Έφυγε από τη ζωή ο... «Φίνος» της ελληνικής τηλεόρασης
Πλήρης ημερών, σε ηλικία 90 ετών, έφυγε από την ζωή ο Λέσβιος τη καταγωγή, ιδρυτής του στούντιο "ΑΤΑ", Γιώργος Ράλλης. Πρόκειται για μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες στον τηλεοπτικό χώρο, μιας και ήταν ο ιδρυτής του στούντιο στο οποίο και έχει γραφτεί αναμφισβήτητα, το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής, τηλεοπτικής ιστορίας.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που χαρακτήριζαν τον Γιώργο Ράλλη σαν τον "Φίνο" της τηλεόρασης... Γιούγκερμαν, Πάνθεοι, Γαλήνη, μουσικές και ψυχαγωγικές εκπομπές, συνεργασίες με τα μεγαλύτερα ονόματα συγγραφέων, ηθοποιών, τραγουδιστών και μουσικοσυνθετών, σεναριογράφων και σκηνοθετών (ο Κουτσομύτης έκανε το ντεμπούτο του στον Άγνωστο Πόλεμο), Σακελλάριος, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Κατσαρός, Βίκυ Λέανδρος και Ραφαέλα Καρά, όλοι μαζί συνθέτουν την ιστορία των ΑΤΑ και την ιστορία του Γιώργου Ράλλη, που γεννήθηκε το 1923.
Η Ελβίρα και ο Γιώργος Ράλλης συνέδεσαν το όνομά τους με το στούντιο τηλεοπτικών παραγωγών ΑΤΑ στην οδό Λένορμαν, το οποίο στήθηκε το 1971. Αρχικά λειτουργούσε μόνο ως στούντιο για τα γυρίσματα τηλεοπτικών εκπομπών. Το 1983 το στούντιο αναβαθμίστηκε σε εταιρεία παραγωγής και το 1987 εγκαταστάθηκε στα Μελίσσια, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Το όνομά του Ράλλη έχει ρίζες κωνσταντινουπολίτικες. Το Ράλλης είναι η εξέλιξη του ονόματος Ραούλ. Μισοί από τη Χίο και οι άλλοι μισοί από τη Μυτιλήνη, εκεί όπου μεγάλωσε και ο Γεώργιος Ράλλης. Ο παππούς του επί Τουρκοκρατίας έγινε γενικός γραμματέας του ελληνικού προξενείου στη Μυτιλήνη. Στη συνέχεια, αναδείχθηκε σε μεγάλη προσωπικότητα και ήταν ιδρυτής της τράπεζας Ράλλη στη Μυτιλήνη με υποκατάστημα στον Πειραιά.
Ο ιδρυτής του στούντιο "ΑΤΑ", γεννήθηκε το 1923. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν έξι μηνών. Φοίτησε στο Κομνηνάκειο Ίδρυμα, ένα πολύ παλιό σχολείο της εποχής. Ο πατέρας του, όπως είχε πει ο ίδιος ο Ράλλης σε συνέντευξή του το 2011 που ακολουθεί, δεν ήταν καθόλου αυστηρός, αλλά ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος και μπον βιβέρ της εποχής. Μετά την πρώτη γυμνασίου ήρθε στην Αθήνα και έμεινε με τη γιαγιά του, φοιτώντας σε ένα ιταλικό σχολείο. Μετά τις σπουδές, ξαναγύρισε στη Μυτιλήνη.
Τότε ακριβώς ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος. Ένα περιστατικό θυμάται έντονα από εκείνη την εποχή. «Πάνω από το σπίτι της γιαγιάς μου, είχε μία σκάλα που οδηγούσε στη σοφίτα. Εκεί βρήκα φυλαγμένα παλιά αρχεία της Τράπεζας που ήταν σαν τσιγαρόχαρτα. Η Μυτιλήνη είχε παραγωγή καπνού, αλλά δεν είχε τσιγαρόχαρτα. Έτσι, πουλούσα το αρχείο της Τράπεζας ώστε να φτιάχνουν τα τσιγάρα τους και έβγαζα ικανοποιητικά χρήματα. Τότε, με άλλους τρεις φίλους ιδρύσαμε έναν Φιλοτεχνικό Όμιλο. Ξεκινήσαμε και παίζαμε στο θέατρο, το λεγόμενο μπουρίνι. Στην αρχή, το κάναμε ερασιτεχνικά. Ήταν μια ευχάριστη απασχόληση. Αργότερα, με έπιασε ένας φίλος του πατέρα μου και μου είπε να βάλουμε εισιτήριο, μιας και δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο στο νησί. Για χρόνια παρουσιαζόταν σε έναν κινηματογράφο ένα έργο που λέγονταν “Τέξας” και πρωταγωνιστούσε μόνο ένας κασκαντέρ. Το κοινό έβλεπε το ίδιο έργο πολλές φορές γιατί δεν είχε τίποτα άλλο να δει.
Το 1942 μαθαίναμε ότι στην Αθήνα πέθαιναν στους δρόμους από έλλειψη φαγητού και κυρίως λαδιού. Έτσι, ξεκίνησα από το νησί, με καΐκι, με κάμποσους τενεκέδες λάδι για να τους φέρω στη γιαγιά μου. Πήρα ειδική άδεια ενός μήνα από τους Γερμανούς. Έκατσα στην Αθήνα ενάμιση μήνα. Όταν πήγα στο γραφείο των Γερμανών να τους πω ότι άργησα, με πλησίασε μία γραμματέας και μου λέει ότι θα μπλέξω και με προέτρεψε να γυρίσω στο νησί μου κρυφά. Πράγματι, βρήκα ένα καΐκι μαζί με άλλους έξι – επτά που επίσης είχαν παραβιάσει την άδεια. Ανάμεσα τους, συμπτωματικά, ήταν και μία γριά που την έλεγαν Ράλλη και διατηρούσε έναν κινηματογράφο. Τότε, μας ανακάλυψαν και μας οδήγησαν όλους με τα πόδια στην Γκεστάπο, σε μία καταπληκτική βίλα κοντά στη θάλασσα και, για τιμωρία, μας έβαλαν σε ένα πλάτωμα στον κήπο, να κάνουμε γύρους πηδώντας και κάνοντας τον λαγό. Αυτοί το καταδιασκέδασαν. Δεν έχω νοιώσει πιο ταπεινωτικά στη ζωή μου…
Στο τέλος του ’42, ήρθε η γνωριμία μου με την Ελβίρα, η οποία ήταν από καλή οικογένεια, από τους προύχοντες του νησιού. Στις αρχές του 194 3, ζήσαμε έναν συγκλονιστικό έρωτα. Εγώ 20 χρονών τότε και η Ελβίρα στην Πέμπτη Γυμνασίου, περίπου 17. Ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να αγχώνομαι για το μέλλον μου.
Άρχισα να δουλεύω σε μία από τις μεγαλύτερες διαφημιστικές εταιρίες της Ελλάδας, τότε, τη ‘’Μίνος’’, η οποία ιδρύθηκε προπολεμικά από το θείο μου, αλλά εγώ μπήκα μέσα το 1947. Στην αρχή ξεκίνησα ως συνέταιρος ώσπου να καταλήξω μόνος μου. Τότε, αρχές ’48, αποφάσισα να παντρευτώ αφού έβγαζα από τη διαφήμιση ικανοποιητικά χρήματα και μπορούσα να τη ζήσω. Ήταν η περίοδος του εμφυλίου πολέμου. Της έβαλα μόνο έναν όρο. Αν αποφασίζαμε να κάνουμε παιδιά να μην έμπαινε ξένη γυναίκα σπίτι μας. Της είπα ότι θα έπρεπε να μείνει μαζί τους μέχρι να τελειώσουν το σχολείο για να μεγαλώσουν όσο πιο σωστά έπρεπε. Η Ελβίρα ξαναδούλεψε το 1972, όταν της πρότεινα να έρθει να δουλέψει στην εταιρία.
Η τηλεόραση ξεκίνησε ‘’πειραματικά’’ γύρω στο 1965. Στην αρχή δεν είχε διαφημιστικό ενδιαφέρον. Όσο και να γύρευε παραγωγές, κανένας παραγωγός και διαφημιστής δεν την προτιμούσε εξαιτίας των πολύ χαμηλών θεαματικοτήτων. Μετά το ’70 απέκτησε ποσοστό τηλεθεατών ικανό ώστε να δελεάσει το διαφημιστικό χώρο. Έτσι, άρχισα να αγοράζω έτοιμες παραγωγές τις οποίες έκανε ο Μαστοράκης ή ο Νικολαρέας, ο οποίος ήταν γνωστός ως “Συνεργάτης χωρίς όνομα”, και να τις πουλάω στην ΥΕΝΕΔ. Με τον Νικολαρέα κάποια περίοδο δούλευα αποκλειστικά. Πολλοί τον θυμούνται ακόμα από τον “Άγνωστο πόλεμο” και τη “Γειτονιά μας”.
Τότε ήταν που ίδρυσα την εταιρία “Αστήρ”, η οποία ήταν δική μας εταιρία μόνο για παραγωγές. Κάναμε παραγωγές σε πρωτοποριακά επίπεδα. Στην αρχή κάναμε τις παραγωγές μας στα στούντιο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας. Τη πρωτοχρονιά του 1971, ο διευθυντής της ΥΕΝΕΔ που ήταν γνωστός μου από το ραδιόφωνο, ήθελε να κάνει ένα γιορτινό, πανηγυρικό έργο, το οποίο δε γινόταν να γυριστεί στα υπάρχοντα στούντιο και έτσι αποφασίσαμε να ιδρύσουμε ένα στούντιο δικό μας. Το ονομάσαμε ΑΤΑ, παραφράζοντας για ευκολία στο λόγο τα αρχικά του: Ανεξάρτητο Τηλεοπτικό Στούντιο.
Ήμουν άπειρος από μηχανήματα αλλά καλός γνώστης της τηλεόρασης, από σεμινάρια του εξωτερικού. Τότε φώναξα για συνέταιρο τον Νίκο Μαστοράκη, που ήταν ικανός άνθρωπος και ήξερε τα μηχανήματα απέξω.
“Σε ένα μήνα πρέπει να έχουμε έτοιμο στούντιο”, του είχα πει χαρακτηριστικά.
Πράγματι, αφού αγοράσαμε έναν κινηματογράφο στην οδό Λένορμαν, έφυγε ολοταχώς την επόμενη μέρα για το Λονδίνο. Εκεί, αγόρασε ένα αυτοκίνητο και πήγε στο BBC να βρει μηχανήματα τα όποια έστησε σε χρόνο ρεκόρ. Μέσα σε 20 ημέρες είχαμε μετατρέψει το σινεμά σε πραγματικό στούντιο και κάναμε το πρώτο πρωτοχρονιάτικο πρόγραμμα-σταθμό στην ΥΕΝΕΔ. Στη συνέχεια, πολλοί άλλοι παραγωγοί έκαναν την δουλειά τους στο στούντιό μας, το οποίο δούλευε 24 ώρες την ημέρα και σχεδόν 365 μέρες τον χρόνο.
Βέβαια, υπήρχε λογοκρισία, από την οποία πέρασαν και οι διαφημίσεις. Θυμάμαι ότι σε μία διαφήμιση είχε χαλάσει το βίντεο και έπαιζε την διαφήμιση ανάποδα. Η γλώσσα πραγματικά έμοιαζε με ρωσικά και θύμωσε τους ανωτέρους. Αν δεν υπήρχε η χούντα του Ιωαννίδη, η πορεία μου και η ζωή μου θα ήταν τελείως διαφορετική. Με την μεταπολίτευση, όταν ήρθε ο Καραμανλής, με φώναξαν και μου ξαναέδωσαν εκπομπές. Τότε έγιναν και οι μεγαλύτερες παραγωγές! Νοικιάσαμε λοιπόν ένα δεύτερο στούντιο στον Άγιο Θωμά και το κάναμε στούντιο τηλεόρασης. Τότε είχαμε μπει για τα καλά στην ΕΡΤ. Πέρασα από όλους τους διευθυντάδες της. Από τον Χορν μέχρι τον Αλευρά και από τον Ρωμαίο μέχρι το Βασιλικό. Στη διεύθυνση Βασιλικού, επί Παπανδρέου είχα προβλήματα. Ο Βασιλικός φώναξε τους παραγωγούς και τους συγγραφείς και τους έλεγε άσχημα λόγια για μένα. Ότι δήθεν τους εκμεταλλεύομαι και πως πρέπει να πεθάνω. Τότε ήταν που μου έκοψε τον “Κίτρινο Φάκελο”. Ο “Κίτρινος Φάκελος” ενώ γνώρισε τεράστια επιτυχία κόπηκε με το πρόσχημα ότι δε μπορεί να κάνει τόσα πολλά επεισόδια από αυτά που είχαν προγραμματιστεί. Τότε ξεκίνησε το εμπάργκο. Μετέπειτα, είπε ο Βασιλικός σε μια παρέα: “Εάν ήξερα ποιος πραγματικά ήταν ο Ράλλης δεν θα τον έβγαζα από την τηλεόραση. Είχα μια τελείως διαφορετική εικόνα γι’ αυτόν”.
Η προσφορά της γυναίκας μου, της Ελβίρας, ήταν τεράστια για τα στούντιο. Παρόλο που είχε σπουδάσει οδοντογιατρός δεν ασχολήθηκε ποτέ με το επάγγελμα. Αντίθετα, είχε την πιο σωστή κρίση για τη τηλεόραση και τις παραγωγές μας. Πάντοτε, δίπλα στο σκηνοθέτη, ήταν οι γυναίκα μου. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύονταν οι σκηνοθέτες και άκουγαν τις παρατηρήσεις της. Είχε και υπέροχο γούστο και βοηθούσε και στα πρακτικά από το πιο απλό, όπως το στήσιμο ενός τραπεζιού μέχρι τα πιο σύνθετα. Στα στούντιο δεν κατέβαινα ποτέ. Ουσιαστικά συναντούσα κυρίως τους συγγραφείς, σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές στο γραφείο. Με τον Ψαθά ήμασταν πολύ στενοί φίλοι, το ίδιο και με τον Καραγάτση. Ήταν κειμενογράφοι παλιότερα και τους ήξερα από παλιά από τον χώρο της διαφήμισης. Φοβόμουν να έχω παρτίδες με ηθοποιούς για να μην ακούγονταν για μένα αυτά που συνήθως ακούγονταν για τους παραγωγούς και τις νεαρές ηθοποιούς. Ευτυχώς δεν ακούστηκε ποτέ τίποτα.
Από τα τρία μου παιδιά, κυρίως η Φρόσω ασχολήθηκε με τις παραγωγές. Η άλλη μου η κόρη, η Ντόρα, έγραψε το σενάριο της “Αίθουσας του θρόνου”. Στα σενάρια βοηθούσε και η Ελβίρα με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη “Μαντάμ Σουσού” του Ψαθά. Ο γιος μου ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη διαφήμιση και τον τελευταίο καιρό με το Αττικό Πάρκο».