Μια άγνωστη «αλλιώτικη» κτητορική επιγραφή : Το «παλίμψηστο» της Μικρασιατικής Περγάμου
του Στρατή Μπαλάσκα *
Οι εργασίες ανακαίνισης ενός σπιτιού, χτισμένου στα μέσα της δεκαετίας του 1960, στο σημερινό «καλέ μαχαλεσί» («γειτονιά του κάστρου») της Περγάμου, έφεραν στο φως μια άγνωστη κτητορική επιγραφή του 19ου αιώνα. Αλλιώτικη λόγω της ιδιόμορφης γραφής της και των περισσότερο ιδιόμορφων αποτροπαϊκών μορφών που απεικονίζονται σε αυτήν.
Το «καλέ μαχαλεσί» ταυτίζεται με την πάνω (βόρεια) από τον ποταμό Σελινούντα συνοικία, όπου κατοικούσαν οι ορθόδοξοι χριστιανοί Ρωμιοί της Περγάμου από τον 16ο αιώνα έως και το 1922. Μέρος της ρωμαίικης αυτής συνοικίας αποτελούσαν και οι ιδιοκτησίες της μικρής αρμενικής κοινότητας της πόλης. Η είσοδος στη συνοικία γινόταν από τα «ταμπάκικα», στη γέφυρα του Σελινούντα ποταμού, κοντά στη σήραγγα, πάνω στην οποία, στα Ρωμαϊκά χρόνια (2ος αιώνας μ.Χ), κατασκευάστηκε το μεγαλοπρεπές συγκρότημα των Αιγυπτίων θεών γνωστό σήμερα ως «κιζιλ αβλί». Ένα συγκρότημα αφιερωμένο στο Σέραπι, στην Ίσιδα και στον Όσιρι και που μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας των Αγίων Ιωάννη του Θεολόγου, Αντύπα πρώτου επισκόπου Περγάμου, Πρόκλου και Παπύλου τοπικών Αγίων μαρτύρων. Από το 1922 και μετά ένα τμήμα του συγκροτήματος που χρησιμοποιήθηκε στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και μέχρι το 1922 ως ναός του Αγίου Αντύπα χρησιμοποιείται ως τζαμί.
«Προστατευμένοι» από την ισχυρή οικονομικά, ιδιαίτερα από την εποχή της κυριαρχίας της οικογένειας των Καραοσμάνογλου (από το 1820 και μετά), ρωμαίικη κοινότητα της πόλης, οι Αρμένιοι ανέπτυξαν μια σημαντική, αλλά πάντοτε ολιγάριθμη χριστιανική κοινότητα, με δική τους εκκλησία στο κέντρο της γειτονιάς τους. Με την Καταστροφή του 1922, οι Αρμένιοι της Περγάμου είχαν την ίδια τύχη με τους Ρωμιούς. Από τη γειτονιά τους το μεγαλύτερο μέρος κατεδαφίστηκε, όπως και η εκκλησία τους. Στη θέση τους χτίστηκαν, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του 1950 και 1960, καινούργια σπίτια, ενώ άλλαξε εντελώς και η πολεοδομική οργάνωση της περιοχής.
Στα όρια της Αρμένικης συνοικίας με αυτή των Ρωμιών, πολύ κοντά στη θέση της μητροπολιτικής Ρωμαίικης εκκλησίας της Ζωοοδόχου Πηγής (στα νοτιοδυτικά της), όπου στη θέση της από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έχει χτιστεί και λειτουργεί ένα σχολείο, στη γωνία ενός σπιτιού χτισμένου στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μπορεί να δει κανείς σήμερα μια ενδιαφέρουσα κτητορική επιγραφή. Η άγνωστη, μέχρι τώρα, επιγραφή αποκαλύφθηκε κατά τις εργασίες επισκευής του σπιτιού και χρονολογείται στα μέσα του 19ου αιώνα. Φαίνεται πως είναι σμιλεμένη από λαϊκό πετρά - λιθογλύπτη που πρέπει να ήταν βασικά «χτίστης» και να σμίλευε, συμπληρωματικά στην οικοδομική του τέχνη.
Η επιγραφή είναι σκαλισμένη σε λευκό μάρμαρο και φέρει την επιγραφή «Μαρτίου 1859», δυο ανθρώπινες μορφές και ένα διπλό σταυρό. Μια τρύπα (βαθούλωμα), με τετραγωνική διατομή, στο κέντρο περίπου της επιφάνειας, μαρτυρεί ότι το μάρμαρο είναι σε δεύτερη (;) χρήση. Πρόκειται, προφανώς, για αρχαίο λίθο – υπάρχουν πολλοί διάσπαρτοι στην περιοχή - ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό.
Η επιγραφή «Μαρτίου 1859» είναι σμιλεμένη με έναν περίεργο τρόπο που θυμίζει την Αρμενική γραφή, αν και είναι Ελληνική. (Παρόμοια επιγραφή, σύμφωνα με τον Μάκη Παυλέλλη, βρέθηκε και στον Αφάλωνα της Μυτιλήνης).
Ο ένας από τους δυο σταυρούς, ισοσκελής, πατά στην πάνω κορυφή ενός «ιερού» ισόπλευρου τριγώνου, ενώ ο δεύτερος (λατινικός) ακουμπά στη βάση του τριγώνου, σχηματίζοντας με αυτήν έναν άλλον «πατριαρχικού» τύπου σταυρό.
Ιδιαίτερες είναι οι δυο μορφές στις άκρες της επιγραφής, που κρίνοντας από το μήκος το μαλλιών τους, η μία, στα αριστερά, είναι γυναικεία και η άλλη, στα δεξιά, ανδρική. Στον τύπο των «αποτροπαϊκών προσωπείων» και οι δυο, άσχημες με μεγάλα μάτια και μεγάλα πεσμένα στήθη, αποτρέπουν το «κακό μάτι», τη βασκανία άρα, και προστατεύουν την ιδιοκτησία, στην οποία ήταν τοποθετημένη η επιγραφή.
Στόχος της περίεργης αυτής κτητορικής επιγραφής, που θα είχε τοποθετηθεί στη γωνία του σπιτιού απ’ όπου προέρχεται με όψη προς τον πολυσύχναστο δρόμο, ήταν να το καταστήσει απρόσιτο από το κακό μάτι. Τους δαίμονες θα έδιωχνε το σημείο του σταυρού και τους κακούς ανθρώπους οι δύο άγριες ανθρώπινες μορφές. Προβληματίζει, πάντως, ιδιαίτερα η απεικόνιση του στήθους, πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο -αν όχι μοναδικό- στη λαϊκή αρχιτεκτονική της εποχής και, μάλιστα, σε μια μεσόγαια μικρασιατική πόλη της Οθωμανικής εποχής.
Δεν αποκλείεται, πρότυπο για τον λαϊκό λιθοξόο να αποτέλεσαν γλυπτά της αρχαιότητας που, την εποχή εκείνη, αφθονούσαν διάσπαρτα σε όλη την περιοχή, κάτω από την Ακρόπολη της Περγάμου.
Ιδιαίτερα τα έντονα χαρακτηριστικά των δυο μορφών και τα γυμνά στήθη παραπέμπουν σε σκηνές της Γιγαντομαχίας από τον επιβλητικό Ελληνιστικό βωμό της Περγάμου (180-160 π.Χ.).
Όπως είναι γνωστό, το εντυπωσιακό μνημείο αποκαλύφθηκε ολόκληρο από γερμανούς αρχαιολόγους, στα 1880, και μεταφέρθηκε στο Βερολίνο, για να ξαναστηθεί, με πολλές συμπληρώσεις, στην αρχική του μορφή μέσα στο ειδικά φτιαγμένο γι’ αυτό «Μουσείο της Περγάμου». Ήδη, όμως, πριν την έναρξη των συστηματικών ανασκαφών, ο Γερμανός μηχανικός Καρλ Χιούμαν είχε εντοπίσει επιφανειακά σπαράγματα της ζωφόρου του μνημείου, που έχει θέμα την Γιγαντομαχία και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ελληνιστικής γλυπτικής. Αν και τα θραύσματα αυτά το 1871 μεταφέρθηκαν στο Βερολίνο, μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν σκορπισμένα ανάμεσα στα άλλα οικοδομικά λείψανα της Ακρόπολης της πόλεως, από όπου αντλούσε έτοιμο οικοδομικό υλικό ο άγνωστος λαϊκός πετράς και χτίστης. Πιθανότατα, λοιπόν, οι άγριες αποτροπαϊκές γυμνόστηθες μορφές της κτητορικής επιγραφής, που σμίλεψε στο σπίτι της Περγάμου το 1859, να αντιγράφουν εικόνες της ζωφόρου της Περγάμου των Ατταλιδών. Μια πόλη, που αποδεικνύεται καθημερινά πως αποτελεί πραγματικό «παλίμψηστο».
* Από τη σημερινή (3.1.2018) έκδοση της εφημερίδας "Τα Νέα της Λέσβου