Αφιερώματα

30/05/2015 - 17:44

Νίκος Γόδας. Ο μέγιστος των Ολυμπιακών!

Γράφει ο Παναγιώτης  Μ. Κουτσκουδής 

Aφιερώνουμε λίγες αράδες στον (άγνωστο στους συντριπτικά περισσότερους από μας) ήρωα της ομάδας  του Ολυμπιακού και της πατρίδας μας  Νίκο Γόδα. Αντί να μνημονεύουμε τους εκάστοτε «καλούς» προέδρους που «χάρισαν και χαρίζουν» τίτλους στη λαοφιλέστερη ελληνική αθλητική οικογένεια, παραβλέποντας ότι χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλένουν μαύρο χρήμα και τα λογής ανομήματά τους, το μεγαλύτερο απ’ τα οποία είναι η άγρια εκμετάλλευση του κόσμου της εργασίας, τους λογής αεριτζήδες και παράγοντες που λυμαίνονται το χώρο του ποδοσφαίρου, τους μεγιστάνες και το ιερατείο της UEFA και της FIFA, που ρουφάνε την ψυχή της μπάλας «στήνοντας» το παιχνίδι στα μέτρα της διαφημιστικής αρένας και της χρηματιστηριακής φούσκας, καλό είναι να γνωρίζουμε και κάποιες κρυφές πτυχές της ιστορίας. Τις προσωπικές ανθρώπινες ιστορίες που καταδεικνύουν την αχαλίνωτη δύναμη της ψυχής, που όταν γιγαντωθεί και συναντηθεί με το πάθος, δεν λογαριάζει τίποτα. Ούτε καν το θάνατο!

 

Ο Νίκος Γόδας γεννήθηκε το 1921. Ήταν παιδί ξεριζωμένων προσφύγων από το Αϊβαλί. Βρέθηκε στη Μυτιλήνη μετά τη μικρασιατική καταστροφή και εν συνεχεία στην Κρήτη, λίγο πριν ριζώσει στην Παλαιά Κοκκινιά του Πειραιά. Εκεί έπαιξε για πρώτη φορά μπάλα. Η μεγάλη αγάπη του Νίκου ήταν ο Ολυμπιακός. Μέσα στην Κατοχή το όνειρο του Γόδα γίνεται πραγματικότητα. Ντύνεται στα ερυθρόλευκα δίνει αγώνες με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Όμως δεν είναι οι μόνοι αγώνες που δίνει ο Νίκος Γόδας. Δίνει το παρών και στους αγώνες για τη λευτεριά και την κοινωνική αλλαγή. Εντάσσεται στον ΕΛΑΣ.

Από τα τέλη του 1942 είναι ο βασικός μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού. Το 1942 αγωνίζεται δίπλα στον Βάζο, τον Αναματερό, τον Συμεωνίδη, τον Γραμματικόπουλο και σκοράρει για πρώτη φορά ως ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού στο 4-0 σε βάρος του Εθνικού και εν συνεχεία και επί του Απόλλωνα. Είναι στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού, όταν κερδίζει τον Παναθηναϊκό στον τελικό του κυπέλλου που διοργανώνει ο Δήμος Πειραιά το Μάη του 1943 και στον τελικό του Κυπέλλου Χριστουγέννων το Δεκέμβρη του 1943, όταν ο Θρύλος επικράτησε με 5-2 πάλι απέναντι στον Παναθηναϊκό. Αλλά ο Γόδας είναι «βασικός» και στους αγώνες για τη λευτεριά. Πρωτοστατεί στη νικηφόρα για τον ΕΛΑΣ μάχη της Ηλεκτρικής στον Πειραά, ηγείται του «επίλεκτου 5ου λόχου» του ΕΛΑΣ της Κοκκινιάς στη μάχη της Κοκκινιάς της 7ης Μάρτη του 1944. Το Δεκέμβρη του ’44 ο λόχος του Γόδα πολεμά τους Άγγλους στον Πειραιά, στο νεκροταφείο της Ανάστασης. Καταγράφεται ως ένας από τους μεγαλύτερους μαχητές, καθώς «είχε πάρει μέρος σε όλες τις σημαντικές μάχες εκείνης της εποχής, ενώ λέγεται ότι από τα πυροβολεία στο όρος Αιγάλεω είχε καταφέρει να καταρρίψει ένα γερμανικό αεροπλάνο.»

Αρχές του 1945, αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Γόδας, άρρωστος με πνευμονία, επιστρέφει από το Βελούχι για πρώτη φορά μετά τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα. Συλλαμβάνεται ύστερα από προδοσία και αρχίζει η «περιήγηση» στους τόπους της εξορίας. Ένας από τους σταθμούς οι φυλακές της Αίγινας. Εκεί  ο Νίκος παίζει μπάλα στην ποδοσφαιρική ομάδα που είχαν συγκροτήσει οι φυλακισμένοι. Μετά τον κλείνουν στις φυλακές της Κέρκυρας. Στην απομόνωση. Με μοίρα προδιαγεγραμμένη… Στις 13 Ιουλίου του 1945, ο Νίκος Γόδας και άλλοι 10 συναγωνιστές του, καταδικάζονται σε θάνατο.

Ο Γόδας μαζί με τα άλλα Πειραιωτάκια, τους συγκρατούμενούς του, το Λούβαρη και τον Κοφαδάκη, ακόμα και λίγο πριν το απόσπασμα σχεδιάζουν πώς θα στήσουν την ομάδα όταν θα ‘βγαιναν από τη φυλακή. Έχει μπει ο χειμώνας του ’48 και βρέχει ασταμάτητα. Να πώς περιγράφει ο Σκούρτης το Γόδα στη φυλακή, όταν του είπε ο Λούβαρης: «Σκέψου να μας πάρουνε, Νίκο, με τέτοια βροχή.» «Δεν θα το ήθελα.» «Γιατί;» «Η τσιριμονιά τελειώνει βιαστικά και δεν έχεις την άνεση να δεις τους μακελάρηδες κατάματα. Σαν βρέχει δεν μπορείς να ανοίξεις τα μάτια, είναι και το νερό που τρέχει και δεν βλέπεις όπως πρέπει, είναι σα να σου κλείνουν τα μάτια με το έτσι θέλω. Εγώ θέλω να είναι καλοκαιρία, να τον κοιτάω κατάματα για να δω πόσο σίγουρος νιώθει αυτός που με σκοτώνει.»

Στη φυλακή της Κέρκυρας έμεινε τρία χρόνια. Μέχρι να ξημερώσει η 19η Νοεμβρίου του 1948. Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μας να μεταφερθούμε όλοι μας νοερά σε εκείνο το πρωινό. Ακριβώς, όπως μας είχε ταξιδέψει με τη μοναδική του περιγραφή στις "Θρυλικές Ιστορίες" ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης.

«Στο κελί κάνει αφόρητο κρύο. Ο βοριάς περονιάζει. Στο βάθος της αυλής, βλέπει ένα δέντρο. Ψηλό, περήφανο, μοιάζει άνθρωπος. Εστιάζει το βλέμμα του για ώρα. Ωραίο, δέντρο, μόνο, ελεύθερο, με τα κλαδιά του να απλώνονται και τα φύλλα να κυματίζουν στον αέρα. Ξαφνικά, από το βάθος του διαδρόμου ακούγεται η φωνή του αγρυπνητή:

"Έρχονται, σύντροφοι, ετοιμαστείτε".

Τα χωνιά είναι έτοιμα από νωρίς. Ακούει τα βήματα του φύλακα. Η πόρτα ανοίγει.

"Γόδας! Σε θέλουν στη διεύθυνση".

Η ώρα έχει φτάσει. Βγάζει την ερυθρόλευκη φανέλα από το καρφί και ακολουθεί τον φύλακα στο γραφείο. Ο διευθυντής κρατάει ένα στυλό, έχει μπροστά του ένα χαρτί, ένα χαρτί που το ξέρει καλά (δήλωση μετανοίας).

"Τελευταία σου ευκαιρία, ποδοσφαιριστή. Υπογράφεις;"

Ούτε καταδέχεται να απαντήσει.

"Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;"

"Ναι".

"Αγύριστο κεφάλι είσαι. Έχεις καμιά τελευταία επιθυμία;"

Ο Νίκος ζητάει να του δώσουν το άσπρο σορτσάκι, που του 'χαν κρατημένο. Δίνει κι ένα σημείωμα για τους συγγενείς του. "Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου. Αν κάνετε γιο, να του δώσετε το όνομά μου" - το είχε γράψει από μέρες (οι συγγενείς του θα τον τιμήσουν: Ο αδερφός του Δημήτρης θα ονομάσει την κόρη του Νίκη).

Βάζει την ερυθρόλευκη φανέλα κι έτσι ντυμένος με τη στολή της ομάδας που τόσο είχε αγαπήσει ακολουθεί τους αστυφύλακες στην έξοδο. Με το που τον βλέπουν να βαδίζει στο διάδρομο, οι συγκρατούμενοί του αρχίζουν να φωνάζουν με τα χωνιά το σύνθημα που συνόδευε κάθε εκτέλεση: "Κερκυραϊκέ λαέ, σήμερα πάλι παίρνουν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης για εκτέλεση". Σαν χορός αρχαίας τραγωδίας.

"Νενικήκαμεν! Ζήτω οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου", ήταν τελευταία λόγια του φεύγοντας από τη φυλακή, όπως τα διασώζει ο συγκρατούμενός του εκείνα τα χρόνια, Σταμάτης Σκούρτης.

Ο Νίκος περνάει την έξοδο της φυλακής ντυμένος με την εμφάνιση του Ολυμπιακού, σα να βγαίνει στο γήπεδο. Τον μεταφέρουν στο Λαζαρέτο, ένα νησάκι έξω από το λιμάνι. Σε λίγη ώρα ο παίκτης του Θρύλου βρίσκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ ο ήλιος μόλις είχε κάνει δειλά την εμφάνισή του πίσω από τα βουνά.

Το απόσπασμα στη θέση του. Ο Νίκος φωνάζει: "Mε δολοφονείτε με τη φανέλα του Ολυμπιακού! Μη μου δέσετε τα μάτια για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή".

Ο αξιωματικός σηκώνει το χέρι. Οι στρατιώτες έχουν απέναντί τους έναν συμπατριώτη τους, ένα συνομήλικο νεαρό αθλητή. Κάποιοι τρέμουν λίγο. Η διαταγή: "Πυρ!". Το κόκκινο απλώνεται στο κόκκινο. Ο Νίκος φεύγει, ψηλά, για την τελευταία κεφαλιά. Νικητής!

Ο Γόδας εκτελέστηκε κοιτώντας τους δολοφόνους του στα μάτια και φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού. Στο βιβλίο του «Ώσπου να ξημερώσει» ο Σταμάτης Σκούρτης γράφει για την εκτέλεση: «…ο ήλιος σκάει πίσω απ’ τα βουνά και δεν ξέρεις τι είναι πιο κόκκινο, η φανέλα που φοράει κατάσαρκα ο Νίκος, που οι λευκές λωρίδες της κοκκίνισαν από το αίμα, ή ο ήλιος;» 

 

 

Στη δεύτερη φωτογραφία (αρχική του άρθρου) ο Νίκος Γόδας ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού την περίοδο 1943-44 και η ασπρόμαυρη φωτογραφία που βλέπετε, είναι η τελευταία που έστειλε στους γονείς του. "Αφιερωμένη στη μανούλα μου και στον πατέρα μου εις ένδειξη σεβασμού και αγάπης. Φυλακές Κέρκυρας 22/2/48", γράφει πάνω σε αυτήν, λίγο πριν πάει στο εκτελεστικό απόσπασμα, όντας καταδικασμένος σε θάνατο.

 

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες:

Μοιράσου το άρθρο!