Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης: Ψάρι με κεφάλι και ουρά (Διηγήματα)
Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης: Ψάρι με κεφάλι και ουρά (Διηγήματα), Εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 204
Γράφει: Παναγιώτης Σκορδάς
« Η καταχνιά, αντάρα που λένε οι ντόπιοι, σκέπαζε το βουνό κι ένα επίμονο ψιλόβροχο μούλιαζε δέντρα, λουλούδια, φράχτες και σκεπές, όσες είχαν απομείνει, κι εξαφανιζόταν στη διψασμένη γη.
Το νερό στην παλιά βρύση με τις πέτρινες γούρνες έτρεχε πλούσιο και χειμαρρώδες, όπως πάντα, ξεδιψώντας τη γη, ανθρώπους και ζώα, κι ας ούρλιαζαν οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα πως θα πεθάνουμε της δίψας απ΄ την αναβροχιά.
Πριν προλάβει η γριά Citroen, που άλλοτε έτρεχε αλαζονική σε φαρδείς ασφαλτοστρωμένους δρόμους, να σταματήσει στην υποτυπώδη πλατεία, φάνηκαν στην άκρη του δρόμου τα δύο γεροντάκια, τελευταίοι κάτοικοι του οικισμού, απομεινάρια ενός παρελθόντος, και μιας αντίληψης ζωής ίσως, που έχει οριστικά χαθεί. Ενός οικισμού που, στον καιρό των Τούρκων, λογαριαζότανε από τους φορατζήδες ως «οικίαι εκατόν είκοσι δυνάμεναι», να πληρώσουν φόρους εννοείται.
Ασκεπείς χωρίς κάτι που να τους προφυλάσσει από τη βροχή, χαιρότανε που έπεφτε ασταμάτητα κι ένα χαμόγελο ικανοποίησης διαγραφότανε στα χείλη τους.
«Βλέπαμίντα να ξιρινόντι τα δέντρα, τσι κλαίγαμι. Δόξα του θιο, π΄ έβριξι». Και καθάτανε ήρεμοι στο πεζούλι του σπιτιού τους»
Στο μικρό αυτό απόσπασμα από το διήγημα «Οικίαι εκατόν είκοσι» από τη συλλογή με τον τίτλο «Ψάρι με κεφάλι και ουρά» του Ξενοφώντα Μαυραγάνη μπορούμε να διακρίνουμε μερικά από τα χαρακτηριστικά της πρώτης του πεζογραφικής κατάθεσης, με την οποία ξεκίνησε το ταξίδι του στο χώρο της λογοτεχνικής απεικόνισης του κόσμου.
Τα διηγήματα της συλλογής σε πρώτο επίπεδο είναι απλά. Η γλώσσα είναι ηθελημένα ίσια, στρωτή, ρέουσα, μπολιασμένη έξυπνα με τη Λεσβιακή ντοπιολαλιά και οι ιστορίες εμφανίζονται εκ πρώτης όψεως και αυτές καθημερινές, απλές, με γραμμική αφήγηση και εκφραστική λιτότητα. Ξαναδιαβάζοντας τα, ωστόσο διακρίνει κανείς από κάτω τον πραγματικό, σύνθετο χαρακτήρα τους. Στο πρώτο επίπεδο με μια χαμηλή, διακριτική φωνή μιλούν για τον πόνο της ξενιτιάς και το νόστο του γενέθλιου τόπου των περασμένων δεκαετιών αλλά και για τη προσφυγιά του σήμερα, τη βασανισμένη ζωή απλών ανθρώπων του χωριού, τον αγώνα της βιοπάλης, τη μοναξιά και την ανάγκη της οικογενειακής αγκαλιάς, τη ζεστασιά του ανθρώπινου χνώτου. Η προβλέψιμη εξέλιξη μπορεί να ξεγελάσει τον αναγνώστη, αφού δεν τον προϊδεάζει για την πραγματική φύση των ιστοριών αυτών: ιστορίες αργής και προοδευτικής ανάφλεξης, που δημιουργούν ερωτήματα και δεύτερες σκέψεις εκεί που κάποιος νόμιζε ότι διείδε μόνο πεντακάθαρες γραμμές και απλοϊκή πλοκή.
Ο Πλωμαρίτης συγγραφέας δένει μαεστρικά τον λογοτεχνικό του οικοδόμημα με ελάχιστους και γνήσιους αρμούς: πρωτογενές υλικό, βιωματική γραφή, ήρωες που έλκουν την καταγωγή τους από μια άλλη εποχή άμεσα συναρτώμενη με την ατμόσφαιρα, τα ήθη και την κοινωνική ψυχολογία της λεσβιακής υπαίθρου. Σε αυτά τα ξεχωριστά στοιχεία θα πρέπει να προσθέσουμε τον πετυχημένο τρόπο με τον οποίο χωνεύει μέσα στην αφήγηση τον κοινωνιολογικό-δοκιμιακό του προβληματισμό για καταστάσεις και προβλήματα του χθες και του σήμερα(π.χ την εγκατάλειψη της υπαίθρου, τη δημογραφική αποδυνάμωση, κ.ά), αλλά και συναιρεί την πανελλήνια δημοτική με το διαλεκτικό τύπο που συστηματικά χρησιμοποιεί ως σημείο μάλλον και άκουσμα μυστικό, ως μυστική απαρχή του δεσμού του ανθρώπου με τον κόσμο.
O Μαυραγάνης στήνει μια τοπογραφία μνήμης και συναισθημάτων, μια περιήγηση στον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο. Διαγράφει τους χαρακτήρες των ηρώων του με πειστικότητα και απαλύνει την πίκρα και την απογοήτευσή τους για τα χτυπήματα της παλιοζωής με ανακουφιστικό και λυτρωτικό χιούμορ.
Οι ιστορίες του αποκτούν αυτοτέλεια διηγήματος χάρη στο μύθο και το επιμύθιο. Εδώ ακριβώς, μόλις ολοκληρωθεί η ανάγνωση, βλέπεις άλλοτε καθαρά και άλλοτε σαν αστραπή την τρυφερή, ελεγειακή διάθεση του συγγραφέα. Πέρα και πάνω από την ευδιάκριτη, συχνά πικρή νοσταλγία, μελαγχολία και ματαίωση, το βιβλίο αποπνέει ανθρωπιά και ζεστασιά που το κάνουν, τελικά, ένα αισιόδοξο βιβλίο.