Αγωνιστική Παρέμβαση Εκπαιδευτικών της Λέσβου:Για τις κρίσεις των Διευθυντών
Αυτές τις ημέρες διεξάγεται από τη ΔΔΕ Λέσβου η διαδικασία των συνεντεύξεων των υποψηφίων διευθυντών σχολικών μονάδων οι οποίοι αναλαμβάνουν έργο από την 1η Αυγούστου. Η διαδικασία αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί σύμφωνα με τις εξαγγελίες του Υπουργείου, ο ρόλος των νέων Διευθυντών θα αλλάξει δραματικά από τη νέα περίοδο, αλλάζοντας ταυτόχρονα και τη φυσιογνωμία του σχολείου.
Με την πρόταση του υπουργείου για τη διοίκηση της εκπαίδευσης και το νέο ρόλο του Διευθυντή (που αναμένεται- αν δεν υπάρξουν δραματικές αλλαγές υπό την πίεση του λαϊκού κινήματος- να ψηφιστεί μέσα στο καλοκαίρι), καταργείται ουσιαστικά το ισχύον πλαίσιο που πρόβλεπε ο ν. 1566/85, ένας νόμος από την περίοδο της Αλλαγής, όταν το ΠΑΣΟΚ επιχειρούσε να ενσωματώσει το ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης. Ο νόμος μπροστά στο αίτημα για εκδημοκρατισμό του σχολείου ήταν αναγκαστικά συμβιβαστικός, όμως αποτύπωνε έναν άλλο ταξικό συσχετικό δύναμης, ευνοϊκότερο για τις δυνάμεις της εργασίας. Αυτός προέβλεπε ότι κυρίαρχο όργανο για τη λειτουργία του σχολείου είναι ο σύλλογος διδασκόντων, ο οποίος αποφασίζει για το πρόγραμμα, τις υπερωρίες, τα πειθαρχικά των μαθητών και κάθε σημαντική δραστηριότητα του σχολείου, ενώ είχε εξασφαλισμένη μια σχετική παιδαγωγική ελευθερία στα πλαίσια του δοσμένου αναλυτικού προγράμματος. Προέβλεπε επίσης ότι ο Διευθυντής έχει μόνο συντονιστικό ρόλο, συμβουλεύει και καθοδηγεί τους εκπαιδευτικούς, ιδιαίτερα σε υπηρεσιακά-τεχνικά ζητήματα, και δεν μπορεί να επιθεωρήσει/αξιολογήσει το παιδαγωγικό/επιστημονικό έργο των καθηγητών. Τέλος, προέβλεπε και πολλαπλά επίπεδα διοίκησης με διακριτές αρμοδιότητες.
Το νέο πλαίσιο ωστόσο αφαιρεί από το Σύλλογο Διδασκόντων τον κυρίαρχο χαρακτήρα του και του δίνει μόνο συμβουλευτικές αρμοδιότητες ενώ, αντίστροφα, δίνει στο Διευθυντή της σχολικής μονάδας (ονομάζοντάς το οργουελικά «αποκέντρωση») συγκεντρωμένες υπερεξουσίες, αφαιρώντας τις όχι μόνο από τους εκπαιδευτικούς αλλά και από τους προϊσταμένους και τους σχολικούς συμβούλους. Ο Διευθυντής θα μπορεί πλέον να χορηγεί τις άδειες, να αποφασίζει στο πλαίσιο του ΑΠΣ για το πρόγραμμα, το ωράριο, τις εφημερίες και κάθε διδακτικό και εξωδιδακτικό ζήτημα και δραστηριότητα του σχολείου, να έχει τον τελευταίο λόγο σε πειθαρχικά ζητήματα των μαθητών, να αναθέτει υποχρεωτικά υπερωρίες, να αξιολογεί παιδαγωγικά (!) και εργασιακά τους εκπαιδευτικούς, να αποφασίζει ουσιαστικά για τη μονιμοποίηση ή όχι των νεοδιόριστων συναδέλφων, να επιβάλλει πειθαρχικές ποινές, να αποφασίζει για τον προγραμματισμό του εκπαιδευτικού έργου, να…, να…, να…
Μια τέτοια λειτουργία της εκπαίδευσης και των σχολείων προδιαγράφει ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και εντατικοποιημένο πλαίσιο εργασίας για τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι όλο και πιο πολύ θα υπόκεινται σε αλλεπάλληλες διαδικασίες χειραγώγησης, παιδαγωγικού και ιδεολογικού ελέγχου της δουλειάς τους, αφού θα συνδέεται ο μισθός, η βαθμολογική εξέλιξη, η μονιμοποίηση και συνολικά η εργασιακή τους κατάσταση με την «αξιολόγηση». Το πρώτο βέβαια άμεσο θύμα της Νέας Τάξης πραγμάτων στο σχολείο θα είναι το κλίμα στο σχολείο που δηλητηριάζεται. Αυτός ο διοικητικός αυταρχισμός θα είναι «μπουρλότο» στις σχέσεις των εκπαιδευτικών στο σχολείο μεταξύ τους και με το διευθυντή, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια σε επανειλημμένες ρήξεις μες στο Σύλλογο, πειθαρχικά επεισόδια, συνεχείς ΕΔΕ, σε «επιθυμητούς» και «ανεπιθύμητους», σε «υποταχτικούς» και «αντάρτες», σε φοβισμένους δημοσιουπαλληλίσκους, στους οποίους η υπόθεση της παιδαγωγικής ελευθερίας θα έχει χαθεί.
Περαιτέρω, στόχος της μεταρρύθμισης είναι η θεσμική μετεξέλιξη του παλιού «γραφειοκράτη διευθυντή», του επιφορτισμένου με τη διεκπεραίωση της «υπηρεσιακής αλληλογραφίας» και την τήρηση της «εύρυθμης λειτουργίας του σχολείου», σε ένα «δυναμικό άρχοντα-manager», ο οποίος θα λειτουργεί ως φορέας προώθησης της νέας κουλτούρας επιχειρηματικού πνεύματος, «καινοτόμων δράσεων» και διασύνδεσης του σχολείου με την τοπική αγορά. Μια τέτοια λειτουργία του διευθυντή θα εναρμονίζεται με τη νέα μορφή «αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων» που έχει θεσμοθετήσει το υπουργείο, αφού, μέσα από τη διαδικασία αξιολόγησης που προβλέπεται, τα σχολεία θα λειτουργούν ως «αυτονομημένες μονάδες», οι οποίες θ’ ανταγωνίζονται η μία την άλλη «στην επίδειξη καλών σχολικών αποτελεσμάτων, καινοτομικών δράσεων και πρακτικών, ανεύρεσης πόρων και, τέλος, προσέλκυσης πελατών (μαθητών)».
Σε αυτά τα πλαίσια δεν μπορεί σήμερα να υπάρξει «δίκαιη» και «αντικειμενική» αξιολόγηση των υποψηφίων διευθυντών, αφού ο νέος νόμος θα δεσμεύει τους διευθυντές σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση· εξάλλου το όλο σύστημα επιλογής των υποψηφίων διευθυντών είναι ναρκοθετημένο: Η σύνθεση του ΠΥΣΔΕ διευρύνθηκε με δύο επιπλέον διορισμένα μέλη ώστε να αποκλειστεί κάθε περίπτωση επιλογής μη αρεστού υποψηφίου, η τράπεζα θεμάτων περιέχει ερωτήσεις απαράδεκτες που σύρουν τον υποψήφιο στη γραμμή της κυβερνητικής πολιτικής και δεν επιτρέπουν κριτική των δοσμένων επιλογών στη βάση μιας εναλλακτικής παιδαγωγικής/επιστημονικής θεωρίας, οι (επιθυμητές) απαντήσεις έχουν διαρρεύσει στους ημετέρους υποψηφίους, κριτές και κρινόμενοι συμμετέχουν στα ίδια κομματικά ψηφοδέλτια (π.χ. ο ένας αιρετός του ΠΥΣΔΕ εξαιρέθηκε από τη διαδικασία και αντικαταστάθηκε από τον αναπληρωτή του για να κριθεί ο ίδιος ως υποψήφιος διευθυντής· νόμιμο άρα …ηθικό!) κ.ο.κ.
Καλούμε τους αιρετούς να μην συμμετάσχουν στη διαδικασία αξιολόγησης, βάζοντας παύλα σε όλους τους υποψηφίους. Να τους προστατέψουν στη διαδικασία της συνέντευξης από την ιδεολογική χειραγώγηση της τράπεζας θεμάτων. Να παραμείνουν στη διαδικασία ελέγχοντας, δημοσιοποιώντας τυχόν παρατυπίες και τις βαθμολογίες που θα παίρνει ο κάθε υποψήφιος.
Σε μια περίοδο που το αίτημα των πλατειών και τους εργατικού κινήματος για περισσότερη δημοκρατία είναι πιο ζωντανό από ποτέ, η κυβέρνηση απαντά με περισσότερο αυταρχισμό, με μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό, με διλήμματα τύπου «μνημόνιο ή τανκς». Στη εκπαίδευση το δίλημμα αυτό θα εκφράσουν οι νέοι διευθυντές. Αυτό όμως που χρειάζονται τα σχολεία σήμερα δεν είναι λιγότερη δημοκρατία. Κόντρα στην κατεύθυνση αυτή της αυταρχικοποίησης, οι σύλλογοι διδασκόντων θα πρέπει να γίνουν κύτταρα δημοκρατίας, συναδελφικής αλληλεγγύης και αντίστασης. Η συσπείρωσή μας γύρω από τα συλλογικά μας όργανα (ΕΛΜΕ – Γενικές Συνελεύσεις) είναι αναγκαία προϋπόθεση για να αντισταθούμε στη λαίλαπα. Καλούμε τους συναδέλφους να δυναμώσουν τον αγώνα τους ενάντια στο σχολείο της αγοράς. Να παλέψουν για ενιαίο δημόσιο, δωρεάν 12χρονο σχολείο των όλων, των ίσων και των διαφορετικών, χωρίς ταξικούς φραγμούς κι αξιολογήσεις, που θα σέβεται τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντα των παιδιών, θα αναπτύσσει την κριτική τους σκέψη, θα προωθεί την αγάπη για τη γνώση κι όχι στην πειθάρχηση, θα τα μάθει να εξηγούν και ν’ αλλάζουν τον κόσμο, θα τα διδάξει αλληλεγγύη, συλλογικότητα, αγωνιστικότητα.
Μυτιλήνη, 10-07