Skip to main content
|

Ο Όσκαρ και η Βεατρίκη, τα παιδιά της εβραϊκής οικογένειας Χάτεμ που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Μαρτυρία Μίμη Σαραντάκου

φωτογραφια US Holocaust Memorial Museum, courtesy of Lydia Chagoll

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
3'

 Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το πώς και το γιατί η Μυτιλήνη που δεν είχε ποτέ της Εβραίους να συμπεριλαμβάνεται στον χάρτη του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα, έτσι όπως αυτός είναι αναρτημένος στο Εβραϊκό Μουσείο της Αθήνας. Την απάντηση δίνει ο αξέχαστος συγγραφέας και ερευνητής Μίμης Σαραντάκος σε μια μαρτυρία του δημοσιευμένη στη μικρή εφημεριδούλα που εξέδιδε στο τέλος της ζωής του, «Το φιστίκι», και στην οποία αποκαλύπτει την ύπαρξη της οικογένειας Χάτεμ, πρόσφυγες στο νησί από τη Θράκη το 1941.

   Δύο Εβραιόπουλα, παιδιά της οικογένεια Χάτεμ, πρωταγωνιστούν στη γραπτή μαρτυρία του Μίμη Σαραντάκου: Ο Όσκαρ και η Βεατρίκη.

 

   «Όπως μας έλεγαν, η γιαγιά τους ήταν γεννημένη στη Φιλιππούπολη, ήρθε στην Κομοτηνή μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και παντρεύτηκε έναν Εβραίο από αυτά τα μέρη. Οι Βούλγαροι, όταν πήρανε τη Θράκη, τους είχαν ζητήσει να πάρουν τη βουλγαρική υπηκοότητα, οπότε θα μπορούσαν να μείνουν στον τόπο τους. Ο μπαμπάς τους όμως δήλωσε πως ήταν Έλληνας, πήρε την οικογένειά του και -μέσω Τουρκίας- ήρθαν με πολλούς άλλους Έλληνες στο νησί. Η γιαγιά τους έμεινε στην Κομοτηνή, γιατί, καθώς ήταν γεννημένη στη Βουλγαρία, θεωρήθηκε πως ήταν ήδη Βουλγάρα» γράφει ο Μίμης Σαραντάκος.

 

   Η μαρτυρία του για τη ζωή της εβραϊκής οικογένειας στη Μυτιλήνη και ιδιαίτερα για τα παιδιά της είναι συγκλονιστική:

   «Από την αρχή μού είχαν κάνει εντύπωση για το συμμαζεμένο και πάντα φοβισμένο ύφος τους. Συνηθισμένος με τις σκανταλιές της παρέας μας στη γειτονιά, που ο καθένας, για αστείο, χωρίς κακία, πείραζε, έδινε κατακεφαλιές ή έσπρωχνε τον άλλον, αγόρι ή κορίτσι, στην αρχή τούς πείραζα, γρήγορα όμως το τελείως υποταγμένο ύφος τους με αφόπλισε και σταμάτησα να κάνω τον έξυπνο.

   Μόνο μια φορά, δεν ξέρω πώς μου 'ρθε και τράβηξα, τάχα μου αστεία, τα μαλλιά της Βεατρίκης. Εκείνη, αντί να διαμαρτυρηθεί ή να φωνάξει, ξέσπασε σε ένα πνιχτό κλάμα και έφυγε τρέχοντας για το σπίτι της. Αμέσως μετάνιωσα σαν το σκυλί γι' αυτή μου την επιθετικότητα. Περίμενα την επομένη συνάντησή μας για να της ζητήσω συγγνώμη, αν και δεν ήξερα πώς. Δεν είχα ποτέ μου ως τότε ζητήσει συγγνώμη για τις σκανταλιές μου.

   Η επόμενη, όμως, συνάντησή μας δεν έγινε ποτέ. Οι Χάτεμ δεν έβγαιναν πια από το σπίτι τους και τα παιδιά τους πάψανε να έρχονται στη γειτονιά μας. Ήξερα πως μένανε κάπου κοντά στο Κιόσκι, αλλά την ακριβή διεύθυνση του σπιτιού τους δεν την ήξερα, ώστε να πάω να τους βρω. Ο θείος μου ο Αντρέας φαίνεται πως τους έβλεπε κάπου κάπου, γιατί μια μέρα, θα ήταν πια καλοκαίρι τού '43, άκουσα μια συζήτηση που είχε με τον πατέρα μου.

   "Έμαθα πως οι Γερμανοί πιάνουν όλους τους Εβραίους και τους εξορίζουν. Αν δεις το Χάτεμ, πες του το. Θα μπορούσαμε να τους στείλουμε σε δικούς μας στα χωριά. Εκεί θα είναι σίγουροι", του είπε ο πατέρας μου.

   "Του το 'πα κι εγώ, αλλά αυτός δε φοβάται. Πιστεύει πως θα τους συγκεντρώσουν μόνο τους ενήλικους άντρες σε στρατόπεδα εργασίας και τα γυναικόπαιδα δε θα τα πειράξουν. Και ξέρεις τι μου 'πε; "Βαρέθηκα πια να φεύγω από το ένα μέρος στο άλλο".

   Εύκολα οι Χάτεμ θα κρυβόντουσαν μέσα στους ντόπιους, αν πήγαιναν στα χωριά, γιατί σ' αντίθεση με άλλες περιοχές, το νησί μας δεν είχε ποτέ του Εβραίους. Πολλά ανέκδοτα κυκλοφορούσαν για την ιδιομορφία αυτή της Λέσβου, που την αποδίδαν στο εμπορικό δαιμόνιο των Μυτιληνιών, εφάμιλλο, αν όχι ανώτερο (κατά τα ανέκδοτα), από εκείνο των Εβραίων. Η ουσία είναι πως δεν μπόρεσα να τους ξαναδώ και να ζητήσω συγγνώμη από τη Βεατρίκη».

 

   Και ο Μίμης Σαραντάκος κατέληξε τη μαρτυρία του για την οικογένεια Χάτεμ που κανείς δεν έμαθε 77 χρόνια τώρα την τύχη της: «Τελικά οι Χάτεμ μείνανε στην πόλη και τελειώνοντας η άνοιξη του '44, οι Γερμανοί μάζεψαν στην αυλή της Κομμαντατούρ τις δυο - τρεις εβραϊκές οικογένειες της πόλης. Ήμουν πια οργανωμένος (σ.σ. στην ΕΠΟΧ είχε οργανωθεί ο Μίμης Σαραντάκος) και όταν το 'μαθα, πήγα ως εκεί. Είδα μόνο τη Βεατρίκη και τον Όσκαρ, με ένα μπογαλάκι το καθένα, να στέκουν όρθια σε μια γωνιά της αυλής. Δε με είδαν και δεν μπόρεσα ούτε να ζητήσω συγγνώμη από τη Βεατρίκη, ούτε καν να την αποχαιρετήσω, κι αυτό έμεινε για πάντα βάρος στην ψυχή μου». 

 

ΑΠΕ - ΜΠΕ / Στρατής Μπαλάσκας

 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία