«Μπορούσες να δεις την ευτυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους»
Ο Ahmad*, ένα αγόρι από το Αφγανιστάν, δεν διστάζει να συνοψίσει πόσο επηρεάστηκε η ζωή του ίδιου, αλλά και των υπολοίπων ασυνόδευτων παιδιών, όταν μετεγκαταστάθηκαν από μια άθλια δομή φιλοξενίας σε ένα ελληνικό νησί στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.
«Μέχρι τώρα οι ζωές μας ήταν ένα ερωτηματικό», λέει. «Τώρα έχουμε σταθερότητα. Θέλω η ζωή μου να μπει σε μια σειρά. Είμαι ελεύθερος.»
Ο Ahmad είναι ένα από τα 59 ευάλωτα παιδιά πρόσφυγες που μετεγκαταστάθηκαν φέτος τον Απρίλιο στο Λουξεμβούργο και τη Γερμανία από τα ανασφαλή και ανθυγιεινά κέντρα υποδοχής των ελληνικών νησιών. Η μετεγκατάσταση πραγματοποιήθηκε στο αποκορύφωμα της πανδημίας COVID-19.
Στους μήνες που ακολούθησαν, έξι ακόμα παιδιά μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, 50 στη Φινλανδία, 25 στην Πορτογαλία και 18 στο Βέλγιο. Από την Παρασκευή, 21 Αυγούστου, 49 ακόμα παιδιά αναχώρησαν για Γαλλία, με τον αριθμό των παιδιών που έχουν μετεγκατασταθεί μέχρι στιγμής από την Ελλάδα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες να φτάνει συνολικά τα 207.
Τα παιδιά εγκατέλειψαν την πατρίδα τους λόγω των συγκρούσεων και αντιμετώπισαν αρκετές δυσκολίες στο ταξίδι τους προς την Ελλάδα. Εκεί, πολλά από αυτά πέρασαν πολλούς μήνες ζώντας σε ετοιμόρροπα καταλύματα, συχνά χωρίς τουαλέτα ή τρεχούμενο νερό.
Για το προσωπικό της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.), καθώς και για τους εταίρους της, οι μετεγκαταστάσεις προσφέρουν ελπίδα έπειτα από επανειλημμένες εκκλήσεις για την εξεύρεση λύσεων για τα παιδιά αυτά.
«Βλέπεις την ευτυχία στα πρόσωπά τους. Μπορούν να δουν ότι κάτι καινούριο τα περιμένει», δήλωσε η France Matrahji από τον τομέα προστασίας της Υ.Α. στη Λέσβο.
Μέχρι στιγμής, έντεκα κράτη της Ε.Ε. έχουν δεσμευτεί να μεταφέρουν περίπου 1.100 από τα 1.600 ασυνόδευτα παιδιά, που είναι ο στόχος για τη μετεγκατάσταση από Ελλάδα. Στη χώρα βρίσκονται αυτή τη στιγμή συνολικά 4.558 ασυνόδευτα παιδιά – από τα οποία περίπου το 25% είναι στα νησιά του Αιγαίου.
Αυτή η δέσμευση ήταν πολύ σημαντική, ανέφερε ο Philippe Leclerc, Αντιπρόσωπος του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα.
«Yποστηρίζουμε εδώ και χρόνια τη μετεγκατάσταση, ιδιαίτερα ύστερα από την επιδείνωση του υπερσυνωστισμού στα κέντρα φιλοξενίας των νησιών το 2019. Επιδιώξαμε αυτή την αλληλεγγύη προς τις πιο ευάλωτες περιπτώσεις, όπως τα ασυνόδευτα παιδιά που μένουν για πολύ καιρό στα κέντρα υποδοχής στα νησιά, στα χερσαία σύνορα, που βρίσκονται σε αστυνομικά τμήματα ή που είναι άστεγα», τόνισε.
«Αυτές οι μετεγκαταστάσεις είναι μια λύση που είναι καλή για τα ίδια τα παιδιά και καλή απόδειξη της αλληλεγγύης της Ε.Ε. προς την Ελλάδα», ανέφερε. «Η ασφάλεια και η φροντίδα των παιδιών που είναι μόνα τους στην Ελλάδα πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα».
«Η χώρα πρέπει να διευρύνει την ικανότητά της να προστατεύει τα ασυνόδευτα παιδιά με την υποστήριξη της Ε.Ε., αλλά η μετεγκατάσταση σε χώρες της Ε.Ε. των πιο ευάλωτων περιπτώσεων ανακουφίζει επίσης την πίεση που δέχεται το ελληνικό σύστημα», πρόσθεσε.
Οι μεταφορές καθυστέρησαν λόγω της πανδημίας, αλλά τον Απρίλιο το Λουξεμβούργο και η Γερμανία ενημέρωσαν την Αθήνα ότι σχεδίαζαν να προχωρήσουν υπό αυστηρές συνθήκες, λόγω του ιού. Αυτό έδωσε το έναυσμα για μια μεγάλη κινητοποίηση από την πλευρά της Ειδικής Γραμματέως για την προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων στην Ελλάδα Ειρήνης Αγαπηδάκη και του γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας στην Αθήνα, στα νησιά και των εταίρων της σε Λέσβο, Χίο και Σάμο.
«Συγκινούμαι κάθε φορά που βρίσκομαι στο αεροδρόμιο για να χαιρετήσω τα παιδιά και να τους ευχηθώ καλή τύχη. Τόσοι πολλοί άνθρωποι έχουν αφοσιωθεί πολύ και εργαστεί σκληρά ώστε να πετύχει το πρόγραμμα μετεγκατάστασης και να προσφέρει σε αυτά τα παιδιά μια ευκαιρία για ένα λαμπρό μέλλον», δήλωσε η κα. Αγαπηδάκη, της οποίας το τμήμα υποστηρίζει την ευημερία, την εκπαίδευση και τη στέγαση των παιδιών.
Οι 48 ώρες πριν από την αναχώρηση για το Λουξεμβούργο είχαν ήδη αρχίσει να μετρούν αντίστροφα. Υλοποιήθηκαν οι διαδικασίες για την αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος για τους πιθανούς ταξιδιώτες ενώ το προσωπικό της Ύπατης Αρμοστείας σε συνεργασία με τους εταίρους της, τις ΜΚΟ ΜΕΤΑδραση και PRAKSIS, καθώς και με το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), τον αρμόδιο φορέα της Ε.Ε., επέλεξαν τις περιπτώσεις για υποβολή στις αρμόδιες αρχές στην Ελλάδα και το Λουξεμβούργο.
Το προσωπικό της Ύπατης Αρμοστείας στην Ελλάδα θυμάται την εντατική προσπάθεια που κατέβαλε για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων στα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης εν μέσω των περιορισμών λόγω του COVID-19 και για τη συμπλήρωση λεπτομερών εγγράφων. Κάθε περίπτωση παιδιού απαιτούσε τη συλλογή, επεξεργασία και υποβολή σχετικών εγγράφων. Κάθε παιδί έπρεπε να συναινέσει και σε ορισμένες περιπτώσεις έπρεπε να ζητηθεί η γνώμη των γονέων πίσω στις χώρες καταγωγής.
Ένα γραφειοκρατικό λάθος θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πιθανότητα ενός παιδιού για μετεγκατάσταση, ανέφερε μέλος της Υ.Α.
«Δεν κοιμόμασταν. Εργαζόμασταν 24 ώρες το 24ωρο, πραγματοποιώντας τις συνεντεύξεις, στέλνοντας ηλεκτρονικά μηνύματα, ενώ παρακολουθούσαμε συνεχώς τις εξελίξεις», ανέφερε η France Matrahji.
Το προσωπικό του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (ΔΟΜ) προετοίμασε τα παιδιά για την αναχώρησή τους, πραγματοποίησε όλους τους υγειονομικούς ελέγχους και τα συνόδευσε στις χώρες υποδοχής, σε ένα ακόμη παράδειγμα καλής συνεργασίας μεταξύ των δύο οργανισμών των Ηνωμένων Εθνών.
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.), ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) και το Ταμείο του ΟΗΕ για τα Παιδιά (UNICEF) διαμόρφωσαν πρότυπα για τον εντοπισμό και την προτεραιοποίηση των παιδιών προς μετεγκατάσταση.
Συνολικά, 12 παιδιά ταξίδεψαν στο Λουξεμβούργο, ενώ 47 πήγαν στη Γερμανία. Τα περισσότερα ήταν από το Αφγανιστάν, ενώ κάποια προέρχονταν από τη Συρία και την Ερυθραία. Σχεδόν όλοι ήταν έφηβοι.
Το αεροπλάνο προς τη Γερμανία προσγειώθηκε στο Αννόβερο. Μετά από δύο εβδομάδες καραντίνας στην Κάτω Σαξονία, τα παιδιά πήγαν σε διαφορετικά μέρη για να ξεκινήσουν τη διαδικασία ένταξης. Το ένα τρίτο θα ζήσει με συγγενείς που βρίσκονται ήδη στη Γερμανία, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας Chris Melzer.
Και οι δύο χώρες καλωσόρισαν τα παιδιά.
Στο Λουξεμβούργο, τα παιδιά φιλοξενήθηκαν σε μια δομή στο βόρειο τμήμα της χώρας, υπό την επίβλεψη της Κάριτας Λουξεμβούργου, η οποία ανέπτυξε μια πολυεπιστημονική ομάδα αποτελούμενη από ψυχολόγο και κοινωνικούς λειτουργούς που μιλούν αραβικά, φαρσί και νταρί.
O Faruk Licina είναι μέλος της ομάδας φιλοξενίας της Κάριτας Λουξεμβούργου. Ανέφερε ότι η καραντίνα έκανε τις πρώτες δύο εβδομάδες δύσκολες. Τα σχολεία έκλεισαν και τα παιδιά έπρεπε να περιμένουν για να αρχίσουν να μαθαίνουν τις γλώσσες της χώρας.
Ανέφερε ότι ορισμένα παιδιά είχαν υποφέρει ψυχολογικά, δεδομένου του τι τους είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια. Μόλις όμως εγκαταστάθηκαν, άρχισαν να αθλούνται μαζί και να γνωρίζουν καλύτερα την πόλη. Είναι προστατευμένα από τα αδιάκριτα μάτια, αλλά ο Ahmad είπε στον Faruk για τα νέα συναισθήματα ελευθερίας και σταθερότητας που βιώνει.
Τώρα έχουν άνετα κρεβάτια, καλό φαγητό και πιο σταθερές προοπτικές, ανέφερε ο Faruk Licina, προσθέτοντας ότι η συγκεκριμένη εμπειρία ήταν επίσης «πολύ ουσιαστική» για την ομάδα της Κάριτας.
«Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα… Έπρεπε να ψάξουμε για ένα σπίτι για να ζήσουν, για να πάρουμε την εξουσιοδότηση. Ο κοινωνικός τομέας είχε παραλύσει λόγω του COVID, αλλά έπρεπε να αναζητήσουμε συναδέλφους οι οποίοι θα φρόντιζαν τα παιδιά», πρόσθεσε.
«Όλοι όμως έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους για να τους καλωσορίσουν», τόνισε.
Η κυβέρνηση της Ελλάδας και τα συμμετέχοντα κράτη μέλη της Ε.Ε. ηγούνται του προγράμματος μετεγκατάστασης, το οποίο συντονίζει και χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο ΔΟΜ, η Ύπατη Αρμοστεία και η UNICEF υποστηρίζουν πλήρως όλες τις πτυχές της διαδικασίας μετεγκατάστασης, σε στενή συνεργασία με βασικούς εταίρους, όπως το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO).
*Το όνομα έχει αλλάξει για λόγους προστασίας
---