Λόγια...της Λέσβου

01/03/2014 - 06:39

Τα Τρία Κεριά

Τα Τρία Κεριά

Του Στράτου Γιαννή *

Είχε σηκωθεί απ’ τις 5 το χάραμα..
ξημέρωνε μεγάλη μέρα για το σπιτικό της, καλύτερα και από Λαμπρή! ούτως ή άλλως οι Λαμπρές της πια ήταν σαν καθημερνές.  20 χρόνια τωρα ο γιός της ο Μιχάλης ήταν ξενιτεμένος στην Αυστραλία, 20 χρόνια μακρυά της· δεν είχε παράπονο η κυρά-Μαρία , τρεις και λίγο την έπαιρνε τηλέφωνο, της είχε στείλει κι ένα κινητό για να την βρίσκει πιο εύκολα, κάθε χρόνο την παρακάλαγε να πάει στην Αυστραλία και κάθε χρόνο του το ανέβαλε για τον επόμενο,
«Τί δουλειά έχω χήρα γυναίκα να τρέχω στις Αυστραλίες και να αφήσω πίσω το χωριό με τις κότες και τα περβόλια μου» , έλεγε και ξανάλεγε…

Σήμερα όμως  όλα άλλαζαν ο γιός της ερχόταν να την δει και θα καθόταν κοντά έναν μήνα!!! και δεν θα ερχόταν μονάχος του· μαζί θα ήταν και η γυναίκα του η Ταξούλα κι ο γιός τους ο μονάκριβος, όλοι μαζί είχαν φύγει τότε για μια καλύτερη τύχη, 10 μέρες μετά την βάφτιση του μικρού.  Μικρός ήταν τότε, τώρα ήταν 20 χρονών παλικάρι σχεδόν 21 κι είχε και του παππού του τ’ όνομα, του μακαρίτη του άντρα της,  Στράτος το Στρατελλ της, άλλα παιδιά και εγγόνια δεν είχε, έναν γιο μονάκριβο και έναν εγγονό, αλλά και μια νύφη που την υπεραγαπούσε, σάματις αυτή δεν την είχε σχεδόν μεγαλώσει; Μια πόρτα με την μάνα της, τη Ραλλιώ του Κώστα την μικροχήρα, είχε την κυρά-Μαρία σαν μεγάλη της αδερφή και τα παιδιά τους μεγάλωσαν μαζί, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν· από παιδί την φώναζε μάνα και ας ήταν γειτόνισσα και μετά τον γάμο έγινε μάνα και στα χαρτιά, επίσημα….

«Σύνελθε γριά!!» είπε στον εαυτό της
«Που τα θυμήθηκες όλα τώρα» συνέχισε «τέλειωνε με τα γιαπράκια κι έχεις να κάνεις ένα σωρό δλειές μέχρι να ‘ρθουν τα μουρά…»
Μέρες ετοιμαζόταν και περίμενε… και η ώρα ήρθε…μέσα στην αναμπουμπούλα του νοικοκυριού άρχισε να χτυπάει και το κινητό της…
«Η Μχάλς μ’ » φώναξε χαρούμενη και πέταξε από τα χέρια της το γιαπράκι που τύλιγε…
«Ναι, ναι, έλα γιε μ’ έλα μουρό μ’ ήρθατε; Κατεβήκατε απ’ το αεροπλάνο;;;
«Ήρθαμε μάνα, ήρθαμε…» άκουσε την φωνή του Μιχάλη, από τον ήχο και μόνο κατάλαβε ότι ο γιός της χαμογελούσε  «…τώρα πήραμε τα μπαγκάζια μας  και πάμε να νοικιάσουμε αυτοκίνητο να ‘ρθούμε στο χωριό, στα Γέλια μας»,  πάντα έτσι έλεγε την Πελόπη, με το παλιό της τ’ όνομα, Γέλια.


«θα πάμε από τον Ταξιάρχη πρώτα να ανάψουμε ένα κερί…. ερχόμαστε μάνα….»
«Θα περιμένω, θα περιμένω, με την ώρα σας να ‘ρθείτε, μην βιάζεστε….» είπε και το ‘κλεισε…ήδη είχε βουρκώσει ,
«…σύνελθε γριά…» ξανάπε στο εαυτό της,
«…μου ξύπνησες και από τα μαύρα μεσάνυχτα…. τρελόγρια…»   μουρμούραγε και χαμογέλαγε μουδιασμένη….

Από τα χαράματα στο πόδι όχι για τις δουλειές αλλά από το όνειρο που την τρόμαξε παραμονή της μέρας της μεγάλης, είδε λέει πως ήταν στην εκκλησιά του χωριού της ολομόναχη κι άναβε 3 κεριά!!
«…γιατί τρία κεριά; αφού πάντα τέσσερα κεριά ανάβω,ένα για τον καθένα μας,πρώτα πρώτα του Μιχάλη, μετά για την Ταξούλα και για του Στρατελλ μ’ κι ύστερα για μένα,γιατί τρία κεριά ποιανού το κερί έλειπε;; Τι όνειρο ήταν τούτο;»
ένας αναστεναγμός βγήκε από τα σωθικά της,
«Τίποτα δεν είναι τρελόγρια …» ξανά-μουρμούρισε,
«γέρασες και παραξένεψες, όλα τα ψάχνεις κι όλα τα ανακατεύεις, όνειρο ήταν και έφυγε  του «π’ να σκασ’» τα πειράγματα (έτσι έλεγε πάντα τον Διάβολο, όπως και η μάνα της)...Κάνε τώρα και τις τελευταίες δουλειές σου και τα παιδιά σου έρχονται….»
«….Πέρασαν 3 ώρες απ’ την ώρα που με πήραν όπου να ‘ναι θα φανούν….»
«…ακόμα….»
«…Δεν φάνηκαν ακόμα…»

«…Σαν να άργησαν όμως ….»
«…στις 8 με πήρανε και πήγε 3…»

«…μήπως κάτσανε και για κανέναν καφέ στη χώρα….»
«…θα φανούν όπου να’ ναι…»

«…Τι είναι αυτό που ακούγεται πάλι;;;
Ααχ Παναγιά μου το κινητό μου …φτάσανε, ήρθανε και με παίρνουν να βγω να τους προπάρω….ναι!!! έλα μουρό μ’…» είπε η κυρά-Μαρία όλο χαρά.

Σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής…

«…ναι…» ψέλλισε μαραμένα η κυρά -Μαρία
«Καλημέρα σας!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή άγνωστη σε κείνη….

«Ποιος είναι; Ταξούλα εσύ είσαι;» ρώτησε η κυρά -Μαρία, αν και την φωνή της νύφης της την ήξερε καλά, δεν ήταν αυτή η Ταξούλα της, περισσότερο ρώταγε για να γελάσει τον ίδιο της τον εαυτό..
«Όχι….. σας τηλεφωνώ….» κόμπιασε η άγνωστη φωνή, «… από το νοσοκομείο, από το Βοστάνειο….»
«Παναγιά μου!  τα παιδιά μου !….» φώναξε η κυρά-Μαρία και ένιωσε την γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της…..

«Ένα ατύχημα…» συνέχισε η φωνή ξεροκαταπίνωντας….
«…ένα ατύχημα μετά το αεροδρόμιο…βρήκαμε τον αριθμό σας στις τελευταίες κλήσεις…Και τα τρία άτομα… χτύπησαν άσχημα…προσπάθησαν να αποφύγουν ένα παιδί που πετάχτηκε στον δρόμο…από την άλλη ερχόταν ένα φορτηγό…» είπε σχεδόν χωρίς ανάσα η φωνή σαν να ήθελε να αποφύγει να πει τα άσχημα μαντάτα

«Είναι καλά; Που τους έχετε; Που να έρθω;»
ήταν το μόνο που μπόρεσε να ξεστομίσει, σχεδόν το ψιθύρισε η κυρά-Μαρία…

«Είναι σοβαρή η κατάσταση τους, είναι δύσκολα τα πράγματα, είναι στο χειρουργείο….οι γιατροί κάνουν ότι μπορούν με τα μέσα που διαθέτουν…θα ήταν καλύτερα να μην έρθετε στο νοσοκομείο, είναι προτιμότερο να περιμένετε στο σπίτι σας ,σας υπόσχομαι ότι θα σας ενημερώνω εγώ συνέχεια, …..με ακούτε;;;;» η φωνή έμοιαζε να παλεύει με τις λέξεις.

«Ναι, ναι…..σε ακούω,…. θα περιμένω,… θα περιμένω ….»

όλα γύρω της ήταν αλλιώτικα…όλα γύρω της είχαν θολώσει ….


Τρία κεριά…..να τα τρία κεριά…. δεν την πείραζε ο «π’ να σκασ’» ποίος θα έλειπε από τις προσευχές της ποιος θα έμπαινε σε ξέχωρο μανάλι;;;

Ο γιός, η νύφη ,ο εγγονός της;;ποιος;
Δεν το χώραγε ο νους της 20 χρόνια υπομονής  και μέσα σε μια στιγμή όλα άλλαξαν.
Μέσα σε μια στιγμή,…έτσι έχασε και τον άντρα της σε μια στιγμή,  κάτι λέει με τα πνευμόνια του και σε έναν μήνα έφυγε, πέταξε και την άφησε μονάχη· με τον γιο τους μωρό ακόμα…
Μικροχήρα κι αυτή σαν την Ραλλιώ, γι’ αυτό την καταλάβαινε και την ένιωθε καλύτερα από όλους,τα ‘χε περάσει και τα ήξερε καλά….

Όλο το βράδυ το πέρασε ξάγρυπνη με το κινητό στα χέρια ,περίμενε μονάχη της,περίμενε την άγνωστη φωνή να την ξαναπάρει, δεν είπε κουβέντα σε κανέναν, ποτέ δεν έλεγε σε κανέναν τα δικά της,όλα μένανε μέσα στους 4 τοίχους του σπιτιού της.Σε κανέναν ή μάλλον σχεδόν σε κανέναν! μόνο σε έναν τα έλεγε όλα …Αυτόν θα έπιανε πάλι να μιλήσει αύριο πρωί -πρωί.                              

Μόλις άρχισε να χαράζει και λαλήσαν τα κοκόρια άρπαξε το κινητό της και έφυγε από το σπίτι,πήρε τον δρόμο της εκκλησιάς πάντα εκεί πήγαινε, σαν πέθανε ο άντρας της, σαν  έφυγε ο γιός της,εκεί στο εικόνισμα του Αρχαγγέλου,  πάντα πήγαινε και έλεγε τα παράπονα της,τα ευχαριστώ της, τις σκέψεις της, όλα εκεί σ’ Αυτόν.
Μπήκε μες στην εκκλησιά και ασυναίσθητα πήρε τρία κεριά…τρία κεριά στο χέρι σαν στο όνειρο της, και ήταν μονάχη της μέσα στην εκκλησιά,ήξερε από ώρα τι πρέπει να κάνει,τι πρέπει να πει,
τι να παρακαλέσει,πήγε στην εικόνα του Αρχαγγέλου γονάτισε και με το κεφάλι σκυφτό άρχισε να του μιλάει…

Σαν να μίλαγε σε άνθρωπο δικό της , κατάδικο της· σάματις δικός της άνθρωπος δεν ήταν ο Ταξιάρχης;

«Ήρθα πάλι, πάντα σε σένα δεν έρχομαι;πάντα εδώ δεν είσαι;πάντα με ακούς, πάντα με βοηθάς…»

Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε την εικόνα κατάματα,

«…ξέρεις τι θέλω και ξέρεις πως έτσι πρέπει να γίνει, αυτό είναι το σωστό…τρία κεριά θα σ’ ανάψω,ένα για τον καθένα τους,ένα για τον γιο μου τον μονάκριβο, ένα για την κόρη που απέκτησα, ένα για τον εγγονό που μου δώσανε,έχουν και οι τρεις τα ονόματα σου, μαζί γιορτάζετε…Τους το χρωστάς! σε σένα θα ερχόντουσαν πρώτα και μετά σε μένα, άσ’ τους να έρθουν λοιπόν, αυτό είναι το τάμα μου, να έρθουν να σε δουν στο Μανταμάδο, να έρθουν να σε προσκυνήσουν Μαύρε μου και μετά να έρθουν να ανάψουν και το καντήλι μου, εγώ θα έρθω να σε δω από πιο κοντά, ή μάλλον εσύ θα έρθεις να με πάρεις…τόσα χρόνια συνηθιστήκαμε μαζί, τώρα θα μ’ αφήσεις;»

Για μια στιγμή της φάνηκε ότι ο Αρχάγγελος της έγνεψε καταφατικά, ότι της χάιδεψε το κεφάλι….

Λίγη ώρα αργότερα ο παπάς του χωριού άκουσε ένα κινητό να χτυπάει μέσα στον Ναό,βρήκε την κυρά-Μαρία νεκρή, πεσμένη μπροστά από το μανάλι με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της και τα μάτια της καρφωμένα στην εικόνα του Αρχαγγέλου, σήκωσε το κινητό και από την άλλη άκρη ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να φωνάζει
«Είναι καλά….  όλοι τους είναι καλά… διέφυγαν τον κίνδυνο , μ’ ακούτε; 
Όλοι τους είναι καλά…. λες και έγινε θαύμα…. όλοι τους είναι καλά, θα γίνουν καλά……» έλεγε και ξαναέλεγε η φωνή

Τα τρία κεριά της κυρά-Μαρίας έκαιγαν ακόμα στο μανάλι της εκκλησιάς,
 τα τρία τελευταία της κεριά…

 


 * O Στράτος Γιαννής γεννήθηκε στην Πελόπη της Λέσβου το 1977 όπου και μεγάλωσε, είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ζει στη Θεσσαλονίκη. Αρθρογραφεί ερασιτεχνικά και ήταν υποψήφιος στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 στο Νομό Λέσβου, με τους Οικολόγους Πράσινους.

Η  στήλη του Lesvosnews.net  "Λόγια ... της Λέσβου"  είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.net

Μοιράσου το άρθρο!