Βασίλης Πλάτανος, ο γήινος
Έκτοτε συναντιόμασταν όποτε ερχόταν στη Μυτιλήνη. Στο ενδιάμεσο ανταλλάσσαμε ολιγόγραφα γράμματα, αλλά κυρίως τα εκδοτικά μας πονήματα. “Απ' την καρδιά μου”, ήταν η αγαπημένη του αφιέρωση. “Όταν ανοίγει ο καιρός να μου τα στέλνεις στην Αίγενα, Βροχίου 65”( με ε ήθελε την Αίγινα). Εκεί πήγαινε, στο ησυχαστήριό του. Περάσανε τα χρόνια και το 2001 του ζήτησα, όπως και από πολλούς άλλους Μυτιληνιούς, να συνεργαστεί με κείμενά του στο ένθετο “Γράμματα & Τέχνες” που δημιουργήθηκε και είχα την επιμέλεια στην εβδομαδιαία, τότε, εφημερίδα Εμπρός της Λέσβου. Συνεπής, κάθε τόσο έστελνε εγκαίρως τις συνεργασίες του. Για τα πανηγύρια, τον Θεόφιλο, Λέσβιους ζωγράφους, χριστουγεννιάτικα, πρωτοχρονιάτικα και πασχαλινά θέματα. Μαζί και μικρά ευγενικά γράμματα. Γραμμένα, με μια σφηνοειδή προσωπική γραφή, σε τόσο δα χαρτάκια όσο ήταν τα γραφτά του. “Αν σου βγει μεγάλο, κόψε στίχους” ή “βάλε το μισό ποίημα”, έδινε το ελεύθερο στη χρήση των κειμένων του. Κι ενδιάμεσα να φεύγει στην Κάτω Ιταλία. Στην “Μάγκνα Γκρέτσια”, Μεγάλη Ελλάδα. Εκεί συγκέντρωσε υλικό για το ομώνυμο βιβλίο του. Δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Αυγήκαι βραβεύτηκε από την ΕΡΑ-5.
Η τρίτη δημοσιογραφική συνάντησή μας έγινε στην εφημερίδα Η Αυγή. Τα τελευταία δύο - τρία χρόνια δημοσιεύτηκαν μαζί, στα ίδια φύλλα, κείμενά μας. Εκείνος να γράφει για τις Παναγίες του Αιγαίου, τον Θεόφιλο, για τον Λέσβιο ζωγράφο Ιακωβίδη, και για λαογραφικά θέματα. Εγώ θέματα από τη Λεσβιακή Γραμματεία. Η τελευταία κοινή δημοσίευση ήταν την Κυριακή του Πάσχα, στις 24 Απριλίου. Ο Βασίλης δημοσίευσε το άρθρο “Η γιορταστική πανηγυρική τριλογία” για την άνοιξη, το Πάσχα και την Πρωτομαγιά. Το δικό μου κείμενο ήταν για δύο άγνωστα πασχαλινά χρονογραφήματα του Μυριβήλη και του Πανσέληνου.
Το γράψιμό του ουσιαστικό, πλήρες, ακριβές και με λεπτομέρειες. Το πάθος του για τη λαογραφία προσπαθούσε να το μεταφέρει και στους άλλους. Η ενασχόλησή του με αυτή δεν ήταν μουσειακής προσέγγισης και ευκαιριακή, όπως συμβαίνει συχνά με τους πρόσκαιρα ασχολούμενους και τους ιδρυτές δήθεν λαογραφικών μουσείων. “Κυνηγήσετε ό,τι είναι λαϊκή τέχνη, που είναι πλούσιο το νησί μας και δυστυχώς χάνεται”, μου γράφει τον Απρίλιο του 2002 λίγο πριν φύγει για τη “Νότια Ιταλία τους Δελφούς και δε ξέρω πού αλλού”. Σα να διαβάζω τα λόγια του Αντώνη Πρωτοπάτση. Εκεί στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν γυρνούσε το νησί, μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, να συλλέξει λαογραφικό υλικό και να το σώσει από τη φθορά της λήθης. Τη Λαογραφία την πόνεσε όλα τα χρόνια της ζωής του, από τη νεαρή ηλικία του. Επαληθεύτηκε ο Μυριβήλης, όταν προλογίζοντας το βιβλίο του Πλάτανου “Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια” το 1963 του 'γραφε στον πρόλογο: “Ο νέος Λέσβιος λογοτέχνης Βασίλης Πλάτανος είναι ένας 'ταμένος' στην παράδοσή μας. Η συστηματική και λεπτομερής περιγραφή των Ελληνικών Λαϊκών Πανηγυριών, έγινε για το Β. Πλάτανο έργο ζωής”.
Ο Βασίλης Πλάτανος ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του πορεία από την εφημερίδαΔημοκράτης της Λέσβου, το 1950, και συνέχισε σε αρκετές της Αθήνας. Καταδεκτικός, έδινε συνεργασία του σε κάθε έντυπο του νησιού του που του ζητούσε συνεργασία. Γραμμένο άρτια, έστω κι αν επρόκειτο να δημοσιευθεί σε μια μικρή εφημερίδα χωριού.
Σε βλέπω, Βασίλη, καθώς απομακρύνεσαι, να βγάζεις το ναυτικό σου κασκέτο, να το κρεμάς σαν παλιός ξέμπαρκος ναυτικός, που ήσουν κάποτε, και να μας λες τους στίχους του Αντιφωνητή:
ξορκίζουμε τις νύχτες όρθιοι κατάντικρυτης ταραγμένης θάλασσας ξέμπαρκοι ναυτικοίπου εχάσαμε το θείο ναυάγιο για πάντα.Εις το επανιδείν