Λόγια...της Λέσβου

21/12/2019 - 05:32

Μια φορά κι έναν καιρό. . . κι ας μην είναι παραμύθι.

Αναμνησιολογία - Μια διαδρομή Γράφει ο Βάσος Ι. Βόμβας *

Μια φορά κι έναν καιρό. . . κι ας μην είναι παραμύθι. 

Μόλις είχε περάσει ένας μήνας από την εθνοσωτήριο του Μεταξά, που μας κάθισε στον σβέρκο, με τις ευλογίες του βασιλιά Γεωργίου του Β΄, και στο σπίτι που έμεναν ο Γιαννακός και η Ειρήνη, στην περιοχή της Κουλμπάρας -εκεί στο μεταίχμιο μεταξύ «αριστοκρατών και πληβείων»- με τη βοήθεια μαίας, γεννήθηκα στις 26 Σεπτεμβρίου του 1936. 

Στην περιοχή αυτή, που γειτνιάζει με το Κιόσκι και που ήταν και το τελευταίο μας σπίτι, στην οδό Ταγματάρχου Παπαγιάννη αριθμό 2, έζησα από το 1940 μέχρι και το 1965, όταν και πουλήθηκε για να εγκατασταθούμε οικογενειακώς στην Αθήνα. 

Εκεί πέρασα όλα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, μέσα στη χαρά του παιχνιδιού με τα παιδιά της γειτονιάς μας. Μιας γειτονιάς που έσφυζε από ζωή και που σαν φυσική διέξοδο για τον αξεπέραστο, κουντουρντισμό μας -ζωηράδα τη λένε ευγενικά- είχαμε το Κιόσκι και τα Τσαμάκια και μαζί και το Φρούριο, στο οποίο όταν είχαμε μεγαλώσει πια, καταφεύγαμε για εξερεύνηση ή για να παίξουμε μπάλα όταν ο καιρός ήταν καλός και τελικά να καταλήξουμε στα κάτω τείχη του, ακριβώς πάνω από τους ευαγείς οίκους και να προκαλούμε τα κορίτσια να βγουν για να τα πετροβολήσουμε. 

ε3

{1937 ενος έτους στον Αγ.Ερμογένη. Να σημειωθει οτι τοτε στην περιοχή πήγαινες μονο με πλοιο (καικι)!}

 

Κυρίως όμως για ν΄ ακούσουμε τις βρισιές τους, που μας διασκέδαζαν αφάνταστα και που βέβαια μεταφέραμε και στα παιχνίδια μας, συναγωνιζόμενοι ποιος θα πει τη χειρότερη. 

Το δάσος ακόμα το χρησιμοποιούσαμε και σαν γήπεδο, όταν ο καιρός ήταν βροχερός, αλλά κυρίως το καλοκαίρι με τους φακούς μας για να ενοχλούμε τα παράνομα ζευγαράκια, που έβρισκαν την περιοχή ιδανική για να στεγάσουν τον έρωτα τους κι ας είχαν να αντιμετωπίσουν τα πολυόμματα Σεραφείμ, των οφθαλμολάγνων μπανιστιρτζήδων, που μόλις σουρούπωνε ακροβολίζονταν στις παρυφές του και περίμεναν την έλευση των παρανόμων εραστών για να ικανοποιήσουν το σεπτόν πάθος τους. Γενικά η πόλη διέθετε ικανό αριθμό και ποικιλία σεξουαλικά «διεστραμμένων» συμπολιτών, τους οποίους λίγο ή πολύ γνωρίζαμε. Βέβαια, τα πρωτεία κατείχαν οι παιδεραστές γι’ αυτό και κάθε τόσο είχαμε τέτοιου είδους σκάνδαλα, στα οποία μετείχαν και ευυπόληπτα μέλη της Μυτιληναϊκής κοινωνίας, έτσι για να πονοκεφαλιάζουν οι δικαστές όταν άρχιζε το δύσκολο έργο της ανάκρισης. 

Όταν ο Στρατής Παπανικόλας, στις 11 Ιουλίου του 1952, επανεκδίδει τον «Τρίβολο» στο πρώτο του κιόλας φύλλο αρχίζει με τούτο το επίκαιρο:

 

ΚΑΛΩΣ ΣΑΣ ΒΡΗΚΑ!

 

«Καλώς σας βρίσκω, αγαπητοί συμπατριώτες πάλι

-ύστερα από δεκάχρονη μπόρα κι ανεμοζάλη-

με προκυμαία πισσόστρωτη και μ' αερολιμάνι

με πάρκο συρματόφραχτο μη μπεί κανέ χαϊβάνι

με νέα ανακουφιστήρια, περίβλεπτα δημοτικά

κατ' εξοχήν τουριστικά

με μπλόκια αιματοστάλαχτα, πλάζ… και “Διαφθορεία”

πότε τα κάνατε όλ' αυτά βρίσκομαι σ' απορία!...» 

 

Με τους στίχους του αυτούς, θέλησε να περιγράψει το τότε κλίμα, που πραγματικά είχε συνταράξει την Μυτιληναϊκή κοινωνία. Ας είναι!

Οι γονείς μου, την τελευταία χρονιά της κατοχής εντάχτηκαν στο ΕΑΜ, όπως άλλωστε κι όλη τους η παρέα, γεγονός που φάνηκε κι από την ενεργό συμμετοχή τους αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων στις 10 Σεπτεμβρίου του 1944

«Πάνω στην όμορφη Λέσβο δεν είναι πια Γερμανοί. Δεν μας σκιάζει τον ήλιο μαυρίλα φασιστική…», τραγουδούσα κι εγώ μαζί με τους μεγάλους στο Κιόσκι, στους δρόμους και στο σχολειό μας στο Κομνηνάκειο, όπου γρήγορα γίναμε αετόπουλα...

«Μ' ατρόμητη καρδιά περήφανα Ελληνόπουλα και του λαού παιδιά…»

Ήταν τέτοια η ατμόσφαιρα, που την ένιωθες βαθιά μέσα σου και σ' έκανε περήφανο η όποια συμμετοχή σου σ' αυτό το πανηγύρι της χαράς, που μας γέμιζε με μεγάλες προσδοκίες, για τις «μέρες που θα έρχονταν φορτωμένες πολύχρωμα οράματα». 

Όμως η χαρά αυτή δεν κράτησε για πολύ. Η αντίδραση σιγά σιγά χτύπησε και το νησί μας και η λευκή τρομοκρατία γρήγορα εκτυλίχτηκε σε εφιάλτη, μέχρι που φτάσαμε στον εμφύλιο και στις πολιτικές διώξεις, που ειδικά στο σπίτι μας τις νιώσαμε κατά το χειρότερο τρόπο, με την απόλυση του πατέρα μου από την υπηρεσία του. 

Πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να δικαιωθεί και να επανέλθει στη Νομαρχία Λέσβου, που τότε υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος. Παρά την δικαίωση του, όμως, δεν του δόθηκαν ποτέ τα αναδρομικά που του όφειλαν… Το τιμωρόν κράτος της δεξιάς, έπρεπε με τους θηριώδεις μηχανισμούς καταστολής που διέθετε τότε, να τον τιμωρήσει παραδειγματικά, αφού πρώτα βίασε τη συνείδηση και το φρόνημα του, με τη δήλωση μετανοίας που έπρεπε να υπογράψει για να επιστρέψει στην αγκαλιά της εθνικοφροσύνης. 

Και προς επιβεβαίωση της ένταξής του εις τον «εθνικόν κορμόν» του αποστέλλεται τούτο το έγγραφο: 

Άρσις χαρακτηρισμού ως κομμουνιστού του Βόμβα Ιωάννη του Στυλιανού και της Βασιλικής. 

 

Λαβόντες υπ' όψει την υπ' αριθμ. 6/293/3 αναφοράν σας και βεβαιωθέντες, ότι ο εν περιλήψει αναφερόμενος, γεννηθείς εις Μυτιλήνην και κατοικών ομοίως, επαγγέλματος Νομαρχιακός υπάλληλος, κλάσεως 1927, είχε χαρακτηρισθεί κατά το παρελθόν ως κομμουνιστής. κατηγορηθείς ότι κατά την περίοδον της κατοχής ωργανώθει εις το Ε. Α. Μ. και ότι από του 1946 επιδεικνύει νομιμόφρονα διαγωγήν, μη παρέχων αφορμήν από κομμουνιστικής ή άλλης απόψεως, αποκηρύξας προσέτι δια δηλώσεως του, τας αρχάς του κομμουνισμού, 

            ΕΓΚΡΙΝΟΜΕΝ 

Ίνα ο ειρημένος διαγραφεί των κομμουνιστικών βιβλίων των Αστυνομικών Αρχών. 

Η παρούσα να ανακοινωθή εις τον ενδιαφερόμενον. 

Εντολή Υπουργού. 

 

Τα σχόλια δικά σας. 

Μέρες πικρές, που με ωρίμασαν πρόωρα. Γι’ αυτό κι από τότε, ποτές μου δεν έχασα τον εαυτό μου και την ηλικία μου. Αντίθετα τούτο έγινε αφορμή να οπλιστώ με πρωτόγνωρη για την ηλικία μου θέληση. 

Έτσι από πολύ νωρίς είχα απόλυτη συναίσθηση σε ποια κοινωνία μεγάλωνα κι αυτήν την κοινωνία ήθελα να την κάνω δική μου. Και τα κατάφερα. Αν κάτι κράτησα βαθιά μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια των μεγάλων προσδοκιών και οραμάτων ήταν η πρόωρη πολιτικοποίηση μου και η ικανότητα μου να μελετώ την ουσία των πραγμάτων, χωρίς φανατισμό, ελεύθερος και αδέσμευτος από κάθε μορφής αγκυλώσεις, αυτές που πάντα δημιουργεί η άκριτη προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων. Και το πέτυχα. 

Θα σταθώ για λίγο στην παρέα των γονιών μου μέσα στην οποία και μεγάλωσα αφού ως μοναχοπαίδι αναγκαστικά με έπαιρναν μαζί τους, όταν ήταν καλεσμένοι στα σπίτια των φίλων τους. Τότε πρωτογνώρισα και τη Ρηνιώ τη μοναχοκόρη των Παπανικόληδων, την πρώτη χρονολογικά φίλη μου και η φιλία μας αυτή διατηρήθηκε αμείωτη μέχρι και τον αδόκητο θάνατό της. Το σπίτι τους στο Βουναράκι, ήταν το άντρον των μουσών και του γλεντιού. Ένα φιλολογικό σαλόνι χωρίς τη μούχλα των όμοιων τους, όπου όλα γίνονταν με πηγαίο αυθορμητισμό, χωρίς επιτήδευση και με κύριο γνώρισμα του, τη συμμετοχή όλων στα δρώμενα που αυτοσχεδιάζονταν εκείνη τη στιγμή. Σίγουρα στο κέφι τους συνέβαλε η ύπαρξη του πιάνου που με πολύ δεξιοτεχνία έπαιζε η Λουλού Παπανικόλα αλλά και η εξίσου ικανή Λενιώ Καραγιάννη. Απαγγελίες, τραγούδι, αυτοσχεδιασμοί και πολύς χορός συνέθεταν το σκηνικό που στήνονταν στα σπίτια τους. Ιδιαίτερα στα χρόνια της κατοχής, που η απαγόρευση της κυκλοφορίας από νωρίς το βράδυ, τους ανάγκαζε να παρατείνουν το γλέντι τους μέχρι τα ξημερώματα. Αυτό ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση, που βάσταξε μέχρι και τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, με μόνη τη διαφορά ότι τώρα πια είχαν να αντιμετωπίσουν τους Χίτες και τους Μπουραντάδες, που αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας έκαναν την εμφάνισή τους και στο νησί μας. Δύσκολα χρόνια, που οι παιδικές μου κεραίες κατέγραψαν και που μου άφησαν μια αδιόρατη πίκρα για το χαμένο μας όνειρο. 

Θα μπορούσα να μιλώ για ώρες για τα χρόνια αυτά, της πρόωρης ωρίμανσης της γενιάς μας, αλλά σκοπός τούτης της αναμνησιολογίας είναι να μεταφέρω περισσότερο, γεγονότα και καταστάσεις που σημάδεψαν την παιδική μου ηλικία αλλά και την μετέπειτα ζωή μου, επιλέγοντας αυτά που η μνήμη μου κράτησε αλώβητα μέχρι σήμερα, ειδικά τώρα που φτάνει στο τέρμα της. 

*

Και να που μου' ρχονται στον νου, οι μέρες των γιορτών με τα κάλαντά τους. Αλήθεια τι πιο ευχάριστο από το να ξυπνάς, να σου χτυπούν την πόρτα, να την ανοίγεις και ν' ακούς τις γρήγορες λαχανιαστές φωνές των παιδιών, να παίζουν αδέξια τα τριγωνάκια τους και να σου τραγουδούν: «Καλήν εσπέραν άρχοντες…»

Και θυμήθηκα τα δύστηνα εκείνα χρόνια, μετά την απελευθέρωσή μας από τους Γερμανούς, που παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς, συνήθως τα ξαδέρφια μου, και αμολιόμασταν στα σπίτια που ήταν κοντά στα δικά μας αλλά και στα άλλα της ευρύτερης περιοχής του Κιοσκιού για να πούμε τα κάλαντα. Λαχτάρα και απαντοχή μας να μαζέψουμε καμιά δεκάρα, ένα μεταλίκι βρε αδερφέ, που δεν το είχαμε και μπόλικο από το σπίτι μας. Χτυπούσαμε δυνατά την πόρτα, μας άνοιγαν και με δυνατές φωνές ψάλλαμε τα κάλαντα και δεν αφήναμε στίχο για στίχο. Όλα τα λέγαμε και περιμέναμε πώς και πώς τη δεκάρα που -όμως- δεν έρχονταν, γιατί οι νοικοκυρές μας γέμιζαν φοινίκια και κουραμπιέδες. Τότε ξεσπούσε η αγανάκτησή μας, η οποία εκφράζονταν με τον εκσφενδονισμό τους πάνω στα ντουβάρια του σπιτιού. Ήταν η εκτόνωσή μας. Αυτή, η υγιής αντίδραση του παιδιού που περιμένει το δώρο που δεν του  δίνουν.

Όμως, ήμασταν παιδιά και γρήγορα το ρίχναμε στο παιχνίδι… και αλέμ σεφά, περιμένοντας την Πρωτοχρονιά, μιας βδομάδας ακόμα γλυκαπαντοχή.

 

5

{Στο κάστρο της Μυτιλήνης, άνοιξη του 1952. Τα παιδιά του Κιοσκιού,όρθιοι Παυλέας, Χ.Τσακίρης,η Μαρί γαλλίδα τουρίστρια που ξεναγήσαμε,ο Αντώνης Περγαμηνέλλης ή Καρουλάκιας (επειδή είχε σγουρά μαλλιά),ο Φούσκας(περιηγητής του νεύρου) καθήμενοι Κ.Τσακίρης, εγώ και ο ΄Αγγελος Μπούμπας (μοδίστρα) }

 

Νάμαστε, λοιπόν, ξανά στο Κιόσκι. Το Κιόσκι τότε για τη Μυτιλήνη δεν ήταν μια απλή γειτονιά της πόλης. Ήταν ο ομφαλός της. Ήταν το κέντρο αναφοράς των νεολαίων της εποχής, γιατί σ΄ αυτό δεν έβρισκαν μονάχα διέξοδο στα παιχνίδια τους, αλλά και στο ερωτικό τους ξύπνημα. Η γειτονιά μας είχε το προνόμιο να έχει ωραία κορίτσια κι αυτό από μόνο του μάζευε τα ζωντανά νιάτα της πόλης που επιζητούσαν με κάθε τρόπο το σμίξιμο. Στον χώρο του παλιού Μουσείου, γύρω από τα κιονόκρανα και τα αρχαία μάρμαρα στήνονταν αυτό το όμορφο ερωτικό πανηγύρι, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, με τις μεγάλες μέρες και την ευωδιά των γιασεμιών, που οι νέες με ξέχωρη επιτηδειότητα έμπλεκαν με τις κορφές των μίσχων των πεύκων, που έκοβαν από το παρακείμενο δάσος. Στην πλατεία, που ήταν και η μεγαλύτερη της πόλης, κυριαρχούσε το ποδόσφαιρο, χειμώνα καλοκαίρι. Μάλιστα τα χρόνια της κατοχής το Κιόσκι υπήρξε ένα φυτώριο, που μέσα απ' αυτό ξεπήδησαν μεγάλα ταλέντα του Λεσβιακού ποδοσφαίρου. 

Όμως, με τα χρόνια, έχασε την παλιά του αίγλη και σήμερα, μετά από αλλεπάλληλες «αισθητικές» παρεμβάσεις, κατάφερε να γίνει χώρος παρκαρίσματος αυτοκινήτων. Και το χειρότερο. Ποτέ πια δεν θα ακουστούν οι φωνές των παιδιών, ούτε το πέταγμα των χαρταετών που φτιάχναμε μόνοι μας, τις μέρες των απόκρεω, και που με πάθος αξεπέραστο, συναγωνιζόμασταν ποιανού ο αϊτός θα πάει ψηλότερα. 

Στη δεκαετία του '50 υπήρξε μια μικρή αναλαμπή. Μετά το γκρέμισμα της Νομαρχίας, που για χρόνια στεγάζονταν στο κονάκι του Βαλή, ο χώρος διαμορφώθηκε κατάλληλα και κτίστηκε ένα κέντρο διασκέδασης, που σήμερα στεγάζει τη λέσχη των αξιωματικών της Φρουράς Λέσβου και που γνώρισε μεγαλεία, αφού πέρα από τους χορούς που γίνονταν τους καλοκαιρινούς μήνες, με την παρουσία -των κατ' ευφημισμόν αριστοκρατών του Μακρύ Γιαλού- έρχονταν και τραγουδούσαν και οι φημισμένοι τότε καλλιτέχνες των Αθηνών, Δανάη, Πολυμέρης, Μαρούδας, Παναγό-πουλος, Τρίο Κιτάρα, Τρίο Καντσόνε και πολλοί άλλοι. 

Εμβληματική φιγούρα του κέντρου του Κιοσκιού, ο Κακλαμάνος, ένας κοντούλης μαυριδερός, από τον συνοικισμό της πόλης, αεικίνητος και πάντα αγχωμένος, γιατί στο κέντρο του, τον Αύγουστο κυρίως μήνα, έπρεπε να αντιμετωπίσει το μέγα πρόβλημα των μελτεμιών, που χάλαγε όχι μονάχα τη διάθεση των θαμώνων αλλά και την προσέλευση τους, με οδυνηρές για την τσέπη του οικονομικές συνέπειες. Αυτός ήταν κι ο λόγος που το Κιόσκι δεν μπόρεσε να κρατηθεί, ως κέντρο διασκέδασης, για να καταλήξει σήμερα, ένα ανούσιο και κακόγουστο κτίριο, που στεγάζει την Λέσχη των Αξιωματικών της Φρουράς Λέσβου. 

Εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση. Γράφοντας πιο πάνω για τον Κακλαμάνο, μίλησα για τον Συνοικισμό. 

Ο συνοικισμός υπήρξε δημιούργημα της Μικρασιατικής Καταστροφής, στην περιοχή της Απάνω Σκάλας, εκεί που ήταν κτισμένη η αρχαία Μυτιλήνη. Εκεί στεγάστηκαν οι ξεριζωμένοι των απέναντι παραλίων. Την περιοχή αυτή οι Μυτιληνιοί, που ποτέ δεν την αποδέχτηκαν, την περιφρονούσαν βαθύτατα. Φαίνεται πως η κάθε λογής προσφυγιά, θα δοκιμάζει πάντα την ανθρωπιά μας, γιατί το έλλειμμα της το βλέπουμε και σήμερα. 

Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ότι στα τρία σινεμά της πόλης μας, που την Κυριακή άρχιζαν από τις 12 το μεσημέρι με δύο συνεχόμενα έργα (το ένα πάντα καουμπόικο) και η ουρά των θεατών ήταν πάντα τεράστια, άκουγες τη φράση «πλάκωσε κι ο συνοικισμός». Φράση υποτιμητική και περιφρονητική για τον κόσμο αυτόν, που όχι μονάχα στέριωσε και πρόκοψε στον τόπο μας, αλλά και που μαζί του έφερε, πέρα από τις καινούριες προοδευτικές του ιδέες κι έναν πολιτισμό που προαιώνια κουβάλαγε μέσα του. 

Τα «σμαζώματα», όπως τους χαρακτήριζαν οι Μυτιληνιοί, έφεραν αυτό το καινούριο και ρηξικέλευθο από τον απέναντι αιγιαλό, τον «Μυτιληναίων αιγιαλόν» , αυτόν που αιώνες τώρα κατοικούσαν οι ίδιοι άνθρωποι και που, για δείτε σύμπτωση, έλαχε να είναι κι αυτοί Μυτιληνιοί. 

Στα σινεμά λοιπόν, που η φτωχολογιά του συνοικισμού περνούσε τις Κυριακές της, συνέβαιναν και μερικά ευτράπελα περιστατικά, που δεν άφηναν ασχολίαστα οι ατσιδάτοι συμπολίτες μας. Η μεγάλη ουρά που σχηματίζονταν για να κόψουν οι θεατές το εισιτήριό τους, ήταν πυκνή και τα σπρωξίματα έδιναν και έπαιρναν. Πεδίον λαμπρόν για τους κολιτηρατζήδες, που παρεισέφρεαν στο πυκνό και ανήσυχο πλήθος για να κάμουν… 

«Με τα στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτων των κορασίδων αλλά και των λοιπών θηλυκών, αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικαί μέσα εις τον συνωστισμόν της ουράς, επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις». 

Ελαφρώς παραλλαγμένο, τούτο το εύστοχο απόσπασμα, από το ποίημα του μεγάλου μας σουρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», όπου με απόλυτη ακρίβεια, ως τέλειος γνώστης του θέματος, μας περιγράφει κατά τον καλύτερο τρόπο τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε και στα σινεμά της πόλης μας. 

Το αστείον του πράγματος ήταν ότι την ουρά τιμούσε και η παρουσία του ιδιοκτήτη του σινεμά, ο οποίος τρύπωνε στο πλήθος για να βγάλει τάχατες εισιτήριο, στην πραγματικότητα όμως για να ικανοποιήσει το πάθος του. 

 

4

{Ο Βάσος Βόμβας σε σκίτσο του Α. Πρωτοπάτση}

 

Μετά τη φοίτησή μου στο αρχαιότερο δημοτικό σχολειό της πόλης μας, το Κομνηνάκειο, όπου είχα τη τύχη να διδαχθώ τα πρώτα και τα πιο σημαντικά ίσως γράμματα, από καλούς και αξιόλογους δασκάλους -στα χρόνια της κατοχής αλλά και στα άλλα τα πέτρινα-, έφτασε η στιγμή να φοιτήσω στο Γυμνάσιο. 

Στο δημοτικό μαζί μου φοιτούσε κι ο ξάδερφος μου ο Στέλιος, συνομήλικος μου. Πανέξυπνος και ιδιαίτερα ευφυής, που όμως αρνιόταν πεισματικά το διάβασμα. Η δασκάλα μας η κ. Μαρίκα, με τον γηραλέο άντρα της (έχει σημασία τούτο) παρουσίαζε έντονα υστερικά ξεσπάσματα και για την εκτόνωση της κακομεταχειρίζονταν τα παιδιά που υστερούσαν στα μαθήματά τους, πότε με χαστούκια και πότε με το κτύπημα του κεφαλιού τους στο μαυροπίνακα. Το τελευταίο το εφήρμοσε και στο Στέλιο, που κλαίγοντας έφυγε από την τάξη και γύρισε σπίτι του. Συμπωματικά τον αντάμωσε ο πατέρας μου, που έτυχε να μην έχει πάει εκείνη τη μέρα στο γραφείο του. Ο πατέρας μου είχε μια ιδιαίτερη αγάπη στα παιδιά, τα οποία λάτρευε, και βέβαια πολύ περισσότερο στα ανήψια του. Θυμάμαι ότι τον πήρε μαζί του και ήλθε στο σχολειό μας και μίλησε με πολλή αυστηρότητα στη δασκάλα μας, η οποία έκτοτε ήταν πολύ προσεκτική στη τάξη με τους μη επιμελείς μαθητές της. Τούτο το αναφέρω γιατί τότε οι δάσκαλοι δεν ήταν μονάχα αυστηροί αλλά και εφάρμοζαν και αντιπαιδαγωγικές μεθόδους κυρίως στους κακούς και άτακτους μαθητές. 

Στα χρόνια μετά τον πόλεμο, που η στέρηση σε βασικά είδη διατροφής, ήταν συνηθισμένη, σαν μάννα εξ ουρανού μας ήλθε η ΟΥΝΡΑ, μια αμερικάνικη οργάνωση, για να βοηθήσει τον λιμοκτονούντα τότε πληθυσμό και ιδιαίτερα τα παιδιά. Την γευτήκαμε κι εμείς στο σχολειό μας, μ' αυτό το κίτρινο τυρί, το γάλα και τα αυγά σε σκόνη, κάτι χρωματιστές μικρές σοκολατένιες πολύχρωμες καραμέλες και κυρίως αυτό το φρικτό αλλά πολλαπλά σωτήριο μουρουνόλαδο. Ήταν η εποχή που θέριζε η αδενοπάθεια. Ήταν ακόμα η εποχή της «ξένοιαστης συμφοράς» όπως έγραψε, πολύ σωστά, ο φίλος και συμμαθητής μου Θόδωρος Δουκάκης, κάτω από μια φωτογραφία, που μας έβγαλαν στα σκαλιά του σχολείου μας όλους μαζί με τους δασκάλους και τις κυρίες που βοηθούσαν την οργάνωση, με την αμερικάνικη σημαία των ευεργετών μας αναπεπταμένη και δίπλα της δειλά συνεσταλμένη και τη δική μας. 

Μετά από μία λαμπρή γιορτή, την οποία τίμησε κι ο Δεσπότης μας Ιάκωβος ο Α΄, ο από Δυρραχίου, και αφού μέρος της γιορτής ήταν και η εκφώνηση του αποχαιρετιστήριου λόγου, από τον καλό μαθητή της τάξης (ήμουν και τέτοιος), που βέβαια μου έγραψε ο πατέρας μου -τον έχω ακόμα-, το σωτήριο έτος 1948 μετακόμισα για τη συνέχεια της φοίτησης μου, στο Α΄ Γυμνάσιο της πόλης μας. 

Σωστή η επιλογή μου γιατί το γυμνάσιο μας κοσμούσε μια εξαίρετη ομάδα καθηγητών, ιδίως στα φιλολογικά μαθήματα, που μου άρεσαν ιδιαίτερα. Καθηγητές με τεράστια μόρφωση που δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τους Πανεπιστημιακούς δασκάλους. Και τούτο το λέω, μετά λόγου γνώσεως, γιατί όταν φοιτητής πια παρέδωσα μια επιστολή στον σπουδαίο καθηγητή της γλωσσολογίας, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Νικ. Ανδριώτη, από τον φίλο του καθηγητή μου Παναγιώτη Σαμάρα, αναφερόμενος στους καθηγητές μας της Μυτιλήνης, μου είπε χαρακτηριστικά. 

  • Αυτοί έπρεπε να είναι εδώ. 

Πραγματικά το σύνολο των καθηγητών μας, μηδέ εκείνων που μας δίδασκαν τα μαθήματα των θετικών επιστημών, ήταν ακαδημαϊκού επιπέδου με κορυφαίους, τους Αρχοντίδη, Σαμάρα, Ματζουράνη, Μουτζούρη, Πράσινο, Κλήμη, Τριανταφύλλου, Αργυρόπουλο (supinum), Καραβασίλη, Τζιρίδη, κ.ά. και βέβαια τον γυμνασιάρχη μας, τον αψεγάδιαστο φιλόσοφο Σταύρο Παρασκευαϊδη που αντί του οχληρού καταλόγου και του σηκώματος στον μαυροπίνακα, προτιμούσε να μας μιλάει για το κάλλος και την αρετή, μέσα από τα κείμενα των τραγικών και του Θουκυδίδη. Έτσι, που ακόμα κι όταν άρχιζε το μάθημα για τον «Επιτάφιο του Περικλή » και μας έλεγε το… «και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» και η τάξη ξεσπούσε σε τρανταχτά γέλια, αυτός ατάραχος κι αφού έκανε την χαρακτηριστική περί τον εαυτόν του στροφή, συνέχιζε την ανάλυση του χωρίου αυτού κι εμείς να σταματάμε τη φασαρία και να κρεμόμαστε κυριολεκτικά από τα χείλη του. 

Από την άλλη μεριά, που να ξεχάσεις τις μύριες όσες απαγορεύσεις, το εν χρω κούρεμα, τον μαθητικό πίλο με τον αριθμό (τον πρώτο χρόνο θυμάμαι είχα τον αριθμό 606, που παρέπεμπε στις γνωστές για την συφιλίδα ενέσεις), την απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 7 μ.μ. τους χειμωνιάτικους μήνες και βέβαια τη σεξουαλική πείνα που μας βασάνιζε από την εφηβεία μας και μετά, μέχρι που ήλθε η μεγάλη ημέρα της εκπαρθένευσης μας, στα ευαγή ιδρύματα του Κάτω Φρουρίου, ένθα ενδιαιτώντο, οι πόρνες της εποχής και περιμέναμε πως και πώς το Σαββάτο να πάμε για την εκτόνωσή μας. 

Ο πατέρας μου, πρωτοπόρος σε όλα του, θυμάμαι πως μόλις έγινα 17 χρονών, μου έδωσε 25 δραχμές (τόσο ήταν το βίζιτο τότε) και μου είπε. 

- Ήλθε η ώρα να πας στα κορίτσια. 

Έτσι και έγινε γεγονός που σημάδεψε τη μετάβαση μου από την belle epoque de malachi σ' αυτήν του ανδρός. 

*

Και ήλθε η ποθητή ημέρα της αποφοίτησης μας, με την απαραίτητη φωτογραφία στα σκαλιά του Γυμνασίου μας, με τον γυμνασιάρχη και τους καθηγητές μας, περήφανους που… «έβγαλαν τέτοια παιδιά...» κι εμάς να μας δέρνει, το σαράκι που ξαφνικά φύτρωσε μέσα μας και ρωτούσε τι θα κάνουμε από δω και πέρα. 

Με την ευθυκρισία, που πάντα με χαρακτήριζε κι επειδή ήξερα καλά τον εαυτό μου και τις δυνατότητες μου, απέφυγα τη βάσανο των θετικών επιστημών -μεταξύ μας δεν θα άντεχα μια σίγουρη αποτυχία- και στράφηκα στη Νομική, ικανοποιώντας την επιθυμία του πατέρα μου κι όχι τη δική μου που ήταν να φοιτήσω στη Φιλοσοφική σχολή. 

Ευτυχώς, λόγω των γερών γνώσεων, που είχα αποκομίσει από τους καθηγητές μου στο γυμνάσιο, χωρίς πολύ διάβασμα -καλοκαίρι γαρ- μπήκα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όπου και φοίτησα για έξη και κάτι ολόκληρα χρόνια, κατ' εξαίρεση από άλλους συμφοιτητές μου, που τέλειωσαν νωρίτερα. 

Και δεν ήταν μόνο, ο απηνής διωγμός μου από τον σαδιστή Καθηγητή της Πολιτικής Οικονομίας Δ. Δελιβάνη, που με καθυστέρησε δύο ολόκληρα χρόνια μέχρι να περάσω το μάθημα του -130 σελίδες όλο κι όλο- όσο η λαχτάρα μου να παρατείνω τις σπουδές μου, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι θα με περίμενε η μούχλα της επαρχίας. Κι αυτό το λέγω ενσυνείδητα και μετά λόγου γνώσεως, κατά την ήκιστα συμπαθητική έκφραση των δικαστηρίων. 

Επειδή στο Πανεπιστήμιο δεν είχαμε υποχρεωτική παρακολούθηση, συχνά πυκνά, ιδίως τους χειμερινούς μήνες κατέβαινα στο νησί, κάνοντας πάντα μια στάση στην Αθήνα, όπου φοιτούσαν όλοι σχεδόν οι φίλοι μου και πάντα υπήρχε και κάποιο ερωτικό ενδιαφέρον. 

Αυτή η ουσιαστική επαφή με την πόλη μας, μου έδωσε την ευκαιρία να την γνωρίσω καλά και παρ' όλο που ήταν μια ιδιαίτερα «ανοιχτή πόλη» με έξυπνους, σπιρτόζους και προοδευτικούς-τουλάχιστον τότε- ανθρώπους, είχε μια μιζέρια, γέννημα της μονοτονίας, που είναι σύμφυτη με κάθε επαρχιακή πόλη. Έτσι μετά το στρατό, χωρίς πολλή σκέψη βρήκα την ευκαιρία και την «κοπάνισα» για να εγκατασταθώ στην Αθήνα όπου και ζώ μέχρι σήμερα. 

Ο χειμώνας στη Μυτιλήνη δεν είναι εύκολος. Βροχές υγρασία και κρύο τσουχτερό ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση και η μοναδική μας διασκέδαση, πέρα από το σινεμά όπου βίωνες μια παγωμένη αίθουσα κι ένα ανούσιο κατά κανόνα φιλμ και το μπιλιάρδο στο «Πανελλήνιο» με τη τσιγκρή φάτσα του κυρ Πέτρου Ζαχαρίου, ήταν ο καφενές του Τσανακαλιώτη, όπου το βραδάκι μαζεύονταν, εκτός από τους ψαράδες, όλο το παραγωγικό δυναμικό των σεξουαλικά πεινασμένων συμπολιτών μας. Μπανιστιρτζήδες, παιδεραστές, εφαψίες, επιδειξίες κ.ά. άνθη του κακού, έρχονταν και διηγούνταν την ημερήσια δραστηριότητα τους προκαλώντας άφθονο γέλιο, αφού μέσα από το στοιχείο της υπερβολής πολλές φορές λέγονταν και απίστευτα πράγματα. Όπως για παράδειγμα αυτών, που μόνιμα στο σινεμά εντόπιζαν γυναίκες μέσης ηλικίας και αφού κάθονταν δίπλα τους διενεργούσαν διά των χειρών τους, κάτω από την επιμελώς τοποθετημένη ανάμεσα τους καμπαρντίνα, ψαύσεις εις τα άδυτα των αδύτων. Προς τιμήν τους ποτέ δεν ανέφεραν ονόματα. Μάλιστα ένας εξ αυτών μου έλεγε εμπιστευτικά ότι η συγκεκριμένη τάδε έβαζε την τσάντα της και του φύλαγε τη θέση την οποία αυτός καταλάμβανε μόλις έσβηναν τα φώτα για να αρχίσει η προβολή της ταινίας. 

Νομίζω ότι στον κινηματογράφο -ίσως κάπως υπαινικτά στον ιταλικό- δεν καταγράφηκε ποτέ αυτή η ιδιαίτερη ερωτική πράξη, η οποία ενέχει μια μορφή εκτόνωσης κι ενός ασίγαστου πάθους, που συντελείται μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας. Εδώ η ένοχη συναίνεση, παίρνει τη μορφή μιας ιεροτελεστίας με συγκεκριμένες κινήσεις, πριν και μετά την ολοκλήρωση της ατελούς αυτής ερωτικής συνεύρεσης, για να επαναληφθεί σε μιαν άλλη προβολή κατά τον ίδιο τελετουργικό τρόπο. Εδώ οι οιονεί εραστές λειτουργούν ως ξένοι. Δεν ανταλλάσσουν λέξεις ούτε καν ματιές μονάχα αφήνονται, στην ένοχη σιωπή μιας πρωτόγνωρης ηδονής που δεν είναι παρά και η αποθέωση του ερωτικού ενστίκτου στην πιο πρωτόγονη του μορφή. 

Την ίδια εποχή, μιας άλλης μορφής εκτόνωση ήταν τα Κυριακάτικα πάρτυ. Λόγω της νυκτερινής απαγόρευσης, η σύναξη γίνονταν μετά τις 3 το μεσημέρι, αφού πρώτα ευγενικά αποχωρούσαν οι γονείς της εκάστοτε διοργανώτριας. Για τη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας κλείναμε ερμητικά τα παντζούρια των παραθύρων και μέσα στο σκοτάδι, που αμυδρά φώτιζε το λαμπάκι του πικ-απ, επιδιδόμασταν σ' έναν κατ' επίφαση χορό, μπλουζ τα λέγαν τότε, με το τότε φλερτ μας. Αυτό το σφιχταγκάλιασμα, που πολλές φορές είχε την μορφή όρθιας συνουσίας, αντί της επιθυμητής εκτόνωσης, δημιουργούσε άλλα προβλήματα, που για να λυθούν έπρεπε μετά τη διάλυση του πάρτυ, αργά το απόγεμα, να καταφύγεις εις τους ευαγείς οίκους του Κάτω Φρουρίου ή στην άκρως ευεργετικήν και εν ταυτώ εκτονωτικήν χειράντλησιν. Και για μας καλά. Για τις ανικανοποίητες όμως κόρες; 

Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που χρειάζεται ιδιαίτερη προσέγγιση, γιατί ήταν το τεράστιο πρόβλημα της τότε εποχής. Βλέπετε ότι οι αβροδίαιτες κόρες, οιστρηλατημένες από τα νάματα της θηριώδους ηθικολογίας έπρεπε να είναι «παρθενικόν καύχημα», διότι η παρθενία ήταν η κορωνίς της εναρέτου κόρης, που όπως γράφει χαρακτηριστικά ο πατήρ μου «Έφτανε στα 15, στα 16 στα δεκαεφτά  και που να νιώσει χαρά στα μεριά! Έτσι πάντοτε υπό το αυστηρόν βλέμμα του πατρός και του υιού της οικογενείας δεν επιτρέποντο ούτε θωπείαι των μαστών, ούτε φιλήματα, πολύ δε πιο πολύ ούτε και το πινέλον! Έπρεπε η «θυσία» να γίνη τελετουργικώς την πρώτην νύκτα του γάμου και το πρωί οι κανίβαλοι γονείς έπρεπε να δουν τα πειστήρια  και να διακριβώσουν το «εν τάξει»…

Βέβαια σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν η κόρη είχε υποστεί τον εμβολισμό, κατέφευγε στον κατάλληλο τη περιστάσει, «ράπτην», που δεν ήταν άλλος από το γυναικολόγο της οικογενείας για την επιδιόρθωση. Εξ ου και το σχετικό ανέκδοτο της εποχής. 

- Που ράβεσθε; 

- Στου Λούρου. 

Ο Λούρος ήταν ονομαστός μαιευτήρ-γυναικολόγος των Αθηνών. 

Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων, μαζί με τους φίλους μου περιμέναμε πως και πως τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα για να κατεβούμε στο νησί μας. Τα πάρτυ και η χαρτοπαιξία έδιναν και έπαιρναν μαζί με τα παραδοσιακά μας ξενύχτια κυρίως στου Τσανακαλιώτη, που διανυκτέρευε, με ατέρμονες συζητήσεις πάνω σε ανούσια ως επί το πλείστον θέματα, κυρίως ερωτικού ενδιαφέροντος αφού όλοι μας λίγο πολύ είχαμε κάποιους ατελείς δεσμούς. 

Τα Χριστούγεννα, ίσως και να τα νιώθαμε περισσότερο λόγω και της θαλπωρής που προσφέρει ο κλειστός χώρος. Τις μέρες που δεν είχαμε πάρτυ, ξενυχτάγαμε κυρίως στη «Φέμινα» (το παλιό θεατράκι του Καψιμάλη) αλλά και στα άλλα καμπαρέ της πόλης μας. Ήταν ένα είδος διασκέδασης, που έκπαλαι ανθούσε στη Μυτιλήνη με θαμώνες γνωστά γεροντοπαλίκαρα, αλλά και από κάτι περιστασιακούς σαν κι εμάς, που οι ιδιοκτήτες των κέντρων αυτών ούτε να μας δουν ήθελαν, γιατί ήμασταν εντελώς ασύμφοροι για το μαγαζί τους. Και γιατί να μας θέλουν, αφού με το ζόρι καταναλώναμε ένα ποτό και περιμέναμε πως και πως να χορέψουμε έναν χορό με τα κορίτσια του καμπαρέ χωρίς να τα φωνάξουμε στο τραπέζι μας για κονσομασιόν. Κυρίως πηγαίναμε για ν' ακούσουμε μουσική, από ζωντανή ορχήστρα που ήταν το ίδιο πληκτική όπως και η φάτσα των ιδιοκτητών, Περέλλη ή Γκουγκού και Σολωμού. Φωτεινή εξαίρεση ο πιανίστας Παναγιώτης Πετσάλης που θάφτηκε στην επαρχία, ενώ είχε τεράστιες δυνατότητες κι ένα ταλέντο αδιαμφισβήτητο και ο οποίος όταν το κέντρο σχολούσε και τα κορίτσια έφευγαν με τους ευκαιριακούς εραστές τους για τα ξενοδοχεία της πόλης, μάς έπαιζε κομμάτια της τζαζ, που τότε ανακαλύπταμε, μ' εκείνο το μοναδικό τρόπο του ευαίσθητου βιρτουόζου. Θα ήταν σοβαρή παράλειψη εκ μέρους μου, η μη αναφορά στο πρόσωπο του δικηγόρου Π. Ν. τακτικού τότε θαμώνα της «Φέμινας». 

Του ανθρώπου αυτού η ζωή, ήταν η συνηθισμένη ζωή ενός καλού και χρηστού οικογενειάρχη. Καλός δικηγόρος -χρημάτισε και βουλευτής με τον Συναγερμό-ευκατάστατος, αλλά στον υπέρτατο βαθμό τσιγκούνης. Ούτε καφέ έπινε και τα καφενεία δεν τον είδαν ποτέ τους. Και ήλθε η εποχή να παντρέψει τη μεσαία του κόρη μια καλλονή της πόλης μας, με ωραίο ψηλό παράστημα. Το επισημαίνω τούτο γιατί ο γαμπρός, Γεραγώτης τη καταγωγή, ήτο μάλλον κονδός και ολίγον αγράμματος, πλην όμως μετά των αδελφών του διατηρούσαν μεγάλο εμπορικό κατάστημα στον Παπάδο της Γέρας κι αυτό από μόνο του τον καθιστούσε πολύφερνο. Τούτο προφανώς συνετέλεσε και στην ευόδωση του συνοικεσίου. Μερικοί μιλούσαν για αίσθημα αλλά δεν μπορώ να σας το διαβεβαιώσω. Και παντρεύτηκαν. Η προίξ, δυσανάλογος εν σχέσει με το μπόι του γαμβρού και τα λοιπά «προσόντα» του, εις λίρας χρυσάς και ικανόν αριθμόν ελαιοκτημάτων, φαίνεται ότι σάλεψε τα μυαλά του πενθερού, ο οποίος κάποια στιγμή συνειδητοποίησε, ότι αυτός ο στερημένος κι από τις πιο μικρές χαρές της ζωής, σώρευε τον πλούτο για να τον εναποθέσει στην τσέπη ενός γαμβρού, που δεν ήταν του ήταν και ιδιαίτερα αρεστός!

Αυτό δεν μπόρεσε να το αντέξει και επαναστάτησε. Και το 'ριξε στην κραιπάλη και στην αλόγιστη σπατάλη. Τότε ανακάλυψε το καμπαρέ της Φέμινας και τα κορίτσια της και έγινε ο τακτικός θαμών της. Σ' ένα σεπαρέ του άνω ορόφου δεχόταν τις περιποιήσεις των κοριτσιών, προς μεγάλην ευχαρίστηση του Περέλλη, που τον ξεζούμιζε κανονικά. 

Το Πάσχα τα πράγματα ήταν αλλιώτικα, οι μέρες είχαν πια μεγαλώσει, οι αυλές των σπιτιών μοσχομύριζαν από λογής λογής λουλούδια κι εμείς πιστοί στα θρησκευτικά μας καθήκοντα σπεύδαμε στις εκκλησιές, αν και τις περισσότερες φορές χαρτοπαίζαμε έτσι για να δείξουμε την ψευτοαθεΐα μας. Μια φορά μάλιστα, κάποιος της παρέας είπε και τούτο το αμίμητο, που έμεινε:

  • Μεταξύ 10ου και 11ου Ευαγγελίου ο Σαραντινίδης χτύπησε τα ρέστα του. 

Τη Μεγάλη Παρασκευή απαραιτήτως πηγαίναμε στο Βοστάνειο Ιερόν Νοσοκομείο για την περιφορά του επιταφίου και στη συνέχεια στο σπίτι της Νάστιας Σταμούλου για χορό. Αυτό είχε καθιερωθεί και γίνονταν κάθε χρόνο, το απογευματάκι της Μεγάλης Παρασκευής, γιατί στη συνέχεια ο καθένας μας πήγαινε στην εκκλησία της ενορίας του. Μετά το πέρας της ακολουθίας των εγκωμίων, που το άκουσμα τους καθηλώνει πιστούς και αθέους, τρεις επιτάφιοι συναντιόνταν έξω από το παλιό λιμεναρχείο της πόλης, σε μια κοινή εκδήλωση τελετουργικής μέθεξης, όπου από κοινού οι ψαλτάδες και οι ιερείς μαζί με τον Μητροπολίτη της Μυτιλήνης, έψαλαν τα εγκώμια. Κι όταν πια έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού για τις εκκλησίες τους, μέρος του χριστεπώνυμου ποιμνίου, όσοι προλάβαιναν δηλαδή, αμολιόταν στα γύρω εστιατόρια, του Καβαλίκα, του Τάτση, του Τρουμπούνη και οι τυχεροί στην ανεπανάληπτη ταβέρνα του Μουφλουζέλλη. 

32

{Η φωτογραφία είναι χαρακτηριστική της εποχής αυτής, όπου στην παραλία των βατερών,εκεί που κατέληγε ο χωματόδρομος από τη Βρίσα (Βρυσά τη λέγαμε τότε) τα μοναδικά κτίσματα ήσαν τρία και μοναδικά.Εμεί μέναμε λίγο παραπάνω στο σπίτι του Στρατή και της Λουλούς Παπανικόλα,Το σπίτι αυτό χτίστηκε στη δεκαετία του '30 τότε που τα βατερά ως κυνηγότοπος συγκέντρωνε όλα τα "ντουφέκια" της Μυτιλήνης για το κυνήγι ορτυκιών.Στη φωτογραφία είμαστε από αριστερά ο υποφαινόμενος, ο Ζάχος Μαντζαβίνος,ο Νίκος Παπανικόλας,η Νέλλη Μπίνου και η ΄Ασπα Παπανικόλα!}

 

Το καλοκαίρι, με την άπλα του χρόνου που είχαμε στη διάθεση μας, πέρα από το χόκεϋ, όπως αποκαλούσαμε το φλερτ, στο Ναυτικό Όμιλο σπαταλούσαμε τη πλήξη μας σε ανούσιες συζητήσεις, για να την συνεχίσουμε στα πάρτυ και σε κάποιες εκδρομές που κάναμε αλλά κυρίως στο ψαροντούφεκο, που τότε είχε εισβάλλει για τα καλά στην παρέα μας. Δεινοί ψαροντουφεκάδες, ο Καρίνος, ο Καραμάνος κι ο Παυλακέλης, κάποιες φορές το πλούσιο αλίευμα τους το πρόσφεραν σε κοινό γεύμα στο Ναυτικό Όμιλο, όπου φίλοι και γνωστοί, αλλά και κάποιοι άλλοι της προσκολλήσεως, γεύονταν την πλούσια ψαριά. Άλλωστε ήταν σύνηθες στα θερινά πάρτυ να παρεισφρέουν και αγενείς ακάλεστοι, μιας και γίνονταν στους κήπους ή στις μεγάλες αυλές και δεν υπήρχε ιδιαίτερη εποπτεία από τους οικοδεσπότες, για μην πω ότι πολλές κόρες που είχαν ενδιαφέρον γι αυτούς τους καλούσαν, μιας κι ο χώρος ήταν ανοιχτός και χανόσουν στο απόλυτο σκοτάδι του κήπου. Γενικά τα πάρτυ μας θα έλεγα ότι ήταν προσχηματικά, αφού στόχος τους ήταν η συνεύρεση διά του χορού, των έγκαυλων τότε νέων και νεανίδων, μια οιονεί ας την πούμε νομιμοποίηση κάποιας ατελούς ερωτικής επαφής, υπό τα όμματα των γονέων-οικοδεσποτών, που διακριτικά κάποια στιγμή αποχωρούσαν μόλις τα φώτα χαμήλωναν. Το πάρτυ πάντα ξεκίναγε με τη μουσική της εποχής, μάμπο, τσα-τσα, ροκ για να καταλήξει στα μπλουζ της απόλυτης ακινησίας. 

Εδώ αρχίζει ό καθοριστικός ρόλος του χειριστή του πικ-απ. Ο πιο σημαντικός ίσως, γιατί αυτόν τον ρόλο δεν μπορούσε να τον παίξει ο καθένας από μας. Ήταν ο ρόλος ενός ευεργέτη-εθελοντή που συνήθως δεν είχε ερωτικό ενδιαφέρον στο πάρτυ αυτό. Ήταν ένα είδος, βοηθού εκπληρώσεως, όπως λένε οι συνάδελφοί μου, αφού κύριο μέλημα του ήταν η μετακίνηση της βελόνας, λίγο πριν το τέλος του τραγουδιού και η επανατοποθέτηση της στην αρχή του δίσκου. Η κίνηση αυτή γινόταν αστραπιαία, μόλις ο φίλος χορευτής έκανε το χαρακτηριστικό νεύμα στον χειριστή του πικ-απ. Και αυτός μεν καθώς και ο χορευτής έκαναν τη δουλειά τους. Η κόρη όμως;

Πλειστάκις, η αστική της ευγένεια δεν την άφηνε να αποτινάξει, τον μη επιθυμητό εναγκαλισμό του ήδη καυλοπυρέσοντος χορευτού και εξακολουθούσε, με έκδηλη δυσφορία, να χορεύει αλλά με στάσιν προδίδουσαν, ότι δεν τον «θέλει». Αυτά τα φαιδρά περιστατικά ήταν συνήθη στα πάρτυ μας και πάντα αποτελούσαν τον σχολιασμό μας, ιδίως τας μεταμεσονυκτίους ώρας, όταν καταφεύγαμε σε κάποιον καφενέ για να ολοκληρώσουμε το ξενύχτι μας. 

Εκτός από τον Όμιλο, η παρέα μας, που το καλοκαίρι ήταν διευρυμένη, γιατί έρχονταν και οι φίλοι που σπούδαζαν στο εξωτερικό καθώς και κοπέλες-Μυτιληνιές και μη- από την Αθήνα, αλλά και ξένες που τότε δειλά έκαναν την εμφάνιση τους, ως τουρίστριες, συνηθισμένα στέκια μας, είχαμε το Κιόσκι, το Σάρλιτζα της Θερμής και το καφενεδάκι της Νεάπολης, που διέθετε και πίστα χορού. 

Το Σάρλιτζα δούλευε κυρίως ως ξενοδοχείο, λόγω των ιαματικών λουτρών του, αλλά σύντομα ο επιχειρηματίας Τρουμπούνης -πρωτοπόρος για την τότε εποχή-, στο πίσω πλαϊνό μέρος του κυρίως ξενοδοχείου έχτισε κάτι άθλια μπανγκαλόου κι εκεί κουβαλούσε Γερμανούς και Γερμανίδες τουρίστριες. Ήταν η αρχή του οργανωμένου ομαδικού τουρισμού στο νησί μας. Πολύ φυσικό επομένως, για μας τους πεινασμένους ερωτικά, τροφίμους των μπορντέλων της εποχής, να σπεύσουμε προς συνάντηση τους, αφού οι πληροφορίες έλεγαν ότι οι ξένες είναι σεξουαλικά απελευθερωμένες και έτοιμες να δοθούν στον πρώτο τυχόντα εραστή. Και σπεύσαμε. Θαρρώ πως το μόνο που εισπράξαμε ήταν μια βόλτα με βάρκα στο νησάκι των Παμφίλων και η επιστροφή με τα πόδια στη Μυτιλήνη, γιατί μας είχαν τελειώσει τα λεφτά. 

Πού και πού πηγαίναμε και στη Νεάπολη. Στη Νεάπολη λειτουργούσε και ως χορευτικό κέντρο το «Εξοχικόν» το καφενεδάκι του πολυόμματου Μιχάλη (δεν θυμάμαι το επίθετό του), ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Ο Μιχάλης, ιδιαίτερα συμπαθής και ήρεμη φιγούρα, τους χειμωνιάτικους ειδικά μήνες φιλοξενούσε τα παράνομα ζευγαράκια τα οποία κατέφευγαν, στη θαλπωρή του καφενέ του, για να τσιμπήσουν τους εξαίσιους μεζέδες του αλλά κυρίως για να αποφύγουν τα βέβηλα μάτια των ιδιαίτερα κουτσομπόληδων συμπατριωτών μας. Μόνο που ο Μιχάλης, ως καλός και εχέμυθος επαγγελματίας, την επομένη εξέδιδε ανακοινωθέν για το ποιοι και ποιες πέρασαν από το μαγαζί του. 

Δεδομένου ότι τότε δεν υπήρχε νυκτερινή συγκοινωνία-σάμπως υπάρχει τώρα-αλλά ούτε και Ι.Χ.Ε. η μεταφορά γίνονταν από τους ταξιτζήδες της πόλης, οι οποίοι εξέδιδαν επίσης κοινό ανακοινωθέν. 

Αλλά επειδή η νήσος μας, είναι το νησί της επιείκειας, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Τάσος Μουσταφέλλος καθηγητής των τεχνικών στην Παιδαγωγική Ακαδημία της πόλης μας, όλοι γνώριζαν τα πάντα και για όλους αλλά μόνο για λόγους κουτσομπολιού-κακοπροαίρετου πάντα-, σχολίαζαν το θέμα. Εμβληματικός θαμών ο εκπαιδευτής οδηγών και ιδιοκτήτης ταξί Μαϊντανός μετά της ερωμένης του Μαρίκας Παλαιολόγου, που τον περνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι. 

Επανέρχομαι στα δικά μας, τα θερινά ενδιαφέροντα και στην παρέα μας. Η αγωνία μας ήταν αν τις κοπέλες θα τις άφηναν οι γονείς τους να έλθουν μαζί μας στα κέντρα που πηγαίναμε για χορό. Και βέβαια, κάθε Δευτέρα, απαραιτήτως στα θερινά σινεμά της πόλης, που τότε ήταν ο Ορφέας, η Σαπφώ και η Νίκη. 

 

2

Εδώ, θα ήθελα να κάνω μια μικρή στάση και να μιλήσω για την παρέα μας. 

Στην αναφορά μου αυτή, και με βάση πάντα την δική μου αποκλειστικά θεώρηση, θα προσπαθήσω, όσο μπορώ πιο αντικειμενικά, να προσεγγίσω το θέμα της συντροφιάς μας, που πάντα με ταλάνιζε. 

Μιλάμε βέβαια για την παρέα των εφηβικών μας χρόνων, μιας και τότε ωρίμασε η ιδέα της συλλογικής έκφρασης  μιας ομάδας ανθρώπων , που προέρχονταν από διαφορετικές γειτονιές και δημοτικά σχολεία. 

Πρέπει να ήταν το 1952 ή και το πιθανότερο το 1953, όταν σχηματίστηκε ο πυρήνας της παρέας. Αφορμή για τη γνωριμία μας, πλην του αθλητισμού για όσους από μας αθλούνταν -και δεν εννοώ μόνο τους κολυμβητές- στάθηκαν κατά κύριο λόγο τα πάρτυ μας τα οποία το 1953 άρχισαν πλέον να αποτελούν μέρος της ζωής μας. Ήταν η εποχή των ατελών ερώτων και των πρώτων σκιρτημάτων και ο χορός τόνιζε από μόνος του αυτή μας την φυσιολογική αναζήτηση. Από την άλλη μεριά η ένταξη μας στην ορειβατική ομάδα του Ε.Ο.Σ. έφερε πιο κοντά πολλούς από μας, αφού μέσα από τις κυριακάτικες εξορμήσεις υπήρχε η δυνατότητα μιας πιο ουσιαστικής επαφής. Στη συνέχεια μέσα από τις σπουδές μας αναπτύχθηκε, μέσω κυρίως της αλληλογραφίας, μια πιο στενή σχέση μεταξύ ορισμένων και αυτό είναι το θέμα για το οποίο ήθελα να μιλήσω στην μικρή αναδρομή που επιχειρώ αυτή τη στιγμή. 

Άραγε υπήρξαμε ποτέ μια παρέα, όπως αυτή που γνωρίσαμε και βλέπαμε καθημερινά στον κοντινό μας περίγυρο. Νομίζω πως όχι. Δεν ξέρω τι συνέτεινε σε τούτο αλλά πραγματική παρέα δεν υπήρξαμε ποτέ κι αυτό φάνηκε πιο πολύ τώρα, τώρα που αρχίσαμε να βιώνουμε, την απώλεια μέσα από τον θάνατο και τις ασθένειες, που λίγο πολύ μας ταλαιπωρούν όλους. 

Μπορεί  οι σπουδές να καθόρισαν πολλούς από μας, οι φιλοδοξίες -θεμιτές πάντα- να υπήρξαν για μερικούς τρόπος ζωής, αλλά αυτό δεν είναι επαρκής δικαιολογία. Και βέβαια δεν είναι το στοιχείο εκείνο, που μπορεί να αναπληρώσει, την έλλειψη του συνεκτικού εκείνου δεσμού, που είναι και η πεμπτουσία της ύπαρξης της παρέας και μάλιστα στην πιο όμορφη έκφρασή της. 

Ειλικρινά δεν θα ήθελα η αναδρομή μου αυτή να εκληφθεί ως παράπονο ή ακόμα και ως μια παράκαιρη διαμαρτυρία γι’ αυτό που χάθηκε. Απλές σκέψεις, ενός ανθρώπου που πίστεψε πολύ σ' αυτήν την παρέα, την έζησε, την χάρηκε, συνέβαλλε τα μέγιστα στην ζωντάνια της αλλά και που πολύ τον απογοήτευσε. 

Ένα καλοκαίρι που θα μου μείνει αξέχαστο ήταν αυτό του 1958. Μερικοί από τη στενή μας παρέα, τρία αγόρια και δύο κορίτσια, μετά το δεκαπενταύγουστο, πήγαμε στα Βατερά στο σπίτι του Στρατή Παπανικόλα, μιας και το κλειδί του σπιτιού το είχε ο ανεψιός του ο Νίκος. Πραγματικά ήταν ένα αξέχαστο 10ήμερο, σ' αυτήν την απεραντοσύνη των Βατερών, μέσα στα πεύκα και στην ερημιά, με δική μας τη θάλασσα κι ένα μικρό καφεναδάκι, που μας πρόσφερε υποτυπώδη γεύματα μιας και καθημερινά σχεδόν γευόμασταν τα ψάρια των επιτήδειων ψαροντουφεκάδων μας. Θυμάμαι ακόμα τη σημαία, από πάνινο άσπρο κάμποτ, που έφτιαξα ως σύμβολο της παρουσίας μας στο χώρο που μέναμε και που πάνω της είχα σχεδιάσει διάφορες χιουμοριστικές, αλλά εξόχως περιπαικτικές ζωγραφιές, όπου διακωμωδούσα τις αλιευτικές τους δραστηριότητες. Μια αναπάντεχη κακοκαιρία, που βάσταξε ένα τριήμερο, μας στέρησε την τροφή μιας και το καφενεδάκι δεν είχε τη δυνατότητα να μας προσφέρει φαγητό της προκοπής. Και ξαφνικά πέρασε από το μυαλό μου τούτη η ιδέα που το σούρουπο την έκανα πράξη. Εγώ, ψαροτουφεκάς στη θάλασσα δεν ήμουν. Αλλά μπορούσα να γίνω της στεριάς. Και έγινα. Εντόπισα μια κότα κουρνιασμένη στο πεύκο, κοντά στο σπιτάκι που μέναμε και θεωρώντας την ως ψάρι στη στεριά την καμάκωσα με το ψαροτούφεκο. Αμέσως οι λιμοκτονούντες της συντροφιάς, εν ριπή οφθαλμού την ξεπουπούλιασαν και στην συνέχεια στον καφενέ την μαγειρέψαμε κοκκινιστή και με ωραίες τηγανητές πατάτες την καταβροχθίσαμε. Τολμώ να πω -και πρέπει να το πω- πως το... «καλοκαίρι αυτό δεν πήγε χαμένο», γιατί μου έδωσε και τη χαρά μιας ωραίας γυναικείας παρουσίας, που ακόμα και σήμερα την θυμάμαι, κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από τότε… 

*

Η ζωή μας είναι περίεργη και πολλές φορές την ορίζουν κάποιες συμπτώσεις, που τότε δεν μας φαίνονται αλλά μετά από χρόνια, τις ανακαλύπτουμε. Και για να επανέλθω στα φοιτητικά μου χρόνια, ως τέτοια σύμπτωση θεωρώ την ταλαιπωρία που είχα στο μάθημα της πολιτικής οικονομίας, που μας δίδασκε ο Δημήτριος Δελιβάνης. Ο ολίγιστος αυτός πανεπιστημιακός δάσκαλος, μας είχε πει από την πρώτη ημέρα των μαθημάτων του, ότι όποιος μετέχει στα φροντιστήρια, που έκανε με την τότε βοηθό του Μαρία Νεγρεπόντη -με την οποία ήταν σφόδρα ερωτευμένος- η συμμετοχή μας αυτή θα ήταν καθοριστική για τις εξετάσεις του Ιουνίου. Σημειωτέον ότι στα ερωτήματα που γίνονταν άφηνε την βοηθό του να απαντά. Τούτο και έπραξα, αλλά έλα ντε που η ερώτηση ήταν δύσκολη και η Μαρία δεν μπορούσε! Και θυμάμαι, με πόση κακία, που έβγαινε από το γυάλινο πρόσωπο του, πετάχτηκε από την καρέκλα του και γυρνώντας στην βοηθό του της λέει. 

- Αφήστε δεσποινίς Νεγρεπόντη θα απαντήσω εγώ. 

Αυτό, το «θα απαντήσω εγώ» και το ότι με έβλεπε συχνά έξω από το σπουδαστήριο, που πήγαινα για να συμπληρώνω μαζί με άλλους συμφοιτητές μου, που δεν προλαβαίναμε κατά τη διάρκεια του φροντιστηρίου να κάνουμε ερωτήσεις, ήταν αρκετό για να με βάλει στο «μάτι». Έτσι στις πρώτες μου εξετάσεις, το μήνα Ιούνιο του 1955, κατά τρόπο σαδιστικό, που αποτυπώνονταν στην αντίστοιχη σελίδα του έρμου ατομικού μου βιβλιαρίου, έβγαζε το άχτι του σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν την τρυπούσε με το αιχμηρό στυλό του. Μέθοδός του, η υποβολή τριών ερωτήσεων, τις οποίες αξιολογούσε με τα τρία συν ή πλην που έβαζε στο βιβλιάριο σου. Επεξηγώ. Από τις τρεις ερωτήσεις που υπέβαλλε έπρεπε να απαντήσεις, για να περάσεις το μάθημα, απαραιτήτως σε δύο. Έτσι με το στυλό του, χάραζε πρώτα το πλην κι αν έκρινε ότι η απάντηση σου ήταν σωστή το έκανε συν. Προφανώς ο ατυχής θα νόμιζε ότι φλερτάρω τον κρυφό έρωτά του -την παντρεύτηκε μετά αφού πρώτα την έκανε καθηγήτρια-και άρχισε να με βασανίζει. Έτσι, κατά τη διάρκεια της ερώτησης που μου υπέβαλλε, χάραζε με το στυλό του, πάνω στην σελίδα του βιβλιαρίου το σύμβολο πλην, στη συνέχεια προχωρούσε στη δεύτερη, όπου έκανε τα ίδια αλλά την τρίτη την έκανε συν για να μου πει, με χαιρεκακία τούτο το άκρως σαδιστικό. Ατυχώς κοπήκατε κ. Βόμβα. 

Μετά από χρόνια έμαθα ότι αυτή του τη στάση την υπαγόρευε η υποψία του, μπορεί και η βεβαιότητα του, ότι φλερτάριζα το αντικείμενο του πόθου του και γι’ αυτό θα έπρεπε ο φανταστικός ερωτιδεύς να εξοντωθεί. 

Τελικά τον πέρασα, αφού μεσολάβησε και η άγνωστος χειρ, γνωστού πολιτιστικού παράγοντα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών κι έτσι ελευθερωμένος πια από τον βραχνά του δυνάστη μου, μπόρεσα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου και να χριστώ δικηγόρος, όχι της Μυτιλήνης που ονειρεύονταν ο πατέρας μου, αλλά των Αθηνών. 

*

Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων, που πραγματικά τα χάρηκα από κάθε άποψη, ένα αίσθημα απόλυτης ελευθερίας με διακατείχε κι αυτό οφείλονταν κατά μεγάλο μέρος στην επαφή μου με τα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης, που δεν ξέρω αλλά εκείνη την εποχή ήταν σε μεγάλη άνθιση. Τότε πρωτογνώρισα τον ποιοτικό κινηματογράφο μέσα από τις ταινίες που προβάλλονταν στον κινηματογράφο «Μακεδονικόν» από την εταιρεία «Η Τέχνη» με μόνιμο σχολιαστή τον σπουδαίο Παύλο Ζάννα. Θυμάμαι ότι ήταν τέτοια η αγάπη μου για κάθε τι το καλλιτεχνικό -και που στα μάτια μου φαίνονταν ξεχωριστό- ώστε την ίδια μέρα που έδινα αξιόγραφα στον καθηγητή μου Ν. Δελούκα, και αντίστοιχα θα έδινε συναυλία ο Χατζιδάκις με σολίστ τον Γιώργο Μούτσιο στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, προτίμησα να πάω στο ρεσιτάλ. Τότε πρωτάκουσα τα τραγούδια του κύκλου του C. N. S και μαγεύτηκα. 

Πολύ αργότερα, το 1981, είχα την τύχη να γνωρίσω τον συνθέτη κι από κοντά, στο σπίτι της κ. Ζανέτας Σιφναίου. Του θύμισα αυτό το ρεσιτάλ και πρόσθεσα λέγοντας του ότι εκείνη τη μέρα προτίμησα αντί, του μαθήματος που έπρεπε να δώσω, να ακούσω τη μουσική του. Και αφοπλιστικά μου απάντησε:

- Πολύ καλά κάνατε αγαπητέ μου. 

Την ίδια εποχή, με το φίλο μου Αντώνη Πλάτων, γνωρίσαμε και τον ευαίσθητο ποιητή του κινηματογράφου, τον Τάκη Κανελλόπουλο, που μόλις είχε γυρίσει τον «Μακεδονικό Γάμο» μια έξοχη μικρού μήκους ταινία, όπου μέσα από την εξαίσια φωτογραφία, που αναδείκνυε το μακεδονικό τοπίο, στην πιο ποιητική του μορφή, ο Κανελλόπουλος, με θέμα το έθιμο του γάμου, ξεδίπλωσε όλη του την ευαισθησία, αυτήν που τον καθόρισε και τον συνόδευσε στην μετέπειτα κινηματογραφική του δουλειά. Μέχρι το 1961 που τέλειωσα τη φοίτηση μου στο πανεπιστήμιο, βλεπόμασταν αρκετά συχνά, στο νέο στέκι των καλλιτεχνών στο «Ντορέ». Απίστευτα σεμνός μας μιλούσε για τα κινηματογραφικά του όνειρα, ψάχνοντας παράλληλα να βρει και τον κατάλληλο χρηματοδότη για την υλοποίηση τους. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα. Όμως, σαν αποχαιρετιστήρια έκφραση, μου χάρισε τότε μια φωτογραφία ασπρόμαυρη, που απεικονίζει μια πάνινη πολυθρόνα μέσα στην έρημη πλατεία Αριστοτέλους. Και μαζί και την υπογραφή του. Τα χρόνια που ακολούθησαν παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιαφέρον την κινηματογραφική του πορεία, όπως αυτή ήταν αποτυπωμένη στα έργα του. Το 1987, δικηγόρος πια, ανέβαινα συχνά για δουλειές της εταιρείας που εργαζόμουν, ως νομικός σύμβουλος, στη Θεσσαλονίκη. Στο ξενοδοχείο που συνήθως έμενα, στο «Electra Palace», τον συνάντησα εντελώς τυχαία. Ήταν το καινούριο του στέκι, πολύ κοντά στο σπίτι του στην πλατεία Αριστοτέλους με Τσιμισκή. Αυτό το πρωϊνό θα μου μείνει αξέχαστο, όχι τόσο για την απρόβλεπτη συνάντηση αλλά για τη φθορά που ο χρόνος είχε αφήσει στο πρόσωπό του. Στη μνήμη μου έμεινε ο στοχαστικός, αξιοπρεπής, ήρεμος και σεμνός καλλιτέχνης. Πιστεύω ότι η θέση του στην ελληνική φιλμογραφία θα παραμείνει ξεχωριστή γιατί έχει την μοναδικότητα του ποιητή σκηνοθέτη. 

 

Στην Τσιμισκή, γωνία με την Κομνηνών, βρίσκονταν το βιβλιοπωλείο του Ζαχαρόπουλου, το καλύτερο της Θεσσαλονίκης, μαζί με του «Μόλχο» απ΄ όπου και προμηθευόμουν τα βιβλία που πολλές φορές μου σύστηνε η υπάλληλος του, η όμορφη Μαρίνα που εργάζονταν εκεί και που μεταξύ μας ήταν ένας επί πλέον λόγος να πιάνω και κουβέντα μαζί της. Τότε αγόρασα και τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη, στην πρώτη τους έκδοση, τότε που ακόμα δεν είχαν ολοκληρωθεί στη σημερινή τους μορφή. Τον Αναγνωστάκη τον είχα γνωρίσει μέσα από τις στήλες της «Ελευθερίας» του Κόκα και ειδικότερα από τη λογοτεχνική στήλη που κρατούσε ο Ρένος Αποστολίδης. Νομίζω ότι η στήλη αυτή προσέφερε πολλά στους νέους ανθρώπους που αγαπούσαν την νεοελληνική λογοτεχνία. Τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή και τον μελέτησα σε βάθος. Κατά τη γνώμη μου υπήρξε ο σημαντικότερος ποιητής της γενιάς του, αυτήν που αργότερα ονόμασαν «Ποίηση της ήττας». 

Πρόσφατα ανακάλυψα στο περιοδικό του μεταπολέμου τα «Ελεύθερα Γράμματα» του Δ. Φωτιάδη (περίοδος 1945-1947) τρία ποιήματα του, τα οποία άγνωστο γιατί δεν περιέλαβε ποτέ στην έκδοση των ποιημάτων του. 

Ο Αναγνωστάκης, μη έχοντας να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν, έχοντας βιώσει μια δύσκολη ζωή (στα χρόνια του εμφυλίου είχε καταδικαστεί σε θάνατο ως ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ), προσπάθησε να μιλήσει μιαν άλλη γλώσσα και να αντιπαρατεθεί με την τότε δογματική αριστερά, που μέσα από το τότε εμβληματικό λογοτεχνικό περιοδικό της, την «Επιθεώρηση Τέχνης» υπερασπιζόταν με μονομέρεια την «καθαρότητα» των λογοτεχνικών μας πραγμάτων, με ένα είδος αριστερού λόγου, που πολλές φορές δεν την άφηνε να ανασάνει. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1959 εκδίδει την «Κριτική» δίμηνη έκδοση  μελέτης και κριτικής, που ατυχώς, δεν άντεξε παρά τρία μονάχα χρόνια και σταμάτησε να κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 1961. Το περιοδικό αυτό είχε τεράστια απήχηση στους λογοτεχνικούς κύκλους, με τους σπουδαίους συνεργάτες της και είναι ίσως η μοναδική περίπτωση περιοδικού που μπόρεσε να σταθεί στον χώρο μιας νέας αριστεράς, που για πρώτη φορά κάνει γνωστή την παρουσία της κι έρχεται να ταράξει με τον πιο δυναμικό, αλλά έντιμο τρόπο, το τέλμα που εκπροσωπούσε η τότε δογματική ιντελιγκέντσια. Σ' αυτό συνέτεινε η τεράστια προσωπικότητα του Αναγνωστάκη και η μεγάλη απήχηση που είχε στους λογοτεχνικούς κύκλους του καιρού εκείνου. 

7

{Μουσαις χαρισι θυε. Νοεμβριος 1961. Αποφοιτοι της Μομικης Σχολης του ΑΠΘ με τον καθηγητη και κοσμητορα της σχολης Νικολαο Πανταζοπουλο}

 

Και έφτασε η ποθητή ημέρα της αποφοίτησης μου, Νοέμβριος του 1961. Στηθήκαμε για την καθιερωμένη φωτογραφία, στην είσοδο του Πανεπιστημίου κάτω από την χαραγμένη στην προμετωπίδα του φράση ΜΟΥΣΑΙΣ ΧΑΡΙΣΙ ΘΥΕ, με τον αγαπητό σε όλους μας, ρηξικέλευθο για την τότε εποχή των δυσπρόσιτων Πανεπιστημιακών μας δασκάλων, τον καθηγητή του Ρωμαϊκού Δικαίου Νικόλαο Πανταζόπουλο και αποχαιρετιστήκαμε, αφήνοντας πίσω μας, τα πιο σημαντικά ίσως χρόνια της ζωής μας. 

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών μου στη Θεσσαλονίκη, ευτύχησα να γνωρίσω την πρώτη μου γυναίκα, από την οποία και απόκτησα το γιο μου, τον Φοίβο που, τύχη αγαθή, του έμελλε να διαμένει τώρα στη πόλη που σπούδασα και ανδρώθηκα, την πανέμορφη Θεσσαλονίκη, που για ψευτοπαρηγοριά -λες και το έχει ανάγκη- την ονόμασαν συμπρωτεύουσα. 

Τη Θεσσαλονίκη την αγαπώ και τη νιώθω σαν δεύτερη μου πατρίδα, γιατί πέρα από τις πανεπιστημιακές γνώσεις που αποκόμισα από τις εκεί σπουδές μου, στην πόλη αυτή όχι μονάχα ανδρώθηκα αλλά ανέπτυξα τα αισθήματα και την καρδιά μου. 

Δεν θα αποφύγω τον πειρασμό και θα σας διηγηθώ και κάτι το ευτράπελο που μου συνέβη όταν ήμουν στο πτυχίο. Πρέπει να ήταν Μάϊος του 1961. Τότε με φιλοξενούσε, ο αξέχαστος φίλος μου Αλέκος Τσόχατζης που τον καιρό εκείνο υπηρετούσε τη θητεία του, ως αξιωματικός του υγειονομικού (φαρμακοποιός γαρ) στη Θεσσαλονίκη. Μένανε μαζί με τον συμφοιτητή και φίλο του Νίκο Κουσκουράνη, στον 1ο όροφο μιας πολυκατοικίας της οδού Μανουσογιαννάκη αριθ. 22, με «νοικοκυρά» τους την κ. Ολυμπία. Γρήγορα ανακάλυψα ότι το διαμέρισμά της, ήταν μια κανονική maison de passe και ότι το βράδυ, που ήταν απαγορευμένη (για μας) η κυκλοφορία στο διάδρομο -με εξαίρεση την τουαλέτα- τα μέσα δωμάτια καταλαμβάνονταν από κάτι περίεργα ζευγάρια. Από την ίδια είχα μάθει ότι είχε καλές σχέσεις με το τότε υπουργό Β. Ελλάδος. Πάρα ταύτα όμως, φυλάγονταν κι αυτό το διαπίστωσα, όταν ένα μεσημεράκι γύρισα σπίτι με μια μαθήτρια που είχα σχέση. Με το που άνοιξα την πόρτα και μας είδε η Ολυμπία, έγινε μπαρούτι και μας πέταξε έξω λέγοντας με. 

  • Βασίλη… εδώ δεν θα ξαναφέρεις μαθήτριες. 

Ήταν, βλέπετε, ο φόβος της ανήλικης που ενδόμυχα την ενοχλούσε μαζί με τη σχολική ποδιά που φορούσε. 

Όμως, πολύ γρήγορα, μου έδωσε την ευκαιρία να την «έχω στο χέρι μου». Απέναντι από την πολυκατοικία που μέναμε, υπήρχε ένα κομμωτήριο γυναικών κι εκεί μάθαινε την τέχνη της κομμώτριας μια πολύ ωραία κοπέλα η Ηρώ. Η Ολυμπία την πλησίασε και σιγά σιγά η Ηρώ άρχισε να έρχεται στο σπίτι της και η δική μας να την πιλατεύει, με γλυκά λογάκια, να την μπανιάρει, να της κάνει δωράκια, να πηγαίνουν σινεμά, σε ζαχαροπλαστεία κ.λπ. ώσπου τελικά την κατάφερε (την «έψησε» το ορθόν) και την πήγε περιοδεία σε κάποιες γειτονικές πόλεις, για να την γνωρίσουν. Θυμάμαι όταν με ύφος πονηρό της είπα:

  •     Ωραία κοπέλα η Ηρώ, 

 Εκείνη μου απάντησε θυμωμένα. 

- Δεν είναι για σένα. 

- Και για ποιόν είναι κ. Ολυμπία;

Από τότε η Ολυμπία ήταν όλο γλύκα και περιποίηση. Μέχρι, που οι φίλοι μου άλλαξαν διαμέρισμα και τον Οκτώβριο μετοίκησαν στην ίδια γειτονιά, Διαλέτη 31. Ήταν και η τελευταία μου επαφή με την πόλη, μιας και αποφάσισα να τελειώσω τις σπουδές μου. Την Ολυμπία όμως ανάρια και που την επισκεπτόμουν. Βλέπετε έκανε και ωραίο καφέ και έβλεπε και το κουπάκι!

Μετά ήλθε ο στρατός -μεγάλο σχολειό- αλλά και δοκιμασία για μένα, λόγω της περιπέτειας μου στην Κύπρο, όπου βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω. Ήταν η πρώτη κυπριακή κρίση του τέλους του 1963 μέχρι και το Φεβρουάριο του 1964, που παρέτεινε την απόλυση μου για δύο ολόκληρους μήνες, όταν η σειρά μου είχε ήδη απολυθεί από το Δεκέμβριο του 1963. 

Και εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, όπου ως ασκούμενος, σπατάλησα ακόμα δυο χρονάκια, μέχρι που τον Αύγουστο του 1966 και επίσημα πια, γράφτηκε το όνομα μου στην Ε.τ.Κ. κι άρχισε η επαγγελματική μου σταδιοδρομία ως δικηγόρος. 

8

Τα χρόνια της ανόδου της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία, ήταν τα καλύτερα της μετεμφυλιακής Ελλάδος. Κάποιος άνεμος ελευθερίας άρχισε να φυσά και τούτο ήταν ιδιαίτερα αισθητό στα γράμματα και στις τέχνες, που πραγματικά άνθισαν τα χρόνια εκείνα, σ' ένα περιβάλλον πρωτόγνωρο, για όσους είχαμε νιώσει την αστυνομοκρατία της δεξιάς. Ένας καλλιτεχνικός οργασμός, σ' όλες τις μορφές της τέχνης, γέμιζε τις ψυχές των ανθρώπων αλλά και την έμπνευση των πνευματικών της ταγών. Στο θέατρο, στη μουσική, στη λογοτεχνία κυριαρχούσε η παρουσία σπουδαίων δημιουργών που λες και βρίσκονταν από καιρό σε συνεννόηση για να μας χαρίσουν όλοι μαζί τα δώρα της δημιουργίας τους. Μέχρι που ήλθαν τα Ιουλιανά και η Απριλιανή λαίλαπα που συμπαρέσυρε στο πέρασμα της ό, τι το πιο όμορφο και δημιουργικό άρχισε να γεννιέται στη χώρα μας. Την γευτήκαμε στο πετσί μας. Αλλά παρ΄ όλες τις απαγορεύσεις πάντα βρίσκαμε τον τρόπο να μαθαίνουμε και να συζητάμε, πιστεύοντας ακράδαντα ότι θα έρχονταν καλύτερες μέρες. Πολλά τα ευτράπελα της τότε εποχής, που τα συντηρούσαν οι γελοίες φάτσες των Συνταγματαρχών με τα καμώματα τους. Τα ανέκδοτα κυριαρχούσαν σε τέτοιο βαθμό και νομίζω ότι από μόνα τους ήταν η πιο αποτελεσματική μορφή αντίστασης, που τότε έπιανε τόπο. Γενικά το χιούμορ των ανθρώπων δεν πολεμιέται κι από μόνο του πολλές φορές μπορεί να γκρεμίσει και τα πιο στυγνά καθεστώτα. Θυμάμαι, πως όταν κάποιας μορφής ελευθερία, έκανε δειλά την εμφάνιση της, οι πρώτες εκφράσεις της άρχισαν από το σινεμά και κάπως πιο δειλά από τον περιοδικό λογοτεχνικό τύπο. 

Ήταν η εποχή που ο «Κέδρος» της σπουδαίας Νανάς Καλιανέση άρχισε να εκδίδει το περιοδικό «η Συνέχεια». Λίγο πιο πριν είχε ανοίξει ο κινηματογράφος «Αλκυονίς» στην οδό Ιουλιανού, όπου άρχισαν να προβάλλονται κάποια προοδευτικά έργα. Μια μέρα, δεν θυμάμαι τι ακριβώς έπαιζε, πριν αρχίσει η προβολή του κυρίως έργου, παίχτηκε ένα ντοκιμαντέρ που παρουσίαζε σκηνές από την Οκτωβριανή επανάσταση. Και κάποια στιγμή στην οθόνη εμφανίζεται η φιγούρα του Λένιν, εκεί που βγάζει έναν πύρινο λόγο σε μια πλατεία, στο Λένινγκραντ ή στη Μόσχα. 

Ένα αυθόρμητο ξέσπασμα, χειροκροτημάτων, ποδοβολητών και ιαχών ξεσηκώνει την αίθουσα. Κι όταν τελειώνει αυτό το απρόσμενο πανηγύρι, από το βάθος της πλατείας ακούγεται η στεντόρεια φωνή κάποιου θεατή… 

  • Εκτονωθείτε μαλάκες… 

Νέα χειροκροτήματα και ιαχές ήλθαν να καλύψουν την παρέμβαση του ευφυούς θεατή, δείγμα κι αυτό της λαϊκής μας σοφίας. 

*

Και ήλθε η μεταπολίτευση. Θυμάμαι ότι την παραμονή της πτώσης της Χούντας, είχα περάσει από το βιβλιοπωλείο της «Εστίας» στην οδό Σταδίου, για να δω το φίλο μου Στρατή Φιλιππότη, τον οποίο γνώριζα από το 1957, όταν τότε έψαχνα να βρω το βιβλίο του Μιχαλέτου, «Η ποίηση του Καβάφη». Όχι μονάχα το βρήκε και μου το χάρισε, αλλά έκτοτε γίναμε και φίλοι και η φιλία μας αυτή κράτησε αλώβητη μέχρι τον πρόσφατο θάνατο του. Μόλις πριν είχε περάσει ο Ευάγγελος Αβέρωφ, τα βιβλία του οποίου εκδίδονταν τότε στην «Εστία» και του είπε ότι εντός των ημερών επίκειται πολιτειακή αλλαγή. Και πράγματι την επομένη έπεσε η Χούντα. 

Οι προσδοκίες μου, πέρα από την αναμενόμενη χαρά για την πτώση ενός άθλιου καθεστώτος, δεν ήταν αυτές που περίμενα και τούτο γιατί, ο λαός και πάλι, κατά την εκτίμηση μου, θα ήταν ξανά στο περιθώριο, χειραγωγούμενος τούτη τη φορά από μια δεξιά νέας κοπής. Ήταν αυτό που εύστοχα μας λέει ο Καβάφης: «Και καταντά το αύριο πια, σαν αύριο να μη μοιάζει». 

Την αίσθηση μου αυτή την ενίσχυε και το γεγονός ότι το παλιό πολιτικό προσωπικό, αυτό που συνήργησε στην έλευση των Συνταγματαρχών, ουσιαστικά δεν είχε αλλάξει. Κι αυτό φάνηκε από τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησης Καραμανλή. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ ήταν μια αναγκαιότητα και τίποτα παραπάνω. Αντίθετα μπορώ να πω, ότι η παρουσία του δεν ενοχλούσε, μιας και τα κατάφερε περιχαρακωμένο στο δογματισμό και την συντήρηση του να γίνει η τροχοπέδη του αριστερού κινήματος, ενώ θα έπρεπε μετά από την επτάχρονη δικτατορία να φουντώσει και να γίνει η πρωτοπορία της κοινωνίας μας. Έτσι ήταν πολύ φυσικό, όπως έγινε και σε άλλες χώρες, με παρόμοια με το δικό μας καθεστώτα, να κάνει την εμφάνιση της μια θολή σοσιαλδημοκρατία, που εκμεταλλεύτηκε την επιθυμία των ανθρώπων να σταματήσουν οι διώξεις και τα ξερονήσια και τάχτηκε συνειδητά αλλά και ασυνείδητα στο πλευρό του Ανδρέα Παπανδρέου, που εύκολα με την ακραία συνθηματολογία του άλωσε το χώρο της αριστεράς. 

Έτσι η πολιτική ζωή της χώρας, με την έλευση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, μπαίνει σε μια καινούρια μορφή διακυβέρνησης. Κυρίαρχο πια στοιχείο της γίνεται η εμφάνιση νέων στρωμάτων με ακαθόριστη ταξική προέλευση, αλλά που με την άνοδο τους στην εξουσία θα αλλοιώσουν σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία της χώρας και κυρίως την πολιτιστική και κοινωνική της ταυτότητα. 

Επειδή μια ζωή, που συνειδητά επέλεξα, ναι μεν να είμαι ενεργός πολίτης και βαθιά πολιτικοποιημένος, αλλά μακριά από τις «μάντρες» των κομμάτων, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μάριος Χάκκας και κυρίως απ' αυτό το άθλιο πελατειακό σύστημα, που εξακολουθεί να ταλαιπωρεί την ελληνική κοινωνία και να φτιάχνει ανδράποδα και όχι πολίτες, μπόρεσα με καθαρό μυαλό, να παρατηρώ, να αφουγκράζομαι και να κρίνω τα πολιτικά μας πράγματα. Το κυριότερο -μέσα πάντα από τη δική μου αποκλειστικά ματιά και άποψη- να μην στέκομαι σε ιδέες που θεωρώ ότι είναι ξεπερασμένες. Αντίθετα πιστεύω πως όχι μονάχα χρειάζονται καινούρια θεώρηση, σύμφωνη με τις εκάστοτε αλλαγές που συνεχώς μας κατακλύζουν, αλλά πάντα έχοντας ως σημείο αναφοράς τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, μέσα σε μια κοινωνία απαλλαγμένη από κάθε μορφής εκμετάλλευση, με εξασφαλισμένη εργασία, μόρφωση και ιατρική περίθαλψη για όλες τις ηλικίες. Γιατί για μένα η αριστερά ήταν και θα είναι πάντοτε, στάση, θέση και τρόπος ζωής. 

*

Μετά την άνοδο του ΠAΣOK στην εξουσία και αφού είχα περάσει μια περίοδο, έντονων ερωτικών παθών και μποέμικης ζωής αποφάσισα να ξαναπαντρευτώ. Στάθηκα τυχερός γιατί και η νέα μου γυναίκα είναι εξίσου αξιόλογη με την πρώτη και σήμερα, μετά από 38 ολόκληρα χρόνια εγγάμου βίου, νιώθω μια πληρότητα να με κατακλύζει, αυτήν που μόνο η ανθρώπινη παρουσία με τη ζεστασιά και την αγάπη της μπορεί να σου προσφέρει. 

Αναμφίβολα σε τούτο συνέτεινε και η παρουσία των παιδιών μας, της Χριστίνας και του Φοίβου, που με πολύ διακριτικότητα μας συμπαραστέκονται, ιδιαίτερα τώρα, που ως πολιοί γέροντες πια, νιώθουμε την ανάγκη να ακουμπήσουμε σε κάποια πιο στέρεα χέρια. 

*

Σ' ένα του βιβλίο ο συμπατριώτης μου Ασημάκης Πανσέληνος, γράφει χαρακτηριστικά πως «Είμαστε νέοι όσο φτιάνουμε φίλους. Λιγοστεύουν οι φίλοι μας και πεθαίνουμε» και λίγο πιο κάτω επισημαίνει πως «Ζούμε φτιάνοντας φίλους. Οι φίλοι μας ζούνε και ζούμε κι εμείς. Θυμώνω μ' αυτούς που πεθαίνουν». 

Αυτό νομίζω ότι ένιωσα κι εγώ όταν πέθανε ο μοναδικός μου φίλος ο Βάσος Καραμάνος. Ακόμα και τώρα, κι ας έχουν περάσει πεντέμισι ολόκληρα χρόνια, η παρουσία του είναι ολοζώντανη μέσα μου. Θαρρώ πως, ο διάλογος που άρχισε πριν από 62 ολόκληρα χρόνια, δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ. Η ανθρωπιά και η σοβαρότητα του, διανθισμένη από το μοναδικό του χιούμορ, η απέραντη ευγένεια και η καλοσύνη του, στοιχεία του ολοκληρωμένου ανθρώπου, συντροφεύουν τη σκέψη και τη καρδιά μου και δίνουν νόημα στην κατά τα άλλα βαρετή πια ζωή μου. Ακόμα και τώρα, όταν τον σκέφτομαι, νιώθω μια ασφάλεια και μια σιγουριά το ίδιο όπως και τότε, όταν ο αυθορμητισμός μου προσέτρεχε στη γνώμη του που ήταν πάντοτε σοβαρή, αληθινή και απέραντα ευγενική. Γιατί είχε το σπάνιο προσόν να σε ακούει. 

Αντίο φίλε, θα ξαναβρεθούμε. 

*

Μετά από ευδόκιμη υπηρεσία 45 ολόκληρων χρόνων στη δικηγορία, αποφάσισα να συνταξιοδοτηθώ. Η δουλειά του δικηγόρου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και το χειρότερο δύσκολα κερδίζει την αποδοχή των πελατών του, ακόμα κι όταν φέρνει σε αίσιο πέρας τις υποθέσεις τους. Είναι βλέπετε πάντα και το στοιχείο της αμοιβής, εκεί που ο κάθε πελάτης, ιδιαίτερα όταν μάλιστα είναι γνωστός σου, αρχίζει να σκέπτεται πως θα βάλει το χέρι στην τσέπη του, που για πολλούς είναι και σκορπιοτρόφος. Μακάριοι οι δικηγόροι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε μεγάλες εταιρείες και υπό την ιδιότητα του νομικού συμβούλου, με πάγια αντιμισθία, λύνουν το βασικό πρόβλημα της επιβίωσής τους. 

Ευτύχησα να υπάρξω και τέτοιος κι αυτό μου έδινε μεγαλύτερη σιγουριά, αλλά όχι και τη χαρά που σου δίνει η μαχόμενη δικηγορία. Για τη λεγομένη «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη δεν θα πω τίποτα πέρα από το ότι -επειδή την έζησα στο πετσί μου- ως θεραπαινίδα της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας προ πολλού έχει χάσει και την τιμή και την αξιοπρέπεια της. Λιγοστοί δικαστές στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και της αποστολής τους. Το σύνολό τους ποδηγετείται από την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία αλλά και το οικονομικό κατεστημένο, αφού οι περισσότεροι απ΄ αυτούς είναι επιρρεπείς στον χρηματισμό. Αλλά κι όταν ακόμα δεν χρηματίζονται πάλι υπάρχει τρόπος χειραγώγησης τους αφού όλοι τους προσβλέπουν και επιδιώκουν την εύνοια των ισχυρών για να βελτιώσουν τη θέση τους σ' αυτήν την έρμη την επετηρίδα, που κι αυτή εύκολα παρακάμπτεται και που την κατάλληλη στιγμή θα λειτουργήσει για την κατάκτηση των υψηλών θέσεων που μόνιμα στοχεύουν. Η πιο επικίνδυνη κάστα δικαστών είναι αυτή των Εφετών. Πάντα την φοβόμουν, ιδιαίτερα σε υποθέσεις οικονομικού ενδιαφέροντος, γιατί έχοντας ως όπλο τους το τελεσίδικο της απόφασης, μπορούσαν μέσα σε μια πρόταση να ανατρέψουν την πρωτόδικη απόφαση που τις περισσότερες φορές ήταν πλήρως αιτιολογημένη, αφού είχε περάσει και από τη βάσανο των μαρτυρικών καταθέσεων και ο δικαστής είχε στα χέρια του πλήρες το αποδεικτικό υλικό. Στο νου μου στριφογυρίζει πάντα η φράση του εξαίρετου δικηγόρου Νίκου Δανέλλη, στον οποίο ευτύχησα να κάνω την άσκηση μου. 

  • Βασίλη, οι αποφάσεις των δικαστηρίων είναι σαν το ζυμάρι, που οι δικαστές, όπως θέλουν το φτιάχνουν. Πότε το ξεδιπλώνουν και το κάνουν να φαίνεται μεγάλο και πότε το μικρύνουν. 

Θυμάμαι μια τέτοια υπόθεση, που μετά από μακροχρόνια διαδικασία, και αφού την είχα κερδίσει σε πρώτο βαθμό έφτασε στο Εφετείο. Κι ενώ περίμενα να την κερδίσω πανηγυρικά, βλέπω με απορία ότι το Εφετείο, εκδίδει προδικαστική απόφαση και διατάσσει περαιτέρω εξέταση μαρτύρων. Με σιγουριά, που βασίζονταν στην πολυετή πείρα που είχα πια αποκτήσει, λέγω στον πελάτη μου. 

  • Νικολάκη, την χάσαμε. 
  • Μα είναι δυνατόν; 
  • Ναι και θα το δεις. 

Και πράγματι έτσι και έγινε. Σημειωτέον ότι η αντίδικος μου ήταν μεγάλη πολυεθνική ισπανική εταιρεία και στην Ελλάδα την εκπροσωπούσε μεγάλο δικηγορικό γραφείο των Αθηνών. Αυτά τα γράφω γιατί μερικοί εδώ νομίζουν ότι είναι εύκολο η δικαιοσύνη να σταθεί στο ύψος της και να ανεξαρτητοποιηθεί. Κούνια που τους κούναγε. Από τα χρόνια του Εμφυλίου και μετά, έχει αλωθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν πρόκειται εύκολα να απαλλαγεί από τη μέγγενη της δεξιάς, που την διαφεντεύει και την χρησιμοποιεί κατά το δοκούν, προκειμένου να επιβάλλει την εκάστοτε πολιτική της. 

Εδώ ισχύει απολύτως αυτό, που οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έλεγαν και δεν σου άφηναν περιθώρια αντίλογου: «Δίκαιον είναι, το του κρείττονος συμφέρον». 

Γι’ αυτό ας θυμηθούμε και πάλι τον Αλεξανδρινό κι ας επαναλάβουμε τούτο το απόλυτα αληθινό: «Μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς | αλλά σαν έτοιμος από καιρό σα θαρραλέος αποχαιρέτα την…» χαμένη, εν προκειμένω, δικαιοσύνη. 

Από τα ευτράπελα της δικηγορίας μου, που ήταν πολλά και ποικίλα, θα σας πω τούτη την ιστορία, αφού πρώτα κάνω μια στάση στη δεισιδαιμονία των συμπολιτών μας. 

Χειριζόμουν μια δύσκολη υπόθεση, οικογενειακού δικαίου και που η επιτυχής έκβαση της εξαρτιόταν απόλυτα, από τη μάρτυρα που θα μου έφερνε η πελάτης μου. Μετά από εξαντλητικό «φροντιστήριο», την επόμενη βρεθήκαμε στο ακροατήριο. Και τι μου λέει η αθεόφοβη;

- Θα πρέπει να ορκισθώ κ. Βόμβα;

- Μα φυσικά, της λέω. 

- Μα ξέρετε, έχω την «περίοδο» μου και είναι αμαρτία. 

Κάγκελο εγώ. Μέσα σε δευτερόλεπτα είχε καταρρεύσει όλο το οικοδόμημα που με τόση επιμέλεια είχα φτιάξει. Κεραμίδα. 

  • Τι κάνουμε τώρα;

Και να που μου ήρθε η φαεινή ιδέα. 

  • Ακούστε. Θα βάλετε το χέρι σας στο Ευαγγέλιο, αλλά δεν θα το ακουμπήσετε. Έτσι στον αέρα σαν χάδι. 

Όπερ και εγένετο. Και αφού δεν έγινε η αφή, άμεσα εξέλιπεν και η αμαρτία της «περιόδου» κι όλα πήγαν καλά. 

Όμως τούτο, που θα σας διηγηθώ δεν έχει όμοιο του. Κάποιος απόγονος, ενδόξου ονόματος της ιστορίας μας, έτυχε να οφείλει σε κάποιον πελάτη μου ένα σεβαστό ποσόν χρημάτων, και σαν επιπρόσθετη εγγύηση του είχε δώσει μια συναλλαγματική. Παρά τις οχλήσεις του πελάτη μου και αφού είχε περάσει αρκετός χρόνος κοροϊδίας, αγανακτισμένος μου την έδωσε για να κινήσω τη σχετική διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής. Πράγμα που έκανα και προχωρούσα κανονικά πλέον στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εμ, έλα ντε που ήταν ίλαρχος του στρατού και η μονάδα του βρισκόταν στην κεντρική Ελλάδα και υπήρχαν άλλου είδους νομικές δυσκολίες. Τότε μου πέρασε από το νου τούτη η τρελή ιδέα. Του τηλεφώνησα και του διαμήνυσα ότι θα προχωρήσω στην άμεση κατάσχεση ενός τανκ της ίλης του. Βέβαια αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, αλλά έλα ντε που έπιασε. Σε λίγες μέρες μου στέλνει τηλεγράφημα (το έχω ακόμη) και μου γράφει τα εξής: «Θερμοτάτη παράκλησις αναστείλατε πάσαν ενέργειαν, εντός πρώτου δεκαημέρου Ιουλίου κατέλθω αδειούχος Αθήνας και ρυθμίσω άπαντα θέματα. Π.Μ.» 

Και πράγματι, μετά από λίγες μέρες τον δέχτηκα στο γραφείο μου και το θέμα ρυθμίστηκε. Δεν θα ξεχάσω την απέραντη ευγένεια και το καλοσυνάτο του βλέμμα, που μου έκανε να νιώσω αμήχανα και να απολογούμαι κι από πάνω. Ένας αρχοντάνθρωπος. 

Η μαχόμενη δικηγορία έχει αυτό το προνόμιο και την ομορφιά θα έλεγα. Να έρχεσαι σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους όλων των ειδών και χαρακτήρων, να τους γνωρίζεις μέσα από τα πρόσωπα τους, να μπαίνεις στον εσωτερικό τους κόσμο, να ταυτίζεσαι με το πρόβλημα τους αλλά πρωτίστως να συμπάσχεις μαζί τους. Και το κυριότερο να είσαι έτοιμος να γευτείς και την αγνωμοσύνη τους. Συμβαίνει κι αυτό. 

21

Συνταξιούχος πια, γεύομαι την παχυλή δικηγορική μου σύνταξη, μετά από ευδόκιμη υπηρεσία (δουλειά) 45 ολόκληρων χρόνων, αφού υπηρέτησα πιστά τη δικαιοσύνη ως λειτουργός της και την γνώρισα για τα καλά, τόσο αυτήν όσο και το μεγαλείο και την εμπιστοσύνη που εμπνέει. Βλέπετε είναι κι αυτή η ζυγαριά και τα κλειστά της μάτια, που σε κάνουν όταν την πλησιάζεις, να κουμπώνεσαι ακόμα πιο πολύ. 

*

Όμως και να που τώρα, «σαν έτοιμος από καιρό», όχι όμως και αρκούντως θαρραλέος, έφτασα στο «Βλαδιβοστόκ, το τέρμα που δεν έχει παρακάτω» όπως γράφει σε έναν του στίχο ο ποιητής Ορέστης Λάσκος, έτοιμος να αποχαιρετήσω τον «απανδόκευτο» πλέον βίον μου, αφού «πολλών ανθρώπων τον νόον έγνων» και έμαθα και πολύ καλά τις «Ιθάκες…» 

Εντούτοις μια αδιόρατη θλίψη με διακατέχει, για τα όσα δεν πρόλαβα να κάνω και που τώρα, εδώ που έφτασα βλέπω πως είναι πολλά. Πάρα πολλά. 

Γιατί, πώς να το κάνουμε… είναι γλυκιά η ζωή. 

«Κι ο θάνατος μαυρίλα»!

 

 Νοέμβριος  2019  / Βάσος Ι. Βόμβας

-------

* Ο  Βάσος Ι. Βόμβας γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1936.Περατωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Α' Γυμνάσιο Μυτιλήνης.Σπούδασε στη Νομική Σχολη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δικηγόρησε στην Αθήνα μέχρι και το 2005. Σήμερα συνταξιούχος ασχολείται με το πάθος που είχε απο παιδι, δηλ.τη λογοτεχνία,τις τεχνες, τη λαογραφια της Λέσβου. Ταξινομεί το διάσπαρτο αρχείο του πατερα του Γιαννάκου Βομβα-Αλυτη και επιμελήθηκε την συγκεντρωτική εκδοση του έργου του Τα ποιήματα 1937-1977 και το ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ απο τις εκδόσεις ΣΜΙΛΗ.Τ ο 2017 ο Παναγιωτης Σκόρδας στο βιβλιο του " Αδιαντροπα του Κλήδονα" δημοσίευσε μέρος του αρχείου του με στιχάκια από τον Κλήδονα της Λέσβου.Πρόσφατη εργασία του.επιμελήθηκε την εκδοση των " Ανθών του Κακού" του Καρόλου Μπωντλαίρ,σε μετάφραση του Αντώνη Πρωτοπατση, που κυκλοφορει απο τις εκδόσεις ΣΜΙΛΗ.

---

Δείτε όλο το φωτογραφικό υλικό στην gallery που ακολουθεί:

Μοιράσου το άρθρο!