Ιούλιος Θεός
Γράφει: Οδυσσέας Ιωάννου/ protagon.gr
Έχω γράψει πολλά κείμενα για τον Ιούλιο. Σχεδόν ένα κάθε χρόνο, για περιοδικά κι εφημερίδες. Επαναλαμβάνομαι όσο επαναλαμβάνεται και ο Ιούλιος. Κατ’ αρχήν έτσι μετράω την ηλικία μου, με Ιούλιους. Γεννημένος Γενάρη, αλλά από τα γενέθλιά μου και μετά, όλον τον χρόνο τον βλέπω σαν μία ξέγνοιαστη κατηφόρα που βγάζει στο λούνα παρκ του καλοκαιριού. Θυμάμαι ταινίες που η ορθόπλωρη νεαρά του κάτω ορόφου, ανεβαίνει να ρωτήσει κάτι για τον ηλιακό ή να ζητήσει λίγη ζάχαρη, ή να πληρώσει τα κοινόχρηστα, φορώντας κάτι λίγο, κάτι μικρό, που αν έλειπε θα έδειχνε πιο ντυμένη… Μου έχει χαζοσυμβεί, μη φανταστείς όμως όπως στις ταινίες. Όλα τα καλά τα ζω στην περίμετρό τους. Και μια ζωή δυο πόντους έξω απ’ την ζωή… Ηδονές σε αναστολή.
Κόκα κόλα με πολλά παγάκια, ημίγυμνος, αεικίνητος μέσα στο σπίτι, ψάχνοντας τα περάσματα τού αέρα, να βυζάξω όση δροσιά μπορεί να χάσει τον δρόμο της και να περάσει από μία πόλη με σαράντα βαθμούς. Σταθερά αφηρημένος, αφημένος στα πονηρά γούστα του μυαλού, στις αντανακλάσεις των γυμνών ποδιών και ώμων στο απέναντι μπαλκόνι. Ακούω μια φωνή, σαν της μητέρας μου, κάποτε, παλιά “πότε θα μαζευτείς στο σπίτι επιτέλους;” “Καλά, έρχομαι”.
Ο Ιούλιος είναι μία διάθλαση. Τόσο έξω από την πραγματικότητα, τόσο μέσα στη ζωή όπως θα έπρεπε να είναι.
Είναι κι αυτή η πόρτα προς το Αιγαίο, το ομορφότερο κομμάτι του πλανήτη τέτοια εποχή, που σε ρουφάει σαν μαύρη τρύπα προς το φως. Ο ήλιος σού αλλοιώνει το σώμα, τα σκληρά σου μέταλλα έρμαια της τήξης, θα χυθούμε όλοι στην πρώτη θάλασσα που θα βρούμε στον δρόμο μας.
Φέτος, ένα πλασματάκι σαν μεθυσμένο βαρελάκι θα προσπαθεί να σταθεί όρθιο στην άμμο. Όρεξη να 'χεις να του μετράς τις τούμπες. Another one bites the dust. Οι ατελείωτες γάμπες της και το άδολο, καθαρό γέλιο, θα θυμίζουν στις παραιτημένες, τι σημαίνει να είσαι θηλυκό. Όσες πάρουν το μήνυμα θα αναστηθούν, για τις υπόλοιπες δεύτερη ζωή δεν έχει… Εξάλλου, δεν έχει βγει τυχαία η αναφώνηση “μωρό μου”!
Ορισμένες στιγμές περνάει μαύρη κορδέλα μπροστά από τα μάτια μου εκείνος ο στίχος των Συνήθων Υπόπτων “πόσα καλοκαίρια σου έμειναν ακόμα που θα ξεγλιστράς από του χάροντα το στόμα;” Κάποτε θα πληρωθεί η κρουστή ενοχή για όλους τους μικρούς φόνους που μας βαραίνουν. Κάποτε.
Σε φιλάω στον λαιμό και σκάνε τα χείλη μου από ιδρώτα και αλάτι. Με ρωτάς αν είναι όπως παλιά. Είναι Ιούλιος, αγάπη μου.