τον Θεόφιλο με τον υπερρεαλισμό, τον Κόντογλου με τον Παρθένη και το ρεμπέτικο με την κλασική μουσική, αυτή που αγάπησε τον Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον Καραγκιόζη, την λαϊκή αρχιτεκτονική και τη βυζαντινή ζωγραφική, «δεν υπήρξε ποτέ», διαβάζουμε. «Απλώς εφευρέθηκε ο μύθος της, σε διάφορες εκδοχές, ως άλλοθι και πεδίο για να συγκρουστούν ιδεολογίες και αισθητικές απόψεις, να αποκτήσουν έρεισμα βαθύτερες κοινωνικές αντιθέσεις και προκαταλήψεις, και να κριθούν πολιτισμικές επιλογές».

Το μόνο κοινό γνώρισμα που αναγνωρίζει σ' αυτήν ο Τζιόβας είναι πως υπήρξε ανδροκρατούμενη. Κι όπως δεν εντοπίζει τη συνοχή της στα λογοτεχνικά επιτεύγματά της -την εισαγωγή στην Ελλάδα του ποιητικού μοντερνισμού, τη στροφή από το διήγημα στο μυθιστόρημα- άλλο τόσο δεν αντιμετωπίζει μονοδιάστατα εκείνους που θεωρούμε εκπροσώπους της, ως πολυταξιδεμένους και ατσαλάκωτους αστούς. Τοποθετώντας στον σκληρό πυρήνα της τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Θεοτοκά και τον Τερζάκη, χάρη στο δοκιμιακό τους έργο κυρίως, ο Τζιόβας αναδεικνύει ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό της «το αίτημα της πνευματικής ελευθερίας και την αντίσταση στην ιδεολογική στράτευση και σε κάθε είδους δογματισμούς».

Για την τόσο παρεξηγήσιμη δε έννοια της «ελληνικότητας» που συνδέθηκε μαζί της, αυτή «δεν σημαίνει πολιτισμική περιχαράκωση ή εθνική εσωστρέφεια», επιμένει, αλλά «την ανάδειξη της ελληνικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας για να μπορεί η Ελλάδα να έχει μια αξιόλογη παρουσία στον πολιτισμικό της ανταγωνισμό, χωρίς να επικαλείται διαρκώς το κλασικό της παρελθόν». Γι' αυτό η αίγλη της γενιάς του '30 παραμένει αξεπέραστη ώς τώρα, λέει ο Τζιόβας: επειδή λειτούργησε ως «ο ιδεότυπος του πνευματικού ανθρώπου», κι ως ιδανικός εξισορροπιστής ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, στο εθνικό και το παγκόσμιο, το εμείς και το εγώ.

------------------------------------------------ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ περιοδικό "7"  / Κ.Ελευθεροτυπία

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία