Λέσβος, ο πόλεμος των ψυχών
του Κώστα Βελούτσου *
Το παρακάτω διήγημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Θανάση Στεφάνου, (1913-1948) ομαδάρχη του Δημοκρατικού Στρατού Λέσβου. Σκοτώθηκε μαζί με άλλους έξι αγωνιστές στο ντάμι της Τσερκέζας, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1948.
Ο Αθανάσιος Στεφάνου γεννήθηκε στις 17-11-1913 στη Μικρά Ασία και έμενε στην Κώμη της Λέσβου. Μέλος της τομεακής επιτροπής Παμφύλων του Ε.Α.Μ. Ομαδάρχης του Δημοκρατικού Στρατού της Λέσβου. Η ηρεμία και η ιώβειος υπομονή του ήταν η πηγή γαλήνης και ψυχραιμίας για τους συντρόφους του.
Ο όρκος του μαχητή του Δ.Σ.Ε.
«Εγώ, παιδί του λαού της Ελλάδας και μαχητής του ΔΣΕ, ορκίζομαι να πολεμήσω με το όπλο στο χέρι, να χύσω το αίμα μου και να δώσω και την ίδια μου τη ζωή για να διώξω απ’ τα χώματα της πατρίδας μου και τον τελευταίο ξένο κατακτητή. Για να εξαφανίσω κάθε ίχνος φασισμού. Για να εξασφαλίσω και να υπερασπίσω την εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μου. Για να εξασφαλίσω και να υπερασπίσω τη δημοκρατία, την τιμή, την εργασία, την περιουσία και την πρόοδο του λαού μου. Ορκίζομαι να 'μαι καλός, γενναίος και πειθαρχικός στρατιώτης, να εκτελώ όλες τις διαταγές των ανωτέρων μου, να τηρώ όλες τις διατάξεις του κανονισμού και να κρατώ τα μυστικά του ΔΣΕ. Ορκίζομαι να 'μαι υπόδειγμα καλής συμπεριφοράς προς το λαό, φορέας και εμψυχωτής στη λαϊκή ενότητα και συμφιλίωση και να αποφεύγω κάθε πράξη που θα με εκθέτει και θα με ατιμάζει, σαν άτομο και σαν μαχητή. Ιδανικό μου έχω τη λεύτερη και ισχυρή δημοκρατική Ελλάδα και την πρόοδο και ευημερία του λαού. Και στην υπηρεσία του ιδανικού μου θέτω το όπλο μου και τη ζωή μου. Αν ποτέ φανώ επίορκος και από κακή πρόθεση παραβώ τον όρκο μου ας πέσει πάνω μου αμείλικτο το τιμωρό χέρι της πατρίδας το μίσος και η καταφρόνια του λαού μου.»
Για να συγγράψω αυτό το διήγημα ζήτησα και πήρα την προφορική άδεια μελών της οικογένειας του Θανάση Στεφάνου, οι οποίοι μου έδωσαν τις περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή του, όπως αναμενόταν άλλωστε, μιας και γνώριζαν πράγματα και καταστάσεις σε προσωπικό-οικογενειακό επίπεδο. Παράλληλα κάποια άλλα στοιχεία για τον εμφύλιο πόλεμο και για το κλίμα της τότε εποχής, αντλήθηκαν από βιβλία της Λεσβιακής ιστορίας, όπως επίσης και από την δίτομη εγκυκλοπαίδεια, Ιστορία του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου 1946-1949, του Γιώργου Μαργαρίτη από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα.
Τα γεγονότα που διαδραματίζονται μέσα στο διήγημα είναι πραγματικά, όσο δε για την απόδοση του κειμένου αυτό είναι φανταστικό. Υπάρχουν όμως κάποιες καταστάσεις που συνέβησαν κατά την διάρκεια του εμφύλιου πολέμου εδώ στη Λέσβο, και αυτές έχουν άμεση σχέση με την πορεία της ζωής των προσώπων που πρωταγωνιστούν στις σελίδες του διηγήματος.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ.
Κώμη Λέσβου. Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1958.
Εκείνη την παραμονή της πρωτοχρονιάς από νωρίς άρχισαν να συγκεντρώνονται οι θαμώνες μέσα στο καφενείο του χωριού που βρισκόταν στην πλατεία της Κώμης. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είχαν έναν σοβαρό λόγο για να το κάνουν, και από τις πρώτες απογευματινές ώρες πήραν τις θέσεις τους γύρω από τα τραπέζια. Καμιά δεκαριά όλοι τους περίμεναν υπομονετικά για ν’ ακούσουν μια πραγματική ιστορία που τους είχε υποσχεθεί πως θα τους διηγούνταν ο Παναγιώτης, ο νεότερος απ’ τους υπόλοιπους. Άλλωστε αυτό προέβλεπε το καθημερινό, άτυπο πρωτόκολλο του καταστήματος, που για χρόνια ήταν όρος και μάλιστα απαράβατος. Από γενιά σε γενιά αυτή η συνήθεια εφαρμόζονταν πιστά, φτάνοντας ως εκείνη την παραμονή του ’58. Οι θαμώνες εξιστορούσαν κάποιο γεγονός ή μια ιστορία που συνέβη στην διάρκεια της ζωής τους, και εκείνοι που την απήγγειλαν ήταν αυτόπτες ή αυτήκοοι μάρτυρες αυτού του γεγονότος. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο των γιορτινών ημερών, σαν την σημερινή, οι αφηγητές ανέδυαν στην επιφάνεια της μνήμης τους ένα αληθοφανές περιστατικό, που είχε πραγματοποιηθεί την ημέρα εκείνη, κάποια χρόνια πριν. Αν η ιστορία είχε εκείνο το χαρακτηριστικό τότε η αξιολόγησή της από το κοινό που την άκουσε ήταν διθυραμβική, και αυτό μεταφράζονταν σε θριαμβολογίες τόσο για τον αφηγητή που την διηγήθηκε, όσο και για το τιμώμενο ηρωικό πρόσωπο στο οποίο αναφερόταν.
Τρεις μεγάλες ασπρόμαυρες φωτογραφίες κρέμονταν πάνω στους τοίχους του καφενείου και όλες είχαν ως θέμα τους τα πρόσωπα ντόπιων αγωνιστών. Τα ονοματεπώνυμά τους ξεχώριζαν από μακριά, αφού ήταν έντονα γραμμένα, όπως το ίδιο διακρινόταν και η ημερομηνία του θανάτους τους που ήταν σε εμφανές σημείο, τυπωμένη πάνω στο κάδρο. Ο Παναγιώτης έφτασε τελευταίος απ’ όλους στο καφενείο, και μπαίνοντας η ματιά του έμεινε για κάποια δευτερόλεπτα σε μια από τις τρεις φωτογραφίες που ήταν ψηλά πάνω από το χώρο της εισόδου της κουζίνας. Έκατσε στην καρέκλα του και αμέσως σταμάτησε το σιγανό βουητό που ακούγονταν από τις συζητήσεις των άλλων θαμώνων του καφενείου.
Οι αγκώνες τους τοποθετήθηκαν προσεχτικά πάνω στα τραπεζομάντηλα και έσυραν τις καρέκλες τους πιο κοντά στα τραπέζια. Μόνο το τρίξιμο των ξύλων που ήταν μέσα στην σόμπα καταμεσής του καφενείου αποσπούσε την στιγμή αυτή την προσοχή τους.
Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του ’58 και ο χιονιάς μέρες πριν είχε κάνει την εμφάνισή του όχι μόνο στην Κώμη αλλά σ’ ολόκληρο το νησί της Λέσβου. Οι στέγες των σπιτιών είχαν εκείνο το λευκό των γιορτινών ημερών και η μυρωδιά του καμένου ξύλου από τις σόμπες που έκαιγαν είχε επίμονα εγκατασταθεί πάνω απ’ όλο το χωριό. Σαν ένα λευκό σύννεφο πηγαινοέρχονταν από την μια άκρη της Κώμης ως την άλλη, κρύβοντας τον ξάστερο ουρανό, και μόνο το φεγγάρι κατά τις βραδινές ώρες διακρίνονταν αμυδρά στο βάθος του ορίζοντα.
Δέκα χρόνια πέρασαν από τότε… Άρχισε τη διήγηση ο Παναγιώτης.
Μέσα από την τσέπη του σακακιού του έβγαλε έναν φάκελο και από το ξεθωριασμένο χρώμα του αλλά και από την υφή του χαρτιού εύκολα διακρίνονταν το πέρασμα του χρόνου που ήταν πάνω του.
Θα σας διαβάσω ένα γράμμα, κάποιες σημειώσεις ενός δικού μας ανθρώπου, από ’δω από την Κώμη, που πολέμησε για τη δημοκρατία και για την ελευθερία των ιδεών. Όλοι μας τον γνωρίζαμε τόσο εκείνον όσο και τους άλλους συναγωνιστές του οι οποίοι ήταν από τα γύρω χωριά. Ο Θανάσης Στεφάνου όμως ξεχώριζε για την εντιμότητά του, για την περίσσια δύναμη της ψυχής και για τον λόγο του. Η μόρφωση και η παιδεία του ήταν τα δικά του αναπόσπαστα κομμάτια, και απ’ όλους τους κατοίκους της Κώμης ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Μικρασιάτης, ήρθε στο νησί το ’22 στην ηλικία των εννέα ετών, μαζί με την οικογένειά του, και εγκαταστάθηκαν στον τόπο αυτόν εδώ. Όταν ενηλικιώθηκε τοποθετήθηκε ως γραμματέας της κοινότητας με την ομόφωνη γνώμη όλων εμάς, των συντοπιτών του, που εκτιμήσαμε αφενός την μόρφωσή του και αφετέρου τον αδαμάντινο και ακέραιο χαρακτήρα του Θανάση Στεφάνου.
Αργότερα, κατά τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου, χρήστηκε ομαδάρχης και όλοι τον συμβουλεύονταν για οποιαδήποτε ενεργεία θα πραγματοποιούσαν. Μόνο μια φορά παράκουσαν το δικό του αλάνθαστο ένστικτο και, δυστυχώς τόσο για τον ίδιο όσο και για τους περισσότερους η κατάληξή του ήταν τραγική. Αυτό γράφει άλλωστε ο ίδιος μέσα στο γράμμα πως είχε τους δικούς του ενδοιασμούς και επιφυλάξεις για την επίσκεψη της ομάδας του στο τσιφλίκι της Τσερκέζας1 το βράδυ της παραμονής του ’48. Αυτό δήλωσε φανερά και στους υπόλοιπους αλλά στο τέλος κατάφεραν να τον πείσουν, και έξι απ’ αυτούς, μαζί και ο Στεφάνου, μοιραία οδηγήθηκαν στον θάνατο με τον πιο αποτρόπαιο και απροσδόκητο τρόπο. Αυτό άλλωστε το συμβάν είναι καταγεγραμμένο στην Λεσβιακή ιστορία, κάτι που ξέρουμε όλοι μας.
Και τότε, όπως και τώρα, ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς, λίγο πριν το ξημέρωμα του νέου έτους και το τέλος του διχασμού. Δέκα χρόνια πριν. Δεκέμβρης ήταν του 1948.
Θαμποχάραζε εκείνη την ημέρα και το άναρχο ανθρώπινο ποδοβολητό ήταν αρκετά δυνατό, κάτι που έκανε τον Παναγιώτη ν’ αφήσει απότομα τον ύπνο του για να τρέξει να δει από το παράθυρο του σπιτιού του το λόγο που προκάλεσε αυτόν τον αιφνιδιαστικό θόρυβο. Υπέθεσε πως θα ήταν οι παρακρατικοί που έψαχναν για να βρουν κάποια από τα ίχνη των ανταρτών, κάτι που συνέβαινε αρκετά συχνά εκείνη την εποχή. Γρήγορα όμως διαπίστωσε πως έκανε λάθος βλέποντας μια ομάδα άτακτων πολεμιστών και με ομαδάρχη τον Θανάση Στεφάνου σταμάτησαν για λίγο στην Κώμη, πριν τον τελικό προορισμό τους, που για εκείνην την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήταν το τσιφλίκι της Τσερκέζας στην τοποθεσία των Λάμπων Μύλων. Συνομήλικος του Παναγιώτη, ο Θανάσης Στεφάνου, αδελφικοί φίλοι και αχώριστοι από παιδιά μεγάλωσαν έχοντας στα δύσκολα χρόνια ο ένας δίπλα τον άλλον. Από την πρώτη ημέρα που ήρθε στην Κώμη ο Θανάσης, απ’ τ’ απέναντι παράλια, έμενε στο σπίτι του Παναγιώτη ώσπου να παραχωρήσουν στην οικογένειά του μια κατοικία λίγο έξω από την κοινότητα της Κώμης.
Εκείνος ήταν ο μπροστάρης αυτής της ομάδας που στάθηκε ελάχιστα λεπτά έξω από το σπίτι μου και πριν προλάβω να του ανοίξω έφυγε με τους υπόλοιπους που ήταν μαζί του. Με γρήγορα βήματα έφτασα ως την εξώπορτα και βγήκα έξω. Με άκουσε που τον φώναξα με τ’ όνομά του και με κοίταξε από μακριά υψώνοντας ψηλά την γροθιά του. Ήξερα πολύ καλά τι σήμαινε αυτός ο χαιρετισμός για εκείνον και για κάποια δευτερόλεπτα ανέτρεξα στο κοινό παιδικό μας παρελθόν. Τότε θυμήθηκα τα γενναία λόγια που μου έλεγε και ένα ρίγος περηφάνιας πέρασε μέσα από το σώμα μου.
Ανασήκωσε τα μάτια του και κοίταξε την φωτογραφία που ήταν στο ψηλότερο σημείο του τοίχου. «Είμαι πολύ τυχερός που σε γνώρισα Θανάση, πολύ τυχερός». Έτσι είπε και συνέχισε τον λόγο του απευθυνόμενος στους θαμώνες του καφενείου.
Αυτόν τον φάκελο που βλέπετε μου άφησε κάτω από την πόρτα, εκείνο το πρωινό, και μέσα σ’ αυτόν είχε τούτο το γράμμα που θα σας διαβάσω ευθύς αμέσως.
Τα χέρια του Παναγιώτη έτρεμαν το ίδιο και η φωνή του. Σήκωσε αργά το βλέμμα κοιτάζοντας ξανά εκεί που ήταν το κάδρο και απεικόνιζε τον αντάρτη Θανάση Στεφάνου. Όλων τα μάτια κινήθηκαν στο σημείο αυτό και ο γεροντότερος απ’ όλους τους πελάτες του καφενείου κάτι φάνηκε να λέει στον διπλανό του βγάζοντας παράλληλα έναν αναστεναγμό.
Τον ίδιο βαθύ αναστεναγμό έβγαλε από τα στήθη του ο Παναγιώτης και δειλά ξεκίνησε την ανάγνωση του γραπτού που κρατούσε στα χέρια του.
«Ἒν Λέσβῳ Τῇ 28η Δεκεμβρίου 1948.
Εἲμαι ὁ Ἀθανάσιος Στεφάνου και θέλω να γράψω ὃλα τα γεγονότα, ὅλα ὅσα πέρασα, για να μείνουν καταγεγραμμένα στη δική μας ἰστορία. Στην ἰστορία αυτού του τόπου και της Ἐλλάδας. Θα σας τα περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια εγώ ἒνας αντάρτης από την Κώμη της Λέσβου. Ὃλες τις καταστάσεις ὃπως ακριβώς ἒγιναν, ὃπως τις βίωσα ο ἲδιος αυτούς τους μήνες που εἲμαι περιπλανώμενος πάνω στα βουνά του νησιού.
Τον τελευταίο καιρό δεν βλέπω καλά και νοιώθω ὅτι με την πάροδο των ημερών η όρασή μου ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Βλέπω ὃμως… με την καρδιά, αυτήν την πονεμένη μου καρδιά που αντέχει ακόμα. Ἀφήνω πίσω τους πόνους που μου τρυπάνε το κορμί, σφίγγω τα δόντια και προσπαθώ να θυμηθώ…
Αισθάνομαι ὅτι το δικό μου τέλος αλλά και αυτό των συντρόφων μου ολοένα πλησιάζει. Οἱ μέρες, ἲσως ακόμα και αυτές οἱ ὣρες που διανύουμε, να εἲναι οἱ τελευταίες για ὃλους εμάς. Θέλω να μάθετε ὃλοι εσείς που θα διαβάσετε αυτές εδώ τις γραμμές τις συνθήκες και τις καταστάσεις του πιο ἂγριου πολέμου της χώρας. Αυτού του εμφύλιου, του διχασμού. Τα θύματα πολλά. Ὃλοι αθώοι, πολίτες μιας ἂλλης πατρίδας, μιας ελεύθερης Ἐλλάδας που οραματιστήκαμε δίχως ξένα υποζύγια, χωρίς παρακρατικούς και χίτες.2
Δακρύζω, αλλά νοιώθω ακόμα δυνατός. Εἲμαι δυνατός… Δεν θ’ αφήσω να με καταβάλλει κανένα συναίσθημα απογοήτευσης παρά τις δυσκολίες, και με φάρο τους δικούς μας δίκαιους αγώνες, αγόγγυστα συνεχίζω. Ἀντιστάθηκα κι ακόμα αντιστέκομαι. Ἠ ἰστορία, και οι Μάυδες3, με ἣθελαν δολοφόνο, υποταγμένο, δούλο των ξένων αφεντάδων, επέλεξα ὅμως να εἴμαι από την πλευρά του πολεμιστή κι ας μ’ ονόμασαν αντάρτη. Ἒτσι με ἣθελαν και αυτός ο τρόπος τους βόλευε.
Χθες, μέσα στον ύπνο μου ονειρεύτηκα μια ελεύθερη Ἐλλάδα δίχως το οργισμένο μίσος και τον αδυσώπητο αλληλοσπαραγμό. Χθες ονειρεύτηκα ἒναν ξάστερο ουρανό, γαλάζιο, και από τις κάνες των πολυβόλων δεν ἒβγαιναν πια σφαίρες… Ὃλοι ἣμασταν αγκαλιασμένοι και εἲχαμε θάψει βαθιά μέσα στο χώμα τα ὃπλα που μας σκότωναν. Ὃλα εἴχαν σωπάσει και η γαλήνη απλωνόταν παντού. Βασίλευε η δικαιοσύνη από την μια ἂκρη ως την ἂλλη της πατρίδας και στ’ αυτιά μου ηχούσαν τραγούδια λεύτερα σαν κι αυτά που τραγουδάμε εδώ πάνω ὃλοι μαζί.
Χθες το βράδυ μέσα στον ὓπνο μου ονειρεύτηκα τους δικούς μου ανθρώπους που άφησα πίσω φεύγοντας. Ἢταν χαρούμενοι και δεν υπήρχε εκείνος ο φόβος στα μάτια τους. Ὁ τρόμος απουσίαζε από πάνω τους που για μήνες ἣταν μέσα στις ψυχές τους. Τα σοκάκια ἣταν γεμάτα από τις φωνές των παιδιών και οι μανάδες τους ἔμπλεκαν και κεντούσαν στα σκαλοπάτια των σπιτιών, ὅπως τότε… Σαν τα χρόνια τ’ αλλοτινά.
Να φτάσει θέλω αυτό το γράμμα στη γυναίκα μου την Μαριάνθη και στα χέρια των παιδιών μου, του Χρήστου και της Ἐλένης, να διαβάσουν τα δικά μου λόγια για να μάθουν πως τους εἲχα βαθιά μέσα στο νου και την καρδιά μου κάθε στιγμή.
Παιδιά μου… Πονάω πολύ που τα ’φεραν ἔτσι οι καταστάσεις της ζωής και αναγκάζομαι να σας αποχωριστώ. Ν’ αφήσω πίσω μου εσάς, τις ανάσες και τα βλέμματά σας. Τα ἔχω όμως εδώ δίπλα μου, βαθιά μέσα στο μυαλό μου, κι εἲναι αυτά που με συντροφεύουν τα βράδια. Ἀκόμα εδώ κοντά μου εἲναι οι ἣχοι από τις φωνές σας, κάθε δικό σας σημάδι που το πήρα μαζί μου… Με θεϊκή ευλάβεια κρατάω ζωντανά μέσα μου τη χαρά που ήταν ζωγραφισμένη πάνω στο πρόσωπο του Χρήστου ὅταν τον εἲχα στα χέρια μου και του ’λεγα ὃμορφα παραμύθια… Θυμάμαι την δική μου Ἐλένη. Τότε που την ἔβαζα στους ὣμους μου και την σεργιάνιζα από το ἒνα δωμάτιο του σπιτιού ως το άλλο και από τα γέλια της δάκρυζε…
Θα κρατήσω γερά μέσα μου τις ὅμορφες στιγμές μας που ἣταν ελάχιστες και θα τις πάρω μαζί ως την ἂκρη της ζωής μου κι ακόμα πιο μακριά.
Ἀγκαλιάζω με τα χέρια του μυαλού μου ὃσο πιο δυνατά μπορώ την εικόνα της γυναίκας μου, της Μαριάνθης… Θα ’θελα να μπορούσα να την ἔβλεπα μόνο για μια στιγμή να της δώσω ὅτι της στέρησε η ζωή, θα ’θελα να φωνάξω δυνατά για να μ’ ακούσει, πως το τέλος αυτού του δύσκολου δρόμου τώρα πια εἴναι κοντά. Και μετά θα εἲμαστε ξανά μαζί, ἒτσι ὅπως ονειρευτήκαμε τότε…
Θέλω να τους πείτε ὅτι δεν τους ξέχασα ποτέ, και μαζί μου ως την αιωνιότητα θα πάρω τα πρόσωπά τους. Τους αγαπώ και γι’ αυτό το λόγο ἔφτασα ως εδώ. Για να ζήσουν εκείνοι λεύτεροι, να μην τους κυνηγήσει ποτέ κανένας εχθρός. Ἢθελα να εἴμαι για πάντα μαζί τους, δεν ἣθελα να τους αποχωριστώ… Ἢθελα να ζήσω να δω το μεγάλωμα του γιου και της κόρη μου, να καμαρώνω για την ανατροφή τους… Τ’ ἂφησα μωρά, στην αγκαλιά της μάνας τους και ανέβηκα τον Γολγοθά μαζί με την Ἐλλάδα…
…Εδώ πάνω μ’ ἔστειλαν ὅλοι αυτοί που κάθε βράδυ με περίμεναν μέσα στα σκοτεινά σοκάκια του χωριού και με χτυπούσαν αδικαιολόγητα δίχως οἲκτο. Εδώ πάνω στα απόκρημνα κατσάβραχα του νησιού αυτοί μ’ ἔστειλαν. Ἐκείνοι μ’ ἔκαναν αντάρτη. Πλήρωσα το τίμημα της βαθιάς πίστης και αγάπης προς την πατρίδα, και αυτό των αντιφασιστικών πράξεών μου. Με χτύπησαν… με χτυπούσαν καθημερινά οι ρουφιάνοι γιατί δεν ἣμουν μαζί τους. Και ο λόγος; Δεν ἣμουν ἔνας απ’ αυτούς, δεν ἣμουν στην δική τους πλευρά και πολύ περισσότερο που δεν τους ἔμοιαζα πουθενά. Δεν ἣμουν απέναντί τους, αυτοί μ’ ἒβαλαν αντίκρυ, αυτοί με τοποθέτησαν μακριά.
Με ἣθελαν προδότη να δείχνω με το δάχτυλό μου τους αγωνιστές, να καρφώνω στους χίτες και στους χωροφύλακες αθώους πολίτες, να δίνω πληροφορίες, να ανεβοκατεβαίνω τα ξύλινα σκαλοπάτια της δικής τους γκεστάπο που ἒτριζαν, και σε κάθε τριγμό ἒπαιρναν μια ζωή. Μια ζωή ενός ακόμα Λέσβιου δημοκράτη.
Με ἣθελαν τρομοκράτη να χτυπώ τις νύχτες τις πόρτες αβοήθητων γυναικών, να τις σέρνω στα σκοτεινά μπουντρούμια να «βιάζω» τις αδύναμες ψυχές και τα μελανά κορμιά τους, με ἣθελαν να κλέβω το βιος και τις περιουσίες τους.
Με ἣθελαν να σπέρνω τον τρόμο και τον πανικό τα βράδια, να βάζω στον κρόταφο αξιοθρήνητων γερόντων το πιστόλι, με ἣθελαν ν’ απειλώ, να εξευτελίζω και να διασύρω ανήμπορους πολίτες, να ποδοπατώ άνανδρα ὅση αξιοπρέπεια τους απέμεινε απ’ ἒναν πόλεμο που δεν θα ἒχει νικητές παρά μόνο ηττημένους.
Με ἣθελαν να μην ἒχω ψυχή οὓτε καρδιά, δίχως αισθήματα, να εἴμαι άδειος, κενός, άβουλος, πιστός των κρατικών διαταγών… και των ξένων να εἴμαι δούλος.
Δεν τον ἔκανα, δεν θα το ἒκανα ποτέ. Το ἔκαναν ὅμως ὅλοι αυτοί που «ασελγούσαν» πάνω στις αθώες ψυχές των παιδιών μου που τις τραυμάτιζαν θανάσιμα κάθε βράδυ… Τα μάτια τους τα ἒβλεπαν ὅλα. Ἢταν ὃλοι αυτοί που με σημάδευαν με τα πολυβόλα και κακοποιούσαν με τον πιο αηδιαστικό τρόπο την καρδιά της γυναίκας μου… Ξέρω πως ὃλες αυτές οι εικόνες δεν θα σβήσουν ποτέ από την συνείδηση της οικογένειάς μου και από τις φαμίλιες των συντρόφων μου, διότι τα ίδια ἒκαναν και σ’ αυτούς. Ἀνεξίτηλες θα μείνουν αυτές οι εικόνες μέσα στις καρδιές των δικών μας ανθρώπων και θα τους πληγώνει κάθε φορά μια τέτοια ανάμνηση. Γι’ αυτό ἒφυγα, γι’ αυτό φύγαμε ὃλοι ὃσοι πήραμε αυτόν τον δρόμο που από την αρχή ξέραμε ὃτι δεν ἔχει επιστροφή.
Ο στόχος και ο δικός τους βρώμικος σκοπός, ἣταν να με συλλάβουν για τις ιδέες, για τα λόγια μου, για την εν γένει αντίθεσή μου μ’ ὃλους αυτούς… Και μετά μοιραία θα ερχόταν ο θάνατος, εκεί στη εξορία. Τόσο απλά, τόσο εύκολα για εκείνους. Θαρρώ πως ὃλα αυτά τα πάνδεινα που πέρασα εγώ και οι συντρόφοι μου ἣταν μέσα στο βρωμερό παιχνίδι. Ἐκείνο της εξουσίας του κράτους και των δήθεν συμμάχων, και των αφεντάδων μας… Ὃλα ἣταν προμελετημένα βάσει ύπουλου σχεδίου των Ἐυρωπαίων και Ἀμερικάνων πολιτικάντηδων, που υπονόμευαν τη λευτεριά της πατρίδας.
Και οι δικοί μας, οι δήθεν «πατέρες» της δημοκρατίας, οι τάχα μπροστάρηδες της εργατιάς, οι περισσότεροι απ’ αυτούς υπήρξαν προδότες του λαού. Κάθε τόσο πυροδοτούσαν το φυτίλι του πολέμου για τα δικά τους οφέλη, το προσωπικό και πολιτικό τους συμφέρον αποσκοπώντας στην αναρρίχηση, και το αιματοκύλισμα του κόσμου δεν τους πτοούσε. Αυτό ἣθελαν. Ἒσπειραν την διχόνοια, μα θα ανταμειφτούν αναλόγως… Ἠ ἰστορία θα δικαιώσει τους αγώνες μας και θα τους τιμωρήσει.
Τώρα κατάλαβα πως ἣμουνα και ἣμασταν χαμένα πιόνια στα χέρια τους, ὅπως ἂλλωστε ἣταν χαμένοι οι χίτες και οι παρακρατικοί που ἔπρεπε κι αυτοί να «επιβιώσουν» … να βρουν τον δικό τους χώρο στις σελίδες της Ἐλληνικής ιστορίας.
Και τον βρήκαν… με τον πιο ύπουλο και βρώμικο τρόπο. Σκότωσαν, εκβίασαν, εξευτέλισαν και ἔστειλαν ως την κόλαση αρρώστους, παιδιά και γυναίκες που εκλιπαρούσαν για συμπόνια, για λίγη ζωή. Ἂνθρωποι ασήμαντοι μέσα σε μια βραδιά ἒγιναν σημαντικοί, απέκτησαν δύναμη, περιουσία και προνόμια. Μέσα σε μια νύχτα ἒγιναν κλειδοκράτορες κοινοτήτων, και η βόρβορη φήμη τους διαδόθηκε παντού. Ἒβγαλαν τα κολασμένα και ανήθικα πάθη τους πάνω σε γυναικεία κορμιά που δεν εἲχαν το κουράγιο ν’ αντιδράσουν από το φόβο του θανάτου. Ἒβαζαν το μαχαίρι στο λαιμό των θυμάτων τους για να ικανοποιήσουν τις διεστραμμένες ορμές τους. Θρασύδειλα και ποταπά ανδρείκελα τύλιγαν σε μια κόλα χαρτί4 αθώα γυναικόπαιδα και τα ἔστελναν στο απόσπασμα που ἣταν ο αμέσως επόμενος δρόμος. Τα ονόματα ὃμως αυτών που κρατούσαν τις τύχες του κόσμου στα βρώμικα χέρια τους θα γραφούν με μαύρα γράμματα στις σελίδες της Ἐλληνικής ἰστορίας, ενώ τα δικά μας, ὅλων ὅσων μαρτύρησαν για το καλό και για την πρόοδο της πατρίδας θα εἴναι ηρωικά, αφού θα εἴναι ἒντονα και διακριτά από μακριά …Θα εἴναι κόκκινα σαν το αἵμα.
Ἐκείνοι λοιπόν που εἲναι τώρα, σήμερα οἱ θύτες, αυτοί λοιπόν θα εἲναι αύριο τα μεγαλύτερα και τα τραγικότερα θύματα της ἰστορίας.
Μετράω μία-μία τις μέρες που πέρασαν από τότε που πήρα αυτή την στερνή απόφαση να φύγω. Από τότε… Μάης ήταν… Μάης του ’47. Ἔφυγα για να σώσω ὃ, τι μπορούσα, ἒφυγα για να ζήσει η οικογένειά μου. Αυτή ήταν τελικά η ἂτυπη συμφωνία με τους «σωτήρες» του ἒθνους. Ο δικός τους δρόμος, που για μας τους αντάρτες ἣταν μονόδρομος. Με οδήγησαν εκεί με τον δικό τους βάναυσο τρόπο. Δεν εἴχα άλλη επιλογή οὕτε εγώ οὕτε κανένας άλλος απ’ ὅσους ανεβήκαμε στα βουνά. Ἀκολούθησα το κακοτράχαλο μονοπάτι του πολέμου γνωρίζοντας ὃτι από ’δω θα ἒπαιρναν οι δικοί μας άνθρωποι τα πτώματά μας.
Ἠ οδός ἣταν μία και μοναδική.
Προτίμησα αυτόν τον άνισο και δύσκολο αγώνα ξέροντας από την αρχή πως δεν θα ἔπεφτα στα χέρια τους αμαχητί. Δεν ἣθελα να με στείλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα, δεν ἣθελα να σαπίσω στη Μακρόνησο ή στη Γυάρο.
Δεν ἣθελα να υποκύπτω συνεχώς σε ελεεινά και νοσηρά μυαλά κάποιων ανθρώπων και να εκμεταλλεύομαι τους αδύνατους συμπολίτες μου. Τώρα πια δεν με νοιάζει αν θα σκοτωθώ από τις σφαίρες εκείνων που πρόδωσαν την πατρίδα. Θέλω να πεθάνω όρθιος και να ’χω τα μάτια μου ανοιχτά ὣσπου το φως το ἣλιου να γίνει σκοτάδι. Αυτό θέλω… Πολέμησα, αγωνίστηκα για τα ιδανικά και για την ελευθερία των ιδεών μου. Αυτών της λεύτερης και δημοκρατικής χώρας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Τόσες μέρες πάνω στα βουνά του νησιού κάτω από αντίξοες συνθήκες αλλά κάθε μέρα που περνά νοιώθω περήφανος για μένα, για ὅλους εμάς και για την Ἐλλάδα. Πολέμησα, εἲδα κατάματα το βαθύ σκοτάδι της πατρίδας, ὅρθωσα το ανάστημά μου απέναντι στην υποταγή και υποτέλεια, για να ’ρθει το λαμπρό ξημέρωμα της πολυπόθητης λευτεριάς. Δεν με νοιάζει αν θα εἲμαι εδώ, ζωντανός, παρών για να το δω, θα το νοιώσω ὅμως, θα το «δει» η ψυχή μου… Θα ζήσουν ὅμως λεύτερα τα παιδιά μου… τα παιδιά μας.
Τώρα που γράφω ετούτες τις γραμμές εἴναι ξημέρωμα της 28ης του Δεκέμβρη και ο παγετός τρυπά ολονών μας τα κόκαλα. Από το κρύο τα δάχτυλά μου ἔχουν μελανιάσει μα οι καρδιές μας εἲναι ζεστές για τον αγώνα που δίνουμε για τη λεύτερη πατρίδα. Το χιόνι ἒχει καλύψει την λαμαρίνα απ’ τ’ ἂμπρι5 και τα χνώτα που βγαίνουν μέσα από τα σωθικά μας εἴναι παγωμένα. Οἱ συντρόφοι μου κουλουριασμένοι ο ἔνας κοντά στον ἂλλον για ζεστασιά και σφίγγουν τις κοιλιές τους από την πείνα που μας ἔχει πια γονατίσει. Το αλεύρι και τα ὃσπρια ἔχουν «σωθεί» μέρες τώρα και οι δυνάμεις, μας εγκαταλείπουν.
Ὀ καπετάνιος, ο Κυριάκος Πασχαλιάς6 ὃπου να ’ναι θα φανεί, αυτό θα μας δώσει κουράγιο, και τα λόγια που θα μας πει ξέρω ὃτι θα μας δυναμώσουν.
Μέρες τώρα στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό μου η πρόταση που μας ἔκανε η Τουρκάλα, για το πρωτοχρονιάτικο κάλεσμα στο τσιφλίκι της… Μου φαίνεται αρκετά ὓποπτο7 για να εἲναι αληθινό και θεωρώ πως εἴναι ἂτιμο από την πλευρά της, αλλά οι επιλογές μας εἴναι μηδαμινές. Θα αντισταθώ ὅσο μπορώ μα οι περισσότεροι από εμάς θέλουν να νοιώσουν την σπιτική ζεστασιά, να μυρίσουν, να γευτούν το αχνιστό ψωμί μετά από τόσο καιρό… Ἒστω και για μια βραδιά».
Χαμήλωσε ακόμα περισσότερο το βλέμμα του ο Παναγιώτης, ίσως να δάκρυσε για όλα αυτά που διάβασε, και δίπλωσε το γράμμα που είχε στα χέρια του. Το έβαλε ξανά πίσω στο φάκελο σηκώθηκε αργά και στάθηκε ακίνητος μπροστά από το κάδρο που απεικόνιζε τον Θανάση Στεφάνου.
Όλοι οι θαμώνες του καφενείου τον μιμήθηκαν αφήνοντας τα καθίσματά τους και ένας, ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς, άρχισε ν’ απαγγέλνει τους στίχους από το τραγούδι των ανταρτών.
«… Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα,
μουγκρίζουν τ' ’γραφα, σείεται η στεριά.
Στ' άρματα, στ' άρματα, εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά».8
Ήταν αυτό που τραγουδούσαν πάνω στα βουνά ο Θανάσης Στεφάνου και η ομάδα του. Γρήγορα τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι της παρέας και ο Παναγιώτης χειροκροτούσε. Όλοι χειροκρότησαν με στόμφο αποδίδοντας έτσι ύστατο φόρο τιμής στη μνήμη του αντάρτη από την Κώμη της Λέσβου. Στη μνήμη του Θανάση Στεφάνου.
ΑΝΟΙΞΗ, ΜΑΙΟΣ 1947.
ΚΩΜΗ ΛΕΣΒΟΥ.
Κλείνω τα μάτια για να μην βλέπω. Να μην νοιώθω τίποτα να μην αισθάνομαι. Το μυαλό μου θολό και μαύρο από τις σκέψεις. Δεν θέλω τίποτα, θέλω να ξεχάσω. Να διαγράψω από την μνήμη μου και απ’ τα εσώψυχά μου όλα εκείνα που με κάνουν να λέω πως οι αντοχές και οι δυνάμεις μου μ’ έχουν πια εγκαταλείψει. Πρέπει όμως να παραμείνω δυνατός για τα παιδιά μου και για την Μαριάνθη. Πονάω κάθε στιγμή βαθιά μέσα μου κι αυτός ο πόνος είναι αξεπέραστος και πιο οδυνηρός ακόμα κι απ’ αυτόν που καθημερινά συναντώ στα στενά σοκάκια της Κώμης τις νύχτες. Τα μελανά σημάδια παντού πάνω στο σώμα στα χέρια μου, όπως και τα πόδια μου έχουν γεμίσει αίματα από τις κλωτσιές τους. Οι μπότες τους είναι ολόιδιες σαν κι αυτές των Γερμανών κατακτητών και των Ιταλών φασιστών, που πανάξια κληρονόμησαν ακόμα και τις ιδέες τους το δικό μας αρχοντολόι. Οι μώλωπες που έχω πάνω μου δεν θέλω να φαίνονται και τους σκεπάζω με τα ρούχα μου, πρόχειρα τους κλείνω με τα χέρια μου. Αυτές όμως οι πληγές που έχω μέσα στην ψυχή μου εκείνες είναι που θα παραμείνουν αγιάτρευτες, ματωμένες όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θα είναι ανοιχτές σαν κι αυτές που έχουν μέσα τους τα παιδιά και η γυναίκα μου, και ξέρω πως δεν θα κλείσουν ποτέ όσα χέρια κι αν τις ακουμπήσουν για να μην αιμορραγούν.
Αδυνατώ ν’ αγκαλιάσω πια την γυναίκα μου δεν μπορώ να κρατήσω με τα χέρια τα παιδιά μου. Φοβάμαι. Δεν θέλω να τους δώσω περισσότερη αγάπη δεν έχω πια τη δύναμη, δεν θέλω να τους πω ψεύτικα λόγια, δεν έχω άλλο κουράγιο για να το κάνω.
Τι ν’ απαντήσω στο γιο μου τον Χρήστο που χθες με ρώτησε αν θα τελειώσει ποτέ αυτός ο πόλεμος; Τι να του πω που διαρκώς έχει τα μάτια του ορθάνοιχτα, που δεν κοιμάται τα βράδια, και σε κάθε θόρυβο γαντζώνεται πάνω μου;
Χθες με ρώτησε αν θα ’ρθουν πάλι εκείνοι με τα όπλα εδώ μέσα στο σπίτι, αν θα με σημαδεύσουν ξανά…
Τι να πω στην Ελένη την κόρη μου που σφίγγει τα χείλη της και το μικρό πρόσωπό της τσιτώνει κάθε φορά που ακούει βήματα στην εξώπορτα; Ξέρω ότι φοβάται και δεν μπορώ να κάνω κάτι για να διαγράψω αυτόν τον φόβο και να της απαλύνω τον πόνο που ’χει στην ψυχή της.
Οι ανάσες τους γίνονται γρήγορες σαν λαχανιασμένες και οι καρδιές τους αναπηδούν ξέφρενα κάθε στιγμή, κάθε φορά που βραδιάζει από το φόβο της επίσκεψης των χιτών.
Κλείνομαι στον εαυτό μου μέσα στην κάμαρα, μα κι εδώ κάθε στιγμή που περνά είναι εφιαλτική. Ακούω το κλάμα που βγαίνει από τα σπλάχνα των παιδιών μου, αντικρίζω την θλίψη που έχουν τα μάτια της συζύγου μου Μαριάνθης και μέσα μου νοιώθω μίσος, οργή και θέλω να σκοτώσω.
Ναι, θέλω να συνθλίψω, να πατήσω με όση δύναμη έχω τα κεφάλια όλων αυτών που χάραξαν βαθιά με το πιο κοφτερό μαχαίρι τις ζωές μας.
Σφίγγω τα δάχτυλά μου τα μαζεύω μέσα στις παλάμες μου και γίνονται δυο γροθιές έτοιμες να χτυπήσουν όλους αυτούς που μου σκοτώνουν καθημερινά την ψυχή. Λέω πως δεν αντέχω. Έτσι έλεγα χθες και προχθές, πριν από μια βδομάδα, πριν από έναν μήνα το ίδιο ακριβώς έλεγα και τότε.
Χθες το βράδυ οι παρακρατικοί και οι χίτες ήρθαν στη γειτονιά. Άκουσα φωνές από το διπλανό σπίτι και μετά ο ήχος της σφαίρας τάραξε την ησυχία της νύχτας. Το πρωί έμαθα ότι σκότωσαν την Μερόπη που ζούσε μόνη της. Ήταν μητέρα δύο ανήλικων παιδιών που αρνήθηκε να τους ακολουθήσει στο υπόγειο της ατίμωσης. Σύρθηκε ελάχιστα αιμόφυρτη πάνω στο πάτωμα του σπιτιού λίγο πριν ξεψυχήσει, και τα κλάματα των παιδιών της ακούστηκαν γοερά βλέποντας την μητέρα τους να κείτεται νεκρή. Άκουσα τις θρηνωδίες τους και πήγα για να δω. Ήταν πάνω από το πτώμα της και φώναζαν, έκλαιγαν, ζητούσαν μια απάντηση. Κράτησα στην αγκαλιά μου και τα δυο της παιδιά ώσπου δεν άντεξα και κατέρρευσα. Ο δικός τους πόνος άμεσα έγινε δικός μου… Όταν μετά από ώρες συνήλθα έμαθα ότι κάποιοι τα είχαν μεταφέρει στην παιδούπολη των ορφανών που υπήρχε στο νησί…
Δεν θέλω να έχουν την ίδια τύχη μ’ αυτά τα δικά μου παιδιά, και η γυναίκα μου η Μαριάνθη δεν θέλω να έχει αυτή τη μοίρα της Μερόπης. Δεν θέλω…
Η απόφασή μου είναι πια οριστική.
ΜΥΤΙΛΗΝΗ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014.
Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε… Αδυνατώ να θυμηθώ, θέλω να ξεχάσω. Ο φόβος ακόμα μέχρι σήμερα φωλιάζει μέσα στην καρδιά μου. Δεν θέλω να θυμάμαι, αλλά να σου πω κάτι, δεν μπορώ και να ξεχάσω. Όσο κι αν προσπάθησα αυτό το κομμάτι του δικού μου παρελθόντος δεν διαγράφεται. Η μνήμη είναι ζωντανή, και δεν ξεχνά… ποτέ. Όταν μένω μόνη αυτά σκέφτομαι. Αυτές τις κατάμαυρες σελίδες της ζωής μου, τις αποφράδες ημέρες. Μου ’ρχονται στο μυαλό όπως οι ριπές από τα πολυβόλα που άκουγα όταν ήμουν μικρή.
Φοβάμαι όμως, φοβάμαι πολύ. Νομίζω ότι θα ξαναζήσω εκείνες τις «πέτρινες» εποχές, τις θλιβερές ημέρες του εμφύλιου, αυτού του αδελφοκτόνου πόλεμου και τρομάζω.
…Ακόμα μέχρι σήμερα έχω την εικόνα του πατέρα μου χαραγμένη βαθιά μέσα στο μυαλό μου. Μετά από τόσα χρόνια και σαν τώρα, να, σαν αυτή την στιγμή που στα λέω, θαρρώ πως νοιώθω εκείνο το τρυφερό άγγιγμά του.
Τότε ήταν, εκείνη την ημέρα, η τελευταία φορά που τον είδα. Η τελευταία φορά που ένοιωσα εκείνο το πατρικό φιλί. Μας φίλησε και τους τρεις και μας ευχήθηκε καλό κατευόδιο. Αυτός ήταν ο αποχαιρετισμός του σε μας. Στην μητέρα μου, σε μένα και στον αδελφό μου, τον Χρήστο. Τα λόγια του ηχούν μέσα στ’ αυτιά μου, ακόμα και η χροιά της φωνής του έχει ριζώσει μέσα μου. Δεν σβήνει ποτέ, δεν θα αφήσω να την ξεθωριάσει ο χρόνος. Ποτέ.
«Καλή αντάμωση», μας είπε, «εδώ στο λεύτερο πια νησί»… Από τότε δεν τον ξανάδα.
…Το πρωί εκείνης της ημέρας είδα την μητέρα ν’ αδειάζει τις ντουλάπες από τα ρούχα μας και να τα βάζει μέσα σε μια βαλίτσα.
«Έχουμε ταξίδι Ελένη… θα φύγουμε». «Θα πάμε στην Αθήνα, μακριά, πολύ μακριά από ’δω». Έτσι μου είπε όταν την ρώτησα, όταν κατάλαβα γι’ αυτές τις ετοιμασίες της.
«Θα έρθει και ο Χρήστος μαζί μας…» μου ξανάπε η μητέρα προσπαθώντας ίσως να με παρηγορήσει.
Κι ο πατέρας; Κι ο πατέρας; Επέμενα εγώ ξαναρωτώντας. Δεν πήρα καμία απάντηση. Η μάνα μου με κοίταξε και τότε τα δάκρυά της έγιναν και δικά μου. Πέρασαν από το πρόσωπό της στο δικό μου κι αισθάνθηκα τους αγωνιώδεις χτύπους της καρδιάς της μέσα μου. Την ένοιωθα, έτρεμε…
Ο πατέρας μου στεκόταν δίπλα μας και δεν μιλούσε. Είχε χαμηλώσει το κεφάλι του και κάθε τόσο σκούπιζε τα μάτια με το ρούχο του. Τον πλησίασα και τον ρώτησα το λόγο που δεν θα ’ρχονταν εκείνος μαζί μας. Με πήρε στην αγκαλιά του και μ’ έσφιγγε τόσο πολύ… Το ίδιο και τον αδελφό μου. Έκλαψε, τον είδα. Ακούμπησα με τα χέρια μου τα δάκρυά του κι ήταν καυτά. Κυλούσαν στα αδύνατα μαγουλά του κι έσταζαν πάνω στα χείλη του. Δεν μου είπε τίποτα. Έκρυψε το πρόσωπό του για να μην τον βλέπουμε και κλείστηκε στην κάμαρα.
…Το απόγευμα της ίδιας ημέρας τον θυμάμαι να μας χαιρετά από το λιμάνι της Μυτιλήνης. Τον έβλεπα από την πρύμνη καθώς το καράβι απομακρύνονταν από το νησί ώσπου τον έκρυψαν τα μαύρα ντουμάνια, και η εικόνα του χάθηκε από μπροστά μου… Από τότε έφυγε στα βουνά του νησιού πολεμώντας. Απ’ εκείνο το απόγευμα.
Μας έστελνε όμως γράμματα, να δες τα αυτά είναι… Τα φυλάω σαν κόρη οφθαλμού από τότε και θαρρώ πως είναι δίπλα μου κάθε στιγμή. Τα διαβάζω ξανά και ξανά. «Η καρδιά μου ξεριζώθηκε όταν σας είδα να φεύγετε…» Έτσι έγραψε στο πρώτο του γράμμα που μας έστειλε. Κι η δική μας πατέρα, κι η δική μας έμεινε εκεί κοντά σου…
Ρωτούσε για μας αν περνάμε καλά, για τον Χρήστο, για το σχολείο… για τη μητέρα. Χάρηκε που ήμασταν πια ασφαλείς, άγνωστοι μέσα στο πλήθος της Αθήνας9 και κανένας δεν θα μας φόβιζε πια. Δεν θα έρχονταν σ’ αυτό το σπίτι κανείς, δεν θ’ άκουγα τα βαριά βήματα όλων αυτών τα βράδια, θα μπορούσα να ονειρευτώ...
Για τον εαυτό του δεν τον ένοιαζε ήθελε να είμαστε καλά εμείς…
Και ήμασταν. Κοντά σε μια καλή οικογένεια που μας περιέθαλψε… μας βοήθησε, μας αγάπησε. Η μητέρα γλύτωσε την εξορία, εγώ και ο αδελφός μου αποφύγαμε την ορφάνια και την υιοθέτηση από ανάδοχες οικογένειες της Αμερικής που περίμεναν για να μας πάρουν μαζί τους στην ξενιτιά…
Δεν θέλω να τα σκέφτομαι πια δεν θέλω να θυμάμαι. Ματώνει η καρδιά μου, και κάθε δικό μου κομμάτι δακρύζει. Ήταν η ζωή μου, μ’ ακούς; Τα παιδικά μου χρόνια που δεν έζησα που δεν έζησε κανένας από μας. Τα σημάδια δεν έχουν φύγει από πάνω μου, ξέρω πως δεν θα φύγουν ποτέ. Θα τα κουβαλάω στην πλάτη μου… και μ’ αυτά θα ζω.
Είμαι όμως περήφανη, πολύ περήφανη για τον πατέρα μου… για όλους είμαι. Η μητέρα στάθηκε δίπλα μας όταν σκοτώθηκε εκείνος, κι ήταν για μας … πατέρας.
Την παρατηρούσα όσα μου διηγούταν για τον Θανάση Στεφάνου, τον πατέρα της, για την οικογένειά της, για τα δικά της μαύρα χρόνια και δεν την διέκοπτα. Έβλεπα το πρόσωπό της που άλλοτε ήταν χαλαρό και ήρεμο και κάποιες φορές, απότομα γίνονταν σκληρό. Σαν τη ζωή της.
…Νόμιζα πως τα δύσκολα πια είχαν περάσει μετά το τέλος του εμφύλιου. Γελάστηκα όμως. Όλοι γελαστήκαμε. Ένας άλλος «πόλεμος» αυτός της κοινωνίας το ίδιο οδυνηρός με αυτόν που προηγήθηκε, μόλις που ξεκινούσε, και το χειρότερο, άργησε πολύ, άργησε να τελειώσει. Νοιώσαμε στο πετσί μας τον κοινωνικό αποκλεισμό, την περιθωριοποίηση, και τα ύποπτα βλέμματα κάποιων νοσταλγών του παρελθόντος… Μας έβαλαν «ταμπέλες» και ήμασταν μόνιμα «εκτός…»
Λένε πως ο καιρός, ο χρόνος όλα τα γιατρεύει. Λάθος. Στο λέω εγώ που τώρα πια ξέρω. Πες μου, για την ψυχή υπάρχει γιατρικό; Το μυαλό ξεχνάει;
…Γυρίσαμε πίσω εδώ στο νησί και μείναμε στη Μυτιλήνη. Στην Κώμη δεν μας έδενε πια τίποτα με το παρελθόν. Οι δικοί μας άνθρωποι είχαν φύγει από τη ζωή. Το ίδιο και ο πατέρας που μάθαμε ότι σκοτώθηκε στο τσιφλίκι της Τσερκέζας μαζί μ’ άλλους αντάρτες.
Παντού όμως, ακόμα και μέσα στα λόγια ορισμένων, εδώ στην πόλη, ήμασταν η οικογένεια του αντάρτη, η κόρη και ο γιος του αντάρτη, η γυναίκα του Θανάση Στεφάνου, του αντάρτη… Μας έβλεπαν σαν εχθρούς τους… Δεν ήμασταν όμως, δεν ήμασταν… Απλώσαμε τα χέρια μας φιλικά προς την κοινωνία στον κόσμο αλλά μας τα ’κοβαν… μας μάτωναν ακόμα και τότε που δεν είχαμε πια πόλεμο. Τόσα χρόνια μετά.
Μ’ αυτές τις δυσκολίες μεγάλωσα εγώ κι ο Χρήστος. Στην μοναξιά μας, στην απομόνωση… στην σιωπή.
Μετά ήρθαν οι ακαδημαϊκές σπουδές μας… Σπούδασα, κι εγώ και ο αδελφός μου ο Χρήστος. Για να πάρουμε όμως τα πτυχία μας έπρεπε να κάνουμε δήλωση μεταμέλειας, να διαγράψουμε το περήφανο παρελθόν, και η μητέρα ν’ απαγγείλει δημόσιο λόγο κατά των ανταρτών, παρουσία όλων αυτών που καταδίκασαν τις ζωές μας… Το έκανε, δεν είχε άλλη επιλογή… Το έκανε για μας.
Από τότε, απ’ εκείνη την ημέρα μας δέχτηκε, η κατά τ’ άλλα αγγελικά πλασμένη κοινωνία μέσα στους κόλπους της. Τότε άρχισε δειλά- δειλά η …επανένταξή μας, η …κοινωνικοποίηση.
Χάσαμε όμως, όλοι χάσαμε τα χρόνια, τα παιδικά μας χρόνια, τα εφηβικά... Όλοι εμείς, αυτή η ηττημένη γενιά του εμφύλιου, θαρρώ πως μεγαλώσαμε απότομα, ξαφνικά, δίχως να γευτούμε τα χρόνια της νιότης μας. Δεν γελάσαμε, δεν παίξαμε, δεν τρέξαμε ανέμελοι τα καλοκαίρια, δεν τραγουδήσαμε, δεν φωνάξαμε… Μέσα μας υπήρχε ο φόβος και η σιωπή.
Τίποτα όμως δεν ξαναγυρίζει πίσω, τίποτα… και τίποτα δεν κερδίζεται δίχως αγώνες.
Γι’ αυτό είμαι περήφανη για τον αντάρτη πατέρα μου. Αγωνίστηκε, πάλεψε για τα ιδανικά του, για τις ιδέες του, για όλους εμάς…
Αυτό να γράψεις πολλές φορές… Να γεμίσεις τις σελίδες σου μ’ αυτήν την πρόταση, μ’ άκουσες; Μ’ αυτήν… Αυτό να γράψεις.
Έκανε μια μικρή παύση στο λόγο της και με κοίταξε ολόισια στα μάτια. Έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου και με απόλυτη σιγουριά μου είπε:
Κάθε φορά που κάνω το δικό μου …χρέος προς τον πατέρα μου και για όλους όσους πολέμησαν για τη λευτεριά και τη δημοκρατία αυτού του τόπου, τότε είναι που αισθάνομαι ακόμα πιο περήφανη και ανακουφισμένη…
Τότε είναι…
Σταμάτησε το λόγο της κι έβαλε τα χέρια πάνω στα μάτια της, κρύβοντας ακόμα και το πρόσωπό της. Για αρκετή ώρα δεν μιλούσε. Δεν μιλούσε κανείς από τους δυο μας. Αναστέναξε και το βλέμμα της ήταν κάπου χαμένο στα χρόνια αυτά που μου διηγήθηκε. Ένοιωθα κάπως άβολα που «εισέβαλα» άκομψα στη δική της ζωή και στα χρόνια που επιμελώς καλύπτονταν από μια περίεργη σιωπή. Κανείς δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτά κι αν κάποιος τολμηρός έβγαζε μια κουβέντα αυτή ήταν κάτι σαν σύντομος ψίθυρος. Για παράδειγμα η δική μου γενιά δεν διδάχτηκε ούτε έμαθε για τα γεγονότα του εμφύλιου, όπως εκτενώς διδαχτήκαμε για την ελληνική επανάσταση ή για το έπος του ’40. Κάπου, τώρα τελευταία, είχα διαβάσει γι’ αυτήν την «σιωπή» εκείνης της περιόδου και μόλις τώρα διαπίστωνα την πραγματική σημασία της. Τώρα όμως ήξερα πως αυτή η λέξη εκείνη, η «εμφύλια σιωπή» είχε θύματα. Ίσως τα μεγαλύτερα και τα τραγικότερα…
Θα ήταν δικό μου ατόπημα αν παράλληλα με την αφιέρωση που υπάρχει στην κορυφή αυτού του διηγήματος στη μνήμη του Θανάση Στεφάνου, δεν σημείωνα ότι είναι το ίδιο αφιερωμένο στα παιδιά (ενήλικες πια) αυτού του εμφύλιου πολέμου, και όπως γράφω πιο πάνω, αυτά ίσως να ήταν τα μεγαλύτερα και τα τραγικότερα θύματά του.
Παραπομπές.
1.- Η Τσερκέζα ή αλλιώς Ζουλφιέ Χανούμ ή Ελένη Ιορδάνογλου ήταν Μικρασιάτισσα στην καταγωγή. Ήταν ιδιαίτερα δυναμική και πονηρή γυναίκα. Μετά την ανταλλαγή περιουσιών το 1923 απέκτησε μεγάλη περιουσία, εξαιτίας του χαρακτήρα, και των γνωριμιών που είχε. Λέγεται πως είχε δεσμό με τον Νικόλαο Πλαστήρα. Το τσιφλίκι της Τσερκέζας ήταν πάντα γεμάτο ακόμα και όταν επί Κατοχής το νησί πεινούσε. Το καλοκαίρι του '48, μια μέρα που εκείνη έλειπε απ το τσιφλίκι της, μπήκαν στο μύλο της μια ομάδα αντάρτες, και πήραν λιγοστά πράγματα απ’ αυτά που βρήκαν μπροστά τους. Μετά από μέρες έστειλε στον Κυριάκο Πασχαλιά, (Καπετάνιο) χαμπέρι, πως τον περιμένει φανερά, να πάει στο λημέρι της όχι σαν κλέφτης.
Απ’ τη μια ήθελε να της δείξει πως δεν την φοβάται, παρόλη την κακιά της φήμη. Απ’ την άλλη έπρεπε να βρει τροφή για τα παλληκάρια του. Πήρε λοιπόν έναν ακόμα μαζί του, και κατέβηκαν. Κατέβηκε κυρίως όμως, γιατί πίστευε πως η Τσερκέζα έχει γνωρίσει ξεριζωμό κυνηγητό και κατατρεγμό. Νόμιζε πως παρ’ ότι δεν συμφωνούσε με τις απόψεις των Ανταρτών, θα σεβόταν το ανυπόταχτο τους.
Και αυτό έδειξε. Τους γέμισε τους ντορβάδες και τους έστειλε. Τους έκλεισε ραντεβού και για την άλλη βδομάδα, την Τρίτη. Ο Πασχαλιάς κράτησε προφυλάξεις. Την Τρίτη έστησαν καρτέρι στις εισόδους του τσιφλικιού της για ύποπτες κινήσεις. Δεν φάνηκε τίποτα περίεργο. Και την Τετάρτη ξαναφάνηκαν. Έτσι άρχισε αυτό το νταλαβέρι με την Τσερκέζα.
Την Πρωτοχρονιά του '49 τους είχε καλέσει να τους κάνει το τραπέζι, να γυρίσουνε το χρόνο μαζί. Το ρίσκο της αποδοχής ήταν μεγάλο. Και υπήρχαν μεγάλες ενστάσεις. Όμως υπήρχε και η λαχτάρα των Ανταρτών να φάνε σαν άνθρωποι πάνω σ’ ένα τραπέζι, να ζεστάνουν το κόκαλο τους και να περάσουνε δυο ώρες σαν άνθρωποι. Λαχτάρα που υπερνίκησε τις δεύτερες σκέψεις και τις ενστάσεις.
Τα υπολόγισαν όλα. Πήραν ακόμα και την παραμικρή προφύλαξη. Λογάριασαν προδοσία, κρυμμένα αποσπάσματα, δηλητηρίαση. Λογάριασαν τα πάντα εκτός από ένα. Και πήγαν. Δεκατρείς αντάρτες. Να φάνε μια φορά μετά από τόσο καιρό, σαν άνθρωποι. Σε τραπέζι, με κάθε λογής φαί. Την άφηναν να τρώει πρώτα εκείνη και μετά έτρωγαν. Ποτό δεν ακούμπησαν. Και οι σκοποί φυλούσαν. Τελευταία στιγμή πριν φύγουν βγήκε να φέρει απ’ το μύλο κάτι γλυκά που τους είχε.
Με αναμμένο τσιγάρο. Για να ανάψει το φυτίλι κάτω απ’ την καρυδιά της αυλής της.
Πυροδότησε τα πυρομαχικά που είχαν ζώσει το σπίτι της, άντρες ειδικοί της ασφάλειας και έξι Αντάρτες έμειναν στον τόπο. Έγιναν κομμάτια απ’ τα πυρομαχικά. Οι υπόλοιποι κίνησαν για τον Μανταμάδο, που κρύφτηκαν στην μηχανή του Κομίλη. Όλοι με προβλήματα στα μάτια.
2.- Η Οργάνωση Χ ήταν η μετονομασία της Στρατιωτικής Οργανώσεως Γρίβα που ιδρύθηκε την περίοδο της γερμανικής κατοχής τον Ιούνιο του 1941 στην Αθήνα από τον αντισυνταγματάρχη Πεζικού Γεώργιο Γρίβα. Η μετονομασία έγινε τον Μάρτιο του 1943. Τα μέλη της οργάνωσης ήταν γνωστά σαν Χίτες. Πολιτικός αρχηγός της οργάνωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρύσανθος. Η οργάνωση αυτή είχε εθνικιστικό, αντικομμουνιστικό και φιλοβασιλικό προσανατολισμό και παρέμενε πιστή στον Γεώργιο Β' που ήταν στο Κάιρο. Tο σήμα της άλλωστε ήταν η μονογραφή του Γεωργίου B΄ με τα δύο σταυρωτά γάμμα που έμοιαζαν με Χ.
3.-Μάυδες :(Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) Ένοπλα τάγματα που είχαν έντονη αντι εαμική και αντικομουνιστική δράση.
4.- Η έκφραση «τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί» είναι τόσο επώδυνη, και στα χρόνια του εμφύλιου έβρισκε την απόλυτη σημασία της. Η αναφορά του ομαδάρχη της ΜΑΥ έφτανε για να στείλει κάποιον στο στρατοδικείο και σε πολλές περιπτώσεις η απειλή της αναφοράς ισοδυναμούσε με εισιτήριο για την κόλαση. (1ος τόμος της ιστορίας του ελληνικού εμφύλιου πόλεμου, σελ.610).
5.-Αμπρί: το καταφύγιο, τόπος όπου κάποιος μπορεί να καλυφτεί από τη βροχή, τον ήλιο, τον κίνδυνο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων έζησαν τα γεγονότα, στη περιοχή «Χαλατσά» της Αγιάσου μέσα στο πευκοδάσος της Μεγάλης Λίμνης που είναι διάσπαρτη με ογκόλιθους σε κόκκινο χρώμα, οι αντάρτες, του Δημοκρατικού Στρατού Λέσβου, είχαν βρει την ιδανική τοποθεσία για να δημιουργήσουν τα κρησφύγετά τους. Στην περιοχή που ονομάστηκε αργότερα «Αμπριά» έχουν ανοιχθεί τρία τεράστια σε μέγεθος ορύγματα τα οποία καλύφθηκαν με ένα είδος οροφής από ξύλα πεύκων. Πάνω σε αυτή τοποθετήθηκε λαμαρίνα για την προστασία από τη βροχή και πάνω από αυτήν μπήκαν κλαδιά πεύκων, χώματα και πέτρες, ώστε να είναι «αόρατα» μέσα στην ομοιομορφία του τοπίου αφού δεν ξεχώριζαν από αυτό.
6.-Κυριάκος Πασχαλιάς: Γεννήθηκε το 1912 στην Αγιάσο. Ανθυπολοχαγός του ΔΣΛ. Ήταν εύστροφος, εξαιρετικά επιδέξιος και άριστος γνώστης των εδαφικών συνθηκών κάθε περιοχής. Οι ικανότητές του απηχούσαν τη φήμη του όχι μόνο στα λαϊκά στρώματα, αλλά και στις τάξεις του αντιπάλου. Έπεσε μαχόμενος στη θέση ≪Αντρια≫ Αγιάσου στις 2-10-1950.
7.-«Μου φαίνεται αρκετά ύποπτο»: Ο Μιχάλης Λιαρούτσος στο μυθιστόρημά του «Το 48 χωρίς φεγγάρι» σχετικά με την επίσκεψη των ανταρτών στο ντάμι της Τσερκέζας την παραμονή της πρωτοχρονιάς, λέει: « Ο μόνος που ’φερε αντιρρήσεις, (για την επίσκεψη) κι αυτές στην αρχή, ήταν ο μακαρίτης ο Θανάσης (Στεφάνου), ο πολιτικός μας, μα πέσανε όλοι πάνω του και τον πείσανε. Και τελικά δέχτηκε».
8.- Στ’ άρματα, στ’ άρματα: To δημοφιλές αυτό τραγούδι γράφτηκε στα τέλη του 1942 από τον ποιητή και δημοσιογράφο Νίκο Καρβούνη (1880 - 1947) και μελοποιήθηκε από τον αντάρτη μουσικό Αστραπόγιαννο (Ακη Σμυρναίο).
9.- Από τις πολλές συνέπειες της τρομοκρατίας ήταν ο ξεριζωμός των ανθρώπων από τα σπίτια και τα χωριά τους. Ακολούθησε μια άλλη κατηγορία ατόμων που προτίμησαν τους επικίνδυνους μήνες της τρομοκρατίας να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να καταφύγουν στις μεγάλες πόλεις όπου υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα να περάσουν απαρατήρητοι μέσα στο πλήθος. Η μετακίνηση αυτή έπαιρνε συχνά οικογενειακό χαρακτήρα. Τα μεγάλα καταφύγια ήταν η Αθήνα και λιγότερο η Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις. ( Ιστορία του Ελληνικού εμφύλιου πολέμου, 1946-1949, τόμος 1ος σελ184).
* Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε, ζει κι εργάζεται στη Μυτιλήνη. Υπηρέτησε στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.
Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του : "Σεργιάνι στη ζωή" , "Τελευταία Φορά" και "Ζωή από τον θάνατο