RSA: «Σήμερα, οι γυναίκες πρόσφυγες στο Ανατολικό Αιγαίο βρίσκονται σε κίνδυνο».
Kάθε 8 του Μάρτη τιμάμε τους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος για τα δικαιώματα των γυναικών για την εργασία, την υγεία, την εκπροσώπηση στην πολιτική και την επιστήμη, αλλά και για βασικές ανάγκες όπως η ελευθερία και οι σεξουαλικές επιλογές.
Οι αγώνες αυτοί, ωστόσο, φαίνεται να μην έχουν τέλος. Μόλις πριν από λίγες ημέρες ο γ.γ των Ηνωμένων Εθνών δήλωσε πως η φυλετική ισότητα δεν θα επέλθει για ακόμη τρεις αιώνες, ενώ οι αμέτρητες γυναικοκτονίες, οι ξυλοδαρμοί, οι δηλητηριάσεις και ο υποβιβασμός των γυναικών σε παγκόσμιο επίπεδο επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά του.
Η κατάσταση που επικρατεί στο Ανατολικό Αιγαίο και ο τρόπος συμπεριφοράς απέναντι στις γυναίκες πρόσφυγες, δεν δίνει, επίσης, κάποιο ελπιδοφόρο σημάδι.
Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο» (RSA), που στοχεύει στην παροχή νομικής υποστήριξης προσφύγων, την παρακολούθηση και ανάδειξη παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και στην κοινωνική και ανθρωπιστική ενίσχυση ιδιαίτερα ευάλωτων ατόμων, υλοποίησε από τον Αύγουστο του 2020, ένα διετές πρόγραμμα για την ανταπόκριση στις αυξημένες ανάγκες προστασίας των γυναικών που διατρέχουν κίνδυνο και αφίχθησαν στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, με στόχο την εξασφάλιση επαρκούς νομικής, κοινωνικής και ανθρωπιστικής βοήθειας διεκδικώντας ταυτόχρονα την εφαρμογή των εκ του νόμου επιβεβλημένων διαδικαστικών εγγυήσεων.
Οι ιστορίες τριών από τις γυναίκες που δέχτηκαν τη βοήθεια της RSA, συγκλονίζουν. Πρόκειται για γυναίκες εξαιρετικά ευάλωτες, που δεν γνωρίζουν καν το νομικό καθεστώς και τα δικαιώματά τους, που δεν έχουν πρόσβαση σε νομική εκπροσώπηση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ασύλου, και καμία ψυχοκοινωνική υποστήριξη, παρά το γεγονός ότι οι ανάγκες τους είναι προφανείς.
Η B.C έπεσε θύμα trafficking στη χώρα της και στη διάρκεια του ταξιδιού της προς την Ελλάδα
Η B.C. είναι μια νέα μονογονέας γυναίκα από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, μητέρα ενός μωρού 10 μηνών, που έφτασε στη Λέσβο πριν δύο χρόνια, ενώ ήταν έγκυος. Σχεδόν αναλφάβητη, ήταν σκλάβα του σεξ στη χώρα της από 13 ετών. Ήταν θύμα βίας, trafficking και είχε υποστεί βιασμούς, τόσο στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όσο ζούσε εκεί, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της προς την Ελλάδα. Έχει υποστεί επτά εξαναγκαστικές εκτρώσεις με πρωτόγονα μέσα στη χώρα της.
Και όμως, η B.C., όταν έφτασε στην Ελλάδα, δεν αναγνωρίστηκε ως γυναίκα σε κίνδυνο, ούτε ως θύμα έμφυλης βίας και trafficking. Δεν έλαβε ψυχο-κοινωνική στήριξη, ούτε παραπέμφθηκε σε εξειδικευμένο προσωπικό, παρότι ανέφερε συγκεκριμένα τις τραυματικές της εμπειρίες στις αρμόδιες αρχές για το άσυλο. Δεν είχε πρόσβαση σε δικηγόρο, ούτε σε πρώτο ούτε σε δεύτερο βαθμό (ενώ στον δεύτερο βαθμό η πρόσβαση σε δικηγόρο είναι μάλιστα υποχρεωτική). Έλαβε απορριπτική απόφαση ασύλου και σε δεύτερο βαθμό, από την Αρχή Προσφυγών και της στέρησαν τα έγγραφά της και την πρόσβαση σε συνθήκες και υπηρεσίες υποδοχής.
Η Ο.G ήρθε στην Ελλάδα και έμεινε στον δρόμο με τα τέσσερα παιδιά της
Η O.G. είναι μόνη μητέρα τεσσάρων ανήλικων παιδιών από τη Συρία, που έφτασε στη Λέσβο πριν δύο χρόνια. Είχε συλληφθεί και φυλακιστεί στη Συρία για πολιτικούς λόγους. Είναι θύμα βασανιστηρίων τόσο στη Συρία όσο και στην Τουρκία, και υποφέρει από σοβαρές σωματικές και ψυχολογικές συνέπειες των βασανιστηρίων, ενώ το χέρι της έχει υποστεί μερική παράλυση.
Και όμως, η O.G. επίσης δεν αναγνωρίστηκε ως γυναίκα σε κίνδυνο, ούτε ως θύμα βασανιστηρίων και έμφυλης βίας όταν έφτασε στην Ελλάδα. Δεν είχε πρόσβαση σε στοιχειώδεις συνθήκες υποδοχής, και δεν έλαβε καμία νομική ή ψυχοκοινωνική υποστήριξη. Διέμεινε σε εξευτελιστικές συνθήκες στη Λέσβο, αρχικά στον καταυλισμό της Μόριας επί οκτώ μήνες, και στη συνέχεια άστεγη στον δρόμο για μια βδομάδα, μαζί με τα παιδιά της, μετά τη φωτιά στον καταυλισμό και την καταστροφή του.
Τα παιδιά της δεν είχαν καμία πρόσβαση σε εκπαίδευση όσο ήταν στη Λέσβο. Ακολουθήθηκε η διαδικασία συνόρων και εξετάστηκε η περίπτωσή της με βάση τον χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας, ενώ ήταν ευάλωτη. Δεν εφαρμόστηκαν ούτε στην περίπτωση της οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις, και η αίτηση ασύλου της εξετάστηκε και απορρίφθηκε, χωρίς η ίδια να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο, ενώ τα ιατρικά πιστοποιητικά που περιέγραφαν την κρίσιμη κατάσταση της υγείας της δεν λήφθηκαν υπόψη.
Η Ο.Μ δικάστηκε χωρίς να έχει πρόσβαση σε δίκαιη ακρόαση
Η O.M. είναι μια νεαρή γυναίκα από τη Σομαλία, που έφτασε στη Λέσβο. Είναι αναλφάβητη, και θύμα trafficking και συστηματικής έμφυλης βίας από όταν ήταν παιδί – πρώτα στη Σομαλία, και μετά στη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία.
Έχει υποστεί ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων της, και εξαναγκάστηκε σε γάμο όσο ήταν ανήλικη, κατά τη διάρκεια του οποίου υπέστη συστηματική σεξουαλική και σωματική κακοποίηση. Είναι θύμα παιδικής εργασίας. Καταδικάστηκε σε θάνατο δια λιθοβολισμού από την ισλαμιστική οργάνωση Αλ Σαμπάμπ στη Σομαλία, επειδή γέννησε ένα δεύτερο παιδί εκτός γάμου, και απέδρασε για να γλιτώσει τη δημόσια εκτέλεση.
Και όμως, η O.M., όταν έφτασε στην Ελλάδα, επίσης δεν αναγνωρίστηκε ως γυναίκα σε κίνδυνο, ούτε ως θύμα συστηματικής έμφυλης βίας και trafficking. Δεν παραπέμφθηκε σε ιατρική ή ψυχοκοινωνική υποστήριξη. Ακολουθήθηκε αρχικά η διαδικασία συνόρων και δεν εφαρμόστηκαν ούτε γι’ αυτήν οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις, ούτε είχε πρόσβαση σε δίκαιη ακρόαση με αυτοπρόσωπη παρουσία.
Αντίθετα, η συνέντευξη για την αίτηση ασύλου της έγινε απομακρυσμένα, και διατάχθηκε παρά την προφανή ευαλωτότητά της, η επιστροφή της στην Τουρκία, με χρήση της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας από την Υπηρεσία Ασύλου.
Η «Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο» στη διάρκεια του διετούς προγράμματος που εφάρμοσε κατάφερε να βοηθήσει συνολικά 42 γυναίκες και 49 παιδιά: γυναίκες μόνες με βρέφη ή παιδιά, θύματα trafficking/έμφυλης βίας, αλλά και εντός οικογενειών με αναβαθμισμένη ευαλωτότητα και ψυχοκοινωνικές ανάγκες. Περίπου το 70% των γυναικών αναγνωρίστηκαν επίσημα ως θύματα σοβαρής έμφυλης βίας, βασανιστηρίων/ή trafficking, και, εν τέλει, απέκτησαν πρόσβαση σε ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες και ιατρική φροντίδα.
Σε σχετικό κείμενό της αναφέρει:
«Οι γυναίκες αποτελούν μια ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα που χρειάζεται αυξημένη προστασία μεταξύ των προσφύγων, καθώς το φύλο μπορεί να αποτελεί μια “ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα”, κατά την έννοια της Σύμβασης του 1951 για τους Πρόσφυγες.
Οι γυναίκες που είναι μόνες, με νεογέννητα βρέφη και παιδιά, καθώς και τα θύματα trafficking και έμφυλης βίας αποτελούν μια ακόμη πιο ευάλωτη υποκατηγορία. Mια ομάδα με ειδικές ανάγκες προστασίας και υπόκεινται σε αυξημένους κινδύνους, θυματοποίηση και διώξεις.
Αυτό που έχουν ανάγκη, αυτό που προβλέπει η διεθνής και εθνική νομοθεσία και αυτό που τους οφείλει η Πολιτεία και η κοινωνία είναι μια ολιστική και αποτελεσματική υποστήριξη, εξατομικευμένο χειρισμό των υποθέσεών τους, και στόχευση στην προστασία, στην ενδυνάμωση και την ένταξή τους με όρους ισότητας. Οτιδήποτε λιγότερο συνιστά βία εναντίον τους και δεν είναι ανεκτή».