"Ταξίδι στη Μυτιλήνη" : Συνέντευξη του ηθοποιού Χρήστου Χατζηπαναγιώτη
Χάρη στον Λάκη Παπαστάθη και το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», τη νέα του ταινία, ανακαλύψαμε μια άλλη ποιότητα, μάλλον κρυμμένη, του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη, αυτού του καταπληκτικού κωμικού ηθοποιού, που έχοντας κάτι από τη στόφα των παλιών μεγάλων μας κωμικών, μας έχει κάνει πολλές φορές να σκάσουμε από τα γέλια είτε στην τηλεόραση είτε σε μια θεατρική σκηνή.Να, όμως, που έως τώρα δεν τον είχαμε απολαύσει σε δραματικό ρόλο. Ο Λάκης Παπαστάθης ξεπέρασε τις προκαταλήψεις που συνήθως έχουν οι σκηνοθέτες και διστάζουν να δώσουν έναν κόντρα ρόλο σε έναν ηθοποιό που έχει ταυτιστεί με συγκεκριμένο ύφος. Αναγνώρισε στο πρόσωπο και στο ταλέντο του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη τον ήρωα της ταινίας του. Εναν συναισθηματικό και τρυφερό φωτογράφο, που έχει το παρατσούκλι «Νυχτερίδας». Είναι ο πατέρας του νεαρού Κώστα, ενός ξενιτεμένου στο Παρίσι σκηνοθέτη, που επιστρέφει στη Μυτιλήνη για να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του οικογενειακού του παρελθόντος και να ανακαλύψει τελικά την πίστη στη ζωή, αφού πρώτα συμφιλιωθεί με τα γηρατειά, τη φθορά και το θάνατο.
Ο ρόλος του στην ταινία είναι αυτό για το οποίο θα μας μιλήσει λιγότερο ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης. Οχι γιατί δεν βρίσκει λόγια. Ισα ίσα. Εχει μια ισχυρή άποψη για την τέχνη. «Ενας ηθοποιός εξηγεί καλύτερα τον ρόλο παίζοντας. Είναι καλύτερο να καταλαβαίνουμε τα πράγματα μέσα από τη ματιά της τέχνης και της συγκίνησης», λέει ο συμπαθής ηθοποιός, που σε κερδίζει κατευθείαν με τη λεπτή του ευγένεια. Η κουβέντα που κάναμε μαζί του, πάνω από έναν καφέ και με μερικά τσιγάρα, ήταν μια ευχάριστη εμπειρία...
- Πώς αντιδράσατε όταν σας πρότεινε ο Λάκης Παπαστάθης ένα δραματικό ρόλο;
«Γνωρίζω τον Λάκη πολλά χρόνια, χωρίς να έχουμε ιδιαίτερη επαφή. Παρακολουθούσε τις παραστάσεις μας. Η πιο έντονη στιγμή που θυμάμαι ήταν όταν ανέβαζα τον "Νοέμβριο" του Μάμετ. Ηταν ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα στο φουαγέ όταν τελείωσε η παράσταση. Μου είπε "Δεν θα ξαναχάσω παράσταση που παίζεις". Εμαθα αργότερα πως τότε αποφάσισε ότι θα είμαι ο Νυχτερίδας. Οταν μου είπε η βοηθός του ότι με θέλει στην ταινία, είπα "ναι" χωρίς να ξέρω τίποτα. Η γυναίκα μου μάλιστα, η Βίκυ Σταυροπούλου, μου έλεγε: "Δέχεσαι κάτι που μπορεί να μη σου αρέσει τελικά;". Ηθελα τόσο να βρεθώ με αυτόν τον άνθρωπο που ακόμα και βουβός να ήταν ο ρόλος, θα τον έκανα».
- Και τι σκεφτήκατε όταν διαβάσατε το σενάριο;
«Εντυπωσιάστηκα. Οχι τόσο από το ρόλο μου, γιατί δεν τον κατάλαβα αμέσως, αλλά από αυτό που είχε φτιάξει ο Λάκης. Τρόμαξα κιόλας γιατί μου φάνηκε δύσκολη η ιδέα να μη φαίνεται ο πρωταγωνιστής, δηλαδή ο... γιος μου, στα πλάνα. Οταν αρχίσαμε να μιλάμε, καταλάβα ότι όλο αυτό που φανταζόμουν για τον Λάκη ήταν... αυτό και κάτι παραπάνω».
- Τι καθοδήγηση σας έδωσε; Υπήρχε κάτι στον τρόπο υποκριτικής σας που σας ζήτησε να αφήστε πίσω;
«Ηταν μια συνεργασία χέρι χέρι. Περπατήσαμε μαζί σ' αυτόν το δύσκολο, αλλά γοητευτικό δρόμο. Εμπιστευτήκαμε απόλυτα ο ένας τον άλλον. Δεν αναλύαμε τις φράσεις. Ψάχναμε τη διαδρομή του αισθήματος. Ηταν μια άσκηση εν... θερμώ. Αλλωστε αυτό νομίζω είναι χαρακτηριστικό των μεγάλων δημιουργών. Ο Λάκης ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Είναι ένας άνθρωπος που γυρνάει γύρω από τον πύρινο τροχό σε όλη του τη ζωή χωρίς να πιστεύει ότι είναι ταλαιπωρία. Γιατί αυτό τον ανταμείβει και δίνει στη ζωή του νόημα».
- Είδατε το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» και σαν μια ευκαιρία να εκπλήξετε; Να σας δει ο κόσμος σε κάτι διαφορετικό;
«Βέβαια. Ηθελα πολύ να παίξω δραματικό ρόλο».
- Πιστεύετε ότι την ευθύνη για τον εγκλωβισμό των ηθοποιών σε στερεότυπα -εσάς σας έχουμε ταυτίσει με την τηλεόραση και το εμπορικό θέατρο- την έχουν περισσότερο οι σκηνοθέτες που τους προτείνουν συγκεκριμένα είδη;
«Η τέχνη είναι μία. Ο Φελίνι και ο Βισκόντι ήταν ποιοτικοί και εμπορικοί. Η ευθύνη που ρωτάτε έχει να κάνει με την εμπορική συνθήκη. Δηλαδή ένας σκηνοθέτης σκέφτεται: "Τι ξέρουμε ότι κάνει καλά ο Χατζηπαναγιώτης; Σ' αυτό θα τον χρησιμοποιήσουμε". Δεν ρισκάρει. Ειδικά όταν είναι να επενδύσει κανείς λεφτά, κυρίως στο σινεμά... με τίποτα».
- Εκτός από την τωρινή ταινία και το «Straight story» των Βλαδίμηρου Κυριακίδη και Εφης Μουρίκη, δεν έχετε κάνει σινεμά. Πιστεύετε ότι οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου δεν εμπιστεύονται εύκολα τηλεοπτικούς ηθοποιούς γιατί τους θεωρούν «καμένα» πρόσωπα;
«Οι τηλεοπτικοί ηθοποιοί είναι περίπου 5.000. Από αυτούς ξεχωρίζουν από 3 έως 10. Μάλλον είναι οι καλοί ηθοποιοί. Ενας καλός ηθοποιός δεν μπορεί να είναι μόνο τηλεοπτικός. Πάντοτε, βέβαια, υπάρχει ένα παραθυράκι που σε οδηγεί σε σφάλμα».
- Νιώθετε ποτέ ότι επιστρέφετε σε μια μανιέρα και επαφίεστε στις ευκολίες της κωμωδίας;
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να βρει ένας νέος ηθοποιός είναι η μανιέρα του. Αλλιώς δεν μπορεί να προχωρήσει σ' αυτή τη δουλειά. Οι σπουδαίοι ηθοποιοί έχουν μανιέρα. Ο Ούγκο Τονιάτσι, η Σίρλεϊ Μακ Λέιν, ο Τζακ Λέμον κ.ά. Η μανιέρα δεν πρέπει να είναι ένα κοστουμάκι νεκρό, αλλά ένας βατήρας δημιουργικότητας. Το κοινό δεν ενδιαφέρεται για το ρόλο, αλλά για εσένα ως ρόλο. Γι' αυτό ο Αμλετ του Μαρκουλάκη μπορεί να ενδιαφέρει περισσότερο από τον δικό μου Αμλετ».
- Φέτος, με την κρίση, οι δουλειές στην τηλεόραση περιορίστηκαν.
«Δυστυχώς, μένουν άνθρωποι χωρίς δουλειά. Δεν εννοώ μόνο τους ηθοποιούς. Από την άλλη, γίνεται ένα ξεκαθάρισμα. Χαίρομαι με την επιτυχία του σίριαλ "Το Νησί". Το Mega πόνταρε και έδωσε πολλά λεφτά για ένα σίριαλ που τελικά του έφερε μεγάλη θεαματικότητα. Αυτό θα αποδειχθεί καλό μελλοντικά».
- Εννοείτε ότι θα ανεβάσει το επίπεδο παραγωγής και ποιότητας στην τηλεόραση;
«Το ελπίζω. Βλέπουν ότι δεν είναι τα φτηνά προγράμματα αυτά που πηγαίνουν καλά, αλλά όσα φροντίζουμε κατ' αρχάς οικονομικά. Χωρίς λεφτά, δεν μπορεί να γίνει τίποτα καλό».
- Είστε από αυτούς που αγαπούν την τηλεόραση αναγνωρίζοντας και τα προβλήματά της;
«Είναι μέρος της δουλειάς μου. Μου έχει δώσει χαρές, βλέπε... "Εγκλήματα". Ηταν ωραία δουλειά γιατί ήταν hand made. Δεν ξυπνήσαμε απλώς ένα πρωί και έγιναν τα "Εγκλήματα". Παλεύαμε τρία χρόνια να τα κάνουμε. Οταν όμως αγαπάς και φροντίζεις μια δουλειά, έχεις καλό αποτέλεσμα».
- Η απόσταση του χρόνου σάς επιτρέπει να κρίνετε αυστηρά κάποιες επιλογές σας;
«Ναι. Την προηγούμενη βδομάδα πέτυχα σε επανάληψη ένα παλιό σίριαλ στο οποίο έπαιζα. Είδα μια σκηνή και έπαθα μεγάλη... στενοχώρια. Δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να μου πει "τι παίζεις παιδάκι μου;" και να κόψει τη σκηνή; Το έβλεπα και σκεφτόμουν "Παναγία μου, ξαναπαίζεται αυτό το πράγμα;". Μπορεί κάτι να σου ξεφεύγει ασυνείδητα. Δεν μπορούμε βέβαια να γυρίσουμε το χρόνο πίσω. Ελπίζω στο μέλλον να είμαι πιο προσεκτικός, ακόμα και σε... στιγμές».
- Παίζετε για δεύτερη φορά και στους «Συμπέθερους απ' τα Τίρανα» των Ρέππα-Παπαθανασίου.
«Τόσο λαϊκό θεάτρο δεν είχα παίξει μέχρι τώρα. Ηταν μια σπουδαία εμπειρία γιατί είναι πολύ καλογραμμένο κείμενο. Με βοήθησε να αναπτύξω καινούργιους τρόπους έκφρασης στην κωμωδία και στην επικοινωνία με το κοινό». *
*Στο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» παίζουν ακόμη: Δημήτρης Καταλειφός, Μαρία Ζορμπά, Λουκία Μιχαλοπούλου, Νικόλας Παπαγιάννης, Θόδωρος Κατσαδράμης, Χρήστος Στέργιογλου, Υβόννη Μαλτέζου. Βγαίνει στις αίθουσες στις 18 Νοεμβρίου
Πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια
- Καθώς είστε και εσείς από τη Μυτιλήνη, αναπτύξατε μια πιο βιωματική σχέση με την ταινία; «Σηκώσατε» και προσωπικά το ταξίδι της επιστροφής;
«Μεγάλωσα στο Πλωμάρι της Μυτιλήνης μέχρι τα 14 χρόνια μου. Η ταινία με οδήγησε σε μια επιστροφή μεγάλης συγκίνησης στον γενέθλιο τόπο. Οπως λέει ο φίλος μου ο Σταμάτης Κραουνάκης, η μοναδική μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Μ' αυτή την πατρίδα πορευόμαστε και πάνω σ' αυτή χτίζουμε».
- Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στη Μυτιλήνη;
«Νιώθω τυχερός που μεγάλωσα σε επαρχία, με τις μυρωδιές του χώματος και των λουλουδιών. Εκεί οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ορατές, ακόμα κι αν είναι δύσκολες ή σκληρές, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη πόλη. Με την ταινία επέστρεψα στη Μυτιλήνη σε μια φάση της ζωής μου, όπου είχα χάσει τη μητέρα μου πριν από τέσσερα χρόνια. Προσπάθησα, λοιπόν, να αναπαράξω τη μουσική και το φως των παιδικών μου χρόνων. Αυτό ήταν άλλωστε και το ερώτημα της ταινίας, αν δηλαδή είναι εφικτό. Τελικά, μπορεί να συμβεί όταν συμφιλιωθείς με τη φθορά και τον άνθρωπο».
- Εσάς σας τρομάζουν η φθορά, τα γερατειά και ο θάνατος;
«Καταρχήν να σας πω ότι το πρόσωπο της ταινίας που με γοητεύει είναι η Ελένη (Λουκία Μιχαλοπούλου), που φροντίζει τους ηλικιωμένους με περισσή αγάπη, όχι μόνο για την καλή τους υγεία αλλά και την αξιοπρέπεια και την "έξοδό" τους. Εγώ όλα αυτά τα αντιμετωπίζω μεταφυσικά. Αρχισα να πιστεύω στο Θεό».
enet