Πολιτισμός

28/01/2011 - 15:00

Η καταστροφή του άγνωστου Θεόφιλου…

Γράφει: Μπαλάσκας  Στρατής/ εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ" 28/01/2011

Καταστρέφονται μέρα με τη μέρα οι μοναδικής αξίας ζωγραφισμένες από το Θεόφιλο Χατζημιχαήλ τοιχογραφίες στο παρεκκλήσι του Ταξιάρχη στο Κέντρο

«Τώρα που μας παραχώσανε, να δεις τι έχουν να λένε για εμάς οι ποιητές…» Τον ξαναθυμήθηκες το στίχο από τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη τώρα που όλοι σπεύδουν να μιλήσουν για το ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και τα «μαδημένα» έργα του που βρίσκονται στο Δημοτικό Μουσείο της Βαρειάς. Κι όμως. Την ίδια ώρα που καταστρέφονται τα έργα στο Μουσείο κι άλλα έργα του Θεόφιλου που δεν είχαν την… τύχη να κλαπούν ή να αποκολληθούν και να μεταφερθούν σε ιδιωτικές ή δημόσιες συλλογές στην Αθήνα, άρα να σωθούν, εξαφανίζονται για πάντα. Κυριολεκτικά μαδάνε και χάνονται οι τοιχογραφίες του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ στο παρεκκλήσι του Ταξιάρχη, κοντά στον οικισμό του Κέντρου, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Μυτιλήνης. Κι όμως, θα μπορούσαν να αποτοιχιστούν, να συντηρηθούν και να τοποθετηθούν στο Βυζαντινό Μουσείο της Μυτιλήνης, δίπλα σε άλλα έργα του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου. Σε μια χώρα που θυμάται τον πολιτισμό της μοναχά για να αυτοεπιβεβαιωθεί, τι ζητάς τώρα, καημένε;

Μέσα στο θεοφράστειο ελαιώνα που φτάνει ως τη θάλασσα, με τις ρίζες από τις ελιές να μπλέκουν με τα φύκια και τις ξεχασμένες πετονιές, κάτω από αιωνόβια κυπαρίσσια ξεπροβάλλει το παρεκκλήσι του Ταξιάρχη. Ένας ραβδωτός αρχαίος κίονας βαμμένος «σαγρέ» στο μάτι της πόρτας προς τη δύση και τη θάλασσα, με παρεμβάσεις στα χρόνια που πέρασαν που στέρησαν την αίγλη από το μοναδικό ετούτο τόπο συνάντησης του Ανθρώπινου με το Θείο. Άσπρα αλουμινένια κουφώματα, κόντρα πλακέ ταβάνια φουσκωμένα από την υγρασία, ό,τι παλιοέπιπλο παρατημένο εκεί μέσα, πλαστικόχρυσα μοντέρνα μανουάλια… Κι έξαφνα στη βόρειά του πλευρά, πίσω από ένα πλαστικό τζάμι με ξύλινη φτηνιάρικη κορνίζα από τόρνο, προβάλλουν παρέα, αντίκρυ ο ένας στον άλλον καβαλάρηδες ο Άι-Δημήτρης κι ο Άι-Γιώργης. «Μουχλιασμένοι» κι οι δυο με τα χρώματά τους θαρρείς κι έχουν πρασινίσει. Λίγο πιο πέρα, ο Ταξιάρχης θαρρείς κι αγωνίζεται να ανασάνει το λιγοστό αέρα που κλείστηκε πίσω από το πλεξιγκλάς που τον σκέπασε. Ο Άρχων Μιχαήλ έχει χάσει το χέρι του, μάδησε, αναμετάξυ τζαμιού και ζωγραφιάς ξεχωρίζεις τη σκόνη - τα μαδημένα χρώματα από τα μαντζούνια του φουστανελά ζωγράφου. Νότια, δίπλα από τη νότια πύλη του ιερού, ο Άγιος Κωνσταντίνος κι η Αγία Ελένη. Κι αυτοί σκεπασμένοι με το διάφανο πλαστικό, «στεφανωμένοι» την ξύλινη κορνίζα, έτοιμοι να φύγουν για πάντα από τον τόπο ετούτο όπου Άγιοι ζωγραφισμένοι από φουστανελάδες φαίνεται πως πια δεν χωράνε…

Στο ιερό Κοντά σε όλα ετούτα, κι η κόγχη του ιερού… Πλεξιγκλάς κυλινδρινόν, «κάτι το ωραίον», σκεπάζει ένα μαύρο από το λιβανιστήρι και τα κεριά Χριστό παντοκράτορα. Και μια Παναγιά με το Χριστό στην αγκαλιά της, μαύρη Παναγιά, μαύρος Χριστός, μωρό σαν κι εκείνα των πολέμων της Αφρικής… Πεινασμένος για αέρα. Για ζωή… Α ρε Θεόφιλε, παιχνίδια που μας παίζεις… Κι όμως. Θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Σε ετούτο το παρεκκλήσι έστεκε η φορητή εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου που τώρα βρίσκεται στο Εκκλησιαστικό - Βυζαντινό Μουσείο, που δημιούργησε η Μητρόπολη Μυτιλήνης. Εκεί βρίσκεται και το ξύλινο βημόθυρο που εικονίζει την Αγία Τριάδα, ζωγραφισμένο κι αυτό από το Θεόφιλο. Παρατημένες, όμως, σύμφωνα με το δημοσιογράφο μελετητή του Θεόφιλου Βασίλη Πλάτανο, είναι και οι τοιχογραφίες μέσα στον οικισμό Κέντρο, στο εκκλησάκι του Άι-Γιάννη. Εκεί βρίσκονται, όχι σε καλύτερη μοίρα, οι εικόνες Άρχων Μιχαήλ, Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η Πλατυτέρα.

 

Τα σημάδια του Θεόφιλου στην Καρύνη

Ελάχιστα σημάδια από τοιχογραφίες του Θεόφιλου σώζονται… «συντηρημένες» σε καφενείο στην Καρύνη, στο δρόμο προς την Αγιάσο, που πια οι επισκέπτες σταματάν όχι για τις τοιχογραφίες (που δεν υπάρχουν), αλλά για ένα σύγχρονο μύθο που επινόησαν οι δαιμόνιοι επιχειρηματίες της περιοχής κι ο οποίος λέει πως στη μεγάλη κουφάλα ενός πλατάνου κοιμόταν ο Θεόφιλος. Ετούτα τα σημάδια δε λένε πια τίποτα στην επισκέπτη, ακόμα και στον πλέον μυημένο στα μυστικά του Θεόφιλου. Ευτυχώς ένα απόσπασμα από άρθρο του επισκέπτη της Μυτιλήνης Κώστα Ουράνη μάς μιλά και μας ξεναγεί στην Καρύνη των χαμένων ζωγραφιών του μεγάλου φουστανελά ζωγράφου. «Πριν από λίγα χρόνια, πηγαίνοντας από την πόλη της Μυτιλήνης στην Αγιάσο, ένα από τα γραφικότερα και ορεινότερα χωριά του νησιού, είχα σταματήσει για να ξεκουραστώ λίγο από τη ζέστη και τα τραντάγματα του αυτοκινήτου, σ’ ένα σημείο του δρόμου όπου μεγάλα αιωνόβια πλατάνια έριχναν τον πυκνό ίσκιο τους πάνω από μια γάργαρη πηγή κι ένα εξοχικό καφενεδάκι. Συνήθως, τα εξοχικά καφενεδάκια ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχυαίες ρεκλάμες σοκολάτας τα ελβετικά. Είναι ξεχαρβαλωμένες και βρομερές παράγκες, εφοδιασμένες, σ’ επίμετρο, μ’ έναν απαίσιο βραχνό και μερακλωμένο φωνογράφο. Το καφενεδάκι όμως εκείνο ήταν ένα επιπλέον στόλισμα της γραφικής αυτής τοποθεσίας. Μερικά δοκάρια, μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υποβάσταζαν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, ενώ δεξιά κι αριστερά στην είσοδό του ήταν παραταγμένες γλάστρες με γαρίφαλα και βασιλικό “ωσάν μικρές μαθήτριες σε μιαν υποδοχή”.

 

Η κυριότερη όμως - κι εντελώς απροσδόκητη - ομορφιά του ήταν ένα πλήθος έγχρωμες τοιχογραφίες με τις οποίες είχαν σκεπαστεί, σαν με περσικά χαλιά, κι οι τέσσεροι εξωτερικοί τοίχοι του. Οι τοιχογραφίες αυτές, που παράσταιναν συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, έναν περίπατο του Αλή Πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων και… θεούς της αρχαίας Ελλάδας, θάκαναν έναν καθηγητή της ζωγραφικής να χαμογελάσει ή να συνοφρυωθεί, που είναι το ίδιο. Όλα σ’ αυτές - σχέδιο, χρωματισμοί, σύνθεση - έδειχναν μια απλοϊκότητα που θα τη χαρακτήριζε ως απειρία. Πραγματικά ο ζωγράφος τους είχε στείλει περίπατο την προοπτική, αντέτασσε τα ζωηρότερα και πιο ανόμοια χρώματα, παρουσίαζε πλήρη άγνοια των διαστάσεων, παραγέμιζε τη σύνθεσή του μ’ ό,τι του περνούσε από το κεφάλι και ζωγράφιζε ένα θεό Άρη που ήταν κάτι μεταξύ του Κολοκοτρώνη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως ο τελευταίος αυτός εμφανίζεται στον Καραγκιόζη για να σκοτώσει τον “όφι”… Ήταν προφανές ότι ο ζωγράφος αυτός δεν είχε πάρει ποτέ κανένα μάθημα ζωγραφικής. Κι ήταν ευτύχημα. Το εξοχικό καφενεδάκι κάτω απ’ τα πλατάνια και πλάι στη δροσερή πηγή, μου είχε φανεί σαν ένα μαγικό κλουβί, ποικιλμένο με πολύχρωμα αστραφτερά πετράδια, μέσα στο οποίο τραγουδούσε σαν πουλί η ελληνική λαϊκή ψυχή… Ρώτησα τότε κι έμαθα ότι ο ζωγράφος αυτών των τοιχογραφιών ήταν ένας γέρος φουστανελάς που λεγόταν Θεόφιλος και περιερχόταν πλάνης το νησί, ζωγραφίζοντας πάνω σε τοίχους και σε τενεκέδες του πετρελαίου, κι όταν γύρισα στην Αθήνα, έγραψα στο “Ελεύθερο Βήμα” το θαυμασμό μου γι’ αυτόν. Ο θαυμασμός όμως δεν είχε καμμιάν απήχηση, κι ο μεγάλος αυτός λαϊκός μας ζωγράφος θα παρέμενε για πάντα άγνωστος, αν δεν τύχαινε να τον ανακαλύψει ο φίλος μου τεχνοκριτικός Tériade, που κάνει μια λαμπρή σταδιοδρομία στο Παρίσι. Χάρις σ’ αυτόν ο Θεόφιλος είναι σήμερα διάσημος.»

Μοιράσου το άρθρο!