Για την απώλεια του 15χρονου ασυνόδευτου ανηλίκου αγοριού στη Μόρια
H ΗIAS Ελλάδας εκφράζει τη βαθιά θλίψη της για την απώλεια του 15χρονου ασυνόδευτου ανηλίκου αγοριού, πρόσφυγα από το Αφγανιστάν, το βράδυ τις 24.08.2019 στο επονομαζόμενο ‘safe zone’ του Κέντρου Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Μόριας Λέσβου, καθώς και για τον τραυματισμό δυο ακόμα ασυνόδευτων ανηλίκων. Ο θάνατος ενός 15χρονου αγοριού εντός του ΚΥΤ με φερόμενο ως δράστη ένα παιδί στην εφηβεία πρέπει να προβληματίσει τόσο τον κρατικό μηχανισμό όσο και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς που δραστηριοποιούνται στο προσφυγικό.
Παράλληλα και πέραν του προβληματισμού, δεν μπορεί παρά να τεθεί το ζήτημα των ευθυνών τόσο των κρατικών όσο και μη κρατικών δρώντων, άμεσα και έμμεσα υπεύθυνων για την δημιουργία της κατάστασης που επέτρεψε ή/και δεν μπόρεσε να αποτρέψει το εν λόγω τραγικό περιστατικό. Υπογραμμίζοντας το αδιέξοδο του εγκλωβισμού χιλιάδων αιτούντων άσυλο, συμπεριλαμβανομένων παιδιών και άλλων προσώπων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, στα ελληνικά νησιά, λόγω της εφαρμογής της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας και την κρίση υποδοχής που αυτή δημιουργεί, οφείλουμε να επισημάνουμε για μια ακόμη φορά την αδράνεια του κρατικού μηχανισμού να συμμορφωθεί αποφασιστικά στην προστασία των προσφύγων που λαμβάνει πλέον τον χαρακτήρα του κατ’ επείγοντος. Το συγκεκριμένο αδίκημα αλλά και κάθε αδίκημα τελούμενο εντός του ΚΥΤ, μας καλεί να αναζητήσουμε τους παράγοντες που συντελούν σ’ αυτό απεγκλωβίζοντας τη συζήτηση από τα στενά όρια της ενεργοποίησης του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και αναδεικνύοντας τα όρια και τα κενά του προστατευτικού πλαισίου και των υπηρεσιών στήριξης των ασυνόδευτων ανηλίκων στην Ελλάδα. Τα ζητήματα που απασχολούν την προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων ήδη από τη διαδικασία αξιολόγησης της ανηλικότητάς τους και παραπομπής, την ορθή εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου για την υποστήριξη του ανηλίκου, την επιβολή της κράτησης ανηλίκων υπό την έννοια της προστατευτικής φύλαξης, την αποδεδειγμένη αδυναμία του ΕΚΚΑ να εξασφαλίσει την έγκαιρη και ασφαλή μεταφορά των ανηλίκων σε κατάλληλες δομές, την πρόσβαση τους σε ψυχοκοινωνική υποστήριξη, υπηρεσίες υγείας αλλά και την εκπαίδευση είναι γνωστά στις ελληνικές αρχές, ήδη πριν από την αύξηση των μαζικών ροών προσφύγων στη χώρα μας το 2015.
Η απουσία έγκαιρης και πραγματικής διερεύνησης των αναγκών των ανηλίκων με βάση τα βιώματά τους, αλλά και η αδράνεια υιοθέτησης πρακτικών διευθέτησης που μπορεί να τους προσφέρει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας όπως η στέγαση, η πληροφόρηση και η νομική υποστήριξη και ιδιαίτερα οι εκπαιδευτικές και ακαδημαϊκές προοπτικές, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ζωτικής σημασίας για το μέλλον τους, αποτελεί μια παγιωμένη πραγματικότητα για τη χώρα.
Αποτιμώντας τις πολιτικές σχετικά με την προστασία και την φροντίδα των ασυνόδευτων ανηλίκων, καθίσταται σαφές πως το ελληνικό κράτος ουδέποτε ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του όσον αφορά την μέριμνα των υπό την προστασία του βρισκόμενων ασυνόδευτων ανηλίκων. Συγκεκριμένα, η εικόνα και ο τρόπος δόμησης του συστήματος επιτροπείας των ασυνόδευτων ανηλίκων, η υιοθέτηση ενός καταλλήλου πλαισίου άσκησης της επιτροπείας μόλις τον Ιούλιο του 2018, η ήδη καθυστερημένη εφαρμογή του οποίου πρόσφατα αναβλήθηκε, η αυξημένη ευθύνη των ολιγάριθμων εισαγγελέων χωρίς την απαραίτητη υποστήριξη και απαιτούμενη εκπαίδευση σχετικά με τα ζητήματα των ασυνόδευτων ανηλίκων, ο ανεπαρκής αριθμός κατάλληλα εκπαιδευμένων επιτρόπων, η αποδεδειγμένη αδυναμία του ΕΚΚΑ να εξασφαλίσει έγκαιρη και ασφαλή μεταφορά των ανηλίκων σε κατάλληλες δομές, με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό των ανηλίκων στα ΚΥΤ ή ακόμα και στην αστεγία, η αποτυχία κάλυψης των βασικών βιοτικών αναγκών τους, η έλλειψη σταθερών πολιτισμικών διαμεσολαβητών, τα ζητήματα της αναδοχής τους από οικογένειες αλλά και η σταθερή απουσία πολιτικών ενσωμάτωσης τους στο εκπαιδευτικό σύστημα, μαρτυρούν την ύπαρξη μεγάλων κενών στην φροντίδα των ασυνόδευτων ανηλίκων.
Η διαμορφωθείσα πραγματικότητα στο χώρο προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων και το εν λόγω περιστατικό αναδεικνύει δύο αντικρουόμενες αναπαραστάσεις, την εικόνα του ασυνόδευτου παιδιού «θύματος» που χρήζει de facto βοήθειας και βρίσκεται σε κίνδυνο (child at risk) η οποία συνυπάρχει με την εικόνα του παιδιού που απειλεί με την συμπεριφορά του την κοινωνική ασφάλεια και εν τέλει την ίδια την έννομη τάξη (child as risk). Ως αποτέλεσμα αυτού, οι πρακτικές προστασίας και φροντίδας των ασυνόδευτων ανηλίκων εναλλάσσονται με πρακτικές επιτήρησης και ελέγχου, αποκαλύπτοντας δύο διαφορετικές και πολλές φορές αντιμαχόμενες προσεγγίσεις αναφορικά με την προστασία τους. Η ενεργοποίηση δε του ποινικού μηχανισμού ως έσχατη λύση για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης εν τέλει καταλήγει στο να αποκρύπτει τη διαδικασία μέσα από την οποία δομείται η «παρεκκλίνουσα συμπεριφορά» των ασυνόδευτων ανηλίκων αλλά και η θυματοποίηση, δημιουργώντας μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που καλείται να επανορθώσει, διακινδυνεύοντας τον στιγματισμό, την περιθωριοποίηση έως και τον αποκλεισμό όλων, ανεξαρτήτως του ποινικού χαρακτηρισμού τους. Ως εκ τούτου, τα αδιέξοδα που παρήγαγε η κρατική αδράνεια αναφορικά με την προστασία των ανηλίκων θέτουν υπό δοκιμασία τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό εισάγοντας σε μια βαθιά κρίση όλες τις έννοιες και τις κατηγορίες που προσδιορίζουν και οριοθετούν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και αξιολογούμε τόσο την ανηλικότητα και την παραβατικότητα όσο και τις συναρτώμενες με αυτές αποφάσεις. Έτσι, όταν το χάσμα ανάμεσα στην κανονιστική οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις κρατικές πολιτικές καθίσταται μετρήσιμη εμπειρική πραγματικότητα, το αίτημα της ηθικής και νομικής ευθύνης του κράτους για τον άλλο, τον ανήλικo, τον πρόσφυγα, μετατρέπεται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της δημόσιας συζήτησης.