Βιβλίο

11/04/2012 - 07:06

Δημήτρης Γιατρέλλης, "Το τραγούδι του κούκου" (μυθιστόρημα)

Γράφει: Παναγιώτης Σκορδάς 

Δημήτρης Γιατρέλλης, «Το τραγούδι του κούκου» (μυθιστόρημα), εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011, σελ. 229

Την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση πραγματοποίησε πριν λίγο καιρό ο συμπατριώτης μας Δημήτρης Γιατρέλλης, ο οποίος γεννήθηκε στον Πολιχνίτο το 1959, μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα και από το 1989 ζει μόνιμα στη Μυτιλήνη με την οικογένειά του. Δυο λόγια για την υπόθεση του μυθιστορήματος «Το τραγούδι του κούκου», όπως τα διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: «Αυτό μόνο επιθυμούσε: να υλοποιήσει τη δουλειά που εμπνεύστηκε και σχεδίασε μαζί με την αγαπημένη του, τη Ζωή. Ο Χρίστος Βλαστός μετρούσε τις μέρες που θα απολυόταν από το στρατό κι έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο σχέδιο που θα συνδύαζε και θα μπόλιαζε με το μεγάλο του πάθος, τη μουσική. Απαραίτητη προϋπόθεση να πείσει τον επιχειρηματία πατέρα του να εγκρίνει και να χρηματοδοτήσει τη δουλειά, πράγμα καθόλου εύκολο, μιας και αυτός σχεδίαζε να τον προωθήσει σε σημαντικό πόστο της επιχείρησής του.

Πρώτα τον εγκατέλειψε η Ζωή, λίγο πριν απολυθεί, και αμέσως μετά ο πατέρας του έκανε φύλλο και φτερό το “σχέδιο ζωής” που είχε επεξεργαστεί. Παρ’ όλα αυτά, του υπόσχεται ότι θα του επιτρέψει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, έστω για μια χρονιά.

Ανακουφισμένος από την εξέλιξη, φεύγει για διακοπές στη Μυτιλήνη και φιλοξενείται στο σπίτι του φίλου του Δημήτρη. Απώτερος σκοπός του ταξιδιού να πάνε με τον φίλο του για τρεις εβδομάδες στην Τουρκία. Εκεί, εκτός των άλλων, σκοπεύει να ξεσηκώσει ιδέες από τα καφέ της Ανατολής και να τις προσαρμόσει στο δικό του σκοπό.β

Όμως, αντί για την πραγματοποίηση του σχεδίου του, βρίσκεται κλεισμένος σε ένα δωμάτιο με κάγκελα που φράζουν κάθε διέξοδο. Απέξω, ένας κούκος υποδέχεται τη μέρα με ένα τραγούδι που θυμίζει λυγμό. Γνωρίζει κάτι για τη συνέχεια;».

Από το ιδιαίτερο, καλογραμμένο και ευκολοδιάβαστο αυτό μυθιστόρημα μεγάλο μέρος του οποίου διαδραματίζεται στη Λέσβο αντιγράφουμε ένα απόσπασμα:

«Γελάσαμε και οι δυο με την ψυχή μας. Ήταν ήδη οκτώμισι όταν ξεκινήσαμε για το σπίτι. Η κίνηση στον κεντρικό δρόμο ήταν αφόρητη. Κούνησα με απογοήτευση το κεφάλι. Το σκηνικό μού ήταν γνώριμο σε απελπιστικό βαθμό. Αυτοκίνητα διπλοπαρκαρισμένα, λεωφορεία που προσπαθούν να στρίψουν, φορτηγά που μαρσάρουν, φανάρια, φωνές και μηχανάκια. Πολλά μηχανάκια κάθε μάρκας, χρώματος και κυβισμού. Δεν έχω δει σε άλλη πόλη της Ελλάδας τόσο πολλά μηχανάκια σε κίνηση και ακόμα πιο πολλά αραγμένα, οπουδήποτε μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου.

Από τη μεριά του λιμανιού, πολυτελή σκάφη σε προκαλούν με έπαρση να τα κοιτάξεις δεύτερη φορά. Από την αντίθετη πλευρά, παλιά αρχοντικά κτίρια γεμάτα χάρη και ομορφιά, με μια ελιτίστικη φινέτσα που σου κόβει την ανάσα, ανακατεμένα με τα τσιμεντένια κουτιά των Νεοελλήνων, κάνουν τη σύγκριση αναπόφευκτη και το συμπέρασμα θλιβερό για τις αρχιτεκτονικές σχολές της χώρας. Από τη μια ο πλούτος να γίνεται κατάθεση ψυχής και να επενδύεται στην ομορφιά και στο γούστο και από την άλλη η ασχήμια και η κακομοιριά να αυξάνουν τον πλούτο και τις καταθέσεις στις τράπεζες. Στυφή η γεύση.

Πάλι καλά που δεν τα γκρέμισαν κι αυτά! Σκέφτηκα την ώρα που περνούσαμε μπροστά από το επιβλητικό κτίριο της Νομαρχίας.

Συνεχίσαμε το δρόμο μας –τα αρχοντικά λιγόστευαν- μέχρι που φτάσαμε σε μια περιοχή γεμάτη πολυκατοικίες, που σε τίποτα δε διέφερε από τις συνοικίες των προαστίων της Αθήνας. Σταματήσαμε έξω από μια πενταώροφη.

“Φτάσαμε” είπε ο Δημήτρης.

“Πώς λέγεται η περιοχή;” Ρώτησα και κοίταξα γύρω μου, όπου υπήρχαν παντού μόνο κτίρια.

“Χρυσομαλλούσα. Από την Παναγία τη Χρυσομαλλούσα, που έδωσε και το όνομα στην ενορία της περιοχής. Παλιά εδώ είχε πολλούς αγρότες με πλούσιες καλλιέργειες και υπήρχαν διάσπαρτοι αρκετοί παραδοσιακοί πύργοι, μερικοί από τους οποίους διασώζονται μέχρι και σήμερα”.

Ξεφορτώσαμε τις βαλίτσες από το αυτοκίνητο και μπήκαμε στο κτίριο. Με το ασανσέρ ανεβήκαμε στον τρίτο όροφο και προχωρήσαμε στο διάδρομο.

Ο Δημήτρης ξεκλείδωσε μια πόρτα και μπήκαμε. Ήταν μια ευρύχωρη και ζεστή γκαρσονιέρα, πλήρως επιπλωμένη και πεντακάθαρη.

“Το δωματιάκι του παππού. Από τότε που πέθανε η γιαγιά, εδώ και πέντε χρόνια, μένει άδειο. Ο παππούς μετακόμισε στο εξοχικό στη Νυφίδα, και ζει παρέα με τα σκυλιά του. Όταν λέμε εξοχικό, μη φανταστείς καμιά βίλα με πισίνα. Μια μικρή καλύβα με λίγη γη που την καλλιεργεί και μερικά ζωντανά που τα φροντίζει και μας φέρνει τυρί όποτε μας επισκέπτεται. Την γκαρσονιέρα και το εξοχικό τα έχει γράψει σε μένα. ‘Δημήτρης θα βγει, Δημήτρης θα μπει’ λέει κάθε φορά που το φέρνει η κουβέντα. Βολέψου και σε λίγο έλα απέναντι”.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι και έκλεισα τα μάτια. Σε λίγο θα άρχιζε το δύσκολο κομμάτι της όλης ιστορίας. Οι συστάσεις, τα τυπικά λόγια που ακολουθούν, η αμηχανία. Κουβέντα για το ταξίδι, για τον καιρό, την κίνηση στους δρόμους. Δεν τα μπορούσα όλα αυτά. Ήταν όμως αναγκαίο κακό. Άνοιξα τη βαλίτσα και έβγαλα το δώρο για το σπίτι που είχε πάρει η μάνα μου. Ούτε που ήξερα τι ήταν, αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν κάτι καλό. Είχα εμπιστοσύνη στο γούστο της.

Πήρα το κουτί με το δώρο, βγήκα στο διάδρομο και χτύπησα το κουδούνι της εξώπορτας […]».

---------------

Διαβάστε περισσότερα στη στήλη μας:

Λεσβιακό Βιβλίο-Νέες κυκλοφορίες

Μοιράσου το άρθρο!