Σταύρος Σκοπελίτης: η υπεράσπιση της ελαιοκαλλιέργειας είναι υπόθεση όλων μας
Χρόνος ανάγνωσης :
4'Γράφει: Σταύρος Σκοπελίτης / τ. Βουλευτής ΚΚΕ Λέσβου
Ο Λεσβιακός ελαιώνας κάρπισε, κι αν όλα πάνε καλά, φέτος θα έχουμε μια πολύ καλή μαξουλοχρονιά. Βέβαια πολλοί θα είναι εκείνοι που θα πουν, ότι πέρασαν οι εποχές εκείνες που μια καλή ελαιοπαραγωγή θεωρούνταν «ευλογία θεού» και δεν θα έχουν άδικο. Όμως όσο το δίκιο τους κι αν είναι βουνό, σε καμιά περίπτωση αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο να στρέψουμε τα νώτα μας σ’ αυτήν την καλλιέργεια.
Κι αυτό δεν αφορά μόνο τους ελαιοπαραγωγούς αλλά το σύνολο των κατοίκων του τόπου μας. Δεν έχει να κάνει μόνο με το χθες του τόπου μας, που είναι άρρηκτα δεμένο μ’ αυτήν την καλλιέργεια, αλλά και με το αύριο του.
Έχουμε τονίσει πολλές φορές, ότι το βασικό προϊόν της ελαιοκαλλιέργειας, το ελαιόλαδο, ούτε έφαγε, ούτε πρόκειται να φάει τα «ψωμιά» του. Κι αυτόγιατί είναι ένα προϊόν δεμένο άρρηκτα με την διατροφή του ανθρώπου και μάλιστα την υγιεινή του διατροφή. Γι’ αυτό εξάλλου και κατακτά καινούργιες αγορές, σ’ όλες τις ηπείρους, από την Αυστραλία και την Ασία έως την Αμερική.
Έχουμε ακόμα τονίσει και αναλύσει πολλές φορές ότι τα προβλήματα που τα τελευταία χρόνια έχουν παρουσιαστεί και τα οποία οδήγησαν στηναπαξίωση αυτής της καλλιέργειας, δεν οφείλονται σε κανένα άλλο λόγο παρά μόνο σε εκείνον που έχει σχέση με την πολιτική που προωθούσαν και προωθούν η ΕΕ και οι Ελληνικές Κυβερνήσεις, προκειμένου να υλοποιήσουν το στόχο τους, της συγκέντρωσης της γης και της παραγωγής σε λίγα χέρια, αδιαφορώντας για τα προβλήματα που δημιούργησαν στους μικρομεσαίους παραγωγούς και στις τοπικές οικονομίες.
Μια πολιτική που δεν άφησε τίποτα όρθιο απ’ ότι υπήρχε και παρείχε κάποια προστασία στον μικρομεσαίο ελαιοκαλλιεργητή αφού ικανοποιώντας τις απαιτήσεις των εμποροβιομηχάνων.
- Κατάργησε τις τιμές παρέμβασης που μπορεί να μην ι κ α ν ο π ο ι ο ύ σ α ν πλήρως τον παραγωγό, όμως τον διασφάλιζαν ένα μίνιμουμ εισόδημα.
- Άνοιξε πλήρως την αγορά της χώρας μας στις εισαγωγές ελαιολάδου από τρίτες χώρες (Μαρόκο, Τυνησία κ.λ.π.) και στις παράνομες ελληνοποιήσεις ελαιολάδου.
- Κατάργησε τη διατίμηση των προϊόντων στην αγορά με αποτέλεσμα να καταληστεύεται από τους εμποροβιομήχανους και τους μεγαλοκαταστηματάρχες οι λαϊκοί καταναλωτές. Αυτό γίνεται και με το λάδι που το πουλούν στην τριπλάσια τιμή απ’ αυτή που το πήραν από τον παραγωγό.
- Έδωσε τη δυνατότητα στους βιομήχανους και καθορίζουν τις τιμές των εφοδίων και των ειδών και μέσων καλλιέργειας με γνώμονα τα υπερκέρδη τους, με αποτέλεσμα να κ α τ α λ η σ τ ε ύ ο υ ν τον παραγωγό και να ανεβάζουν το κόστος παραγωγής.
- Κατάργησαν μια σειρά επιδοτήσεων που δινόταν με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση του κόστους παραγωγής.
Πέρα από τις καταργήσεις αυτές, επέβαλλαν και μια σειρά αντιλαϊκά μέτρα, όπως:
- Επιβολή πλαφόν στην παραγωγή.
- Αποδέσμευση της επιδότησης από την παραγωγή.
- Απελευθέρωση των εισαγωγών από τρίτες χώρες (Μαρόκο, Τυνησία).
Αν δεν υπήρχε αυτή η πολιτική, για την οποία ευθύνονται πέρα από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και όλα τ’ άλλα κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑ.Ο.Σ, ΔΗΜΑΡ, Ανεξ. Έλληνες), πλην του ΚΚΕ, και υπήρχε το ελάχιστο ενδιαφέρον από πλευράς κράτους, το ελληνικό ελαιόλαδο, που αναγνωρίζεται και είναι το καλύτερο του κόσμου, δε θα είχε κανένα πρόβλημα στη διάθεση του σε τιμές που θα ικανοποιούσαν το παραγωγό.
Αντί λοιπόν να τα παρατάμε και να απομακρυνόμαστε ή να μένουμε απλοί θεατές της συρρίκνωσης και της καταστροφής της ελαιοκαλλιέργειας, να κάνουμε εκείνο που επιβάλλεται. Να δώσουμε τον αγώνα ενάντια σ’ αυτήν την πολιτική και σε εκείνες που την προωθούν και να απαιτήσουμε να παρθούν μέτρα για την προστασία της ελαιοπαραγωγής, που στις σημερινές αφόρητες, και για τον μικρομεσαίο αγρότη, οικονομικές συνθήκες που έχουν δημιουργήσει οι ελληνικές κυβερνήσεις, η ΕΕ και το ΔΝΤ, θα αποτελούσε οικονομική ανάσα γι’ αυτούς.
Τα μέτρα αυτά και για τα οποία έδωσε αγώνες η ΣΕΑ-ΠΑΣΥ και βέβαια το ΚΚΕ και εδώ στον τόπο μας, αναφέρονταν:
- Στη θεσμοθέτηση κατώτερης τιμής στο ελαιόλαδο που να καλύπτει το κόστος παραγωγής και να αφήνει ένα ικανοποιητικό εισόδημα για τον παραγωγό για να μπορεί να επιβιώνει και να συνεχίζει τις καλλιεργητικές του προσπάθειες.
- Στην προστασία της εγχώριας παραγωγής από τις αθρόες εισαγωγές.
- Στην επανασύνδεση της επιδότησης με την παραγωγή. Στο να γίνουν τα απαιτούμενα έργα (αγροτική οδοποιία κ.λ.π.) που θα μειώσουν το κόστος παραγωγής.
- Στο να μην διαχωριστούν οι αγρότες σε «ενεργούς» και «ανενεργούς» που προβλέπει η νέα ΚΑΠ.
- Στο να παρθούν μέτρα που θα βελτιώσουν το επίπεδο ζωής στην ύπαιθρο, με την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών στους τομείς της υγείας και της παιδείας και βέβαια την αύξηση των αγροτικών συντάξεων.
Αυτός ο αγώνας για τα παραπάνω προβλήματα επιβάλλεται να συνδεθεί με εκείνον για μια άλλη πολιτική στον αγροτικό τομέα. Μια πολιτική που προτείνει και παλεύει το ΚΚΕ, στα πλαίσια της οποίας ο μικρομεσαίος αγρότης δεν θα μοχθεί στο χωράφι και στο κοπάδι για να κερδίζουν οι εμποροβιομήχανοι, αλλά για να ζήσει αυτός και η οικογένεια του, μια ζωή που τους αξίζει.
Αυτή η πολιτική με μοχλούς τις μεγάλες κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις του αγροτικού τομέα και τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς, θα οδηγήσει στην ανάπτυξη της αγροτικής μας παραγωγής, εξασφαλίζοντας φτηνά, ποιοτικά και υγιεινά για την ανθρώπινη διατροφή, προϊόντα. Συνάμα θα απαλλάξει τη χώρα μας από τις εισαγωγές και την οικονομική αιμορραγία που επιφέρουν.
Αυτή η πολιτική βέβαια για να δρομολογηθεί απαιτεί να έρθει στην εξουσία μια λαϊκή κυβέρνηση που θα εφαρμόσει μια πολιτική που θα κινείται στην ίδια όχθη με τα λαϊκά συμφέροντα.
Μια λαϊκή κυβέρνηση που δε θα την επιβάλλει κανείς «από μηχανής θεός» αλλά ο αγώνας των πλατιών λαϊκών μαζών και κύρια των εργαζομένων.
Προϋπόθεση γι’ αυτό η ενίσχυση του ΚΚΕ. Κι αυτό αφορά και την ενίσχυση της επιρροής του στη μικρομεσαία αγροτιά αλλά και της εκλογικής τουδύναμης σ’ αυτές τις εκλογές της 17ης του Ιούνη.
-----
αρχική δημοσίευση: εφημερίδα ΝΕΟ ΕΜΠΡΟΣ