Ερώτηση Γιώργου Πάλλη για την καταστροφή της μελισσοκομικής χλωρίδα
Eρώτηση με θέμα "Ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της μελισσοκομίας από την καταστροφή της αυτοφυούς μελισσοκομικής χλωρίδας" η οποία κατατέθηκε με πρωτοβουλία του προς τους Υπουργούς Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αγρ. Ανάπτυξης και Τροφίμων και Εσωτερικών, και συνυπογράφεται από ακόμη 39 βουλευτές και βουλεύτριες του ΣΥΡΙΖΑ.
Για τους κ.κ. Υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Περιβάλλοντος και Ενέργειας Εσωτερικών Θέμα: «Ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της μελισσοκομίας από την καταστροφή της αυτοφυούς μελισσοκομικής χλωρίδας»
Η καταστροφή της αυτοφυούς μελισσοκομικής χλωρίδας στα νησιά του Αιγαίου συνθέτει ένα περιβαλλοντικό, οικονομικό και ταυτόχρονα, κοινωνικό ζήτημα.
Οφείλουμε, καταρχάς, να λάβουμε υπόψη ότι ο κλάδος της μελισσοκομίας συμβάλλει σταθερά:
· στην παραγωγή εξαιρετικών εξαγώγιμων φυσικών προϊόντων (μέλι, βασιλικός πολτός, γύρη, πρόπολη, κερί),
· στο οικογενειακό εισόδημα ως αποκλειστική ή δευτερεύουσα απασχόληση,
· στη συγκράτηση του πληθυσμού σε απομακρυσμένες και μειονεκτικές περιοχές της Ελλάδας και βεβαίως,
· στην ισορροπία του περιβάλλοντος με την επικονίαση.
Σήμερα στη Λήμνο, όπως και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, φύεται το περίφημο θυμάρι, η ρίγανη, το θρούμπι, το φασκόμηλο και άλλα αρωματικά φυτά. Το συγκριτικό πλεονέκτημα του νησιού είναι οι θυμαρότοποί του, στους οποίους οφείλει την εξαιρετική ποιότητα του μελιού της. Το αιθέριο έλαιο που παράγει το θυμάρι που φύεται στη Λήμνο είναι εξαιρετικό και εκτιμάται ότι δίνει σχεδόν την τριπλάσια ποσότητα από οποιοδήποτε άλλο θυμάρι της Μεσογείου. Ωστόσο, οι εν λόγω εκτάσεις ολοένα και περιορίζονται. Το θυμάρι, όπως και τα λοιπά αρωματικά φυτά, έχουν δυο βασικούς εχθρούς. Τη φωτιά και την υπερβόσκηση. Ειδικά, η φωτιά μπορεί να τα εξαφανίσει. Η πρώτη μεγάλη μείωση των θυμαρότοπων έλαβε χώρα στη δεκαετία στου 1980, λόγω των πυρκαγιών. Σήμερα, ο Μελισσοκομικός Συνεταιρισμός Λήμνου καταγγέλλει συστηματική προσπάθεια αφανισμού των θυμαρότοπων όχι τόσο από την βόσκηση των ζώων αλλά κυρίως από τις τεχνητές φωτιές που βάζουν οι κτηνοτρόφοι. Το τελευταίο μόνο έτος περισσότερα από 800 στρέμματα χορτολιβαδικών εκτάσεων επλήγησαν από πυρκαγιές, σύμφωνα με τα στοιχεία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Λήμνου.
Το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας είναι, κατά τα φαινόμενα, επαρκές. Από το 1934 προβλέπεται η δυνατότητα απαγόρευσης καταστροφής της «μελισσοτροφικής χλωρίδος», η οποία δυνατότητα αξιοποιείται τη δεκαετία του 1960, με την έκδοση διαταγμάτων απαγόρευσης κοπής και εκρίζωσης μεταξύ άλλων και του θυμαριού, τα οποία βρίσκονται ακόμα σε ισχύ.
Με το Ν. 3937/2011 για τη βιοποικιλότητα ενισχύθηκε το καθεστώς προστασίας οικοτόπων και ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας. Ειδικά στη Λήμνο, συναντάμε μια Ειδική Ζώνη Διαχείρισης (GR4110001: Λήμνος: Χορταρολίμνη – Λίμνη, Αλυκή και Θαλάσσια Περιοχή), μια Ζώνη Ειδικής Προστασίας (GR4110006: Λήμνος: Λίμνες Χορταρολίμνη και Αλυκή) και οκτώ Καταφύγια Άγριας Ζωής.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4351/2015: «1. Η χρήση της βοσκής εντός βοσκήσιμων γαιών που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία επιτρέπεται, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου και της δασικής νομοθεσίας, εφόσον δεν επηρεάζεται αρνητικά η φυσική ισορροπία και αειφορία, καθώς και οι παραγωγικές, προστατευτικές, υδρονομικές, αισθητικές και λοιπές λειτουργίες των οικοσυστημάτων που συγκροτεί η φυόμενη στις βοσκήσιμες γαίες βλάστηση. 2. Η βοσκή εντός των βοσκήσιμων γαιών ασκείται επί τη βάση διαχειριστικού σχεδίου βόσκησης της περιοχής. Με τα διαχειριστικά σχέδια ρυθμίζονται οι όροι χρήσης των εν λόγω εκτάσεων για βόσκηση, σύμφωνα με τις υφιστάμενες και τις προκύπτουσες, συμβατές με τη δασική νομοθεσία και τη βοσκή παράλληλες χρήσεις και τη βοσκοϊκανότητα της κάθε περιοχής και διασφαλίζεται η αειφόρος διαχείριση και απρόσκοπτη αξιοποίηση των βοσκήσιμων γαιών για τις ανάγκες βόσκησης των ποιμνίων.».
Ενώ ήδη από την προηγούμενη χρονιά, σύμφωνα με την τροποποίηση του άρθρου 103 του Ν.Δ. 86/1969, με το άρθρο 60 του Ν. 4264/2014, είχε οριστεί ότι: «Σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από την ισχύ του παρόντος νόμου οφείλεται να καταρτιστούν προσωρινά διαχειριστικά σχέδια βόσκησης των περιοχών της χώρας στις οποίες υφίσταται καθεστώς βοσκής. Με απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζονται οι προδιαγραφές και το περιεχόμενο των προσωρινών διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης. Τα προσωρινά σχέδια βόσκησης αντικαθίστανται υποχρεωτικά από οριστικά διαχειριστικά σχέδια βόσκησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών (3) ετών, που αρχίζει από το πέρας της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου. Αν παρέλθει η ανωτέρω προθεσμία των τριών ετών δεν είναι δυνατή η βοσκή των βοσκήσιμων εκτάσεων που εποπτεύει η δασική υπηρεσία χωρίς την ύπαρξη των εγκεκριμένων οριστικών διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης».
Σε κάθε περίπτωση, η μελισσοκομία πλήττεται στην πλειοψηφία των νησιών του Αιγαίου -χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Νάξος, η Ίος και η Αμοργός. Ο περιορισμός της μελισσοκομικής χλωρίδας, ως αποτέλεσμα της υπερβόσκησης και πυρκαγιών, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη χρήση φυτοφαρμάκων, τις υψηλές θερμοκρασίες και την παρατεταμένη ξηρασία αποτελούν τα βασικότερα προβλήματα του μελισσοκομικού κλάδου στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά.
Σε συνέχεια των παραπάνω, ερωτώνται οι αρμόδιοι Υπουργοί:
Υφίστανται προσωρινά διαχειριστικά σχέδια βόσκησης γενικά και τι ισχύει για το νησί της Λήμνου ειδικότερα;
Σε ποιο στάδιο βρίσκεται η σύνταξη των οριστικών Διαχειριστικών Σχεδίων βόσκησης;
Πως θα μπορούσαν να διευκολυνθούν οι Πυροσβεστικές Υπηρεσίες προκειμένου να λειτουργήσουν στις περιπτώσεις αυτές ως φορείς καταστολής των πυρκαγιών και προστασίας του φυσικού πλούτου; Ενδέχεται η έκδοση κάποιας διευκρινιστικής εγκυκλίου, στην οποία να περιγράφεται αναλυτικά όλο το καθεστώς προστασίας των ιδιωτικών και δημόσιων χορτολιβαδικών εκτάσεων, είτε αξιοποιούνται ως βοσκότοποι είτε όχι, ώστε να καθίσταται σαφές και το πλαίσιο δίωξης των υπευθύνων;
Οι ερωτώντες βουλευτές: Πάλλης Γεώργιος Αθανασίου Αθανάσιος (Νάσος) Αναγνωστοπούλου Αθανασία (Σία) Αραχωβίτης Σταύρος Αυλωνίτου Ελένη Βράντζα Παναγιώτα Δημαράς Γιώργος Δρίτσας Θεόδωρος Ηγουμενίδης Νικόλαος Θελερίτη Μαρία Θεωνάς Ιωάννης Θραψανιώτης Εμμανουήλ Καββαδία Ιωαννέτα (Αννέτα) Καΐσας Γεώργιος Καματερός Ηλίας Καρά Γιουσούφ Αϊχάν Καραγιαννίδης Χρήστος Καρακώστα Ευαγγελία (Εύη) Καρασαρλίδου Ευφροσύνη (Φρόσω) Κατσαβριά-Σιωροπούλου Χρυσούλα Καφαντάρη Χαρά Κοζομπόλη – Αμανατίδη Παναγιώτα Μανιός Νικόλαος Μιχαηλίδης Ανδρέας Μιχελογιαννάκης Ιωάννης Μορφίδης Κωνσταντίνος Μουμουλίδης Θεμιστοκλής Μπαλτάς Αριστείδης – Νικόλαος – Δημήτριος Μπάρκας Κωνσταντίνος Ντζιμάνης Γεώργιος Παπαδόπουλος Νικόλαος Παπαδόπουλος Αθανάσιος (Σάκης) Παπαδόπουλος Χριστόφορος Παρασκευόπουλος Νικόλαος Παυλίδης Κωνσταντίνος Ριζούλης Ανδρέας Σεβαστάκης Δημήτριος Στέφος Ιωάννης Τριανταφύλλου Μαρία Ψυχογιός Γεώργιος