Η «Παναγία η Γλυκοφιλούσα» στην Πέτρα Λέσβου
Αποτέλεσε και αποτελεί ισχυρό πόλο έλξης για χιλιάδες Έλληνες και ξένους επισκέπτες που κάθε χρόνο ανεβαίνουν τα 114 σκαλοπάτια για να προσκυνήσουν τη Μεγαλόχαρη, να σταθούν με δέος και να προσευχηθούν στην Αγία Εικόνα της Μεγαλόχαρης στην κορυφή του Ιερού βράχου και να νιώσουν την καρδιά τους να πάλλεται από ευλάβεια και σεβασμό.
Στην κορυφή του βράχου της Πέτρας ύψους σαράντα περίπου μέτρων, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, σε θέση οχυρή και απόρθητη, που κατά τους χρόνους της ηγεμονίας των Γατελούζων στη Λέσβο ήταν μικρό φρούριο. Το φρούριο ήταν απρόσιτο από τις τρεις πλευρές λόγω του απόκρημνου βράχου και μόνο από την ανατολική μπορούσε κάποιος να αναρριχηθεί μέχρι τα τείχη του οχυρού, αλλά και εύκολα να αποκρουσθεί από τους αμυνόμενους.
Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για την ύπαρξη του φρουρίου κατά τους χρόνους εκείνους. Ο Φλωρεντίνος Αββάς Χρ. Μπουοντελμόντε, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη Λέσβο στις αρχές του ΙΕ΄ αιώνα, στο βιβλίο του για τα νησιά του Αρχιπελάγους, που εκδόθηκε το 1420, αναφέρει μεταξύ άλλων και το φρούριο της Πέτρας. Επίσης ο Βαρθ. Ζαμπέρτι σε σονέτο του που περιέχεται στο βιβλίο του για τις Νήσους του Αιγαίου που εκδόθηκε το 1845 αναφέρει και το φρούριο της Πέτρας. Και Μεσαιωνικοί Χάρτες σημειώνουν το φρούριο ακριβώς στο βράχο. Αλλά και σήμερα υπάρχει στον περίβολο του Ιερού Ναού τεμάχιο φολιδωτού οικόσημου των Γατελούζων, ενδεικτικό του ενδιαφέροντος των τότε ηγεμόνων της Λέσβου για τη θέση, όπως και δικέφαλος αετός εντετοιχισμένος στη δυτική πλευρά του αυλότοιχου.
Εντός του φρουρίου υπήρχε Ναϊδριο της Παναγίας, πριν την κατάκτηση της Λέσβου από τους Τούρκους το 1462. Το έτος 1609 στη θέση του Ναϊδρίου ανεγέρθηκε μεγαλύτερη Εκκλησία με τέσσερα κελλιά και στο κτίσιμο αυτής αναφέρεται σχετικός θρύλος. Από τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας του 1609 διατηρούνται εκτός των άλλων αργυρό θυμιατήριο του 1667 και αργυρό επίσης Άγιο Ποτήριο του 1742. Το έτος 1840 δυνάμει Σουλτανικού φιρμανίου που σώζεται ακόμα, ανακαινίσθηκε εκ θεμελίων ο Ιερός Ναός στη σημερινή του μορφή, Τρίκλιτος Βασιλική με ξυλόγλυπτο Δεσποτικό θρόνο και με ξύλινο ζωγραφισμένο Τέμπλο. Πλησίον του Ιερού Ναού βρίσκεται τετράγωνος εξώστης, στον οποίο γίνεται η τελετή της Αναστάσεως του Κυρίου. Λίγες βαθμίδες παραπάνω βρίσκεται άλλος μικρότερος εξώστης, μέρος του οποίου καλύπτεται από το κωδωνοστάσιο, στηριζόμενο σε δύο κίονες, στο ανατολικό άκρο του εξώστη και με δύο ψευδοκίονες εντετοιχισμένων στον αυλότοιχο, και από τις δύο πλευρές της θύρας, δια της οποίας εισερχόμαστε στην αυλή της Εκκλησίας. Στο υπέρυθρο αυτής υπάρχει χαραγμένο το έτος της τελευταίας ανακαίνισης του Ιερού Ναού, 1840.
Ο Ιερός Ναός ήταν κτισμένος προς την νοτιοανατολική πλευρά του εσωτερικού του αυλότοιχου. Στη δυτική πλευρά μεταξύ Νάρθηκα και αυλότοιχου υπάρχουν τρεις τάφοι με μαρμάρινες ενεπίγραφες πλάκες του παρελθόντος αιώνα. Κάτω από τον Ιερό Ναό υπάρχει φυσική δεξαμενή, εντός της οποίας συλλέγονται από τη στέγη της Εκκλησίας τα ύδατα της βροχής.
Τα αφιερώματα των πιστών ήταν πλούσια και έλαμπε ο Ιερός Ναός από χρυσό και αργυρό και πολύτιμους λίθους. Με ασήμι και χρυσό ήταν επενδυμένες οι μεγάλες Εικόνες του Τέμπλου και πολλές από τις μικρές, ασημένια και χρυσά τα περισσότερα καντήλια, τα δισκοπότηρα, τα Ευαγγέλια, τα θυμιατήρια, τα εξαπτέρυγα.
Αυτός όμως ο πλούτος προκάλεσε και τη δίωξη του Ιερού Ναού. Είκοσι πέντε χρόνια μετά την τελευταία ανακαίνιση, το 1865. Τουρκαλβανοί ληστές εισόρμησαν στον περίβολο του Ιερού Ναού, πήραν με βίαιο τρόπο από τη Μοναχή Μελάνη, τη μόνη που κατοικούσε τότε σε κελί του Ιερού Ναού, το κλειδί της Εκκλησίας και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα άρπαξαν ό,τι πολύτιμο βρήκαν σε χρυσό και άργυρο και μετάξι και μόνο όταν ένας από τους ληστές επιχείρησε να αφαιρέσει την αργυρή επένδυση της μεγάλης Εικόνας της Θεοτόκου του Τέμπλου η Μεγαλόχαρη έκανε το θαύμα της και ο ληστής σωριάστηκε παράλυτος. Φοβήθηκαν τότε τη θεία οργή και οι άλλοι ληστές, παρέλαβαν τον παράλυτο σύντροφό τους και ότι είχαν συγκεντρώσει από τα κλοπιμαία και έφυγαν. Ελάχιστα από τα πολύτιμα ιερά σκεύη διασώθηκαν τότε, όπως η αργυρή επένδυση της Εικόνας της Θεοτόκου, το αργυρό Θυμιατήριο του 1667 και το Άγιο Ποτήριο του 1742.
Κατά την επιδρομή της 12ης Μαρτίου 1676 του Γάλλου κουρσάρου Κρεβελλιέ, διασώθηκε ο Ιερός Ναός της Παναγίας, όπως και οι λοιπές Εκκλησίες της Πέτρας, ίσως διότι οι κουρσάροι ήταν Χριστιανοί. Περιορίστηκαν μόνο στη λήστευση των οικιών και την απαγωγή 500 αιχμαλώτων κυρίως νέων και νεανίδων. Τότε ερημώθηκε η Πέτρα, για να ακμάσει ξανά τέλος του ΙΗ΄ αιώνα. Είναι άγνωστο πότε καθαγιάστηκε και τελέστηκαν τα εγκαίνια του Ιερού Ναού.
Στο Ιερό Προσκύνημα, εκτός από τη Θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας, έχουν αποθησαυριστεί και τα Άγια Λείψανα του Αγίου Τρύφωνος, της Αγίας Αικατερίνης και του Αγίου Χαραλάμπους, τα οποία φυλάσσονται σε περίτεχνη λειψανοθήκη.
Για τη Θαυματουργή Εικόνα επικρατούν πολλοί θρύλοι. Μεταξύ αυτών είναι οι κάτωθι: «Στα παλιά χρόνια καράβι Γαλαξειδιώτικο ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Πέτρας ανάμεσα στο μικρό Νησί και τη στεριά. Ένα Σαββατόβραδο ο καπετάνιος κατέβηκε στην καμαρούλα του να προσκυνήσει το Εικόνισμα της Παναγίας και να ανάψει το καντήλι της, ξαφνιάστηκε όμως όταν είδε άδεια τη θέση του Εικονίσματος. Κανείς από τους ναύτες του δεν ήταν σε θέση να τον πληροφορήσει τι απέγινε το Εικόνισμα. Ανεβαίνοντας όμως στην κουβέρτα παρατήρησε ένα υπέργειο φως να περιφέρεται σαν αστέρι λαμπερό στην κορυφή του βράχου της Πέτρας. Βγαίνει ο καπετάνιος στη στεριά, σκαρφαλώνει στο βράχο, βρίσκει εκεί το εικόνισμα, το παίρνει και το ξαναφέρνει στο καράβι. Το ίδιο όμως συνέβη και τις επόμενες δύο βραδιές. Κατάλαβε τότε πως η Παναγία ήθελε να μείνει παντοτινά στο βράχο της Πέτρας. Συνεννοήθηκε με τους προεστούς του χωριού, έκτισαν εκεί ένα μικρό Εκκλησάκι και τοποθέτησαν μέσα το θαυματουργό εικόνισμα της Μεγαλόχαρης».
«Όταν ήθελαν να χτίσουν την Εκκλησία, ένα περιστέρι κρατώντας μεταξωτή κλωστή χάραξε τα θεμέλια του Ιερού Ναού και του αυλόγυρου, ξετυλίγοντας τη μεταξωτή κλωστή. Με φόβο και τρόμο οι τεχνίτες έκτιζαν τον αυλότοιχο στην άκρη του απότομου βράχου πατώντας σε κρεμασμένες σκαλωσιές και η δουλειά δεν προχωρούσε γρήγορα. Η Μεγαλόχαρη, όμως έκανε και εδώ το θαύμα της, για να τους δώσει θάρρος. Το πρώτο Σαββατόβραδο ο επιστάτης κρατώντας στο ένα χέρι το καραφάκι με το ρακί και στο άλλο το δίσκο με τα ποτήρια γύριζε τις σκαλωσιές κερνώντας τους τεχνίτες. Για μια στιγμή όμως παραπάτησε και γκρεμίστηκε. Τρομαγμένοι όλοι, τεχνίτες και εργάτες κοίταξαν κάτω περιμένοντας να τον δουν ξαπλωμένο και νεκρό. Συγκλονίστηκαν, όταν τον είδαν όρθιο με το καραφάκι το δίσκο στα χέρια του να τους φωνάζει «Μη φοβάσθε παλικάρια, η χάρη της μας βοηθάει» και αμέσως ανέβηκε ξανά στο βράχο και συνέχισε το κέρασμά του.
Πηγή υλικού : Ιερέως Πλάτωνος Ζαφείρογλου, Η Παναγία της Πέτρας, Πέτρα 1971 (Ανατύπωση 2010)
Επιλογή υλικού : Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
αρχικές φωτογραφίες Βασιλής Ραϊστέλλης