Skip to main content
|

Γιατροί Χωρίς Σύνορα: Σοβαρές οι επιπτώσεις στην υγεία των αιτούντων άσυλο από την παράταση του περιορισμού κυκλοφορίας

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
3'

Όταν ο κορωνοϊός έφτασε στην Ελλάδα, περισσότεροι από 30.000 αιτούντες άσυλο και μετανάστες ζούσαν στα κέντρα υποδοχής των ελληνικών νησιών σε απαράδεκτες συνθήκες χωρίς πρόσβαση σε βασική υγειονομική περίθαλψη ή υπηρεσίες.

Τον Μάρτιο του 2020, ο περιορισμός της κυκλοφορίας που επέβαλε η κυβέρνηση ως μέτρο κατά της COVID-19 σήμαινε ότι αυτοί οι άνθρωποι, το 55% των οποίων είναι γυναίκες και παιδιά, ήταν αναγκασμένοι ουσιαστικά να παραμείνουν σε αυτά τα υπερπλήρη και ακατάλληλα κέντρα χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τις επικίνδυνες συνθήκες που αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους.

Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν υπάρξει περιστατικά κορωνοϊού σε κανένα από τα κέντρα υποδοχής στα ελληνικά νησιά και παρόλο που η ζωή έχει επιστρέψει στους κανονικούς ρυθμούς για τον τοπικό πληθυσμό και τους τουρίστες, τα περιοριστικά μέτρα για τους αιτούντες άσυλο και τους μετανάστες που εντείνουν τις διακρίσεις εξακολουθούν να παρατείνονται κάθε δύο εβδομάδες.

Σήμερα, οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν σε αυτούς τους καταυλισμούς συνεχίζουν να βρίσκονται κάτω από άθλιες συνθήκες, γεγονός που επιδεινώνει την σωματική και ψυχική τους υγεία.

«Οι εντάσεις έχουν αυξηθεί δραματικά και υπάρχει πολύ περισσότερη βία μετά τον περιορισμό κυκλοφορίας. Και το χειρότερο είναι ότι ακόμη και τα παιδιά δεν μπορούν πλέον να ξεφύγουν από αυτό», λέει ο Μοχτάρ, πατέρας ενός ασθενούς των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην κλινική που προσφέρει υπηρεσίες ψυχικής υγείας σε παιδιά. «Το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω πριν για να βοηθήσω τον γιο μου ήταν να τον πάρω μακριά από τη Μόρια. Για μια βόλτα ή για κολύμπι στη θάλασσα, σε ένα ήσυχο μέρος. Τώρα έχουμε παγιδευτεί».

Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα δεν μπορούν να παραμείνουν σιωπηλοί μπροστά σε αυτή την κατάφωρη διάκριση, καθώς ο περιορισμός της κυκλοφορίας που επιβάλλεται στους αιτούντες άσυλο μειώνει δραματικά την ήδη περιορισμένη πρόσβασή τους σε βασικές υπηρεσίες και ιατρική περίθαλψη. Στην παρούσα φάση της επιδημίας COVID-19 στη χώρα, αυτό το μέτρο είναι απολύτως αδικαιολόγητο από άποψη δημόσιας υγείας – είναι διάκριση για τα άτομα που δεν αποτελούν τα ίδια κίνδυνο και συμβάλλει στον στιγματισμό τους, ενώ τα εκθέτει σε περισσότερους κίνδυνος.

«Οι περιορισμοί κυκλοφορίας των μεταναστών και των προσφύγων στον καταυλισμό έχουν επηρεάσει δραματικά την ψυχική υγεία των ασθενών μου», λέει ο Γρηγόρης Καβαρνός, ψυχολόγος στην κλινική των Γιατρών Χωρίς Σύνορα για τους επιζώντες βασανιστηρίων στη Λέσβο. «Εάν εσείς και εγώ αισθανθήκαμε άγχος και εκνευρισμό κατά την περίοδο της καραντίνας στα σπίτια μας, φανταστείτε πώς νιώθουν οι άνθρωποι αυτοί που έχουν υποστεί πολύ τραυματικές εμπειρίες και τώρα πρέπει να παραμείνουν εγκλωβισμένοι σε έναν καταυλισμό όπως η Μόρια - ένα μέρος όπου δεν μπορούν βρουν ηρεμία, δεν μπορούν να βρουν έναν ιδιωτικό χώρο και πρέπει να σταθούν στην ουρά για φαγητό, για τουαλέτα, για νερό, για τα πάντα.»

Η COVID-19 δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την κράτηση μεταναστών και προσφύγων. Συνεχίζουμε να ζητάμε τη μεταφορά ανθρώπων, ειδικά εκείνων που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου για την COVID-19, από τα κέντρα υποδοχής σε ασφαλή καταλύματα. Οι συνθήκες σε αυτά τα κέντρα δεν είναι αποδεκτές υπό κανονικές συνθήκες, και έχουν γίνει ακόμη πιο επικίνδυνες εστίες βίας, νοσηρότητας και δυστυχίας όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να μετακινηθούν λόγω αυθαίρετων περιορισμών.

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία