Πολιτισμός

26/11/2010 - 00:27

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Οι συνδικαλιστές του «Αξιον Εστί» κι οι µπογιές του Θεόφιλου

Ο Μίκης που τραγούδησαν οι Ινδιάνοι του Αµαζονίου (λάτρευαν το Canto General) και τα παιδιά του 1-1-4, που δίδαξε το Ρέκβιεµ του Μότσαρτ σε φυλακισµένους, που συνάντησε τον Κάστρο, ξεδίπλωσε για µια ακόµη φορά τη ζωή του σαν παραµύθι.
Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του πάντα σαν παραµύθι. Μια ζωή πο υσυνοψίζεται στην ενοποιηµένη έκδοση των δύο τόµων του «Αξιος Εστί» (του 2004 και του 2005) και στο νέο κεφάλαιο που αποτελεί το τρίτο µέρος µιας ογκώδους εργοβιογραφίας διά χειρός Γιώργου Π. Μαλούχου. Μια ζωή επιδραστική και συναρπαστική, που φωτίστηκε – έστω και για λίγο – χθες στο Ιδρυµα Μ. Κακογιάννη. 

Στα πρώτα του βήµατα κοιτούσε την θάλασσα απ’ τη Βαρειά της Λέσβου όπως ο Θεόφιλος και ο Ασηµάκης Πανσέληνος. Κατουρούσε – παιδάκι – µέσα στις µπογιές του Θεόφιλου και ο ζωγράφος έτσι τις αραίωνε.

Πρώτη του µουσική εµπειρία ήταν η µπάντα µε τα χάλκινα που άκουγε και αναστατωνόταν στην Κεφαλονιά και η εκκλησιαστική χορωδία στην οποίασυµµετείχε και τραγούδησε τους ύµνους του Επιταφίου.

«Εκαναβόλτες, µεγάλες βόλτες,µόνος µου, γύριζα τοβράδυ µεςστηβροχή. Μουλέει ο πατέρας µου: «Τι έχεις, παιδί µου;». «Ακουσα µια µουσικήκαι τώρα επιβεβαιώνεται ότι δεν µπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο, θέλω να κάνωµόνο µουσική»».

Ηταν η Ενάτη Συµφωνία του Μπετόβεν που άκουσε από γερµανικό φιλµ σε κινηµατογράφο της Τρίπολης.

Πρώτη αντιστασιακή πράξη ήταν να φωνάξει «Ζήτω η Σοβιετική Ενωση» στην Τρίπολη στο κενοτάφιο του Κολοκοτρώνη εν µέσω Κατοχής και αµέσωςµετά να χτυπήσει έναν ιταλό αξιωµατικό.

Φυλακίζεται και βασανίζεται. «Ναι, µας έδεσαν πίσω απόδύο άλογα καιµας τραβούσαν – µε τον φίλο µουκαι συµµαθητή µου Μποτόπουλο – και περνάγαµε από όλη την Τρίπολη, όπου ήταν µαζεµένοι πάρα πολλοί. Εκλαιγαν οι κοπέλες, φώναζαν, αλλά εγώ ήµουν ευτυχής. Υστερα µε πήγαν στα µπουντρούµια εκεί κάτω και µε χτύπησαν πολύ.

Μας πήγαν στην Γκεστάπο, στα τοπικά, που είχαν στη στροφή της Νέας Σµύρνης... Βγάζω λοιπόν την ταυτότητα. Μεταφραστής ήταν ένας Ελληνας από την Πάτρα, συστήθηκε κιο ίδιος µάλιστα.

Λοιπόν λέει: «Κοµπονίστ;». Απαντώ: «Γιαβόλ» – αυτό το έλεγαπολύ... γερµανικά! Λέει: «Πιανίστ;». «Γιαβόλ».Ρωτάει:

«Μπαχ; Μπετόβεν;». Του λέω «Μπραµς». «Μπραµς;», λέει ο Γερµανός. «Βάγκνερ;» και τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν. Ολοι οι βασανιστές ήταν ακροατές της κλασικής µουσικής. Εγιναν αρνάκια. «Γκουτ, γκουτ», κάνει σε µένα. «Αυτός», λέει, «τι  θέλει εδώ πέρα; Γιατί τονπιάσατε;». Ο άλλος, καθώς µετέφραζε,µου έλεγε: «Σε συµπάθησαν, παλιοκουµµούνα»». Εν µέσω Εµφυλίου «Και ξαµολιέµαι και τρέχω στο γραφείο του πατέρα µου στην Κλαυθµώνος. “Σώθηκα!” του λέω, γιατί ήµουν καταδικασµένος σε θάνατο, δι’ απαγχονισµού µάλιστα. “Από τα νύχια τους έφυγα, θέλω ένα δώρο”, συνέχισα. Η πρώτη παρτιτούρα µου ήταν αυτή. Πήγαµε στον Νάκα και µου έκανε δώρο την εισαγωγή του Τανχόιζερ», αφηγείται ο Μίκης.

Και η αφήγηση ξεκλειδώνειάγνωστες γωνιές του βίου του,εν µέσω Εµφυλίου, και µε τον Μάνο Χατζιδάκι τον οποίο πρωτογνώρισε σε χορωδία της ΕΠΟΝ:

«∆εν µπορούσα νακοιµηθώ στο σπίτι του Μάνου αλλά οΜάνος πήγαινε τα βράδια σε σπίτια άλλα υπεράνω υποψίας στο Κολωνάκι, καιµε σύστηνε εκεί σαν ένα φίλο του. Αυτός ήξερε ότι εγώ έπρεπε να φάω εκεί κανένα σάντουιτς και να κοιµηθώ. Επιανε λοιπόν την κουβέντα µέχρι το πρωί, γιατί δεν µπορούσα να κυκλοφορήσω πριν από τις έξι το πρωί. Ελεγε λοιπόν ο Μάνος “Φέρτε µου ένα σάντουιτς”, και µου το έδινε, “φέρτε µου άλλο ένα σάντουιτς”, και µου το έδινε. Κι εγώ καθόµουν πλάι και κοιµόµουν, ενώ ο Μάνος µιλούσε!».

Κι έπειτα η συνεργασία µε τον επιφυλακτικό Σεφέρη που µόλις ακούει την Αρνηση βάζει τις δικές του ενστάσεις: «Την άνω µου τελεία;». Και ο Μίκης του απαντά:

«Εγώ του το είπα του Μπιθικώτση όταν τραγουδάς πάρε ανάσα, όµως αυτός το κόλλησε. Τώρα βέβαια ήταν και το νόηµα πολύ περίεργο. Εγώ νοµίζω ότι το λάθος του Σεφέρη είναι ότι λέει Πήραµε τη Ζωή µας –άνω τελεία – λάθος! Και αλλάξαµε ζωή. Νοµίζω ότι αυτό τα χαλάει».

Ο µουσικός σηκώθηκε κι έφυγε!

Θυµάται τις ηµέρες του «Αξιον Εστί». Που αναδιαµόρφωσε το µουσικό τοπίο. «Ολη η ιντελιγκέντσια πήγαινε στο καφέ του Λουµίδη νωρίς, στη Σταδίου. Εκεί έπινα τον καφέ µου και µε πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης, τον οποίον ήξερα. Μου λέει: “Μόλις τελείωσα µια ποιητική σύνθεση, το «Αξιον Εστί». Τη γράφω πολλά χρόνια και θα κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό. Πιστεύω ότι είναι ένα ποίηµα που θα σας οδηγήσει να κάνετε κάτι άλλο, πιθανώς µια λειτουργία, ένα ορατόριο, θα σας εµπνεύσει”», αφηγείται ο Μίκης. Και µία άγνωστη λεπτοµέρεια: «Υπήρχε το στούντιο Αλφα πάνω στα Βριλήσσια, το οποίο ήταν ειδικό για κινηµατογραφικά φιλµ, για να κάνεις οµιλίες, όχι όµως για µουσική. Ετσι γράφτηκε πάνω σε σελοφάν όλο το “Αξιον Εστί”». Θυµάται όµως και τα συνδικαλιστικά προβλήµατα µε τους µουσικούς της ορχήστρας, «ιδιαίτερα µε τα πνευστά – τα έγχορδα ήταν της µικρής ορχήστρας – που τα είχαµε πάρει απ’ έξω. Ηταν δύσπιστοι ως προς την πληρωµή τους και ήθελαν προκαταβολή. Θυµάµαι όταν κάναµε το ορχηστικό ‘’Ναοί στο σχήµα του ουρανού’’ (και µάλιστα το φαγκότο παίζει πολύ σηµαντικό ρόλο και ήταν µοναδική η φωνοληψία) ο µουσικός που έπαιζε φαγκότο έφευγε και εγώ του έκανα µε νοήµατα: Γιατί; Μου έκανε κι αυτός µια χειρονοµία ότι θέλει λεφτά, κι έφυγε!».

εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Μοιράσου το άρθρο!