Λόγια...της Λέσβου

20/02/2020 - 09:50

Το σπουργίτι

Γράφει η Μαίρη Μαργαρίτη

Ένα παγερό χειμωνιάτικο απόγευμα ο Αργύρης βγήκε για κυνήγι. Ήταν κάτι που το συνήθιζε τα τελευταία χρόνια, κυρίως επειδή ήθελε να ασκείται κάπως αφού πλέον ήταν συνταξιούχος και τις περισσότερες ώρες της μέρας τις περνούσε στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Κάθε φορά γυρνώντας έφερνε δυο τρεις πέρδικες ή κανέναν κότσιφα που τα ‘ψηνε η γυναίκα του η Μαριγώ στα κάρβουνα. Είχε, βέβαια, στον νου του μήπως και πετύχει κανένα μεγαλύτερο ζώο, ας πούμε καμιά αλεπού. Αυτό θα ήταν ένα κατόρθωμα για το οποίο θα μπορούσε να περηφανευτεί στους συγχωριανούς του στο καφενείο, ίσως και να τους έδειχνε τη γούνα για να γίνει πιστευτός.

Εκείνο, λοιπόν, το χειμωνιάτικο απόγευμα του Φεβρουαρίου ο Αργύρης είχε ήδη τουφεκίσει μια πέρδικα που έχωσε στον σάκο του και συνέχισε την στράτα του. Ήξερε πως τα πουλιά ήταν παγωμένα με το κρύο γι΄αυτό δεν αντιδρούσαν αμέσως στους θορύβους οπότε ήταν εύκολο να πιαστούν. Ο Αργύρης βάδιζε αργά και προσεκτικά πάνω στα φύλλα των δέντρων τα πεσμένα καταγής που είχαν σαπίσει και δημιουργήσει ένα ολισθηρό λασπωμένο υπόστρωμα, ιδιαίτερα επικίνδυνο. Απ΄τη μια είχε τα αυτιά του τεντωμένα για να ακούσει τον παραμικρό θόρυβο προς τον οποίον να στρέψει την προσοχή του, απ΄την άλλη τα μάτια του ερευνούσαν με επιμέλεια το οπτικό πεδίο.

Κάποια στιγμή παρατήρησε πεσμένο στο έδαφος ένα σπουργίτι. Σκέφτηκε, καθώς το πλησίαζε, πως σίγουρα θα ήταν ψόφιο και ετοιμάστηκε να το κλωτσήσει παραπέρα να φύγει απ΄τον δρόμο του. Όταν πήγε από πάνω του, στάθηκε να το παρατηρεί πατώντας με τις μπότες του δεξιά και αριστερά του πουλιού σαν να το περικύκλωνε. Δεν άργησε να καταλάβει πως το σπουργίτι ήταν ακόμη ζωντανό και ξεψυχούσε εκείνη τη στιγμή ανασαίνοντας βαριά με το ράμφος του να ανοιγοκλείνει και το χνουδωτό κίτρινο στήθος του να  ανεβοκατεβαίνει ελαφρά. Κοίταξε να δει μήπως ήταν χτυπημένο αλλά δεν είδε πουθενά αίμα. Το ζώο συνέχισε να αναπνέει με δυσκολία κι έμοιαζε κάθε ανάσα που έπαιρνε  πως θα’ ταν η τελευταία του. Όλη την ώρα ο Αργύρης στεκόταν έτσι από πάνω του και το’ βλεπε. Έλεγε πως τώρα δα θα ξεψυχήσει και μια που’ λαχε σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, έκρινε ενδιαφέρον να περιμένει να δει το τέλος. Έλα όμως που κείνο το μικροσκοπικό πλάσμα με κάθε ανάσα που έπαιρνε, κέρδιζε δευτερόλεπτα ζωής.

Στη συνέχεια ο Αργύρης, για να παρατηρεί καλύτερα, γονάτισε στο υγρό έδαφος χωρίς να νοιάζεται που θα λασπωνόταν το παντελόνι του κι έσκυψε το πρόσωπο πιο κοντά στο σπουργίτι. Παρατήρησε τα φτερά του που, ενώ έγερναν σαν παραλυμένα στο πλάι, σάλευαν κι αυτά με κάθε αναπνοή λες και ήταν σε ετοιμότητα να αναλάβουν να πετάξουν και πάλι με την πρώτη ευκαιρία. Ένιωσε πως μια τόση δα κλωστή κράταγε τούτο το πλάσμα στη ζωή και δάγκωσε τα χείλη του από μια βαθύτατη συγκίνηση που πλημμύρισε τα σπλάχνα του.

Τότε τινάχτηκε όρθιος νιώθοντας ντροπή ολόκληρος άντρας να συμπονεί ένα σπουργίτι. Σηκώθηκε, λοιπόν, και βάλθηκε να  τινάζει νευρικά το παντελόνι του απ΄τις λάσπες, σα να ΄θελε να αποτινάξει αυτή την ευαισθησία που τον κατέκλυσε έτσι ξαφνικά και  τον έκανε να φαίνεται αδύναμος. Μάλιστα, ετοιμάστηκε να κλωτσήσει πέρα το ετοιμοθάνατο σπουργίτι να πάψει πια να τον ενοχλεί αυτό το ανόητο ζήτημα.

Η  μπότα του, που σηκώθηκε απειλητική στον αέρα, έμεινε εκεί, αδρανής πάνω απ΄το πουλί ενώ τα μάτια του σα μαγνητισμένα από μια εικόνα που σχημάτισε η μνήμη του, στυλώθηκαν αφηρημένα στον κορμό του δέντρου απέναντι. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του, θα΄ταν δε θα΄ταν πέντε χρονών, χρόνια πολλά πριν. Αθώος κι ανυποψίαστος απ΄την σκληράδα της ζωής, ξάπλωνε φαρδύς πλατύς πάνω στο χώμα και παρακολουθούσε με περιέργεια μυρμήγκια που μπαινόβγαιναν στη φωλιά τους. Γρήγορα αποτράβηξε το βλέμμα του απ΄το δέντρο και η ενοχλητική εικόνα χάθηκε μεμιάς. Κατέβασε το πόδι του στο έδαφος και προσπάθησε να ηρεμήσει. Έσφιξε το όπλο που κρεμόταν στον ώμο του, ψαχούλεψε να πιάσει τη σκοτωμένη πέρδικα μέσα στον σάκο και έκανε να φύγει από κείνο το μέρος αλλά τα πόδια του δεν τον υπάκουσαν. Μέσα του πάλευε να ξεφύγει από τη λησμονημένη αθωότητα που μάτωνε ακόμη, που τον έσπρωχνε να γλιτώσει ένα πλάσμα από τον θάνατο.

Γονάτισε και πάλι κοντά στο πουλί και με προσοχή το πήρε στις δυο του παλάμες. Ύστερα, το μετακίνησε με αργές κινήσεις στη μια παλάμη και με την άλλη το σκέπασε προστατευτικά. Το σπουργίτι ζούσε ακόμη. Βάλθηκε, λοιπόν, από το άνοιγμα της παλάμης του να το ζεστάνει με την ανάσα του προσέχοντας να μην το πιέζει καθόλου. Όσο το’ βλεπε τόσο του φαινόταν πως οι ανάσες που έπαιρνε το σπουργίτι ήταν πιο βαθιές και πιο δυνατές, πως ανακτούσε σιγά σιγά τις δυνάμεις του και ότι τα φτερά του είχαν κάπως ζωηρέψει. Ξάφνου δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του που μπόρεσε και κείνος να συμβάλει έστω και λίγο σ΄αυτό το θαύμα της ζωής. Τώρα πια απ΄αυτόν εξαρτιόταν αν θα ζούσε ή αν θα πέθαινε τούτο το πλάσμα.

Σκέφτηκε να ανάψει φωτιά να το ζεστάνει αλλά δεν είχε τα απαραίτητα μέσα και άλλωστε δεν υπήρχε χρόνος. Έπειτα του πέρασε απ΄το μυαλό να το βάλει στον κόρφο του να το ζεστάνει αλλά φοβήθηκε μήπως το πιέσει. Μια λύση μόνο του απέμεινε. Πέταξε κάτω το όπλο του και τον σάκο με τη σκοτωμένη πέρδικα για να είναι ελαφρύτερος κι άρχισε να τρέχει στην κατηφόρα με κατεύθυνση το σπίτι του. Σίγουρα  σε θερμοκρασία δωματίου θα κατάφερνε  να  το σώσει. Από εκείνον εξαρτιόταν πια. Έτρεχε στην κατηφόρα χωρίς να λογαριάζει τίποτ΄άλλο ούτε καν ότι μπορούσε να γλιστρήσει πάνω στα νωπά φύλλα του εδάφους. Στη ζεστασιά του σπιτιού θα μπορούσε να το σώσει.

Μα όταν έφτασε λαχανιασμένος και μπήκε στο σπίτι, διαπίστωσε πως το πουλί είχε ξεψυχήσει. Είδε τα μάτια του σφαλιστά, το ράμφος του ανοιχτό εκεί να χάσκει απ΄τη τελευταία ανάσα ζωής που το διαπέρασε, τα φτερά του μαραμένα. Το έδωσε χωρίς εξηγήσεις στη γυναίκα του κι έπεσε κατάκοπος στο κρεβάτι, βαρύς κι ασήκωτος, σαν να είχε αδειάσει και ο ίδιος από ζωή. Από το κρεβάτι αυτό δεν ξανασηκώθηκε, κατάκοιτος πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια._  

 

μαι

Μοιράσου το άρθρο!