Νίκος Σαραντάκος, "Λέξεις που χάνονται. Ένα ταξίδι σε 366 σπάνιες λέξεις"
Γράφει: Παναγιώτης Σκορδάς
Νίκος Σαραντάκος, «Λέξεις που χάνονται. Ένα ταξίδι σε 366 σπάνιες λέξεις», εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2011, σελ. 298
Ο Νίκος Σαραντάκος, γιος του αείμνηστου συμπατριώτη μας και συνεργάτη της εφημερίδας μας Μίμη Σαραντάκου, μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενδιαφέρεται για τη φρασεολογία, την ετυμολογία και τη λεξικογραφία καθώς και για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Έχει στο ενεργητικό του 8 βιβλία ενώ κείμενά του, γλωσσικά και άλλα δημοσιεύει στο sarantakos.wordpress.com. Πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Του Εικοστού Πρώτου» που κυκλοφορούν τα βιβλία «Γλώσσα μετ’ εμποδίων» (2007) και «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία» (2009) κυκλοφόρησε ένα ακόμη βιβλίο γλωσσικού ενδιαφέροντος. Ο συγγραφέας συγκέντρωσε και παρουσιάζει 366 (όσες και οι μέρες του 2012) σπάνιες λέξεις, καταταγμένες σε αλφαβητική σειρά. Λέγοντας σπάνιες εννοεί λέξεις που να μην συμπεριλαμβάνονται στα δύο μεγάλα ελληνικά λεξικά που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή, δηλαδή το Λεξικό Τριανταφυλλίδη και το Λεξικό Μπαμπινιώτη.
Διαβάζουμε στον πρόλογο για τα κριτήρια που έθεσε ο συγγραφέας στη συγκρότηση του υλικού του:
«Επιδίωξα να διαλέξω σπάνιες λέξεις που, κατά το δυνατόν, να μην βαρύνονται με περιορισμούς χρονικούς, γεωγραφικούς και τομεακούς. Εννοώ: λέξεις που να ακούγονται ακόμα ή να ακούγονταν κατά τον προηγούμενο αιώνα· όχι αρχαίες και μεσαιωνικές λέξεις, εκτός αν συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και στα επόμενα χρόνια. Λέξεις που (εκτός εξαιρέσεων) να μην είναι περιορισμένες σε μία μόνο περιοχή της χώρας. Λέξεις που να μην είναι και τομεακά περιορισμένες, δηλαδή, εκτός εξαιρέσεων πάλι, όχι λέξεις της “βαθιάς” τεχνικής ορολογίας: η ναυτική ορολογία έχει χιλιάδες σπάνιες λέξεις, τα λαϊκά ονόματα φυτών είναι επίσης χιλιάδες, οι λέξεις των μαστόρων ή των βοσκών το ίδιο, δεν θα είχε νόημα ούτε γούστο να χαθούμε στους λαβυρίνθους της κάθε ειδικής ορολογίας. Ωστόσο, διάλεξα αρκετές λέξεις της “ρηχής” ορολογίας, της ευρύτερα γνωστής.
Προσπάθησα να διαλέξω λέξεις που να λέγονται σε περισσότερα από ένα μέρη της Ελλάδας: θέλω να αναδείξω το φαινόμενο ότι μια λέξη που θεωρείται π.χ. αποκλειστικά κρητική ή κερκυραϊκή είναι πολλές φορές πανελλήνια ή τουλάχιστον πολυπεριφερειακή, μια και ακούγεται ενδεχομένως και στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Επίσης, λέξεις που να έχουν κάποιο ενδιαφέρον ετυμολογικό (π.χ. δάνεια ή αντιδάνεια) ή ιστορικό ή να έχουν χρησιμοποιηθεί από κάποιον μεγάλο λογοτέχνη ή να ακούγονται σε κάποιο γνωστό τραγούδι. Προσπάθησα δηλαδή να βρω λέξεις που να έχω να πω γι’ αυτές κάτι ενδιαφέρον και τερπνό, λέξεις που να είναι σπάνιες μεν αλλά γνωστές σε ικανό ποσοστό των αναγνωστών».
Να μερικές τέτοιες λέξεις: αλικοντίζω, αμόντε, αντράλα, απτάλης, βαρταλαμίδι, γιαγκίνι, εντεψίζης, ζνίχι, καλιοντζής, καρλαύτης, καταχανάς, καφαλτί, μπατάκι, τζαβέτα, σατίρι, ψακή, τσάμι, τσιφτές, μαξούλι, ναμκιόρης, κ.ά. Πολλές απ’ αυτές τις συναντούμε μέχρι σήμερα στη Λεσβιακή διάλεκτο.
Δίνουμε λίγα δείγματα γραφής από αυτό το απολαυστικό βιβλίο:
αγγρίζω
Αγγρίζω θα πειερεθίζω, ενοχλώ· προκειμένου για ζώα, βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού. Άγγρισμα είναι, σύμφωνα με τον ορισμό του Σεφέρη στο Βυσσινί τετράδιο, «η καύλα των ζώων», αλλά για ανθρώπους είναι η δυσαρέσκεια. Αγγρισμένο άλογο είναι το ερεθισμένο, είτε σεξουαλικά είτε αλλιώς. Όλες οιλέξεις αυτής της οικογένειας βρίσκονται γραμμένες και με –γκ, αγκρίζω κτλ. Ετυμολογούνται από το αρχαίο αγρίζω, από το άγριος.
Στο Άξιον Εστί του Ελύτη υπάρχει ο στίχος: «ιδού εγώ καταντικρύ… της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας το άγγρισμα», ενώ ο Καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη «χτυπούσε μανιασμένος το μαστίγι, και τ’ άλογα χλιμιντρούσαν αγγρισμένα κι έτρεχαν». Κι «Η μάζα παφλάζει, ένα πελώριο, άγριο, αγκρισμένο ζώο που ξεχειλίζει από χυμούς…» σε πρόσφατη μετάφραση του Ελίας Κανέτι από τη Τζένη Μαστοράκη.
Οι λέξεις αυτές είναι ζωντανές τουλάχιστον στην Κρήτη, τη Λέσβο και ιδίως στην Κύπρο, όπου συχνά βρίσκουμε τη λ. αγγρισμένος με τη σημασία «θυμωμένος» σε εφημερίδες και ιστολόγια, π.χ. «είναι αγγρισμένος γιατί έχασεν» (στις εκλογές). Μερικοί μάλιστα έχουν την εντύπωση ότι πρόκειται για πρόσφατο δάνειο από το αγγλικό angry!
σιτζίμι
Σιτζίμι είναι το λεπτό, γερό σκοινί ή ο γερός σπάγκος. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο (sicim) και από ελληνικά λεξικά μόνο ο Πάπυρος την καταδέχτηκε. Ακούγεται ακόμα στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την Εύβοια. Σιτζίμι ήταν το σκοινί για τα ρούχα, ήταν ο σπάγκος με τον οποίο ευνούχιζαν τα ζώα, ήταν ο σπάγκος του χαρταετού. Πάντοτε γερός και καλά στριμμένος.
Στις αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία (Στου Χατζηφράγκου), ο Κοσμάς Πολίτης σχολιάζει τους σπάγγους των χαρταετών: «Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες». Υπάρχει και μαντινάδα: «Αν μ’ αγαπήσει κι αρνηθεί να τονε δω μεσκίνη / και να του δίδουν το ψωμί μ’ εννιά οργιές σιτζίμι», διότι στους λεπρούς το ψωμί το έδιναν από μακριά.
Το σιτζίμι έχει και μεταφορική χρήση. Στη Μυτιλήνη και στη Χίο, όταν βρέχει πολύ, λένε «βρέχει σιτζίμι», γιατί πέφτει η βροχή σαν συνεχές σκοινί από τον ουρανό. Η έκφραση απαράλλαχτη στα τουρκικά, sicim gibi yagmur. Κατ’ επέκταση, «σιτζίμι» λέγεται η μπόρα, π.χ. «Με το σιτζίμι βγήκες όξω, λωλός είσαι;». Ίσως το λένε και στην Κρήτη, διότι στον Κρητικό του Πρεβελάκη βρίσκω: «Ο ουρανός έριχνε τώρα σιτζίμι το νερό».
Λεσβιακό Βιβλίο-Νέες κυκλοφορίες