Skip to main content
|

Στο νησί του Ταξιάρχη ( No 2 )

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
11'
Λέξεις Κλειδιά :
Κώστας Βελούτσος

                                ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΝΟ 2 του Κώστα Βελούτσου *

 

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 28 ΜΑΙΟΥ 1987.

 

-Πες μου Μιχάλη πώς νοιώθεις; Πες μου παιδί μου ή μάλλον γιατρέ μου πώς νοιώθεις τώρα που κρατάς το πτυχίο στα χέρια σου;

-Είναι υπέροχο μητέρα, ένα όμορφο συναίσθημα, το ομορφότερο στον κόσμο.  Κάτι που δεν έχω ξαναζήσει ποτέ. Θα ξέρεις βέβαια εσύ και ο πατέρας ότι αυτό εδώ το χαρτί το οφείλω σε σας τους δυο, μα πιο πολύ το οφείλω σε Κάποιον που Τον ένοιωθα να είναι δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια όπως ήσασταν εσείς.

Με το πολυπόθητο πτυχίο της ιατρικής ανά χείρας και με τη χαρά του στα ύψη ο Μιχάλης Αναγνώστου δεχόταν τα συγχαρητήρια και τα φιλιά από τους πτυχιούχους συμφοιτητές του. Δίπλα του οι γονείς που είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα γι’ αυτό και μόνο τον λόγο. Για να είναι μαζί του στην ορκωμοσία που θα γινόταν στην αίθουσα τελετών του Αριστοτέλειου πανεπιστημίου.

Ένας από τους καθηγητές του, πλησίασε την οικογένεια Αναγνώστου μετά το τέλος της ορκωμοσίας, και αφού τους συνεχάρη για τον γιο τους τον Μιχάλη ρώτησε τον ίδιο για τα επόμενα βήματα της καριέρας του.

-Να κάνω πρώτα το αγροτικό μου και για μετά αποφάσισα να ειδικευτώ στην ορθοπεδική. Άλλωστε αυτό το είχα αποφασίσει όταν ήμουν ακόμα μαθητής της τρίτης Λυκείου, πολύ πριν μου συμβεί το τροχαίο ατύχημα.

-Μήπως έχεις αποφασίσει και το μέρος όπου θα κάνεις το αγροτικό σου;  επενέβη στη συζήτηση η μητέρα του Μιχάλη.

-Με εκπλήσσει αυτή η ερώτηση. Νόμιζα ότι γνώριζες όχι μόνο για το μέρος αλλά και για τον λόγο. Κατά καιρούς σας είχα προειδοποιήσει στις κουβέντες που κάναμε, που ακριβώς θα κάνω το αγροτικό μου όταν θα έρθει αυτή η στιγμή. Στη Λέσβο, στο νησί του Ταξιάρχη.

Μάιο έγινε η ορκωμοσία του Μιχάλη και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ήταν στο νεοσύστατο κέντρο υγείας του Μανταμάδου της Λέσβου, αφού στον τόπο αυτό ήταν η πρώτη προτίμησή του, αναλαμβάνοντας καθήκοντα αγροτικού ιατρού. Για καλή του όμως τύχη ένας ακόμα συμφοιτητής του που είχε δηλώσει τη Λέσβο, όταν ανακοινώθηκαν οι κενές θέσεις, διορίστηκε μαζί με τον Μιχάλη στο ίδιο μέρος για να γίνουν και συγκάτοικοι από την πρώτη στιγμή.  

 

ΛΕΣΒΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1987.

Το σπίτι που βρήκαν φρόντισε ο Μιχάλης να είναι κοντά στο μοναστήρι του Ταξιάρχη ώστε να επισκέπτεται τον αγαπημένο του άγιο όσο πιο συχνά μπορούσε. Τις Κυριακές και τις αργίες ήταν εκεί από τις πρώτες πρωινές ώρες και πάντα τηρούσε με θεϊκή ευλάβεια την ακολουθία της λειτουργίας και δεν ήταν λίγες εκείνες οι φορές που έψελνε κάποια από τα τροπάρια.

Σύντομα ο Μιχάλης έγινε αγαπητός στην μικρή κοινωνία του Μανταμάδου για το έργο που πρόσφερε τόσο ως ιατρός στους κατοίκους, αλλά και για τις ανιδιοτελείς υπηρεσίες του στο μοναστήρι του Ταξιάρχη κάτι που, μέρα με τη μέρα, άρχισε να ενοχλεί τον συγκάτοικό του. Από τότε συχνές ήταν αντιπαραθέσεις τους, σε υψηλούς τόνους, για την θρησκεία αλλά πολύ περισσότερο για την μεγάλη πίστη που έδειχνε ο  Μιχάλης στον Ταξιάρχη.

-Ανόητα πράγματα. Σαχλαμάρες και ανοησίες για να μην πω καμιά άλλη πιο βαριά λέξη. Αυτά Μιχάλη τα πιστεύουν κάποιοι αδύνατοι άνθρωποι που φοβούνται να πάρουν τη ζωή στα δικά τους χέρια και εναποθέτουν τις όποιες ελπίδες τους στους αγίους και στον θεό. Ο καθένας είναι ένας άγιος και ένας θεός του εαυτού του και τίποτα περισσότερο φίλε μου. Και μην μου πεις είμαι βλάσφημος ή ότι αμαρτάνω με όλα αυτά που λέω και θα πέσει φωτιά να με κάψει. Δεκάρα δεν δίνω. Ποιος ή ποιοι είναι βουτηγμένοι μες στην αμαρτία και σε ποιους πρέπει να πέσει η πύρινη λαίλαπα για να τους κάψει, το γνωρίζει όλος ο κόσμος και δεν χρειάζεται να σου πω εγώ. Γι’ αυτόν τον λόγο Μιχάλη απέχω συνειδητά από κάθε είδους θρησκευτικών εκδηλώσεων και από την εκκλησία. Δεν με αγγίζουν όλα αυτά που πιστεύεις, και  επαναλαμβάνω ότι τα θεωρώ ανοησίες.

-Κάποια στιγμή θυμάμαι, πήρε τον λόγο ο Μιχάλης σε μια από τις πολλές, αλλά απέλπιδες προσπάθειές του ώστε να μεταπείσει τον συνάδελφο και συγκάτοικό του και να τον οδηγήσει στον δρόμο της θρησκείας, σου είχα πει για ένα θαύμα που συνέβη σε μένα τον ίδιο πριν χρόνια. Μήπως θέλεις να σου υπενθυμίσω τι ακριβώς έγινε τότε και τι είναι για μένα ο Ταξιάρχης;

-Θαύμα; Μίλησες για θαύμα; Ας γελάσω. Σου φαίνομαι για αφελής να πιστέψω ότι έγινε θαύμα; Τα λόγια σου περί θαυμάτων μου θυμίζουν την εποχή του μεσαίωνα με τις δεισιδαιμονίες και τον σκοταδισμό. Είσαι καθόλου σοβαρός, επιστήμων άνθρωπος να μιλάς εσύ για θαύματα στις μέρες μας; Ακόμα πιστεύεις έστω και τώρα με όλα αυτά που διδαχτήκαμε από τους καθηγητές μας στη σχολή, μ’ όλα αυτά που είδαμε όσο φοιτούσαμε, ότι σηκώθηκες από το αναπηρικό σου αμαξίδιο και περπάτησες και γι’ αυτό το οφείλεις όπως λες στον Ταξιάρχη;  Αυτά Μιχάλη τα πίστευαν οι άνθρωποι κάποιες άλλες εποχές όπου οι επιστήμες και δη η ιατρική, μιας και είναι πια το επάγγελμά μας, ήταν ακόμα σε νηπιακή κατάσταση και δεν σημείωνε καμία πρόοδο. Ας το αφήσουμε λοιπόν αυτό το θέμα. Και για να τελειώνουμε: στην ιατρική και στους γιατρούς που σε έκαναν καλά οφείλεις το γεγονός ότι περπατάς ξανά και πουθενά αλλού.

 

ΑΘΗΝΑ 30 ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ.

Η αίθουσα δεξιώσεων πασίγνωστου ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας, ασφυκτιούσε από το πλήθος του κόσμου από τις πρώτες απογευματινές ώρες εκείνης της ημέρας. Όλοι, επώνυμοι και μη, ήθελαν να είναι παρόντες στην δεξίωση για τον τερματισμό μιας λαμπρής και πολυετούς καριέρας ενός πετυχημένου μεγαλογιατρού, χειρουργού στην ειδικότητα, που διέπρεψε στα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Ευρώπης αλλά και της Ελλάδας. Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους ήταν και ο ορθοπεδικός ιατρός Μιχάλης Αναγνώστου ο οποίος δεν θα μπορούσε να λείψει απ’ αυτό το κάλεσμα, πόσο μάλλον όταν η πρόσκληση που έφτασε στα χέρια του, καιρό πριν, ήταν υπογεγραμμένη από το τιμώμενο πρόσωπο και επί δύο χρόνια συγκάτοικό του στη Λέσβο. Ο Μιχάλης, λίγο πριν την έναρξη της εκδήλωσης, πλησίασε τον παλιό συμφοιτητή του και ήταν τόση μεγάλη η έκπληξη και από τους δυο όταν άρχισαν να θυμούνται τα χρόνια που σπούδαζαν αλλά και αυτά της συγκατοίκησής τους. Τότε εντύπωση είχε προκαλέσει στον Μιχάλη ένα λιτό ασημένιο φυλαχτό που κρεμόταν στο λαιμό τού διακεκριμένου χειρουργού μα αυτό που εξίταρε όλες τις αισθήσεις του ήταν το πρόσωπο του Ταξιάρχη που απεικονίζονταν στο κέντρο του ασημένιου κοσμήματος.

Όλα κυλούσαν όπως ακριβώς είχαν προγραμματιστεί, και οι ομιλούντες, όλοι κορυφαία πρόσωπα της ιατρικής, μιλούσαν για έναν εξαιρετικό επιστήμονα που έφτασε πια στη δύση της καριέρας του. Όταν, προς το τέλος της δεξίωσης, από το βήμα του ομιλητή πήρε τον λόγο ο ίδιος, έδειχνε εμφανώς συγκινημένος καθώς άρχισε να διαβάζει τις σημειώσεις του οι οποίες ουσιαστικά ήταν αναφορές των ιατρικών περιστατικών που σημάδεψαν την καριέρα του ως γιατρός ξεκινώντας από το πιο πρόσφατο για να καταλήξει σ’ ένα περιστατικό όταν ακόμα ήταν αγροτικός ιατρός του κέντρου υγείας Μανταμάδου.

Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν και το σώμα του αδυνατούσε να υπακούσει στις εντολές του. Έτρεμε ολόκληρος και ο ιδρώτας ανακατεμένος με τα πρώτα δάκρυα κυλούσαν αργά πάνω στο πρόσωπό του. Το ίδιο και η φωνή του που δεν ήταν πια δυνατή και τα λόγια του κόμπιαζαν. Ο κόσμος αμέσως άρχισε να τον χειροκροτεί θέλοντας κατ’ αυτόν τον τόπο να του δώσει δύναμη για να συνεχίσει.

Θέλω… τραύλισε, να σας διηγηθώ ένα γεγονός που πραγματικά με συντάραξε. Σημάδεψε την καριέρα μου μα πολύ περισσότερο άλλαξε εμένα τον ίδιο, τη ζωή μου και το σημαντικότερο μ’ έκανε να αναιρέσω γι’ αυτά που πίστευα μέχρι τότε.

Σκούπισε το μέτωπό του μ’ ένα μαντήλι και συνέχισε. Το βλέπετε αυτό εδώ;  Με μια κίνηση έβγαλε από το λαιμό του το φυλαχτό το κράτησε ψηλά και το ’δειξε στον κόσμο.  Είναι ο Ταξιάρχης. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Για ελάχιστα λεπτά επικράτησε μια σιγή και δεν ακούγονταν τίποτα, παρά μόνο κάποιοι ψίθυροι που έρχονταν από το βάθος της αίθουσας. Ασπάστηκε με ευλάβεια  το εικονίδιο του Ταξιάρχη που κρατούσε μες στην παλάμη του και άρχισε.

Πλησίαζε η πολυπόθητη μέρα του τέλους της αγροτικής μου θητείας ως γιατρός στον Μανταμάδο της Λέσβου, ξεκίνησε την διήγηση, και ο λόγος του  παραδόξως για εκείνη τη στιγμή έγινε δυνατός και καθαρός δίχως να κομπιάζει. Ήθελα να φύγω από το νησί αν και θα μπορούσα να ανανεώσω για έναν ακόμα χρόνο όμως δεν το έκανα. Ανυπομονούσα να ειδικευτώ στην χειρουργική.  

Ήταν η προτελευταία ημέρα στη Λέσβο, αφού το πρωί της μεθεπόμενης θα έφευγα. Το πρωί ο συγκάτοικος και συνάδελφός μου ο Μιχάλης Αναγνώστου, μου ζήτησε να κάνω εγώ την υπηρεσία του στο Αγροτικό ιατρείο του χωριού, αφού εκείνος δεν αισθανόταν καλά. Δέχτηκα και δεν έφερα καμία αντίρρηση όταν μου το είπε.

Εκείνη η ημέρα πέρασε δίχως κάτι το σημαντικό, αν εξαιρέσω δυο πολύωρες επισκέψεις που έκανα σε σπίτια ηλικιωμένων ασθενών για εξετάσεις και καμιά δεκαριά-αν θυμάμαι καλά- συνταγογαφίσεις φαρμάκων που πραγματοποίησα στο ιατρείο. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα κλείδωσα από μέσα την πόρτα του ιατρείου, όπως άλλωστε έκανα πάντα, και επέστρεψα στο γραφείο με σκοπό να μαζέψω τα προσωπικά αντικείμενα και τα βιβλία μου, έξι στον αριθμό, κατεξοχήν ιατρικού περιεχομένου, που είχα εκεί και μελετούσα τα βράδια κυρίως. Καθώς τοποθετούσα τα βιβλία μέσα σ’ ένα σακίδιο και τα μέτρησα για να βεβαιωθώ ότι δεν ξέχασα κάποιο, διαπίστωσα ότι αντί γα έξι, τα βιβλία που έβαλα ήταν εφτά. Μαζί με τα δικά μου ήταν κι ένα άλλο λιγοσέλιδο βιβλίο που στο εξώφυλλό του υπήρχε το πρόσωπο του Ταξιάρχη. Η απορία μου εκτινάχθηκε στα ύψη και αναρωτήθηκα μέσα μου πώς βρέθηκε αυτό το βιβλίο με τα δικά μου. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στον Μιχάλη, τον συγκάτοικό μου, δίχως όμως να τον κατηγορήσω γι’ αυτό. Από περιέργεια και μόνο άρχισα να το ξεφυλλίζω όπου μέσα στις σελίδες του γινόταν μια περιγραφή των θαυμάτων του Ταξιάρχη. Με έκπληξη κατάλαβα, λίγο μετά, ότι διάβαζα με μια πρωτόγνωρη αφοσίωση και θέληση  τέτοιου είδους συγγραμμάτων αφού μέχρι τότε δεν πίστευα σ’ αυτά και το χειρότερο τα απαξίωνα. Είχα φτάσει πια στις τελευταίες του σελίδες όταν απανωτά χτυπήματα στην πόρτα του ιατρείου μ’ ανάγκασαν να αφήσω από τα χέρια μου το βιβλίο που διάβαζα και να τρέξω να δω ποιος ήταν.

Έβγαλε όλο τον αέρα του είχε στα πνευμόνια του μα τα μάτια του είχαν αρχίσει να ξαναγίνονται υγρά. Κοίταξε με δέος φυλαχτό με το πρόσωπο του Ταξιάρχη που κρατούσε όλη αυτή την ώρα μέσα στην παλάμη του και κάτι μονολόγησε ψιθυριστά.

-«Το παιδί μου, σώσε το παιδί μου σε παρακαλώ… Μόνο αυτό σου ζητώ… Άσε με μένα και κοίτα να σώσεις το παιδί μου».

Ένας άνδρας κρατούσε μες στην αγκαλιά του τον γιο του και με παρακαλούσε να τον γιατρέψω. Το πρόσωπό του ήταν άγριο γεμάτο αίματα από τις πληγές που τις προκάλεσαν τα εγκαύματα και τα ρούχα του ήταν καμένα, από την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο σπίτι τους, σύμφωνα με τα λόγια του πατέρα. Όσο για το παιδί ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Ανέπνεε με δυσκολία, δεν είχε τις αισθήσεις του και τα ρούχα του είχαν κολλήσει πάνω στο σώμα του. Αμέσως πήρα στα χέρια μου τον νεαρό και τον ξάπλωσα στο κρεβάτι των ασθενών που είχαμε στο ιατρείο. Στο πρόσωπο του πατέρα τοποθέτησα την μάσκα του οξυγόνου και όλη η προσοχή μου επικεντρώθηκε πάνω στον γιο του.

Η καρδιά μου θυμάμαι χτυπούσε ξέφρενα και το στόμα μου είχε στεγνώσει από την αγωνία. Ήταν πρώτη μου δύσκολη αποστολή καθώς και την εμπειρία δεν είχα και οι ελλείψεις που υπήρχαν στο ιατρείο σε φαρμακευτικό υλικό έκαναν ακόμα δυσκολότερο το έργο μου. Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τον Μιχάλη για με βοηθήσει. Δεν το έκανα. Ίσως από εγωισμό, δεν το έκανα.

«Να σώσω το παιδί, να σώσω το παιδί». Αυτή την πρόταση θυμάμαι ότι έλεγα διαρκώς. Έπρεπε να κάνω κάτι, να βρω την δύναμη για το παιδί. Σήκωσα ψηλά το κεφάλι μου και για ελάχιστα δευτερόλεπτα είχα κλειστά τα μάτια. Ήμουν βέβαιος ότι αυτές τις στιγμές δεν άκουγα τίποτα, ίσως και να μην ήμουν παρών εκεί στον χώρο του ιατρείου, παρά μόνο αυτό που ένοιωσα στιγμιαία ήταν ένα φτεροκόπημα, ένα πολύ ζωηρό και δυνατό φτεροκόπημα που μ’ έκανε να τρομάξω τόσο πολύ και ν’ ανοίξω τα μάτια. Αυτός ο θόρυβος και ο δυνατός παγωμένος άνεμος αποτέλεσμα του φτερουγίσματος ήταν η αιτία να επανέλθω και να ανακτήσω τις όποιες δυνάμεις είχα για εκείνη τη στιγμή και ν’ αρχίσω να περιποιούμαι τα εγκαύματα  με ό, τι φαρμακευτικό υλικό διέθετα για εκείνη την ώρα. Έπλυνα τα εγκαύματα, απομάκρυνα τα αίματα από το πρόσωπο και από τα χέρια του παιδιού και τοποθέτησα πάνω στις πληγές κρύες κομπρέσες.

Ο Μιχάλης άκουγε με προσοχή τον λόγο και τις περιγραφές τού χειρουργού. Ήταν όμως απόλυτα βέβαιος ότι βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου δεν υπήρχαν στο ιατρείο από σεβασμό και μόνο προς τον συγκάτοικό του για την αποφυγή των γνωστών συγκρούσεων.

-«Γιατρέ, γιατρέ, κοίτα». Ο πατέρας του παιδιού φώναζε και με το δάχτυλό του μου έδειχνε προς τα πού να κοιτάξω. Σταυροκοπήθηκα κι ίσως αυτή να ήταν η πρώτη φορά που το έκανα στη ζωή μου απ’ αυτό που αντίκρισα. Ίσως να το έκανα από τρόμο και από φόβο γι’ αυτό που έβλεπα.

Η ανάσα του έγινε γρήγορη και τα δάκρυα είχαν αρχίσει να τρέχουν πάνω στο πρόσωπο του χειρουργού.

Ένας άντρας ψηλός, ασυνήθιστα ψηλός, ένας πολεμιστής με ασημένια πανοπλία στεκόταν πάνω ακριβώς από το κρεβάτι του ιατρείου. Είχε μακριά κατάξανθα μαλλιά και στα χέρια του κρατούσε το σπαθί του. Το πρόσωπό του είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτό του παιδιού, ακόμα και οι πληγές από τα εγκαύματα ήταν ολόιδια.  

-«Ο Ταξιάρχης είναι, ο Ταξιάρχης, ο Αρχάγγελος»  φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε ο πατέρας του παιδιού.  

Αυθόρμητα γονάτισα μπροστά του και το μόνο που κατάφερα να πω μέσα σε δάκρυα μετάνοιας ήταν : «Σε πιστεύω Αρχάγγελε, απ’ αυτή τη στιγμή πιστεύω σε Σένα».  Αυτά τα λόγια είπα δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσα και έκλεισα τα μάτια. Το επόμενο πρωί όταν ήρθε ο Μιχάλης στο ιατρείο του διηγήθηκα όσα συνέβησαν με κάθε λεπτομέρεια. Του μίλησα για το ιατρικό περιστατικό και πως ακριβώς το διαχειρίστηκα.  Τον οδήγησα στο διπλανό δωμάτιο όπου είχα αφήσει το παιδί με τον πατέρα του για να διαπιστώσω έκπληκτος ότι δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχε τίποτα, κανένα στοιχείο που θα μαρτυρούσε το γεγονός της νύχτας που προηγήθηκε. Έψαξα παντού, ρώτησα για εκείνους αλλά κανείς δεν τους γνώριζε, ούτε  είχαν ακούσει για τη φωτιά στο σπίτι τους. Τα βήματά μου με οδήγησαν στο μοναστήρι του Ταξιάρχη. Πρώτη φορά περνούσα το κατώφλι της εκκλησίας και πραγματικά αισθάνθηκα δέος. Πλησίασα την εικόνα του, είδα το Πρόσωπό του, είδα τα εγκαύματα πάνω στο πρόσωπο του Ταξιάρχη σαν κι αυτά που είχε το πρόσωπο του παιδιού.  Δάκρυσα. Έσκυψα, φίλησα την εικόνα του και ψιθύρισα το όνομά του.

Από τότε, από εκείνη τη στιγμή με ακολουθεί σε κάθε μου βήμα. Αυτό αισθάνομαι. Από τότε επικαλούμαι το όνομά του και πάντα πριν από κάθε χειρουργείο ασπαζόμουν αυτό το φυλαχτό που έχω πάνω μου.

Όλοι ανασηκώθηκαν από τις θέσεις τους και χειροκρότησαν, νοιώθοντας ρίγη συγκίνησης από  τις περιγραφές του χειρουργού.

Μια αντρική φιγούρα, ένας άντρας άγνωστος σχεδόν σε όλους, φάνηκε να ξεχωρίζει μέσα από το πλήθος, προσπέρασε με χαρακτηριστική άνεση τον κόσμο που χειροκροτούσε και με αργά βήματα πλησίασε τον γιατρό. Στο πρόσωπο και στα χέρια του εμφανή ήταν κάποια σημάδια, ίχνη από ουλές, αλλά εκείνο που έκανε σε όλους εντύπωση ήταν η στιβαρή εμφάνισή του.

Χαίρομαι πολύ για σένα, ψέλλισε κοντά στο πρόσωπο του γιατρού. Σε περίμενα όμως, πάντα σε περίμενα στο νησί για να μου γιατρέψεις και αυτά τα τελευταία σημάδια που έχω στο πρόσωπο και στα χέρια από τότε.

Στο νησί; Τραύλισε γεμάτος με απορία ο χειρουργός.

Στο νησί μου, στο νησί του Ταξιάρχη, του είπε με νόημα και χάθηκε. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή φύσηξε ένας δυνατός και παγωμένος αέρας…


* Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε και ζει στη Μυτιλήνη. Υπηρέτησε στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987 έως το 2015.  Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.

 

Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του :  "Σεργιάνι στη ζωή" ,  "Τελευταία Φορά" , "Ζωή από τον θάνατο" ,"Κόκκινα Φεγγάρια" και πρόσφατα "Άλικες Ζωές"

 

Διαβάστε εδώ "Το νησί του Ταξιάρχη (1) 

 

 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία