Ταξίδι στο Χθες

13/02/2022 - 16:00

Φαρμακεία και Φαρμακοποιοί της Μυτιλήνης

Στα χρόνια τα παλιά, ας πούμε στις αρχές του προλαβόντος αιώνος, στη μικρή μας πόλη, ευτυχήσαμε να έχουμε, αρκετά φαρμακεία, αλλά και πολύ καλούς, έως άριστους, Φαρμακοποιούς, που ενέπνεαν σεβασμό και εμπιστοσύνη στους συμπολίτες μας, με την άριστη επιστημονική του κατάρτιση.

Τα φαρμακεία, της τότε εποχής, ήταν και χώροι κοινωνικών συναθροίσεων και μαζί με τα κουρεία και τα ραφεία της πόλης, αποτελούσαν οιονεί μικρά βουλευτήρια, όπου πολλοί εκ των συμπολιτών μας, περνούσαν την ώρα τους, διαλεγόμενοι μεταξύ τους, ασκούντες, αυτήν την τόσο χρήσιμη κοινωνική κριτική, που ενίοτε έπαιρνε και τη μορφή, ενός καλοπροαίρετου (πάντα) κουτσομπολιού.

Σήμερα όμως, θα μιλήσουμε αποκλειστικά για τα φαρμακεία και για μια, εξέχουσα προσωπικότητα του κλάδου τους. Έμμεσα όμως, θα συμπεριλάβουμε και κάποιους άλλους, στο βαθμό, που είναι απαραίτητη, η αναφορά μας και σαυτούς, έτσι για την καλύτερη προσέγγιση του θέματός μας!

Δεν ξέρω το λόγο, που τα φαρμακεία της τότε εποχής, έπρεπε την σοβαρότητα τους, να την εξαντλούν στον εσωτερικό τους διάκοσμο. Κι αυτό φαίνονταν ξεκάθαρα, από το χρώμα που προτιμούσαν, για τις προθήκες τους, αλλά κυρίως για την εσωτερική τους διακόσμηση, που, όλες μα όλες, ήταν σκούρες καφέ, με τζάμια, που τις έκαναν περίκλειστες και σχεδόν απωθητικές. Και μέσα τους, ερμητικά κλεισμένα μπλε- μωβ μπουκάλια και μπουκαλάκια, που το περιεχόμενο τους, σκόνες και αλοιφές, αποκτούσε μια μυστική διάσταση, κάποιου μαγικού ελιξιρίου ή την θεραπευτική ιδιότητα ενός μοναδικού "γιατροσόφι", που οι αγωνιώντες ασθενείς, θεωρούσαν ότι ήταν και η σωτηρία τους. Αυτό, από μόνο του, λειτουργούσε αποτελεσματικά, για τον πάσχοντα, που στο πρόσωπο του φαρμακοποιού, έβλεπε τον σωτήρα του.

Τότε τα φάρμακα, δεν ήταν σαν τα σημερινά, βαλμένα σε πολύχρωμα ελκυστικά κουτάκια, επιμελώς τακτοποιημένα σε συρτάρια και συρταράκια. Τα φάρμακα της τότε εποχής, πλην των εργαστηριακά παραγομένων αλοιφών και κάποιων τυποποιημένων "σκονών", φτιάχνονταν από τους φαρμακοτρίφτες, υπό την εποπτείαν των φαρμακοποιών και κατ' εντολήν του θεράποντος ιατρού, που στη "ρετσέτα" που έδινε στον ασθενή, την (συνταγή δηλαδή ) συνταγογραφούσε και το φάρμακο, που ήθελε. για τον ασθενή του.

Κι ο φαρμακοποιός, από τη μεριά του, φρόντιζε να εκτελεί την συνταγή, σύμφωνα με τις υποδείξεις του γιατρού, αναθέτων την σχετική εργασία στον βοηθό του, εμπειρικό φαρμακοποιό, εξειδικευμένο στην παρασκευή του κάθε λογής φαρμάκου.

ψ

Στη Μυτιλήνη, των χρόνων εκείνων, υπήρξαν ονομαστοί φαρμακοτρίφτες βοηθοί, πολύτιμοι συνεργάτες των φαρμακοποιών. Θα μιλήσω για έναν απ' αυτούς που έφτασα κι εγώ.

'Ήταν, ο συνεργάτης του κυρ Μανώλη του Τσόχατζη, ενός προσηνούς και άριστου φαρμακοποιού, που και μόνο η παρουσία του στο φαρμακείο του, σε γέμιζε εμπιστοσύνη.

Είχε λοιπόν συνεργάτη και συνεταίρο του, τον κ. Ζουμπούλη, έναν αξεπέραστο " φαρμακοτρίφτη", ονομαστό για την επιδεξιότητα του στην παρασκευή των συνταγογραφημένων φαρμάκων, από τους συντοπίτες γιατρούς μας. Πάντα εργαζόμενος, στο μέσα μέρος του φαρμακείου, αθόρυβος πίσω από μια κουρτίνα, σαν άλλος αλχημιστής, έφτιαχνε αλοιφές και καταπότια (σκονάκια) θεραπευτικά, για τους πάσχοντες πελάτες του φαρμακείου. Οι τότε βοηθοί των φαρμακείων, για λόγους βιοπορισμού, ασκούσαν επιτυχώς και το επάγγελμα του "ενεσιολόγου". Τότε οι ενέσεις, ήταν του συρμού, και μπορώ να πω, σχεδόν απαραίτητες, για τη θεραπευτική αγωγή που συνιστούσε ο γιατρός.

Ας θυμηθούμε την εποχή, που κυριαρχούσε η πενικιλίνη και που τότε, την χορηγούσαν ανά τρίωρο. Χαρά, σε όποιον δέχονταν τέτοια θεραπεία. Σε λίγο καιρό, δεν μπορούσες να βρεις την κατάλληλη θέση να γύρεις το κορμί σου στο κρεββάτι, από τον πόνο που ένιωθες στα οπίσθιά σου.

Τότε στην πόλη μας, έλαμψε και η παρουσία ειδικού "ενεσιολόγου" , ο οποίος δεν ευτύχησε να τελειώσει την ιατρικήν, αλλά μη θέλοντας και να αποχωριστεί, την Ιπποκράτειο επιστήμη, το' ριξε στις ενέσεις. 'Όμως το απωθημένο του, ήταν τόσο δυνατό, που δεν τον άφηνε να λησμονήσει το χαμένο του όνειρο κι έτσι παίρνοντας ύφος ντοτόρου, δεν παρέλειπε σε κάθε επίσκεψη του, όταν του έλεγες από τι έπασχες, να σε ακούει , με πολύ προσοχή, να παίρνει το ανάλογο -τη περιστάσει- ύφος και πολύ σοβαρά να ........αποφαίνεται.

- Εμείς σ' αυτές τις περιπτώσεις, ως θεραπεία, συνιστούμε το.....τάδε φάρμακο.

'Ηταν η ανέξοδη επιθυμία, και η μεγάλη του ικανοποίηση!

Ο κυρ Μανώλης, μεγάλος πιά, ευτύχησε να δει τον πρωτότοκο γιό του, τον αλησμόνητο φίλο μας, τον Αλέκο, να τον διαδέχεται στην διεύθυνση του φαρμακείου τους. Τον θυμάμαι ακόμα τα πρωινά, να κατεβαίνει και να κάθεται κοντά στην είσοδο του φαρμακείου, με το καλοσυνάτο του βλέμμα και να εποπτεύει τον χώρο. Παρόλο που δεν γελούσε, το πρόσωπό του, ήταν ένα χαμόγελο, που απέπνεε ευγένεια και καλοσύνη.

Ο Αλέκος, γεννημένος φαρμακοποιός, με καινούριες ιδέες, πλούτισε και αναβάθμισε το φαρμακείο του, σε τέτοιον βαθμό, που επάξια κέρδισε τη φήμη, του πιο ρηξικέλευθου φαρμακοποιού της πόλης μας.

Κύριο γνώρισμα του φαρμακείου του, η πληρότητα του σε φάρμακα και η μοναδική ενημέρωση, που είχε ο ίδιος, γύρω από το φάρμακο και τη διακίνησή του. Άνθρωπος του καθήκοντος και ιδιαίτερα σοβαρός , έντιμος μέχρις εκεί που δεν έπαιρνε, ευτύχησε να νυμφευθεί την Αικατερίνην Μουζάλα, γόνον αρχοντικής οικογενείας, και να φτιάξουν μια θαυμάσια οικογένεια.

Βάσκανη μοίρα, τον πήρε νεότατο από κοντά μας.

Εν τω μηνί Αθύρ ( Δεκέμβρης ήταν του 1995) ο Αλέκος .....εκοιμήθη!

Και ημίν τοις φίλοις πένθος.....

Οι φαρμακοποιοί της Μυτιλήνης, ως επί το πλείστον, σοβαροί κατά τα άλλα άνθρωποι, είχαν και την φήμη, των ολίγον κουτσομπόληδων και σ' αυτό συνέτεινε και ο συγχρωτισμός τους, με κάτι αργόσχολους, κατά κανόνα συμπολίτες μας, οι οποίοι περνούσαν καθημερινά από το φαρμακείο, για τον ερατεινό τους ή για να διαβάσουν την εφημερίδα τους ή ακόμα και να σχολιάσουν τα πολιτικά γεγονότα, για να καταλήξουν τελικά, στα άλλα, που τρέφουν τη ζωή της επαρχίας.

Υπήρχαν όμως και οι άλλοι, οι χωρατατζήδες, που η ζεβζεκιά τους ήταν μοναδική και αξεπέραστη.

Ένας απ' αυτούς, ήταν κι ο κυρ Χριστόφας Καρατζάς.

Το φαρμακείο του, βρίσκονταν ακριβώς, εκεί που σήμερα είναι το Πρακτορείο ταξιδίων του Σαμιώτη. Διέθετε και πατάρι. Ο ίδιος έμενε ψηλά στη Σουράδα και ανεβοκατέβαινε, πότε με το λεωφορείο και πότε με το ποδήλατο του.

Θα σας πω δυο ιστοριούλες, που πραγματικά είναι μοναδικές και ξεπερνούν τα όρια της ραφιναρισμένης σάτιρας. Προσομοιάζουν περισσότερο, σ' αυτό που λέμε σκώμμα, και που δεν είναι, όπως και να το κάνουμε, σε καμιά περίπτωση, η ντελικάτη μορφή , ενός χαριτωμένου πειράγματος, αφού μέσα από την υπερβολή της, στο βάθος υποκρύπτεται, μια κακόγουστη χοντράδα.

Μια φορά λοιπόν, μπήκε στο φαρμακείο του ένας χωριάτης, συστημένος από τον γιατρό του χωριού, στον οποίο είχε καταφύγει, για να του εκμυστηρευθεί, το "ντέρτι"του.

"Μούρη" ο γιατρός του χωριού, του είπε να κατέβει στη Μυτιλήνη και να πάει εκ μέρους του, στον Καρατζά κι αυτός θα του έλυνε το πρόβλημα.

Και πήγε.

Ο Καρατζάς, ήδη είχε πληροφορηθεί τα καθέκαστα από τον γιατρό κι αμέσως με πολύ συμπάθεια, οσμιζόμενος "ψητό", είπε στον "πάσχοντα", ότι θα έκανε, τα αδύνατα δυνατά, να τον θεραπεύσει, αφού δεν ήταν κάτι το οργανικό.

Και πιο ήταν το πρόβλημα. Το μέγεθος του φαλλού του "ασθενούς".

Μικροψώλης ήταν ο καημένος!

Αμέσως (να μην χάνουμε και καιρό), τον ανεβάζει στο πατάρι, κρατώντας στα χέρια του κι ένα κουβάρι σπάγκου. Κι αφού του λέει να κατεβάσει και να βγάλει το παντελόνι του, τον προτρέπει να πάρει τον σπάγκο και να τον δέσει κοντά στη βάλανό του, όχι πολύ δυνατά, πλην όμως στέρεα για να μην λυθεί. Δύσκολη δουλειά μεταξύ μας.

Στο κατόπι ο ίδιος, περνά τον σπάγκο, κάτω από τα σκέλη του αδικημένου από τη "φύση" χωρικού, ( τι παιχνίδια αλήθεια, μπορεί να σου παίξει, η μικρά φύσις σου) και τον δένει στο κάγκελο του παταριού.

Κι αφού σιγουρεύτηκε, για το ασφαλές του δεσίματος, του εξηγεί και τις κινήσεις, που θα έπρεπε να κάνει, ώστε ο φαλλός του να φθάσει, στο σημείο που έπρεπε. Και με ύφος πολύ σοβαρό και ανάλογον αυτό του ειδήμονος, γυρνά και λέει στον δυστυχή μικροτσούτσουνο:

- Τώρα, που όλα έγιναν ως έπρεπε, σιγά - σιγά θα κινείσαι προς τα μπρός, μέχρι που ο φαλλός σου να φτάσει ακριβώς κάτω από την πυγοτρυπίδα σου. Μόλις φθάσει εκεί, θα με φωνάξεις για τα περαιτέρω. Σιγά - σιγά όμως, για να μην πονάς και για να μην λυθεί κι ο σπάγκος.

Θα πέρασε κάποια ώρα και ο δυστυχής χωρικός, που την πάσαν ελπίδα του είχεν αναθέσει, στον μέγα θεραπευτή της τσουτσούς αυτού, κάθιδρως και αποκαμωμένος, από την ορθοστασία αλλά και την συνεπακόλουθον αυτής αγωνίαν, φωνάζει τον φαρμακοποιό, έμπλεως ικανοποιήσεως, για το αποτέλεσμα του κόπου του.

- Κυρ Χριστόφα, έλα να δεις, τα κατάφιρα!

Κι ο Καρατζάς, με μούρη, που πάσκιζε να φανεί σοβαρή,

ανεβαίνει γρήγορα τη σκάλα, σκύβει και καμώνεται, ότι εξετάζει την θέση του πέους του "ασθενούς", όπως αυτή διαμορφώθηκε, μετά από το τράβηγμα του σπάγκου.

Σε λίγο σηκώνεται, κουνάει το κεφάλι του και λέει στον δυστυχή, τούτο το ήκιστα αισιόδοξο, που τον ξέκανε μια και καλή!

- Δεν γίνιτι τίπουτα, ρε γμπάρι. Τέτοιους που είνι κι ικεί που βρίσκιτι τώρα, χέστουν!

Αποκριές. Ο Καρατζάς διανυκτερεύει. Χτυπά το τηλέφωνο του. Το σηκώνει και ακούει φωνή αγνώστου.

- Τι θέλετε;

- Καπότες έχετε;

Βαριεστημένα του απαντά. Ναι.

Και η φωνή.Επίμονη και απαιτητική αλλά και σοβαρή συνάμα.

-Μα δεν θέλω κύριε, μια απλή καπότα. Χρειάζομαι μια μεγάλη, τόσο μεγάλη, που να χωρά στο κεφάλι μου. Γιατί ξέρετε, θέλω να ντυθώ πούτσος!

Κι ο Καρατζάς, εμφανώς ενοχλημένος και κυρίως εξοργισμένος, για την κοροϊδία, που δεν περίμενε, αυτός που μόνο "χωρατά" και "ζεβζεκιές"στους άλλους έκανε, του απαντά με φωνή, που πρόδιδε και τον βαθμό του θυμού του.

'Ακσιμι ρε παλιουιμπνέ. Έ, βάγ'ς καλύτερα, μια κουράδα στου στόμασ, να ντυθείς κώλους!

Φεβρουάριος του 2022

Βάσος Ι. Βόμβας

Μοιράσου το άρθρο!