Skip to main content
|

Ο Δημητράκης της Σκάλας Σκαμιάς

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
7'
Λέξεις Κλειδιά :
Δώρα Κυριαζή

Το μακρυνό καλοκαίρι του '94 έχουμε νοικιάσει ένα ισόγειο δυαράκι του κυρ- Νίκου του Τσιλικλή στο δρόμο ίσα στη θάλασσα, καμμιά εκατοστή μέτρα κατηφοριά για το μικρό πανέμορφο λιμανάκι,της Σκάλας Σκαμιάς με το διάσημο εκκλησάκι της Παναγιάς Γοργόνας,στα βράχια του φυσικού μώλου,και την ιστορική μουριά, Σκαμιά του Στρατή Μυριβήλη.

Ήρθαμε για ένα μήνα στη Λέσβο, τουρισμό κ διακοπές και επιλέξαμε στα βορειοανατολικά του νησιού, για ορμητήριο το χωριό φίλων από τα φοιτητικά μας χρόνια,του Γιώργου κ της Κικής.

Ταχτοποιηθήκαμε, βολικό το σπίτι,με όλα τα χρειαζούμενα και μια υπέροχη μεγάλη αυλή με γιασεμί μοσχομυριστό και θεριεμένο να μας χωρίζει από τους γείτονές μας τον Θανάση κ τη Λένα.

Μπροστά μας ο στενός κεντρικός δρόμος και απέναντι υπερυψωμένο και τραβηγμένο με μεγάλο κήπο μπροστά ,το σπίτι του Δημητράκη!!

Το καλωσόρισμα από τους ντόπιους εγκάρδιο, διακριτικό, καμιά ερώτηση απρέπειας, άγνωστοι όλοι τους σε μας, μα είναι ο τρόπος τους όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια.

Ξεγελιεμαι ότι παίζει ρόλο η παρέα των φίλων μας, αλλά θαρθουν άλλα εννέα καλοκαίρια μέχρι το 2010 να βεβαιώσουν την στέρεη πια πεποίθηση μου ότι είναι μια ανοιχτόκαρδη ανεκτική κοινωνία με κουλτούρα φιλοξενίας και πραότητας.

Πρώτη μέρα κουραστική,πολλές οι εντυπώσεις, οι γνωριμίες,οι συστάσεις ,τα παιδιά μου που θέλουν να τα ζήσουν όλα. Επιστροφή στην αυλή μας, κατάκοποι, ποντάροντας σε ένα βαθύ λυτρωτικό ύπνο,η μυρωδιά από το γιασεμί λιγωτική και η μουσική από το απέναντι σπίτι"" μοσχοβολούν οι γειτονιές,βασιλικό κι ασβέστη" σε μέτρια ένταση με μια ψηλόλιγνη αντρική φιγούρα να κινείται με χάρη χορευτή ανάμεσα στα λουλούδια της αυλής του ,ενώ τα ποτίζει.

Υπέροχος ήχος,μοναδικά λόγια,εθνική φωνή και η μικρή μου κόρη να σημειώνει "επειδή είναι Σαββατόβραδο, έβαλε αυτό το τραγούδι ο ξανθός κύριος με το βραχιόλι;" Απορημένη από την πυκνότητα των πληροφοριών μέσα σε μια πρόταση και ανίκανη να απαντήσω επί της ουσίας ψελλίζω ένα " μάλλον" αφηρημένα,εντυπωσιασμένη από το τί καταγράφει το πεντάχρονο μυαλό των παιδιών.

Άντε πάμε για ύπνο , κλείνω τα φώτα της αυλής,και σε λίγο σταματά και η μουσική.

...........................

? Το πέλαγο είναι βαθύ και με κυλάει αφρίζοντας στου ορίζοντα την άκρη .?

Οι νότες ορμάνε μέσα από τις γρίλιες των παντζουριών ο Καζαντζίδης είναι αποφασισμένος να αγναντεύει μαζί μου το πέλαγος και γω δεν μένει παρά να πεταχτώ από το κρεββάτι να κλείσω τα πορτοπαράθυρα για να κόψω τον ήχο κ να παρατείνω τον ύπνο των δικών μου για λίγο ακόμη ,μέχρι να φτιάξω πρωϊνό σίγουρη για το προχωρημένο της ώρας.

Τη στιγμή που κλείνω τα τζαμλίκια στο δωμάτιο των παιδιών, ακούω τη φωνή της γειτόνισσας "Δημητράκη, κλείστο κομματέλι,κοιμόνται τα μωρέλια"

Δημητράκης! Αυτό είναι το όνομα!

φ

Ευκαιρία ,σκέπτομαι να δω τον ξανθό κύριο που πρόσεξε η Χριστίνα μου χθές,χωρίς να με βλέπει. Μέσα στον πρωινό ήλιο που χρυσίζει τα πάντα ,ένας νεαρός άντρας στέκει

καλοφτιαγμένος ψηλός,μάλλον πάνω από τριάντα,κατάξανθος με μαλλιά δαχτυλίδια,μεγάλο μέτωπο και καταγάλανα μάτια! Είναι μονάχος μέσα στο φως κι όμως το βλέμμα είναι στατικό, χαμένο, οι κινήσεις αργές σαν χορευτή ,με μια χαριτωμένη ντροπαλότητα,και μια θηλυπρέπεια που με αιφνιδιάζει και αποτραβιέμαι ταραγμένη από την διαπίστωση.

Η μουσική πιο χαμηλά ,να συντροφεύει τις στιγμές μας, καταπληκτικά ελληνικά τραγούδια του γούστου μας και μεις χαρούμενοι με την ευφορία που δημιουργεί ο άγνωστος γείτονας dj.

Βραδάκι βόλτα στο λιμανάκι και καταλήγουμε στην άκρη της προβλήτας όλη η παρέα των ενηλίκων για χαλαρή κουβέντα,σχέδια για το αύριο και το κορυφαίο θέμα πού και τί τρώμε και πίνουμε απόψε; Είμαστε όλοι στην χρυσή ηλικιακή δεκαετία 30-40 με εξαιρετικές αντοχές πεπτικού κ κυκλοφορικού συστήματος , οπότε θα δοκιμάσουμε ασυζητητί τους 20 τρόπους μαγειρέματος των κολοκυθοανθών,τους άλλους τόσους των τυροκατασκευών, τις ψαρούκλες του ανοιχτού Αιγαίου, τα άγρια μοσχαράκια και αμνοερίφια, απ'τα πλάγια του βουνού Μυριβήλη. Και θα πιούμε στην υγειά μας,ούζο από τα άπειρα του νησιού

Σε όλο το μήκος του λιμανιού οι ντόπιοι κατά παρέες φίλων,χώρια γυναίκες - άντρες κουβεντιάζουν, ρεμβάζουν,η νεολαία του χωριού σκαρφαλωμένη στα βράχια της Παναγιάς φωνάζει,

γελάει , τραγουδάει,ένα ευχάριστο βουητό.

Η φιγούρα που διαγράφεται να κινείται κατά μήκος του μώλου μου τραβάει την προσοχή. Περπατησιά διστακτική,λικνιστή χωρίς πρόκληση , ίσως γυναικεία,από ένα καλοφτιαγμένο αντρικό κορμί. Πλησιάζοντας κανείς δεν ασχολείται μαζί του από τους ντόπιους, ακούγονται κάνα δυο χαιρετισμοί "γειά σου Δημητράκη" ένα μικρό χαμόγελο και μια αδιόρατη κλίση του κεφαλιού η βουβή απάντηση, αφηρημένο βλέμμα , έφτασε στη παρέα μας, συνεχίζω να τον κοιτάζω ,με κοιτάζει, νομίζω ότι με βλέπει, ο φίλος μας ο Γιάννης τον χαιρετά, η αίσθηση χάνεται , προχωρά φτάνει στα ακραία βράχια του μώλου ,κινείται με προσοχή, κάθεται στραμμένος προς το πέλαγος,και χάνεται από το οπτικό μου πεδίο.

-Ποιος είναι αυτός; Ρωτάω την φίλη μου.

Α! Ο Δημητράκης, ξέρεις μένει με την μάνα του απέναντι από σας... Πολύ καλό παιδί, απίστευτα ήσυχο,από τα μικράτα του, υπήρξε λένε και καλός μαθητής, αλλά από τότε που πήγε στρατό και κάποια, χρόνια στην Αθήνα,είναι στον κόσμο του. Τι συνέβη τι έγινε δεν άκουσα ποτέ κάτι συγκεκριμένο. Πάντως το χωριό τον αγαπάει, γιατί είναι ψυχούλα.

Οι μέρες περνούσαν με ωραίες εκδρομές στο νησί,τυχαίες συναντήσεις με τον Δημητράκη το ξανθό άφυλο άγγελο της Σκάλας. Η φιγούρα του πάντα τυλιγμένη σε νότες,το συζητάω με τη Λένα που είναι η καλή του φίλη και εξαιτίας της ακούμε τη φωνή του , φωνή ήσυχη, επίπεδη με ωραίο ηχόχρωμα

"Καλημέρα Λένα"

Δημητράκη, η Δώρα από δω, και με δείχνει λέει ότι τα τραγούδια που βάζεις είναι ένα και ένα. Αρέσουν σε όλη την οικογένεια.

Φώτισε το πρόσωπό του, γελαστός στράφηκε σε μένα και με "είδε"!

Γειά σου Δημητράκη,του είπα.

Μου χαμογέλασε με μια παιδική ντροπαλότητα , γύρισε απότομα και μπήκε στο σπίτι του. Κοιταχτηκαμε με την Λένα, ανασηκώσε τους ώμους της με παραίτηση και στραφήκαμε να μπούμε στα σπίτια μας.

?Τί θέλεις απ' τα νιάτα μου που είναι πικραμένα, δεν ξέρεις τι θα πει καϋμός, τί θέλεις από μένα!

Σου μιλάει φιλενάδα, μου ψιθυρίζει γεμάτη χαρά η Λένα.

Αχ! ρε Μίκη με τη μουσική σου,σε λόγια Τριπολίτη από το βαθύ λαρύγγι του Στέλιου,τι μου κάνετε. Η συναισθηματική νοημοσύνη του Δημητράκη υψηλή. Μου δείχνει ποιός είναι.

?Εγώ περπάτησα γυμνός εγώ βαδίζω μόνος, μου γίνε ρούχο ο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος.

Ανατρίχιασα, στάθηκα αντίκρυ στο σπιτικό του, σίγουρη ότι είναι εκεί,πίσω από την κουρτίνα κάποιου παράθυρου. Δεν βγήκε. Περίμενα. Τέλειωσε το τραγούδι. Σιγή. Ήταν πολύ γι'αυτόν. Ήταν εξομολόγηση!

Άφαντος για δύο μέρες,εμείς λείπουμε ώρες από το σπίτι,το δεύτερο βράδυ γυρίζοντας από κρασοκατάνυξη αράζουμε στην αυλή και σιγοτραγουδάμε κυρίως τα παιδιά μου με τις ωραίες τους ολόσωστες φωνές:

"Παρ'το στεφάνι μας Παρ'το γεράνι μας στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή"

Την άλλη μέρα όταν βγήκα στην αυλή να στρώσω το τραπέζι για πρωινό,ήταν πλεγμένα στα κάγκελα της αυλόπορτας ένα ματσάκι γεράνια.

Ψυχή μου ,ο Δημητράκης!!

δδ

Πήρα ένα ποτήρι,έβαλα νερό και τα γεράνια και τ'απόθεσα στο τραπέζι τη αυλής , κοιτώντας απέναντι,για να τον ευχαριστήσω. Καμία κίνηση ούτε στη αυλή, ούτε στο ορθάνοιχτο σπίτι.

Έκατσα συγκινημένη στην πολυθρόνα της αυλής, πήρα το βιβλίο που μου κάναν δώρο τα παιδιά μου για το καλοκαίρι, ""το σκισμένο ψαθάκι"" κάποιας Αλκυόνης Παπαδάκη και προσπάθησα να βυθιστώ στην ανάγνωση . Όχι, δεν μπορώ να διαβάσω,δεν είμαι συγκεντρωμένη,δεν μαφηνουν τα λουλούδια.. αυτός ο φευγάτος άνθρωπος με την απουσία λόγου και το χορευτικό του βάδισμα .

Διάολε,παρατάω το βιβλίο,βουτάω το πορτοφόλι και κατηφορίζω για το φούρνο. Λίγο πριν στρίψω αριστερά στο στενό ακούω τη φωνή του Χρήστου

-Ε καλά,θεια - Μαρίτσα επειδή τα δικά μου είναι μαύρα δεν με τά χάιδεψες ποτές. Μόνο στον Δημητράκη έχεις αδυναμία.

-Τι θες μαρέ; Ναι,τόχω γιατί είναι άγγελος. Ο καλύτερος!

Στρίβω χωρίς να σταθώ,λέω

Καλημέρα χωρίς να κοιτάξω ,βαδίζω βιαστικά ανεβαίνω τα σκαλοπάτια και πριν μπω στο φούρνο,ρίχνω μια κλεφτή ματιά πίσω. Ο Δημητράκης στο σκαμνί δίπλα στην πολυθρόνα της θεια-Μαρίτσας,αυτή να του χαϊδεύει τα μαλλιά και ο Χρήστος να τους κογιονάρει από δίπλα.

Μια εικόνα αγάπης κ τρυφερότητας για τον Δημητράκη Καλογιάννη!

Όταν ξαναβγήκα από το φούρνο η παρέα το'χε διαλύσει. Σταμάτησα για τσιγάρα στο Γιαννή και πήρα από ένα πύραυλο κρέμα σοκολάτα για τον καθένα μας.Έτσι βρε αδελφέ,γιατί είχα υπέροχη διάθεση και ήθελα να ακούσω τα ξεφωνητά των παιδιών από την έκπληξη και να προκαλέσω την σφιχτή αγκαλιά τους. Ήμουν σε τόπο όμορφο, αγαπησιάρικο, ειρηνικό, διακοπές, με τους αγαπημένους μου, με φίλους ,με ωραίους άγνωστους γνωστούς που μαζί με τα ρέστα σου δίνουν και δύο big babol τσιχλόφουσκες για τα παιδιά,ή βάζουν ένα μπουρεκάκι έξτρα στη μερίδα της Χριστίνας.

Μα το πιο σπουδαίο αποδέχονται, αγαπάνε και νοιάζονται τον πεπτωκότα Άγγελο τους.

Οι μέρες μας στο νησί φτάνανε στο τέλος. Η μία καλύτερη από την άλλη. Πάντα με μουσικές. Εμείς σαν οικογένεια σε νέο έρωτα, μικρασιατικά και καρσιλαμάδες,μετά και τα τοπικά πανηγύρια.

Και ο Δημητράκης με νέο αξεσουάρ, ένα ψάθινο καπέλο!!

Ήταν άραγε σχισμένο;

Την μέρα της αναχώρησης , βγάζω τα πράγματα,βαλίτσες,σακ- βουαγιαζ, τσάντες στη αυλή,έτοιμα για φόρτωση. Ο Δημητράκης τραβηγμένος στο βάθος, στη μικρή βεραντούλα του,με το εφαρμοστό μακρύ σορτς ποδηλάτη, με τη χαλαρή αμάνικη μακό ροζ ξεβαμμένη φανέλα και το ψαθάκι του , παρότι είναι στη σκιά, στέκεται ακίνητος,πετρωμένος.

Ένας κόμπος στο λαιμό μου ,δεν λέει να κατέβει,το λέω στα παιδιά ,και αυτά μου λένε πως'"ο Δημητράκης μαμά πάντα μας κοίταζε στο μώλο και όταν τον χαιρετάγαμε , κινούσε λίγο την παλάμη του. Μόνο σε μας μαμά, να ξέρεις."'

Άντε έφτασε η ώρα , ήρθαν και οι Κική,ο Γιώργος,ο κυρ- Νίκος η Λένα από δίπλα ,είπαμε τα συγκινητικά μας,φορτώσαμε τα πράγματα γρήγορα γιατί κλείναμε το δρόμο και σαν από συνεννόηση,γυρίσαμε και οι τέσσερις μαζί κατά το απέναντι σπίτι και φωνάξαμε:

Γειά σου Δημητράκη!

Έβγαλε το ψαθάκι, το σήκωσε στο ύψος του στήθους και το κίνησε αργά,δεξιά - αριστερά.

Φύγαμε, και για αρκετή ώρα είμασταν αμίλητοι.

Την άλλη χρονιά μείναμε από επιλογή στο ορεινό χωριό τη Σκαμιά. Χάθηκε η ολοήμερη συναναστροφή με τους ανθρώπους της Σκάλας.

Στην συνάντηση μας με τον Δημητράκη στο μώλο, τίποτα στο βλέμμα του δεν έδειξε να μας αναγνωρίζει.

Όμως στης Παναγιάς Γοργόνας τα ράχτα κάθε απόγευμα όπως ο ήλιος αρχίζει να χαμηλώνει κοκκινίζοντας, ένα ανδρόγυνο πλάσμα στέκεται και τον κατευοδώνει ,σκιάζοντας τα καταγάλανα πανέμορφα αθώα μάτια του με ένα σχισμένο ψαθάκι.

616

* Δώρα Κυριαζή

Ιούνιος  2021

δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα "Σκαμιά"

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία