Ο τυφλός μουσικός που έπαιζε τσαμπούνα και "έσωζε" ζωές...
Ο τυφλός μουσικός που έπαιζε τσαμπούνα και "έσωζε" ζωές...
Η παραγγελιά του Φοίβου Ανωγειανάκη στον Ροβήρο Μανθούλη
Το 1961 και το 1962 ο Ροβήρος Μανθούλης (πριν λίγες μέρες συμπληρώθηκαν 2 χρόνια από το θανάτό του) βρέθηκε στη Λέσβο για τα γυρίσματα τριών μικρού μήκους ντοκιμαντέρ. «Ψαράδες και ψαρέματα», «Η Ζωή στη Μυτιλήνη», «Το πρώτο βήμα».
Η πρώτη ταινία αφορούσε το παραδοσιακό ψάρεμα και την ζωή των ψαράδων της κοινότητας του Μολύβου και η δεύτερη ήταν μια περιήγηση στο νησί της Λέσβου, στα ιστορικά μνημεία και αξιοθέατα της πόλης της Μυτιλήνης και άλλων περιοχών του νησιού. Τοπία του νησιού και εικόνες από πόλεις και χωριά, όπως το Πέραμα, ο Μόλυβος (Μήθυμνα), το Σίγρι και η Αγιάσος. «Το πρώτο βήμα» είχε θέμα κι αυτό την Κοινοτική Ανάπτυξη με τουριστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα.
Εκεί, στο Μόλυβο, (την αρχαία Μήθυμνα της Λέσβου) του 1961 ή το 1962 (τότε γύρισε το 30λεπτο ντοκιμαντέρ του με τίτλο "Το πρώτο βήμα"), ο Ροβήρος Μανθούλης, όπως περιγράφει ο ίδιος, μαθαίνει ότι πάνω στο ψηλό βουνό που βλέπανε από μακριά, ζούσε ένας πολύ γνωστός τυφλός μουσικός που έπαιζε τσαμπούνα, δηλαδή γκάιντα.
Θυμήθηκε την "οδηγία" που του είχε δώσει ο φίλος του Φοίβος Ανωγειανάκης (μουσικολόγος, μουσικοκριτικός που προς τιμήν του έχει γίνει το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων στην Πλάκα το 1991), να αγοράζει όποιον ενδιαφέρον όργανο εντοπίζει στα κινηματογραφικά ταξίδια του στο εσωτερικό της χώρας και λέει στους υπόλοιπους της ομάδας να πάνε αύριο που έχουν ρεπό από τα γυρίσματα να πάνε να δούνε.
Και συνεχίζει την αφήγηση του ο Ροβήρος Μανθούλης:
"Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο αλλά από ένα σημείο και ύστερα δεν είχε δρόμο, παρά ένα μονοπάτι που σε πήγαινε στο χωριό, εκτός αν στο μεταξύ έπεφτες στη θάλασσα. Η οποία ήταν ακριβώς από κάτω μας! Ένας θεός ξέρει πώς είχαν χτιστεί τόσα σπίτια και μια ταβέρνα χωρίς δρόμο! Καθίσαμε στην ταβέρνα και ρωτήσαμε που ήταν ο τυφλός μουσικός. Πήγαν αμέσως και τον έφεραν. Τον ρωτήσαμε αν έχει κέφι να μας παίξει κάτι με την τσαμπούνα.
Ναι, ναι είπε και πετάχτηκε έξω σαν σίφουνας.
Αυτός θα σκοτωθεί, είπαμε.
Α μπα, αυτός ξέρει τα μονοπάτια καλύτερα από μας, μάς είπαν. Τον είδαμε να τρέχει στα κατσάβραχα που εμείς θα ιδρώναμε να τα ανεβούμε.
Τέλος πάντων, φάγαμε, ήπιαμε, ακούσαμε την τσαμπούνα. Μια τσαμπούνα έργο τέχνης.
Θα μου τη δώσει άραγε;
Είχε νυχτώσει και του προτείνω να την αγοράσω.
Τίποτα. Δεν την πουλάει με τίποτα.
Ξέρεις γιατί την θέλω, του λέω. Δεν την θέλω για μένα.
Την θέλω για το μουσείο.
Και εκεί λύγισε και μου την πούλησε!
Ήταν προχωρημένη η ώρα και σηκωνόμαστε να φύγουμε.
Αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχει ηλεκτρικό στο χωριό ούτε για δείγμα.
Και φεγγάρι μηδέν. Πίσσα σκοτάδι.
Πώς θα κατεβούμε; Θα πέσουμε στον γκρεμό!
Κοιμηθείτε εδώ και φεύγετε το πρωί μας λέει ο κάπελας.
Έχουμε γύρισμα αύριο πρωί-πρωί.
Ένα λεπτό, μας λέει ο τυφλός τσαμπουνάς και παίρνει την τσαμπούνα.
Εγώ θα πηγαίνω μπροστά, μας λέει, θα παίζω την τσαμπούνα κι’ εσείς θα ακολουθείτε τη μουσική από κοντά.
Κατεβήκαμε με την ψυχή στο στόμα.
Τυφλοί κι’ εμείς ακολουθώντας μια μουσική στο σκοτάδι! Κατεβήκαμε σώοι και αβλαβείς.
Πρώτη φορά είδα έναν τυφλό ανοιχτομάτη, και να σώζει ζωές".
*Την παραπάνω πραγματική ιστορία ο Ροβήρος Μανθούλης την έβαλε στην ταινία του Lilly’s Story, ένα «ντοκιμαντέρ» που προήλθε από το βιβλίο του με τον ομώνυμο τίτλο, με ηθοποιούς σε ρόλους που είναι αληθινά πρόσωπα σε αληθινές ιστορίες.