Ελλάδα

17/09/2013 - 08:05

Η νίκη του Μίκη στη Μακρόνησο

Τ

ου ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΑΦΚΟΥ/ Ελευθεροτυπία


Ενα σκηνικό ολόφωτο, που απλωνόταν από το Σούνιο, περνούσε από το Λαύριο και έφτανε ώς το Βρωμοπούσι, την παραλία της Κερατέας, είχε προχθές βράδυ στη Μακρόνησο η παράσταση για τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη, «Ποιος τη ζωή μου...».

Πριν από 60 χρόνια ήσαν λίγα τα φώτα της ελευθερίας που αντίκριζαν οι βαριόμοιροι κρατούμενοι σ' αυτό το νησί της οδύνης. Κι όταν από απέναντι άναβαν οι προβολείς που σάρωναν και ακούγονταν οι πολυβολισμοί, ήξεραν. Ηξεραν πως οι σύντροφοι, που πέρασαν κολυμπώντας το στενό, είχαν αφήσει την τελευταία πνοή τους μέσα στο κύμα, έχοντας συναντήσει διαφορετικά την ελευθερία, έχοντας μάλλον ποτίσει με το αίμα τους το δέντρο της.


Η επιστροφή του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο
Εμπειρία ζωής


Ηταν συγκλονιστική η προχθεσινή εμπειρία, τουλάχιστον για όσους τη ζούσαν για πρώτη φορά, για τους περισσότερους σίγουρα ανάμεσα στους 5.500 (και) που ανέβηκαν στα μεγάλα φέρι για να βρεθούν στο νησί, που κλείνει τον ορίζοντα εμπρός από το Λαύριο.

Ξορκίζαμε αρχικά τη συγκίνηση, με καλαμπούρια του είδους: «Ωραία μας πάνε, θα μας γυρίσουν και πίσω;», όταν όμως πατήσαμε τα αγιασμένα χώματα η διάθεση για πλάκα κόπηκε με το μαχαίρι. Κι ένα παράξενο πράγμα: οι στολές των ενστόλων του Λιμενικού, μια χαρά ανθρώπων δηλαδή που ρύθμιζαν τα πάντα, σ' έκαναν να νιώθεις ένα τσιμπηματάκι στην καρδιά, ένα μικρό φόβο. Εκπροσωπούσαν την εξουσία. Φανταστείτε τότε οι στολές...

Δεν ήταν να πεις πως είδαν πολλά οι επισκέπτες, η παράσταση δόθηκε πάνω από την προβλήτα, εμπρός από το κτήριο των παλιών φούρνων (των αρτοκλιβάνων), στα ριζά του λόφου με το εκκλησάκι. Λίγα ερείπια γύρω, οι σκοπιές ψηλά, τα πάντα χτισμένα με πέτρα και παλιά συμπαγή τούβλα.

Σκόρπιζε ο κόσμος, τουλάχιστον εκείνοι που είχαν φτάσει από νωρίς, για να ζήσει λίγο τον άκακο πια τόπο που ευωδίαζε παντού σπαρακτικά θυμάρι, ανέβαινε ώς το εκκλησάκι, τραβούσε ώς δίπλα στη θάλασσα να δει το άγαλμα του Μακρονησιώτη αγωνιστή με τη σφιγμένη γροθιά και το λιθάρι στον ώμο. Κι ύστερα, αν το μάτι ξέφευγε προς κάποιο μεγάλο λιθάρι καταγής, αυτόματα γεννιόταν η απορία: «Αραγε ποιος ώμος να το είχε ζαλωθεί αυτό;»

Σαν γλέντι
Τακτικά όλα και στην ώρα τους: με όλες τις θέσεις γεμάτες και με πολλά καρεκλάκια γύρω που είχαν φέρει οι προνοητικοί, αλλά και με τραπεζάκια του πικνίκ, γεμάτα μεζέδες και μπουκάλια με κρασί, σαν σε γλέντι δηλαδή (και γλέντι ήταν). Τακτικά, με την παράσταση ν' αρχίζει την προκαθορισμένη ώρα, μ' ένα ηχογραφημένο μήνυμα του Μίκη:

«Η εκδήλωση αυτή αποτελεί για μένα μία ρεβάνς για λογαριασμό όσων πέρασαν από το νησί εκείνες τις εποχές. Τώρα που σας μιλώ, έχω επιστρέψει νοερά στο στρατόπεδο το 1948 και -καθώς βλέπω τα πεντάγραμμα με την Πρώτη Συμφωνία μου- κάνω ένα άλμα στο χρόνο και σκέφτομαι ότι αυτή η μουσική που γράφω τώρα και σε λίγο θα βρεθεί σκορπισμένη πάνω στα συρματοπλέγματα, θα έρθει μια εποχή που θα ηχήσει νικητήρια πάνω από αυτούς τους ματωμένους βράχους».

Και βεβαίως ήχησε η Πρώτη Συμφωνία, ως ρεβάνς ακριβώς, για να δώσει το έναυσμα για την παράσταση, τη συγκίνηση, τη χαρά, το ομαδικό τραγούδι. Ηταν ένα ξέσπασμα που κορυφωνόταν πότε σότο βότσε στον ερωτικό Θεοδωράκη, πότε σαν βροντή, είτε το δημιουργούσε ο θεατρικός λόγος είτε το τραγούδι.

Οταν ο Κώστας Μακεδόνας άρχισε να τραγουδά το «Σώπα όπου να 'ναι θα χτυπήσουν οι καμπάνες» κορυφώθηκε η συγκίνηση, ο καημός, η διάθεση για ξεπλάνταγμα, άκουγες λες τη συλλογική ανάσα και στο στίχο επάνω ξέσπασε ο κόσμος, ανέβηκε το τραγούδι ώς τον ουρανό, ο τόπος σείστηκε γ' αυτές τις καμπάνες που χρόνια τώρα περιμένουμε ν' ακούσουμε και αντ' αυτού μας παραστέκουν βουβές.

Πέρασε η παράσταση, πότε σαν ευφρόσυνο αεράκι, πότε σαν παλιός πόνος, όλη η ζωή του Μίκη (οι Λεμπεσόπουλος, Βαλτινός, Σακελλαροπούλου, Μουτάφη, Κομνηνού, Μακεδόνας, Νέγκα, Θωμαΐδης, Λινάρδου δημιούργησαν ένα θαυμαστό σύνολο) και μαζί της τα βάσανα της χώρας.

Με Ζορμπά
Το φινάλε ήταν με τη μουσική από τον Ζορμπά κι ύστερα όλα πάλι τακτικά, με την εξαίρετη διοργάνωση του «Μπάντμιντον» (που είχε την ευθύνη της παράστασης) και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Με τη σειρά επιβιβαζόταν ο κόσμος στα πλοία μέχρι αργά τη νύχτα, ήρεμα και όμορφα δίχως καβγάδες, στριμωξίδια, αντεγκλήσεις.

Πήγαμε, γεμίσαμε την ψυχή μας και επιστρέψαμε. Ομως, αντί άλλου επιλόγου να μεταφέρουμε εδώ πώς θυμόταν τον πηγαιμό του στο νησί, τότε, ένας Μακρονησιώτης, ο Τάσος Ζωγράφος: «Καμιά φορά φτάσαμε στη Μακρονήσο, στο λιμάνι του Β' Τάγματος, το οποίο ήταν ατελές ακόμα. Το τελειώσαμε εμείς. Είχε ένα λιοντάρι τεράστιο τότε. Γύψινο, από το οποίο το μόνο που έχει απομείνει είναι η βάση και κάτι σίδερα που το συγκρατούσαν. Εδεσε το καΐκι, ανέβαινε, κατέβαινε κι ένας ένας πηδούσαμε, παλικαράκια είμαστε, με τα σακίδια στην πλάτη. Και μόλις αποβιβαστήκαμε όλοι ήταν στημένοι σε δυο σειρές Αλφαμίτες, οι οποίοι όπως περνάγαμε βαράγανε. Βαράγανε, κι όπου σε πάρει κι όποιον προλάβουνε, με τους ορθοστάτες των σκηνών που ήταν από μπαμπού».

Ποτέ, ποτέ πια έτσι στην Ελλάδα...

Μοιράσου το άρθρο!