Θυμάμαι
Γράφει η Φρόσω Τερζόγλου *
Απρίλιος 2016, Θεσσαλονίκη
Τελευταίο έτος σχολής, επιλέγω μάθημα σχετικό με το Προσφυγικό ζήτημα και την ενσωμάτωση. Μια Μ.Κ.Ο. της πόλης επισκέπτεται το πρώτο μάθημα μας και ρωτάει ποιος/α ενδιαφέρεται για εκπαιδευτικές δράσεις στα Διαβατά, στο camp των προσφύγων. Δηλώνω απευθείας συμμετοχή. Μέχρι τότε η εμπειρία που είχα με το προσφυγικό ήταν οι ιστορίες του παππού μου, που ήρθε πρόσφυγας από Ανατολική Θράκη, αυτά που έβλεπα να συμβαίνουν σε όλον τον πλανήτη και τα ρατσιστικά σχόλια σε άρθρα, στην τηλεόραση, στο δρόμο, σε παρέες, που όσο προσπαθούσα να τα καταλάβω άλλο τόσο έχανα την ελπίδα μου για τον κόσμο.
Η μέρα για τα Διαβατά φτάνει. Νωρίς το πρωί παίρνω αστικό από Αγγελάκη για το camp. Καταλαβαίνω ότι πλησιάζουμε από τους ανθρώπους που περπατάνε, όπως τους βλέπω από τα παράθυρα του λεωφορείου: ζευγάρια, οικογένειες, καρότσια, άνθρωποι μόνοι που ποιος ξέρει αν έχουν επιλέξει αυτή τη μοναξιά της βόλτας τους ή αν η μοναξιά είναι η μόνη τους παρέα. Ερώτημα φιλοσοφικό, υπαρξιακό, ανθρώπινο, που με κάνει να γίνομαι ένα μαζί τους, πίσω από το τζάμι, προσπαθώντας για λίγες στιγμές να νιώσω δίπλα τους και να με νιώσουν και αυτοί.
Είμαστε εκεί. Να μην τα πολυλογώ, η πρώτη φορά που φτάνεις σε ένα camp, συνοδεύεται από έναν μόνιμο κόμπο στο λαιμό. Μέχρι που έρχεται η στιγμή να γνωρίσω τα παιδιά: όποιος έγραψε ότι τα παιδιά είναι η ελπίδα θα έπρεπε να είχε γνωρίσει αυτά τα παιδιά. Κολλητή μου τη μέρα αυτή η Μύριαμ, οχτώ χρονών, από Συρία, με τον αδερφό και τη μαμά της. Σπίτι της, μια μεγάλη σκηνή, παιχνίδια της τα παιχνίδια κάποιων άλλων παιδιών, ρούχα της τα ρούχα κάποιων άλλων παιδιών. Το μυαλό της όμως δικό της και μοναδικό. Ζωγραφίσαμε για ώρες, γράψαμε τα ονόματα μας, έγινε η μικρή μου αδελφή. Περάσαμε ωραία, την αγκάλιασα και υποσχέθηκα ότι δεν θα τη ξεχάσω-δεν γινόταν άλλωστε.
Σεπτέμβριος 2017, Λέσβος
Πρώτη χρονιά στο νησί, το λάτρεψα και το γύρισα όσο κανένα άλλο. Υπέροχες παραλίες, υπέροχα φαγητά, ένας όχι και τόσο τουριστικός τόπος που όμως έγινε γνωστός παγκοσμίως το φθινόπωρο του 2015. Όσοι δεν το είδατε με τα μάτια σας, δεν ξέρετε τι σημαίνει, μαρτυρούσαν οι ντόπιοι για τις προσφυγικές ροές, τις χιλιάδες των ανθρώπων που έφταναν μέσω θάλασσας στις παραλίες που επισκέφτηκα αργότερα, που τίποτε δεν έδειχνε ότι προηγήθηκαν τέτοιες στιγμές. Ή ίσως και να υπήρχε κάποιο κομμάτι από σωσίβιο ή από ρούχο ή κάποια ιστορία από αυτές που υπάρχουν για να μην ξεχνάμε.
Οι μέρες πέρασαν κι επισκέφθηκα ως εθελόντρια τον προσφυγικό καταυλισμό της Μόρια, αντιμέτωπη με συνθήκες χειρότερες από αυτές που είχα συναντήσει στη Θεσσαλονίκη ένα χρόνο πριν. Πλησίαζε η ώρα του συσσιτίου. Αυτή τη φορά φίλος μου έγινε ο εντεκάχρονος Αμίρ, που βρισκόταν εκεί με τον αδελφό και τον πατέρα του. Κρατούσε ένα κινητό και λικνιζόταν στους ρυθμούς της μουσικής. Έτρωγε γρήγορα το φαγητό του και ξαναέμπαινε στην ουρά για άλλο. Δεν θα τον αφήσεις να πάρει άλλο, μου είπε η υπεύθυνη. Στην κουζίνα το φαγητό ήταν περισσότερο από αρκετό. Εγώ δεν είχα πια όρεξη. Ο Αμίρ πεινούσε αλλά δεν ξέρω αν η πείνα αυτή ήταν περισσότερο για το φαγητό ή για λίγη αγάπη και σημασία, κάποιον που θα του πει ότι όλα θα πάνε καλά- και θα το εννοεί.
Την τελευταία φορά που βρέθηκα στο camp είχα πάρει μαζί μια σοκολάτα για να του τη δώσω, αλλά αυτήν τη φορά άφαντος. Άφησε την εδώ και θα του τη δώσουμε, είπε ένας εθελοντής αλλά δεν ξέρω αν τον πίστεψα. Αυτή τη φορά δεν υπήρξε ούτε αγκαλιά, ούτε αντίο ούτε υποσχέσεις ότι δεν θα τον ξεχάσω- δεν γίνεται άλλωστε.
Σεπτέμβριος 2019, Σουηδία
Έχουν περάσει δύο, τρία χρόνια από τότε αλλά αυτές οι εμπειρίες καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό αυτό που είμαι σήμερα και αυτό που θέλω να δω τριγύρω μου αύριο. Αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου σε θέματα σχετικά με τη Μετανάστευση, να ζήσω σε μια άλλη χώρα. Έμαθα και είδα ότι μπορεί να υπάρξει ένταξη των προσφύγων στην κοινωνία, να εισαχθούν τα προσφυγόπουλα σε σχολείο ειδικά σχεδιασμένο για τις ανάγκες τους, με εκπαιδευτικούς που μιλούν τη μητρική τους γλώσσα. Να βοηθηθούν οι ενήλικες για τη μόρφωση και την εργασία τους, σε δωρεάν χώρους εκμάθησης της γλώσσας και φυσικά ότι δεν υπάρχει κοινωνία τέλεια, χωρίς προβλήματα αλλά σίγουρα όταν υπάρχει θέληση από τα κυβερνητικά όργανα και τους πολίτες μπορεί να παραγκωνιστεί η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, οι προχειρότητες και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον Άλλον.
Ταξιδεύω πίσω στην Ελλάδα και στις ειδήσεις ανακοινώνεται ο θάνατος της κυρίας Μαρίτσας, της μιας από τις τρεις γιαγιάδες που απαθανάτισε ο φωτογράφος Λευτέρης Πάρτσαλης, να κρατάνε ένα μωρό προσφύγων και να το ταΐζουν, πίσω στο 2015. Η κυρία αυτή έγινε γνωστή παγκοσμίως, δεν θα ξεχαστεί από πολλούς και μέσα από τις ιστορίες θα μένει ζωντανή.
3 χρονικές στιγμές, 3 ιστορίες μνήμης, λοιπόν.
Η Μνήμη έχει δύναμη, διαμορφώνει ταυτότητα και ιδεολογία. Θυμάμαι σημαίνει δεν ξεχνώ, σέβομαι, αναλύω, ψάχνω τα αίτια ενός γεγονότος αλλά και πως θα το επεξεργαστώ. Ειδικά για την Ελλάδα, με μια ιστορία προσφυγιάς στην πλάτη της, η μνήμη μπορεί να αποτελέσει τη βάση αυτή πάνω στην οποία οι τοπικές κοινωνίες και οι εθνικές αποφάσεις θα δημιουργήσουν περιβάλλοντα ένταξης, ισότητας, συνεργασίας και εξέλιξης. Όσο δεν ξεχνάμε τους ανθρώπους και ό,τι αυτοί κουβαλάνε.
*Το "Θυμάμαι" από την Φρόσω Τερζόγλου είναι ένα από τα 12 κείμενα που διακρίθηκαν στον διαγωνισμό της ActionAid «Write for Inclusion»