Φούλμουν
της Μαίρης Μαργαρίτη *
Τέλη Μαΐου κι η ατμόσφαιρα μύριζε ντάλα καλοκαίρι.
Η Αιολίδα πνιγόταν στην τουριστική κίνηση, τα πολύχρωμα τραπεζάκια της παραλίας, τις χρωματιστές ομπρέλες της αμμουδιάς, τον φωτεινό ήλιο και το δροσερό κύμα, το λευκό και το γαλάζιο .
Ο τόπος είχε ήδη γεμίσει τουρίστες που περιδιάβαιναν εξερευνώντας την περιοχή και άλλοι που μετέφεραν στον τόπο διακοπών τους τις αστικές του συνήθειες λόγου χάρη το πρωινό τζόκινγκ ενώ τα απογεύματα έπιναν τον καφέ τους στην παραλία που είχε απ΄άκρη σ’ άκρη καλυφτεί από τραπεζάκια πλάι στην αμμουδιά πάνω σε ειδικά διαμορφωμένες ξύλινες εξέδρες. Οι επιχειρηματίες της περιοχής που ζούσαν απ΄την δουλειά αυτή, ήξεραν και στόχευαν κατευθείαν στην αχίλλειο φτέρνα του τουρίστα : του πουλούσαν θαλασσινό αεράκι, ήλιο και θάλασσα, αμμουδιά και ρομάντζο. Ειδικά το τελευταίο σε μεγάλες δόσεις, μιας και η Αιολίδα ήταν μεν τουριστικό θέρετρο, διατηρούσε δε ακόμη ως επί το πλείστον τη φυσική της ομορφιά.
Η ευημερία των άλλων έσπρωξε και τον Τάσο να κάνει κάτι παρόμοιο. Επίσης, τον ώθησαν η ανεργία αλλά και η μεγάλη του φιλοδοξία να γίνει κι αυτός επιχειρηματίας της βαριάς ελληνικής βιομηχανίας, του μόνου προσοδοφόρου ακόμη τομέα, του τουρισμού. Το συζήτησε με τους δικούς του, το συζήτησε και με τον κολλητό του φίλο, τον Στρατή, που τον εκτιμούσε πολύ και υπολόγιζε τη γνώμη του. Το αποφάσισε τελικώς και προχώρησε άμεσα απ’ τη θεωρία στην πράξη. Τα κανόνισε με την τράπεζα, με τις δημοτικές αρχές και μ’ όποιον άλλο παράγοντα εμπλεκόταν στο εγχείρημα. Η ιδέα ήταν πρωτότυπη και άξιζε. Τολμηρή μεν και εμπεριείχε μεγάλο ρίσκο αλλά άξιζε. Θα δημιουργούσε στο ακατοίκητο Λαγονήσι ένα υπαίθριο εστιατόριο. Ουσιαστικά δεν θα ήταν καν εστιατόριο αλλά η παροχή ενός δείπνου υπό το φως των αστεριών.
Το Λαγονήσι - η αλήθεια είναι - ήταν στα κακά του τα χάλια μετά την ιστορία με τον θησαυρό της Ανδρομάχης . Όλες αυτές οι λακκούβες που είχαν σκαφτεί τότε, ήταν αδύνατο να κλείσουν από μόνες τους και να εξομαλυνθεί το έδαφος με το τυχαίο απλό περπάτημα των επισκεπτών. Έμοιαζε με οργωμένο χωράφι που δε θύμιζε σε τίποτα το καταπράσινο νησάκι που άλλοτε στόλιζε το λιμανάκι της Αιολίδας.
Οι τοπικές αρχές κατάφεραν κι απέσπασαν ειδικό κρατικό κονδύλιο για εργασίες αποκατάστασης του νησιού. Στο επίσημο, βέβαια, έγγραφο του αιτήματος, δεν αναφέρθηκε κάτι σχετικό με την υπόθεση της Ανδρομάχης αλλά οι βαθιά σκαμμένες λακκούβες παρουσιάστηκαν σα φυσική καταστροφή, ότι δηλαδή το κατέσκαψαν οι πολλοί λαγοί , οι οποίοι στην πραγματικότητα είχαν από χρόνια εξαφανιστεί. Υπόθεση για γέλια αλλά συνήθως ό,τι φαιδρό διατυπώνεται σε επίσημο έγγραφο είθισται να λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν και σπανίως προκαλεί αυθόρμητο γέλωτα, όπως θα ήταν το αναμενόμενο.
Δεδομένου ότι είχε μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα και είχαν σε μεγάλο βαθμό προχωρήσει οι εργασίες - διότι επιταχύνθηκαν εν όψει της τουριστικής περιόδου -, το νησί άρχισε να αποκτά και πάλι την παλιά του εικόνα. Στο νησάκι, λοιπόν, αυτό ο Τάσος με τον Στρατή, -αλλά βασικά ο Τάσος, ο άλλος ήταν υπάλληλος- θα έστηναν την πρωτότυπη επιχείρηση. Θα είχε ένα μόνο τραπέζι και λιγοστές καρέκλες για όσους ήθελαν να γευματίσουν υπό το φως των αστεριών και της σελήνης. Η έμφαση δε δινόταν στο φαγητό ούτε γενικά στις υλικές απολαύσεις αλλά στην ατμόσφαιρα. Στο καλοκαιρινό αεράκι που θα ΄λεγαν και οι επιχειρηματίες με τις ξύλινες εξέδρες της παραλίας. Όποιος είχε να πληρώσει το υψηλό ομολογουμένως αντίτιμο, θα απολάμβανε ένα δείπνο μαζί με προσφιλές ή προσφιλή –γιατί δεν περιορίζονταν στο ερωτικό μόνο θέμα- πρόσωπα. Ένα δείπνο ιδιωτικό κάτω απ΄το φως των αστεριών με μουσική επένδυση το μπαγλαμαδάκι που θα έπαιζε ο Στρατής, ερασιτέχνης μουσικός , αυτοδίδακτος . Ο Στρατής ήταν ο πρώτος υπάλληλος που προσελήφθη. Ακολούθησαν και έκλεισαν τον κύκλο των προσλήψεων δυο γυναίκες, η Αργυρώ και η Ταξούλα. Η πρώτη με ειδικές γνώσεις επί της γκαρσονικής τέχνης , η δεύτερη πολύπειρη της λαντζιερικής. Και η εμφάνιση ανάλογη: η πρώτη πειρασμός, η δεύτερη αναστεναγμός. Με μια μικρή- όχι αμελητέα- λεπτομέρεια: η δεύτερη ήταν από Λυκείου εποχή ερωτευμένη με τον Τάσο. Και η δεκαετία που μεσολάβησε μέχρι την πρόσληψή της στην πολλά υποσχόμενη επιχείρηση του Τάσου, δεν στάθηκε ικανή να καταπνίξει το πάθος και τη μανία της για τον ανυποψίαστο αυτό νέο επιχειρηματία.
Η επιχείρηση ήταν για γερά νεύρα. Έπρεπε να περιμένει κανείς πολύ, μπορεί και πάρα πολύ ώσπου να πάρει μπρος. Ήταν μια επιχείρηση για ακριβά γούστα και εν μέσω κρίσης οι πελάτες σίγουρα θα σπάνιζαν. Παραπάνω από βέβαιο ότι δε θα προσέλκυε ντόπιους αλλά μόνο ξένους που είχαν μια οικονομική επιφάνεια και μεγάλη επιθυμία να ζήσουν αυτό που στην πατρίδα τους ονομάζανε «ελληνικό καλοκαίρι».
Το όλο εγχείρημα του Τάσου διαφημίστηκε αρκετά με αφισοκολλήσεις στα αγγλικά ενώ ανάμεσα στους ντόπιους διαδόθηκε προφορικά από στόμα σε στόμα. Τον καημένο τον Τάσο απ΄την πρώτη στιγμή που τ’ άκουσαν οι συντοπίτες του, τον έκλαιγαν που όλος ο κόπος του και τα λεφτά του θα πήγαιναν στράφι . Είχαν το ένστικτο αυτοί, ήξεραν πως εκεί τα μέρη τους δεν ήταν για πολλά πολλά και για πρωτοτυπίες. Ας έβγαζε κι αυτός τραπέζια σε μια ξύλινη εξέδρα, όπως τόσοι άλλοι και πιο μεγάλοι και πιο έμπειροι απ΄αυτόν, παρά να θαλασσοδέρνεται στο Λαγονήσι μέσα στα σκοτάδια. Έβγαλε και την επιχείρηση του «Φούλμουν». Στην αρχή ρωτάγανε τι θα πει αυτό γιατί το ‘γραφε αγγλικά στις αφίσες. Μετά μάθανε πως θα πει «Πανσέληνος» αλλά και πάλι το λέγανε «Φούλμουν» ένεκα τουριστικής περιόδου και ευρωπαϊκής επιρροής. Τον κλαίγανε, λοιπόν, τον Τάσο πριν καν ανοίξει, για τη χασούρα που θα είχε. Και θα έπρεπε να πληρώσει και τρεις υπαλλήλους στο τέλος.
Ο Τάσος παρότι ήταν νέος στις επιχειρήσεις, είχε κάνει καλά το κουμάντο του. Είχε λάβει τα μέτρα του σε όλα. Είχε διαφημίσει την πρωτότυπη επιχείρηση σε όλο το νησί με σποτάκι στο ραδιόφωνο και καταχωρήσεις στις τοπικές εφημερίδες, είχε μεταφέρει απέναντι στο νησί όλα όσα θα χρειάζονταν αλλά είχε κάνει και συμφωνία με έναν δυο μαγαζάτορες απ΄την ακτή για χορήγηση εκτάκτων ειδών, όπως παραδείγματος χάριν πάγο που ήταν αδύνατο να έχει αποθέματά του για πολλές ώρες επειδή δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο Λαγονήσι. Τέλος, κανόνισε και με τον Θύμιο τον ψαρά, σύζυγο της Χρυσούλας και γαμπρό της μακαρίτισσας Ανδρομάχης, να πηγαινοφέρνει τους πελάτες από την ακτή στο Λαγονήσι με τη βάρκα του. Και φυσικά να πηγαινοφέρνει και εκείνους τους ίδιους, αφεντικό και υπαλλήλους. Επτά το βράδυ πηγαίνανε και γυρνάγανε μεσάνυχτα. Του έδωσε και ένα κινητό τηλέφωνο να τον ειδοποιεί ότι έρχεται μόλις μπει στη βάρκα με τους πελάτες.
Λίγες μέρες πριν το πρώτο βράδυ λειτουργίας ο Τάσος και οι υπάλληλοι από το πρωί πηγαινοερχόντουσαν πάνω στο νησί για τις απαιτούμενες προετοιμασίες. Δεν ήταν πως το νησί ήταν μεγάλο, τουναντίον ήταν μια σταλιά. Η περισσότερη κόπωση επομένως προερχόταν από τον καυτό ήλιο που τους ζάλιζε ειδικά τις μεσημεριανές ώρες και το ανώμαλο έδαφος που δυσκόλευε τα πηγαινέλα στα διάφορα σημεία. Μόνο η Αργυρώ μπορούσε να πηγαινοέρχεται πάνω σε παπούτσια δίπατα, να ισορροπεί και να πατάει επιδέξια ανάμεσα σε βράχια και πέτρες του νησιού. Είχε τα λεγόμενα εκπαιδευμένα γυναικεία πόδια, αποτέλεσμα φιλαρέσκειας και μακροχρόνιας μαθητείας στην αποπλάνηση των αρσενικών.
Έφτιαξαν ένα σκεπαστό μέρος σε μια πλευρά όπου θα φύλαγαν τα τρόφιμα που άντεχαν εκτός ψυγείου, ποτήρια, πιατικά και τα συναφή. Επίσης, εκεί φύλαγαν και τα κεριά που θα χρησιμοποιούσαν μόλις έπεφτε η νύχτα εφόσον δεν υπήρχε ρεύμα. Τα υπόλοιπα τρόφιμα θα ερχόντουσαν έτοιμα φτιαγμένα από απέναντι αμέσως μόλις θα ειδοποιούνταν για πελάτη εφόσον δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα για να δουλέψει ούτε ψυγείο ούτε κουζινάκι. Ήταν πάντως δέκα λεπτά υπόθεση να φτάσει με τη βάρκα οτιδήποτε τυχόν χρειαζόταν.
Η διακόσμηση του χώρου ήταν λιτή μιας και τις ώρες λειτουργίας το σκοτάδι θα έκρυβε το μεγαλύτερο μέρος του νησιού αφού το φως των κεριών θα φώτιζε μόνο την επίμαχη περιοχή δηλαδή εκεί γύρω που ήταν τοποθετημένο το τραπέζι. Το ένα και μοναδικό τραπέζι τοποθετήθηκε στην πιο βατή περιοχή του νησιού, δίπλα σχεδόν στο κύμα αλλά να μη βρέχεται απ΄αυτό και από την πλευρά που αντίκριζε την παραλία της Αιολίδας για να είναι πιο εντυπωσιακό έτσι με τον φωτισμό απέναντι. Το τραπέζι ήταν ένα απλό ξύλινο από αυτά που αγοράζουν και βάζουν στις αυλές τα καλοκαίρια οι Αιολιδείς και το ίδιο ξύλινες ήταν και οι καρέγλες του με λευκό ύφασμα στη βάση και στην πλάτη. Υπήρχε μια λευκή πλαστική ομπρέλα από πάνω για να το προστατεύει από τον ήλιο κατά τη διάρκεια της μέρας αλλά τη νύχτα τη τραβούσαν παραδίπλα για να μπορούν οι πελάτες να κοιτούν τα λαμπερά ουράνια σώματα που τόσο αδρά θα πλήρωναν στο τέλος της βραδιάς. Πάνω στο τραπέζι είχε τοποθετημένη μια διακριτική γλάστρα με βασιλικό και ένα λυχναράκι πιο δίπλα. Λυχναράκια και ρεσώ υπήρχαν παντού γύρω. Κάθε βραχάκι και κάθε λακκούβα είχε και από ένα, έτσι που ο επίγειος φωτισμός συναγωνίζονταν σε ομορφιά και αίγλη τα διάσπαρτα αστέρια του ουρανού.
Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετώπισαν στο Λαγονήσι αφεντικό και υπάλληλοι ήταν το σήμα που δεν έπιανε το κινητό. Γυρνούσαν και δοκίμαζαν σε όλες τις πλευρές αλλά ήταν αδύνατο να πιάσουν σήμα. Στο τέλος ανακάλυψαν ότι το μόνο μέρος που έπιανε ήταν στο κεντρικό ύψωμα. Εκεί άφησαν τα κινητά τους πάνω σ’ ένα σκαμπό - εννοείται πως ήταν αρκούντως φορτισμένα από το σπίτι-.
Από τις πρώτες μέρες της συνεργασίας τους τα επιδέξια πόδια και τα τακούνια της Αργυρώς την έκαναν τη δουλειά τους. Ο Στρατής παρατούσε το μπαγλαμαδάκι όπου έβρισκε –υποτίθεται πως έκανε πρόβα τα τραγούδια που θα έπαιζε- και έτρεχε ξοπίσω απ΄την Αργυρώ. Που τον έχανες που τον έβρισκες συνεχώς δίπλα της και όλο κάτι της έλεγε. Ο άλλος, ο Τάσος, σκύλιαζε βλέποντάς τους και έλεγε πως χρονοτριβούν κι αφήνουν τις δουλειές ατέλειωτες αλλά καταβάθος πρέπει και ο ίδιος να είχε πιαστεί στα δίχτυα της γοητευτικής γκαρσόνας. Η Ταξούλα δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Μόνο να βρίσκεται κοντά του όσο πιο πολύ γινόταν ελπίζοντας σ’ ένα θαύμα.
Και κάπως έτσι έφτασε το πρώτο βράδυ. Την πρώτη νύχτα λειτουργίας του “Φούλμουν” στο Λαγονήσι είχε πανσέληνο, όνομα και πράγμα που λένε. Ήταν μια δροσερή νύχτα παρά τον μεσημεριανό καύσωνα. Ιούλιος μήνας, σέρτικο καλοκαίρι. Στο νησί φυσούσε το αεράκι του Αιγαίου που δε συναντούσε κανένα εμπόδιο και έπνεε με όλη του τη δύναμη και τη ζωντάνια. Κάθονταν και οι τέσσερις στη σειρά στα βραχάκια και περίμεναν να χτυπήσει το κινητό. Άρχισε ο Τάσος να λέει πως του΄ρθε η ιδέα να κάνει το «Φούλμουν». Ότι έβλεπε από μακριά το νησί και ήταν ανεκμετάλλευτο, ότι κάποιος έπρεπε να κάνει την αρχή, ότι αυτό που πρόσφερε η επιχείρηση ήταν μια εμπειρία που άξιζε να βιώσει κάποιος παρά το υψηλό αντίτιμο.
Η ώρα περνούσε και το κινητό βουβό. Χαλαρώσανε οι τέσσερις και άρχισαν να θυμούνται και να λένε ιστορίες άσχετες απ΄τα παλιά. Έλεγε η Αργυρώ πως τότε που σπούδαζε, της είχαν προτείνει να φωτογραφηθεί για περιοδικό μόδας – γιατί έκανε και λίγο το μοντέλο για το χαρτζιλίκι- αλλά τελικά δεν τα βρήκαν στα λεφτά και τους παράτησε σύξυλους. Έλεγε η Ταξούλα πως είχε καταφέρει να μάθει να κάνει όλα τα φαγητά και τα γλυκά ενός βιβλίου μαγειρικής- ζαχαροπλαστικής τριακοσίων σελίδων. Ο Στρατής έλεγε πως πρόπερσι είχε πάρει μέρος σ’ένα αγώνα μηχανών εντούρο και παραλίγο να βγει τρίτος, αν λίγο πριν το τέρμα δεν τον έπιανε κράμπα που τον πονούσε και τον καθυστέρησε. Καθώς τα ‘ λεγε, έριχνε και κλεφτές ματιές στην Αργυρώ να δει τις αντιδράσεις της.
Για να είναι πιο ευχάριστη η αναμονή ο Τάσος ζήτησε απ΄τον Στρατή να τους παίξει λίγο στο μπαγλαμαδάκι κάποια απ΄τα τραγούδια που έκανε πρόβα . Και εκείνος του έκανε το χατήρι με ευχαρίστηση που του δινόταν η ευκαιρία να γίνει το επίκεντρο της ομήγυρης. Και έτσι στη σιγαλιά της νύχτας ξεχύθηκε η παράτονη μελωδία του άμουσου Στρατή που σύντομα εμπλουτίστηκε με τη φάλτσα ερμηνεία του. Παρ'όλα αυτά ο Τάσος τον κοιτούσε μ’ ένα ύφος ονειροπόλησης – γιατί φίλος του ήταν και των φίλων τις αδυναμίες πρέπει κανείς να τις παραβλέπει - και τα χείλη του συνόδευαν ανοιγοκλείνοντας τους στίχους του τραγουδιού που έλεγε ο Στρατής.
Την πρώτη νύχτα της αναμονής ο Στρατής έπαιξε Ζαμπέτα, τη δεύτερη Τσιτσάνη, την τρίτη Χιώτη, την τέταρτη όλους μαζί και τις επόμενες που ακολούθησαν έπαιζε επιλογές τυχαίες για να μη βαριούνται και αυτοί που τον άκουγαν. Τις επόμενες νύχτες έπιασαν να λένε ανέκδοτα, ύστερα ιστορίες για φαντάσματα και τέλος έφεραν λάπτοπ και έβλεπαν ταινίες. Μ΄αυτά και με ‘κείνα η τετράδα είχε καταντήσει γραφική στο χωριό. Κάθε βράδυ πήγαιναν στο Λαγονήσι και γύριζαν άπραγοι τα μεσάνυχτα. Πίσω απ΄την πλάτη τους τους έλεγαν κοροϊδευτικά «χασονύχτηδες», το αντίστοιχο του «χασομέρηδες».
Κάποια στιγμή όμως , ένα βράδυ του Αυγούστου, συνέβη κάτι αναπάντεχο: ένα ζεύγος Ελβετών εξεδήλωσε την επιθυμία να δειπνήσει υπό το φως των αστεριών. Το άγχος για εκείνο το βράδυ έδινε και έπαιρνε. Έπρεπε όλα να δουλέψουν ρολόι. Ουσιαστικά εκείνο το βράδυ το «Φούλμουν» έκανε την αρχή της λειτουργίας του. Ήταν ένα στοίχημα που έπρεπε να κερδηθεί, όπως έλεγε και ξανάλεγε ο Τάσος .
Μόλις έδυσε ο ήλιος και ο φυσικός φωτισμός σιγά σιγά εξασθενούσε, άναψαν τα κεριά. Το νησί γέμισε μικρά φωτάκια διάσπαρτα τοποθετημένα πάνω σε βράχους και μέσα σε λακκούβες. Η βραδιά ήταν μαγική. Είχε και πάλι πανσέληνο, όπως το πρώτο βράδυ που είχαν ανοίξει. Όλα τα είχαν έτοιμα και περίμεναν τον Θύμιο να φέρει τους πελάτες.
Η ώρα όμως περνούσε και ούτε το κινητό χτυπούσε ούτε καμιά βάρκα φαινόταν στον ορίζοντα. Εννιάμιση, δέκα, δέκα και μισή, έντεκα, δώδεκα. Ο Θύμιος άφαντος. Τον καλούσαν με δυσκολία- γιατί δεν είχε καλό σήμα- στο κινητό του και δεν απαντούσε. Δέκα, είκοσι αναπάντητες κλήσεις. Ύστερα σκέφτηκαν να καλέσουν κάποιον άλλο συγχωριανό τους να μάθουν τι είχε γίνει. Και κάλεσαν τον καφετζή τον Κώτσο και έμαθαν πως ο Θύμιος βρισκόταν εκεί τύφλα στο μεθύσι και κοιμόταν πάνω στο τραπέζι. Ο λόγος; Η Χρυσούλα του είχε ζητήσει διαζύγιο επειδή είπε πως η σχέση τους είχε κάνει τον κύκλο της. Το ζευγάρι των Ελβετών; Είχε έρθει και ζητούσε τον Θύμιο στο καφενείο και μόλις τον είδαν έτσι τύφλα στο μεθύσι, φοβήθηκαν και έφυγαν. Πώς θα έμπαιναν στη βάρκα του μεθυσμένου; Και η τετράδα πως θα γύριζε πίσω στην Αιολίδα; Δε θα γύριζε. Η ώρα περασμένη, κανένας βαρκάρης δεν ήταν διαθέσιμος. Και το τηλέφωνο έκλεισε και απλώθηκε μια σιωπή, μια σιωπή που τρυπούσε τα αυτιά και έμπαινε εκκωφαντική μέσα στο μυαλό. Οι αποψινές εξελίξεις.
Έκατσαν και οι τέσσερις όπου βρήκαν χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους. Σκέφτονταν τις εξελίξεις. Όλη αυτή η λαχτάρα και το τρέξιμο άδικος κόπος. Το τελευταίο που τους απασχολούσε ήταν που θα αναγκάζονταν να περάσουν τον βράδυ τους στο Λαγονήσι. Θα υπήρχε πρόβλημα μόνο αν έβρεχε, όπως είχε βρέξει και το μεσημέρι. Σιγά σιγά ξεπέρασαν την ταραχή και άρχισαν να χωνεύουν τα γεγονότα. Και σιγά τι είχαν, τι έχασαν; Στο κάτω κάτω η ατυχία τους ήταν τόσο μεγάλη που καταντούσε αστεία πλέον. Στις δυο τα ξημερώματα που έπιασε η βροχή, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Είχαν γίνει μούσκεμα αλλά δεν τους ένοιαζε. Στριμώχτηκαν κάτω απ΄το σκεπαστό που είχαν φτιάξει με μοναδικό φωτισμό τα φακό που κρατούσαν και γελούσαν. Γύρω τους το χάος αλλά αυτοί γελούσαν ασταμάτητα. Η τέντα, η φτιαγμένη από ύφασμα, είχε μουσκέψει και έμπαζε νερά. Έλεγαν μόνο ο σεισμός έλειπε από ‘κείνο το βράδυ.
Σε μια στιγμή ο Τάσος γύρισε και είδε τον Στρατή και την Αργυρώ να φιλιούνται. Κοκάλωσε. Φιλιόντουσαν με αναίδεια ακριβώς δίπλα του χωρίς να τους νοιάζει τίποτα. Τους κοιτούσε και είχε το ύφος ανθρώπου που ένα αόρατο χέρι σπάραζε τα σωθικά του, που ένα αόρατο χέρι τον έσπρωχνε άσπλαχνα στην άβυσσο. Τολμούσαν να φιλιούνται εκεί δίπλα του χωρίς να του δίνουν σημασία. Η Ταξούλα ανίχνευσε την οδύνη στο βλέμμα του. Και κατάλαβε πως το παιχνίδι είχε τελειώσει και το χειρότερο πως ήταν τελειωμένο ήδη απ΄την αρχή. Μίσησε τον εαυτό της που δεν είχε γεννηθεί όμορφη και μοιραία. Μίσησε θανάσιμα την Αργυρώ. Κανέναν άνθρωπο δεν είχε μισήσει πιο πολύ στη ζωή της όσο εκείνη τη στιγμή την Αργυρώ. Την κοιτούσε και τα μάτια της όμοια με λεπίδες κατασπάραζαν τη σάρκα της αντιζήλου.
Κάμποσους μήνες αργότερα ο Τάσος πιωμένος ένα βράδυ, μισοζαλισμένος και απελπισμένος, της εξομολογήθηκε πόσο πολύ είχε αγαπήσει τον Στρατή.
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο απεικονίζουν την Άναξο και έχουν ληφθεί από τη διαδικτυακή σελίδα ”Group Skoutaros”
Η Μαίρη Μαργαρίτη κατάγεται από τον Σκουτάρο Λέσβου. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ασχολείται με τη διδασκαλία μαθημάτων Λυκείου. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικά έργα καθώς σε λογοτεχνικές σελίδες στο διαδίκτυο.
Η στήλη του Lesvosnews.net "Λόγια ... της Λέσβου" είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.net