Κοινωνία

29/09/2016 - 07:34

«Χριστός Ανέστη, η Μικρασία Ανέστη»

&n

bsp;

Προς Επίσκοπο Ερυθρών κ. Κύριλλο

«Χριστός Ανέστη, η Μικρασία Ανέστη»

του ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΑΛΑΣΚΑ*

«Πρὸς δὲ ταύτῃσι καὶ μύδρον σιδήρεον κατεπόντωσαν καὶ ὤμοσαν μὴ πρὶν ἐς Φώκαιαν ἥξειν πρὶν ἢ τὸν μύδρον τοῦτον ἀναφανῆναι»

Για τους καημένους τους Φωκαείς ο λόγος που κυνηγημένοι από τους Πέρσες, πικραμένοι για τη μοίρα τους «ρίξαν μέσα στο βυθό της θάλασσας ένα κομμάτι σίδερο κι ορκίστηκαν να μην ξαναγυρίσουν στη Φώκαια, πριν το κομμάτι αυτό το σίδερο ξανάβγει πάνω στην επιφάνεια».

Περιγράφει ετούτη την αρχαία προσφυγιά ο Ηρόδοτος στις «Ιστορίες» του. «Οι Φωκαείς κατέβασαν τα καράβια τους στη θάλασσα, έβαλαν μέσα παιδιά, γυναίκες και κινητή περιουσία, κι ακόμη τα αγάλματα από τους ναούς των και τα άλλα αφιερώματα, εκτός απ᾽ ό,τι ήταν χάλκινο ή από πέτρα ή ζωγραφιστό· όλα τα άλλα τα έβαλαν μέσα στα πλοία τους και ξεκίνησαν».

Μα, γράφει ο παππούς Ηρόδοτος πιο κάτω, «τούς πήρε ο πόθος κι η λύπη για την πόλη και τα χώματά τους, και πατώντας τον όρκο τους έβαλαν πλώρη ξανά για τη Φώκαια». Επέστρεψαν…

Από τότε περάσαν 2.600 χρόνια. Φωκαείς και Μιλήσιοι και Σμυρνιοί και Περγαμηνοί, Μικρασιάτες από κάθε πόλη και χωριό φύγαν πικραμένοι, πεινασμένοι, πονεμένοι γύρισαν και ξαναφύγαν. Το σίδερο που ρίξανε στο βυθό της θάλασσας οι μακρινοί παππούδες τους οι Φωκαείς θαρρείς κι ανεβοκατέβηκε στον αφρό, μια δυο τρεις πολλές φορές.

 

«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,

γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,

διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.

Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,

σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη»

γράφει προφητικά θαρρείς το 1911 ο μεγάλος Αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Καβάφης.

Και χρόνια μετά σα να του απαντά, ο χωριανός μας ο Γιώργος Σεφέρης λέει:

«Θυμάμαι ακόμη

ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων

όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,

Κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»

Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».

 

Ο θάνατος.

«Μηδὲν φοβοῦ ἃ μέλλεις παθεῖν. ἰδοὺ δὴ μέλλει βαλεῖν ὁ διάβολος ἐξ ὑμῶν εἰς φυλακὴν ἵνα πειρασθῆτε, καὶ ἕξετε θλῖψιν ἡμέρας δέκα. γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». Ο Αποκαλυπτικός λόγος του Ιωάννη του Θεολόγου, του Άη Γιάννη μας του αγαπημένου. «Τίποτα μη φοβάσαι από αυτά που μέλλεις να πάσχεις. Ιδού, μέλλει να ρίχνει ο Διάβολος μερικούς από εσάς σε φυλακή, για να πειραχτείτε, και θα έχετε θλίψη δέκα ημέρες. Γίνου πιστός μέχρι το θάνατο και θα σου δώσω το στέφανο της ζωής». 

Ο Λόγος προς τους Σμυρνιούς. Μείνετε πιστοί ίσαμε την ώρα του θανάτου. Και θα σας δώσω το στέφανο της ζωής. Την ελπίδα στο ότι τίποτα δεν πάει χαμένο. Τίποτα δεν χάνεται. Την Ανάσταση.

 

Η Ανάσταση.

«Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας. Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Έχουμε πατρίδα» κραυγάζει αναστάσιμα ο Νικηφόρος Βρεττάκος.

Κι ο δικός μου πατριώτης ο Βάσος Καπάνταης στέλνει χρόνια τώρα το δικό του Αναστάσιμο χαιρετισμό. «Να γινόταν μια ώρα να περπάταγα μέσα στους δρόμους σου, τα βήματά μου να ακούσω πάνω στο λιθόστρωτό σου, στα στοιχειωμένα κι ακατοίκητα σπίτια σου μέσα να μπω και να ανασάνω τη μυρωδιά τους, και τα σημάδια που άφησαν οι ανθρώποι σου να ψάξω να βρω. Το καρφί που κάρφωσαν στον τοίχο για να κρεμάσουν το ρούχο τους, τον σταυρό από την κάπνα του κεριού του Πάσχα κάτω απ’ τις πόρτες, τις χαρακιές της βούρτσας στο ασβέστωμα, το σανίδι που έτριζε, ήχους, εικόνες και μυρουδιές να αναπαραστήσω, ζεστή κι αναστημένη να σε νοιώσω, μητέρα μου Πέργαμο». Μητέρα μας Μικρασία…

 

Υπάρχουν ειδικοί επιστήμονες που ασχολούνται με τους πρόσφυγες. Τους ανθρώπους που χάσαν την πατρίδα τους πότε κυνηγημένοι από το λεπίδι του εχθρού, πότε από την ανέχεια και την πείνα και πότε από τα αλισβερίσια των ισχυρών. Ετούτοι λοιπόν οι ειδικοί λένε πως η πρώτη γενιά των προσφύγων, οι που ζήσαν το χαμό δηλαδή, παλεύει να ζήσει. Να εξασφαλίσει τη ζωή την επαύριον μέρα! Η δεύτερη γενιά αγωνίζεται να στεριώσει. Να δείξει πως οι μέρες της ανέχειας πέρασαν. Πως τα καταφέρνουν καλά πια...

Κι ύστερα έρχεται η τρίτη γενιά. 80, 90, 100 χρόνια μετά τις μέρες της προσφυγιάς. Καλοζωισμένοι και με τις δύσκολες ώρες μυθοποιημένες. Παραμύθια στα στερνά του παππού και της γιαγιάς, ιστορίες για πατρίδες άγνωστες, για τόπους με μια ομορφιά μοναδική στον κόσμο όλο. Κάπου εκεί οι ανθρώποι της τρίτης γενιάς των προσφύγων αρχίζουν να στρέφουν το κεφάλι κατά πίσω. Είναι που νιώθουν ετούτα τα έρμα τα παραμύθια τα γραμμένα στη ψυχή τους να τους γδέρνουν το νου; Είναι που θέλουν να καταρρίψουν το μύθο; Ή μήπως απλά θέλουν να μάθουν κι αυτό κοντά σε όλα τα άλλα; Ο,τι απ’ όλα και να συμβαίνει γεγονός είναι πως οι πληγές λένε πως είναι πια ξεραμένες. Αλλά δεν είναι. Και σύντομα το καταλαβαίνουν ετούτο.

Ετούτες θα πείτε πως είναι κοινωνικές κι ανθρωπολογικές ιστορίες και τι μας νοιάζει εμάς.

Μας νοιάζει…

Γιατί σήμερα πολλοί, ανάμεσα τους και απόγονοι Μικρασιατών προσφύγων στη Μυτιλήνη που έχω την τιμή να εκπροσωπώ ήρθαμε για να πανηγυρίσουμε για μια πληγή στα πλευρά των Ρωμιών που δεν κλείνει 94 χρόνια τώρα… Ετούτη η πληγή δεν έκανε ποτέ της κάκαδο. Παρέμεινε ανοιχτή κι αιμορροούσα, κακοφορμισμένη, πληγή που δεν καθαρίστηκε ποτές της, κανείς και ποτέ δεν την περιποιήθηκε... Χρόνια τώρα παρατημένη, ηθελημένα θαρρείς από τους προηγούμενους... Και το πιότερο σημαντικό! Τι μοναδική αίσθηση ο πόνος ετούτης της πληγής; Χώρια που μόλις νοιώσεις πως την κουβαλάς αρχινάς να τη σαλαγάς... Σ’ αρέσει να σε πονά ετούτη η πληγή. Και δώστου αλάτι απάνω της να τσούξει κι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο... Ώσπου συμφιλιώνεσαι πια με την ύπαρξη της.  Αδιαφορείς για αυτήν... Εσύ για το νιώσιμο ετούτου του πόνου έκανες ότι έκανες... Ο πόνος ετούτος ήταν τελικά η Ιθάκη σου. Και για δες θάμα... Εσύ έφτασες στην Ιθάκη!

 

Τι είναι όλο ετούτο;

Είναι ένα ντέρτι. Είναι ένα ντέρτι που γίνεται γράμματα που στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο και σχηματίζουν λέξεις, προτάσεις, γίνονται σελίδες και βιβλία όλα για ένα και μοναδικό λόγο, το αλάτι στην πληγή…

Η προσφυγιά είναι πληγή, αγιάτρευτη και την αντέχεις, τη νταγιαντάς μοναχά σαν την κάνεις αμανέ, ποιήματα, ζωγραφιές, κεντήματα, παραμύθια, βιβλία.

Σήμερα όμως ήρθαμε από τη Μυτιλήνη στη Σμύρνη για να πούμε πως την προσφυγιά την νταγιαντάς και σαν καταλάβεις πως δεν είναι θάνατος, είναι Ανάσταση. Είναι θαύμα.

Ήρθαμε 25 του Σεπτεμβρίου 2016, 94 χρόνια και 16 μέρες μετά από τότες, για να φωνάξουμε σε ετούτη την Εκκλησιά Χριστός Ανέστη. Η Μικρασία Ανέστη Παναγιότατε. Η Μικρασία έχει Ρωμιούς, ψυχές και ζωντανούς Μικρασιάτες, άνδρες γυναίκες και παιδιά. Δεν χάνεται.

Σήμερα χάρη σε εσάς Παναγιότατε μάθαμε πως τα σίδερα που πετάξαν οι Φωκαείς στη θάλασσα ξανανεβήκαν στον αφρό, Χριστός Ανέστη, τα σπασμένα αγάλματά του Καβάφη είναι στους ναούς, γυρίσαν, Χριστός Ανέστη, τα κελύφη των αρχαίων θεάτρων του Σεφέρη είναι ολόγιομα, Χριστός Ανέστη, ο στέφανος της ζωής του Άη Γιάννη είναι στα μέτωπα των χαμένων μας, αλλά πιστών, αδελφών, πατεράδων και μανάδων, γιαγιάδων και παππούδων, Χριστός Ανέστη, ναι «πάνω στο χώμα σου είμαστε. Έχουμε πατρίδα» Χριστός Ανέστη, έχουμε Δεσπότες, εκκλησιές, έχουμε τον Πατριάρχη της γενιάς της ειρηνικής παλιννόστησης του Γένους, Χριστός Ανέστη…

Πανηγυρίζουμε. Πανηγυρίζουν σήμερα στον Άγιο Παράδεισο οι γέροι που μάθαμε στους καφενέδες του προσφυγικού μαχαλά της Μυτιλήνης. Οι που μας γυρίζαν από ποδιά σε ποδιά γύρω τριγύρω στο μεγάλο μαγκάλι με το μαρμάρινο περβάζι όπου ακουμπάγαν τα ποτήρια με το ρακί και τη φέτα το ψωμί την ψημένη στην πυρήνα την περιχυμένη με λιόλαδο κι αλάτι, τις σαρδέλες, τις ελιές, τα κρομμύδια τα σπασμένα στο γόνατο. Οι που μας μάθανε τα τραγούδια στη γλώσσα τ’ αλλουνού που έγινε εχθρός και το ρακί που χυνόταν στο πάτωμα χοή για τους αποθαμένους και τους που χαθήκαν. Οι που τσουγκρίζαν τα ποτήρια τους φωνάζοντας δυνατά. Καχρ ολσλσούν σεμπέπ ολανλάρ. Ανάθεμα στον αίτιο...

 

Σας ευχαριστούμε Παναγιότατε. Οι Μικρασιάτες, από τα προσφυγοχώρια και τους Άγιους προσφυγικούς συνοικισμούς, σας ευχαριστούμε για ετούτη τη Λαμπρή. Σας ευχαριστούμε για το μάθημα που μας δώσατε με τη χειροτονία σήμερα του αγαπημένου μας πατέρα κι αδελφού Κύριλλου Συκή ως Επισκόπου Ερυθρών. Σας ευχαριστούμε για το ότι μας δείξατε πως δεν είμαστε ένα ξύλο χωμένο στη γης αλλά έχουμε ρίζες που πάνε βαθειά και ετούτες μας κρατάνε όρθιους σε ετούτη την κοσμοχαλασιά.

Τα τελευταία χρόνια θυμώσαμε, λυπηθήκαμε. Άδικο είπαμε. Άδικο είπαμε, για να μπορέσουμε να σταθούμε ανάμεσα στο θυμό και στη λύπη. Άδικο – Αδικία… Τίποτα όμως δε πάει χαμένο, τίποτα δε χάνεται, όσα χρόνια και αν περάσουν. Κάποια στιγμή ο κόσμος δικαιώνεται για το τι πέρασε. Ο πόνος γεννοβολά ελπίδες.

Κι ο πατέρας Κύριλλος από τη Σμύρνη, την πονεμένη να μας λέει «Έχει ο θεός». Είχε ο Θεός. Πράματα και θάματα είχε…

Θεοφιλέστατε Επίσκοπε Ερυθρών κ. Κύριλλε. Από όλους εμάς τους συμπατριώτες σου Μικρασιάτες που περπατήσαμε μαζί στο νησί, στις παραλίες, τους κάμπους και τα βουνά της Μικρασίας με εσένα πρώτο πάντα να μας δείχνεις το δρόμο. Ένα κομμάτι ξύλο ελιάς από το νησί να σε στηρίζει στους δρόμους που θα ανοίξεις από σήμερα. Είμαστε περήφανοι για εσένα…

Κι όπως μας έλεγες εσύ, είναι ώρα να σου πούμε κι εμείς.

«Έχει ο Θεός» Κύριλλε. Χριστός Ανέστη. ΑΞΙΟΣ

 

--------------

* Ομιλία Στρατή Μπαλάσκα, εκπροσώπου της υπό ίδρυση Αδελφότητας Μικρασιατών Μυτιλήνης, στη χειροτονία σε Επίσκοπο Ερυθρών του Αρχιμανδρίτη π. Κυρίλλου Συκή

φωτο: Ο Στρατής Μπαλάσκας μιλώντας στο γεύμα που παρατέθηκε μετά τη χειροτονία του σε Επίσκοπο του π. Κυρίλλου Συκή

Μοιράσου το άρθρο!