Αριστείδης Τυροπώλης: Ο αιωνόβιος του Πλωμαρίου
Σε ένα δωμάτιο του Γηροκομείου Πλωμαρίου, διακοσμημένο παντού με φωτογραφίες και πίνακες ζωγραφικής, αλλά και πήλινα βάζα ζωγραφισμένα με μεράκι, εδώ και 17 χρόνια ζει ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Πρόκειται για τον Αριστείδη Τυροπώλη και τη σύζυγό του, Βασιλική. Σχεδόν 100 ετών ο πρώτος και 86 χρονών η δεύτερη, δέχονται καθημερινά τις φροντίδες του προσωπικού του Γηροκομείου. Ο αιωνόβιος κάτοικος του Πλωμαρίου είναι ένα πραγματικό ημερολόγιο του περασμένου αιώνα, αφού έχει να αφηγηθεί ιστορίες που ξεκινούν ήδη από τις αρχές του. Πιο είναι το μυστικό της μακροζωίας του; Γυμναστική, καλό φαγητό, όχι ποτό και τσιγάρο. Έχοντας πάντα δίπλα του την οικογένειά του…
Ο Αριστείδης Τυροπώλης γεννήθηκε στο Πλωμάρι το 1912, τη χρονιά της απελευθέρωσης της Λέσβου. Οι γονείς του, Μανώλης και Γαρυφαλλιά, ήταν αγρότες, ενώ η αδελφή του, Δέσποινα, πέθανε νέα, έχοντας σκλήρυνση κατά πλάκας. Η οικογένειά του ήταν από τις φτωχές του Πλωμαρίου, παρ’ όλο που ο παππούς του, Αριστείδης, είχε υπάρξει από τους πιο πλούσιους κατοίκους, έχοντας ένα από τα μεγαλύτερα καράβια της εποχής εκείνης, όταν το Πλωμάρι γνώριζε τη μεγάλη του άνθιση. «Οι Τυροπώληδες είχαν τα καλύτερα καράβια και μαγαζιά. Το 1912, τη χρονιά που γεννήθηκα εγώ, είχε 250 Τυροπώληδες στο Πλωμάρι. Γεννήθηκα μέσα στο μετάξι, με το μαύρο χαβιάρι, ως πλούσιος. Ο παππούς μου όμως είχε ένα ατύχημα, σε ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε από ασφυξία, επειδή το μαγκάλι στο πλοίο δε δούλευε καλά. Έτσι, η οικογένεια φτώχεψε», θυμάται ο 100χρονος ηλικιωμένος. Τα παιδικά του χρόνια στο Πλωμάρι, αν και φτωχά, ήταν γεμάτα από εντυπωσιακές εικόνες· τα ελαιοτριβεία, τα σαπωνοποιεία και τις ποτοποιίες του χωριού του που ζούσε τη βιομηχανική ανάπτυξη των αρχών του 20ού αιώνα, εποχή που όλα είχαν μεγαλύτερη αξία. Έχοντας σπουδάσει κομμωτική στη Βιέννη, όσο ο ίδιος ο Αριστείδης ήταν μικρός ο πατέρας του έφυγε στην Αμερική προκειμένου να δουλέψει, αφήνοντας πίσω γυναίκα και παιδί. Το σχέδιο ήταν να επιστρέψει και να τους πάρει μαζί του, είχε όμως ένα σοβαρό ατύχημα, αφού μια συμμορία γκάγκστερ τού επιτέθηκε και τον λήστεψε και ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι, όταν το περιπολικό που τους κυνηγούσε χτύπησε σε ένα στύλο. Τραυματισμένη ήταν και η μητέρα του Αριστείδη, που, δουλεύοντας σε κάποιο χωράφι του Πλωμαρίου, έπεσε από γκρεμό και χτύπησε επίσης το πόδι της.
Στον Πειραιά και στον πόλεμο τού ‘40Ο ίδιος ο Αριστείδης Τυροπώλης δούλευε από μικρός σε ένα μηχανουργείο. Έχοντας μάθει την τέχνη καλά, στα 22 του χρόνια, μόλις τελείωσε το Στρατό, έφυγε για τον Πειραιά, όπου έπιασε δουλειά σε ένα συνεργείο. Καθώς ήξερε κάποια γράμματα παραπάνω από τους υπολοίπους, αφού είχε τελειώσει την Δ΄ Γυμνασίου, του δόθηκε μια καλή θέση κι έγινε επικεφαλής 42 ατόμων. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανάγκασε τον Αριστείδη Τυροπώλη να πάει τρεις φορές μέχρι τα σύνορα της Αλβανίας. Παρ’ όλο που και οι δύο γονείς του ήταν ανάπηροι, ο ίδιος δεν πήρε απαλλαγή από το Στρατό, αφού ο πατέρας του επέμενε πως έπρεπε να πάει. Τραυματισμένος από οβίδα το ’40, γύρισε στον Πειραιά με τα πόδια από τα σύνορα, ενώ πολλοί από τους φαντάρους που πολέμησαν μαζί του, όπως και ο ίδιος, έπαθαν κρυοπαγήματα στη διάρκεια του πολέμου. Επέστρεψε με τις αρβύλες του φθαρμένες τελείως, ξανάπιασε δουλειά, συνεχίζοντας κανονικά τη ζωή του, κρατώντας για πάντα στη θύμησή του τα βομβαρδισμένα ελληνικά χωριά που συνάντησε στο δρόμο από την Πίνδο προς τον Πειραιά.
Εκτός από το συνεργείο, ο Αριστείδης Τυροπώλης δούλεψε και στα καράβια, ακολουθώντας τα χνάρια του παππού του. Ταξιδεύοντας γύρισε όλο τον κόσμο, πηγαίνοντας από Αφρική μέχρι Αμερική, όπου βρέθηκε μαζί με το θείο του, για να επισκεφτεί τον πατέρα του. «Έμαθα πάρα πολλά πράγματα, είδα τα ποτάμια στην Αμερική, με τους κροκόδειλους από τη μια και τα φίδια από την άλλη, τα ποτάμια στην Ινδία, όπου πετούσες κέρματα κι έτρεχαν τα παιδιά να τα πιάσουν», θυμάται. «Κάθε μέρος είχε το ενδιαφέρον του, αλλά το πιο ωραίο απ’ όλα ήταν η Ιταλία. Οι Ιταλοί είναι Έλληνες που μιλούν ιταλικά…» Το 1965 παντρεύτηκε τη σύζυγό του, Βασιλική, που καταγόταν από το Μεταξοχώρι της Λάρισας. Η γνωριμία τους έγινε με προξενιό, όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια, η Βασιλική μετακόμισε στον Πειραιά και από τότε είναι μαζί όλη τους τη ζωή. Έφεραν στον κόσμο ένα γιο, το Μανώλη, και έζησαν για χρόνια… «κάτω στον Πειραιά, στα Καμίνια», όπως λέει το γνωστό τραγούδι, σε μια συνοικία εργατική, σε αντίθεση με άλλες όπως το Πασαλιμάνι και το Τουρκολίμανο, όπου ζούσε η «υψηλή κοινωνία» της εποχής. Παρά τις δυσκολίες της οικογένειάς του, όμως, δεν άφησε τη σύζυγό του ούτε μια μέρα να δουλέψει κι ας ήταν «σπουδαία μοδίστρα», όπως λέει ο ίδιος. Η ζωή τους κυλούσε όμορφα, με παρέες και άφθονο χορό, στον οποίο ο ίδιος ήταν πολύ καλός.
Η επιστροφή στο ΠλωμάριΣτην ηλικία των 60 ετών βγήκε στη σύνταξη και εκπλήρωσε το όνειρό του. Επέστρεψε στο Πλωμάρι μαζί με τη σύζυγό του, αγόρασαν οι δυο τους ένα σπίτι και εγκαταστάθηκαν για να αρχίσουν μια νέα ζωή. Το Πλωμάρι τού 1972, ωστόσο, δεν είχε καμμία σχέση με αυτό που είχε αφήσει πίσω του 40 χρόνια πριν. «Τα εργοστάσια υπήρχαν ακόμη, αλλά είχαν πλέον χαλάσει, και όλοι το είχαν ρίξει στον τουρισμό», λέει ο ίδιος. «Εμείς δεν ξέραμε παλιότερα τη φράση “να πάω το κορίτσι μου για ένα… drink”. Παλιά ήταν όμορφα στο Πλωμάρι και ο κόσμος γλεντούσε χωρίς πονηριά. Δεν είχε αυτοκίνητα, πηγαίναμε στην αγορά και βρίσκαμε γνωστούς στα καφενεία, στις γιορτές μαζευόμασταν με κόσμο. Το Πάσχα έβλεπες έως και 500 κορίτσια να κάνουν κούνια.» Τα τελευταία 17 χρόνια ζει μαζί με τη γυναίκα του στο Γηροκομείο Πλωμαρίου.
Ήταν μια απόφαση του γιου τους, αφού οι ίδιοι αρνήθηκαν να μετακομίσουν και πάλι στην Αθήνα για να γεράσουν κοντά του. Και μπορεί ο ίδιος ο κυρ-Αριστείδης να… «ανέβαινε τα σκαλιά τέσσερα - τέσσερα», η σύζυγός του όμως αντιμετωπίζει πρόβλημα με τα πόδια της και χρειάζεται διαρκή φροντίδα από κάποιον. Και οι δύο δηλώνουν πολύ ευχαριστημένοι από το προσωπικό. Το δωμάτιό τους είναι γεμάτο αναμνήσεις. Εκτός από τις παλιές φωτογραφίες των ίδιων και διαφόρων συγγενών τους, τους τοίχους και τα ράφια του κοσμούν πίνακες ζωγραφικής και ζωγραφιστές στάμνες και κολοκύθες, που του δίνουν έναν ξεχωριστό, δικό του χαρακτήρα. Τα περισσότερα από αυτά τα έχει ζωγραφίσει με τα ίδια του τα χέρια ο κυρ-Αριστείδης. Η ζωγραφική υπήρξε πάντοτε το μεγάλο του πάθος και καθώς «έπιανε το χέρι του», τη σπούδασε πλάι σε διάφορους ζωγράφους. «Μου άρεσε η ζωγραφική και ο χορός», λέει. «Αλλά, ό,τι θέλεις δε γίνεται. Είχα χτυπημένο πατέρα και δεν μπορούσε να με σπουδάσει. Δυστυχώς, για να κάνεις τη ζωγραφική επάγγελμα, εκτός από το ταλέντο - που το είχα - πρέπει να έχεις και τον… παρά.» Δεν την άφησε ποτέ όμως.
Σχεδόν 100 ετών…Σήμερα, λίγο πριν κλείσει τα 100 του χρόνια, ο Αριστείδης Τυροπώλης χαίρει άκρας πνευματικής υγείας, αφού θυμάται με λεπτομέρειες γεγονότα που συνέβησαν από τα παιδικά του χρόνια μέχρι και σήμερα. Έχει γίνει τρεις φορές παππούς, ενώ τα εγγόνια του Φραντσέσκα, Αριστείδης και Μανώλης ζουν με τους γονείς τους στην Αθήνα και επισκέπτονται το Πλωμάρι καλοκαίρια και γιορτές. Τα δίδυμα αγόρια, μάλιστα, έχουν πάρει τα ονόματα που εδώ και 200 χρόνια πάνε από παππούδες σε εγγόνια στην οικογένεια των Τυροπώληδων. Μια ερώτηση του κάνουμε, λίγο πριν αφήσουμε τον ίδιο και την κυρα-Βασιλική: Πώς έφτασε σε αυτή την ηλικία, με ελάχιστα προβλήματα υγείας; «Καλό φαΐ, γυμναστική καθημερινά, όχι ποτό και τσιγάρο. Μέλι, τσάι και χόρτα έτρωγα και προπαντός σκόρδα. Από εκεί και πέρα, φρόντιζα πάντα τους γονείς μου και τη γυναίκα μου, δεν την αποχωρίστηκα ποτέ. Το βασικό, όμως, είναι να δουλεύει το μυαλό…»